Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Paolo Erizzo: Ιστορία και θρύλος


Original steel engraving drawn by C. Stanfield, engraved by W. Finden. 1833























ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Νύχτα Τετάρτης προς ξημερώματα Πέμπτης, 12 Ιουλίου 1470


Η μανία της επέλασης των Τούρκων επρόκειτο να πάρει τρομακτικές διαστάσεις. Τα τελευταία νέα που έφεραν στο Βάιλο, μιλούσαν για προδοσία του Φιόρο Ντι Ναρντόνε που αποκάλυψε τα αδύναμα σημεία -του μέχρι τότε απόρθητου τείχους- στον εχθρό και κινδύνευε ο Νότιος Προμαχώνας!
Παράλληλα, ο Nτα Κανάλε με τις γαλέρες του δεν είχε επέμβει...
Το τέλος πλησίαζε. Είχε αρχίσει να διαγράφεται ολέθριο... Δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας!
Το Νεγρεπόντε θα παραδινόταν, αβοήθητο, στη λύσσα του Μωάμεθ του Β', του Σουλτάνου Μεχμέτ...

Ο Βάιλος του Νεγκρεπόντε, Πάολο Ερίτζο με την κόρη του Άννα και τους πιστούς του ακολούθους, είχε οχυρωθεί εδώ και αρκετές μέρες στο μεγάλο διπλό Πύργο στη μέση του πορθμού και με κρυφούς απεσταλμένους προς τους υπεύθυνους των πολεμιστών της Καστροπολιτείας της Ενετικής Χαλκίδας, συντόνιζε τις επιχειρήσεις.

Λίγο πριν, ο Βάιλος είχε μια μακροσκελή συζήτηση με τον Ιερόλαμο Κάλμπο, τον Καπετάνιο και το Φρούραρχο Αντρέα Τζάνε, κρυφά από τους υπόλοιπους. Οι τρεις άντρες βλοσυροί προσπαθούσαν να αξιολογήσουν σωστά την κατάσταση και να δούν αν υπήρχαν ελπίδες ν'ανατραπεί η κατάσταση.

Ο Ιερόλαμος του μεταφέρει το κλίμα που επικρατούσε μέσα στο Κάστρο:

- "Όλοι είναι απαισιόδοξοι Πάολο! Λίγοι έχουν μείνει από τους γενναίους μας! Οι πιο πολύ σκοτώθηκαν στις δύο προηγούμενες μάχες... 
Η κατάσταση φοβάμαι πως είναι τραγική!!!"


- "Ο εχθρός με τις βομβάρδες και τα υπόλοιπα κανόνια που έχει στήσει ολόγυρα, έχει επιφέρει τρομερά πλήγματα στα τείχη! Λίγα σημεία είναι ασφαλή πλέον!" συμπλήρωσε κατηφής ο Αντρέα και ο Ιερόλαμο ξαναπήρε το λόγο:

- "Πριν λίγο, είδα ν'ανάβουν δάδες στην πλευρά των τειχών που βλέπουν προς τις γαλέρες του Ντα Κανάλε και κατόπιν να τις σβήνουν..."

Ο Πάολο τον κοίταξε αγανακτισμένος και απάντησε:

- "Προσπαθούν να τον ειδοποιήσουν για τον κίνδυνο που διατρέχει η πόλη, μήπως και αποφασίσει επιτέλους να επέμβει!"

- "Ναι, ακριβώς!" συμφώνησε ο Ιερόλαμο και συνέχισε:

- "Νωρίτερα είχαν υψώσει το λάβαρο του Αγίου Μάρκου και το κουνούσαν απελπισμένα, ώρα πολλή! Στο τέλος, σήκωσαν κι ένα πελώριο Εσταυρωμένο μήπως και συγκινηθεί ο δειλός!!!
Αλλά, μετά, έπεσε η νύχτα..."

- "Να πάρει η οργή!" φώναξε ο Πάολο χτυπώντας τη γροθιά του με δύναμη στο χαμηλό ξύλινο τραπέζι, δίπλα του! 

Πετάχτηκε ορθός φωνάζοντας:

- "Μας πούλησε ο μπάσταρδος! Αν είχε επέμβει από την ώρα που ήρθε, θα τους είχαμε κατατροπώσει!
Ακόμα και τώρα μπορεί να μας σώσει! Έχει ούριο άνεμο, οι πολεμιστές μας θα εμψυχωθούν και οι Τούρκοι θα πανικοβληθούν! Θα αντιστραφούν οι όροι, δεν το καταλαβαίνει ο άτιμος; Πανάθεμά τον!"

Τα μάτια του σκοτείνιασαν και τα χείλη του σφίχτηκαν κι έγιναν μια λεπτή, μελανή από την οργή, γραμμή!

- "Εμένα μου είπαν οι φρουροί κάτω, ότι είδαν μια γαλέρα ν'ανοίγει πανιά προς τα εδώ!" πετάχτηκε ο Αντρέα. "Αλλά τους γύρισαν πίσω οι υπόλοιποι με κανονιές!
Κάποιοι από το πλήρωμα της γαλέρας βούτηξαν στη θάλασσα και κολύμπησαν μέχρι το Κάστρο! Έχουν μέσα γυναίκες και παιδιά και ήθελαν να πάνε κοντά τους..."

- "Αυτός ο άθλιος θέλει κρέμασμα! πετάχτηκε ο Ιερόλαμο. Θαρρεί πώς με το να στέκει εκεί θα φοβίσει τον Αντίχριστο;"

Ο Πάολο βημάτιζε πάνω-κάτω νευρικά. Το κεφάλι του πονούσε από την ένταση και το μυαλό του είχε σκαλώσει... Δεν έβλεπε να υπάρχει σωτηρία!

- "Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια!" παραδέχτηκε κοιτώντας κατάματα τους άλλους δύο:
"Κύριοι, οι αντιστάσεις μας κάμφθηκαν εντελώς! Προβλέπω πανωλεθρία. Δε θα γλιτώσει κανείς!"

Λέγοντας αυτά, σώπασε απότομα γιατί είδε την κόρη του να πλησιάζει αλαφιασμένη. Κάθισε ξανά και κάνοντας νόημα στους άλλους δύο, τους ψιθύρισε:

- "Ιερόλαμε, ανέβα πάνω να δεις τι γίνεται! Εσύ, Αντρέα, πήγαινε να ελέγξεις τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά να δούμε πού βρισκόμαστε. Θα τα πούμε αργότερα!"




- "Πατέρα, τι θ'απογίνουμε;" ρώτησε η Άννα με την αγωνία να χαρακώνει τη φωνή και το πανέμορφο πρόσωπό της. Τα καταγάλανα μάτια της ανάβλυζαν τρόμο μαζί με δάκρυα!

Γονάτισε μπροστά του κι έσφιξε με τα χέρια της τα δικά του, θέλοντας να του μεταδώσει όλη της την απόγνωση και το φόβο που την είχε κυριέψει! Ήταν εικοσιτριών χρονών και όλη αυτή η αγριότητα που έφτανε στ'αυτιά της από απέναντι μέσα από ανατριχιαστικιές κραυγές και χτυπήματα, την τρόμαζε τόσο που είχε αρχίσει να νοιώθει βαριά πάνω της μιαν άδικη μοίρα...

Έσκυψε αναζητώντας το βλέμμα στο σκυμμένο κεφάλι του πατέρα της, επιζητώντας να την καθησυχάσει.

Την κοίταξε! Πώς να της κρυφτεί;
Η ψυχή του μια αντάρα θεριεμένη... Μα έπρεπε να φανεί ψύχραιμος και να ηρεμήσει την αγαπημένη του κόρη.

- "Εδώ που είμαστε δεν έχουμε φόβο! Ο Πύργος είναι καλά οχυρωμένος και έχουμε προμήθειες. Μή σκιάζεσαι, πριγκίπισσά μου! Θα τα καταφέρουμε. Ίσως έρθει βοήθεια στο μεταξύ και πειστεί ο Nτα Κανάλε να επέμβει."

Λόγια ειπωμένα με πειθώ για εκείνην, αλλά κούφια στο δικό του κοφτερό μυαλό!
Την αγκάλιασε σφιχτά! Βύθισε το πρόσωπό του στα χρυσαφένια μακριά μαλλιά της!
Δεν την άφησε να δει τη σκιά του φόβου στα μάτια του και τη δική του αγωνία για την τύχη τους, όπως δεν την άφηνε ν'ανέβει στο παραθύρι του Πύργου και δει τα κόκκινα νερά του πορθμού και τα ακέφαλα σώματα που παρασύρονταν από τα ρεύματα.
Έκλεισε τα μάτια και έχοντας την Άννα στην αγκαλιά του, ταξίδεψε τα παιδικά του χρόνια, τότε που όλα ήταν ρόδινα και ευοίωνα!

................

Οι γονείς του, πλούσιοι έμποροι,του είχαν προσφέρει μιαν αξιοζήλευτη για ένα παιδί ζωή και μπορούσε μεγαλώνοντας να ασχοληθεί με ό,τι επιθυμούσε.
Σίγουρα δε θα γινόταν έμπορος, βέβαια! Δεν ήθελε ν'ανακατευτεί στις επιχειρήσεις των γονιών τους τις οποίες θα αναλάμβαναν τα δυο του αδέρφια!
Είχε πολλές δυνατότητες και πολύ διαφορετικά όνειρα...

Και κατάφερε να κάνει πραγματικότητα τα περισσότερα από αυτά!
Ο δικαστικός κλάδος τον είχε μαγέψει και είχε όλα τα προσόντα να διαπρέψει! Οξύνους, αποφασιστικός, ακριβοδίκαιος... Είχε το χάρισμα να αντιλαμβάνεται τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση και διέθετε ένα αλάθητο ένστικτο που του επέτρεπε να κάνει πολύ σωστές προβλέψεις.
Και όλα του πήγαιναν κατ'ευχήν, ώσπου συνέβη εκείνο το ατυχές -σύμφωνα με τους οικείους του- περιστατικό...

Μπορεί να στιγματίστηκε η καριέρα του, μπορεί να φυλακίστηκε, μπορεί να άλλαξε ριζικά ο ρους της ζωής του, όμως στην ουσία απέκτησε ένα ξεχωριστό νόημα η ύπαρξή του ολόκληρη...
Μια μοναδική πληρότητα του κάλυψε κάθε άλλο κενό!

Κι εκείνο το περιστατικό αποδείχθηκε το πιο σημαντικό γεγονός απ'όσα του είχαν συμβεί ως τότε!
Ένα σημείο σταθμός στα 24 του χρόνια!
Μια σπουδαία αφετηρία!




MΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα γεγονότα στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, 25 χρόνια πριν, στη Βενετία.



Ήταν αρχές Οκτώβρη του 1445 όταν ο φίλος του ο Ντομένικο Κονταρίνι, από αριστοκρατική οικογένεια, καθότι Πατρίκιος κι εκείνος όπως και ο Πάολο, του μίλησε για εκείνη.

- "Μου τα έχει εξομολογηθεί ο ίδιος ο Τζουστινιάνι! Είναι πανέμορφη, ίδιος άγγελος και την κρατά παρά τη θέλησή της ο Επίσκοπος Καστελάνο.
Πριν δέκα ημέρες, την είδα κι εγώ τυχαία όταν με κάλεσε ο Επίσκοπος να παραλάβω μια επιστολή για τους γονείς μου. Συναντηθήκαμε στην είσοδο καθώς έφευγα. Νόμιζα ότι βρέθηκα στον παράδεισο τη στιγμή που με κοίταξε!"

- "Και λέει αλήθεια ο Τζουστινιάν ότι του έχει δοθεί;;" ρώτησε δύσπιστα ο Πάολο.

- "Αγόρι μου! Του δίνεται κάθε φορά που τη συναντάει κρυφά!
Μου ορκίστηκε, σου λέω! Έχει τρελλαθεί μαζί της! Πρόσεξε τώρα: Ο Νάνι μου αποκάλυψε πάνω στο μεθύσι του προχθές ότι του ζήτησε τη βοήθειά του ο Τζουστινιάνι για να την απαγάγει αύριο το βράδυ!"

- "Ααα, δηλαδή, είναι τόσο καλή; Χαχαχα!" αστειεύτηκε ο Πάολο.


- "Μη γελάς καθόλου! Εγώ πάντως έχω ξεσηκωθεί για τα καλά! Με μάγεψε!"
 
Τα μάτια του Κονταρίνι γυάλισαν και συνέχισε: 

"Αφού, λοιπόν, δίνεται κάθε φορά στο Τζουστινιάν γιατί να μη δοκιμάσουμε κι εμείς; Έχω ήδη ένα σχέδιο κατά νου!
Πρώτα-πρώτα θα αποτρέψουμε την απαγωγή κι έπειτα θα πάμε εμείς να τη χαρούμε!"

- "Χαχαχα! Μα τι λες Ντομένικο; Είσαι με τα καλά σου; Πώς θα μας δεχθεί;"

- "Τα έχω σκεφτεί όλα! Θα πάμε πρώτα εγώ κι έπειτα εσύ και μέσα στο σκοτάδι θα παραστήσουμε ότι είμαστε ο Τζουστινιάν!"

- "Είσαι τρελός!" Ξαναγέλασε ο Πάολο κουνώντας το κεφάλι.

- "Σου τ'ορκίζομαι δε θα το μετανοιώσεις! Αυτή η βραδιά θα μας μείνει αξέχαστη!"

- "Ώωω, δεν ξέρω, Ντομένικο... Είναι ελκυστική η ιδέα σου, αλλά πολύ ριψοκίνδυνη!"

- "Άκουσέ με, Πάολο!! Για να κολλήσει έτσι ο Τζουστινιάν που είναι πολύ εκλεκτικός στη γυναικεία συντροφιά, αξίζει τον κόπο να είσαι σίγουρος!"

Το νεανικό αίμα κόχλαζε και οι κάθε είδους προκλήσεις ήταν ευπρόσδεκτες! Τους χάριζαν ιδιαίτερη ικανοποίηση όταν πάσχιζαν να βρουν τρόπους να τις αντιμετωπίσουν, να επιβληθούν στις περιστάσεις και να επιβεβαιωθούν μέσα από την επιτυχημένη έκβαση των καταστάσεων!!


Έτσι, το ίδιο βράδυ κιόλας πλεύρισαν το Νάνι και πάνω στο δήθεν μεθύσι τους, του εμπιστεύτηκαν ότι ο Επίσκοπος έμαθε για μια απαγωγή που οργανώνεται και πως τοποθέτησε ένα αυτοσχέδιο σύστημα συναγερμού περιμετρικά του μοναστηριού που θα ξεμπρόστιαζε όποιον αποτολμούσε μια τέτοιαν απόπειρα!
Ήταν σίγουροι ότι θα έτρεχε να το προλάβει στο Τζουστινιάνι!


Το άλλο βράδυ λοιπόν, παραφύλαξαν και πραγματικά, το σχέδιό τους απέδωσε καρπούς! 


Η απαγωγή απετράπη. 
Δεν εμφανίστηκε ο επίδοξος απαγωγέας!

 
Την αμέσως επόμενη ημέρα ο Κονταρίνι έθεσε σ'εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου!


Έχοντας πιέσει τους δικούς του για μια απαντητική επιστολή προς τον Επίσκοπο Καστελάνο, είχε ήδη ρισκάρει κλείνοντας ραντεβού με τον ιερέα. Πριν ξεκινήσει για τη Μονή έγραψε κι ένα σημείωμα προς την Τζινέρβα Κερίνι -την παρά τη θέλησή της καλόγρια και πέτρα του σκανδάλου- εκ μέρους υποτίθεται του Φεντερίκο Τζουστινιάν.
Στο σημείωμα ανέφερε ότι σοβαροί λόγοι έθεσαν σε κίνδυνο την απελευθέρωσή της η οποία και αναγκαστικά ανεβλήθη για μικρό χρονικό διάστημα, όσο απαιτείται για μια πιο επιτυχημένη απόπειρα.

Το σημείωμα έκλεινε με την ενημέρωση ότι θα τη συναντούσε απόψε στη μικρή αποθήκη του περιβολιού της Μονής, όπως κάθε φορά, αλλά πιο αργά, γύρω στα μεσάνυχτα, καθαρά για λόγους ασφαλείας.


Το μεσημέρι αφού και το δεύτερο μέρος του σχεδίου ολοκληρώθηκε με επιτυχία, ειδοποίησε τον Πάολο να είναι έτοιμος για το επίμαχο ραντεβού...



Η καρδιά του Πάολο χτυπούσε ακατάστατα καθώς ο Ντομένικο τον τραβούσε πάνω στην πανύψηλη μάντρα! 
Ο κίνδυνος είχε ανεβάσει την αδρεναλίνη στα ύψη και αυτή η έξαψη ήταν που τον έκανε να νιώθει κυρίαρχος ενός δύσκολου και προκλητικού παιχνιδιού!!

Μέχρις εδώ ήταν όλα εύκολα... Το ψιλόβροχο σε συνδυασμό με το κρύο, είχαν κλειδαμπαρώσει από νωρίς όλες τις πόρτες και είχαν στείλει τους ανθρώπους για ύπνο μια ώρα αρχύτερα. Τώρα χρειαζόταν μεγαλύτερη προσοχή!
Μόλις τα μάτια συνήθισαν το σκοτάδι και ξεκαθάρισε λίγο ο χώρος μπροστά τους, οι δυο νεαροί συνεννοήθηκαν με νοήματα και ο Πάολο παρακολούθησε το φίλο του να κατευθύνεται στο χαμηλό κτίσμα αρκετά μέτρα πιο 'κει. Η πόρτα μισάνοιξε και ο Κονταρίνι χώθηκε στην αποθήκη.


Εάν πετύχαινε το σκηνικό με τον Ντομένικο, θα πετύχαινε και με τον ίδιο! Ένα φούντωμα μέσα του παραμέριζε το νοτισμένο κρύο και ενώ δεν συνέτρεχε άλλος ιδιαίτερος λόγος, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γοργά...

Ηρέμησε, αγόρι μου. Δεν είναι η πρώτη σου φορά! Μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες είναι! Και μάλιστα μια γυναίκα ελευθερίων ηθών που κρατείται παρά τη θέλησή της στη μονή, ποιος ξέρει για ποιο λόγο... Σίγουρα δεν ήταν επιλογή της να ασπαστεί το μοναχικό σχήμα και φυσικά δεν είναι ανόητη! Θα πρέπει να κατάλαβε ότι δεν είναι ο Τζουστινιάν αυτός που είναι μαζί της, τώρα. Όπως και νά'χει βέβαια, δεν τη συμφέρει να αποκαλυφθεί η συνάντησή μας!”
Αυτά σκεφτόταν και ταυτόχρονα έλεγχε το χώρο τριγύρω, προσπαθώντας να σιγουρευτεί ότι όλα έβαιναν καλώς. Δεν πέρασε πολλή ώρα, ή έτσι τουλάχιστον του φάνηκε, όταν είδε το φίλο του τα έρχεται προσεκτικά.


- “Όλα καλά! Της ψιθύρισα ότι βγαίνω για τη φυσική μου ανάγκη και ξαναέρχομαι.
Εμπρός, πήγαινε και τα λέμε μετά!”

Ο Πάολο δε μίλησε γιατί το στόμα του στέγνωσε ξαφνικά και αν προσπαθούσε να αρθρώσει λέξη, θα πρόδιδε όλη του την ταραχή! Και δεν ήθελε ο φίλος του να τον κοροϊδεύει μετά!

Προχώρησε γοργά, για να τελειώσει το μαρτύριο μια ώρα αρχύτερα και σαν έφτασε στην πόρτα, τη χτύπησε απαλά. Στο μισάνοιγμά της τον υποδέχθηκε μια λεπτή φιγούρα μ'ένα φωτεινό χείμαρρο μαλλιών να στολίζει μια σκούρα χοντρή κάπα, ριγμένη πρόχειρα πάνω σ'ένα ανοιχτόχρωμο ελαφρύ νυχτικό!

Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του κι εκείνη ρίχτηκε στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του! Το βαρύ πανωφόρι έπεσε στο πάτωμα κι εκείνος σάστισε με το θελκτικό κορμί που σφίχτηκε πάνω του...


- "Όλα καλά; έφτασε στ'αυτιά του ένας αγγελικός ψίθυρος."

- "Ναι", ψιθύρισε ξέπνοα ο Πάολο και αφέθηκε γύρω της, μεθυσμένος από το άρωμα και τη θέρμη της γυναίκας που είχε μέσα στα χέρια του...


................


Ο Ντομένικο άρχισε ν'ανησυχεί... Ο Πάολο αργούσε επικίνδυνα! Μα τι στο καλό συμβαίνει; Λες να κατάλαβε η Κερίνι ότι αυτός δεν ήταν ο Τζουστινιάν;; Κι ένας ακόμα θα είχε προλάβει να πάει στην αποθήκη, τόση ώρα!
Πάνω που ετοιμαζόταν να πλησιάσει στο απομονωμένο κτίσμα και να κάνει τη συνθηματική κραυγή του κινδύνου, είδε την πόρτα ν'ανοίγει και τον Πάολο να βγαίνει με βήμα αργό.


- "Λίγο ακόμα και θα προχωρούσα στο σύνθημα! Τι στην ευχή έγινε;" τον ρώτησε χαμηλόφωνα.


- Τίποτα... Όλα καλά...


- "Πάμε να φύγουμε γρήγορα και τα λέμε στο δρόμο! Κρίμα να χαλάσει το σχέδιό μας, τώρα στο τέλος!"


Και όλα θα είχαν πάει μια χαρά, εάν προσπαθώντας να σκαρφαλώσουν τη βρεγμένη μάντρα δε γλίστραγε ο Ντομένικο! 

Ένα πόδι σπασμένο, τους οδήγησε σε πολύκροτη δίκη στα μέσα του Μάη του '46 με την κατηγορία της ιεροσυλίας!

Ντομένικο Κονταρίνι και Πάολο Ερίτζο, από ένα χρόνο φυλάκιση και 100 λίρες πρόστιμο.


Φεντερίκο Τζουστινιάν και Τζιάκομο Νάνι, από 6 μήνες φυλάκιση και 100 λίρες πρόστιμο.

Όσο για την Τζινέβρα Κερίνι, η τιμωρία της ήταν πολύ σκληρότερη. Έμεινε έγκυος!





ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η Άννα


Η είδηση της εγκυμοσύνης της καλόγριας Κερίνι, αποσιωπήθηκε ώστε να μην ταραχθεί η τοπική κοινωνία, το κύρος της Μονής, οι εμπλεκόμενοι και φυσικά, να μη γίνει συσχετισμός της εγκυμοσύνης με τη δίκη και τους κατηγορούμενους.
Και οι τέσσερις νέοι που δικάστηκαν ήταν γόνοι ευγενών!


Ο Επίσκοπος Καστελάνο δέχθηκε αρκετές δωρεές για τη Μονή οι οποίες τον έπεισαν να συγκαλύψει την πραγματική διάσταση του συμβάντος και να μην απαιτήσει βαρύτερες τιμωρίες για τους ενόχους! Ο μόνος αποδέκτης της σκληρότητάς του ήταν η αδελφή Τζινέβρα που ήταν κυριολεκτικά στο έλεός του!


Απαίτησε από την Κερίνι να συναινέσει γραπτώς, ότι μόλις το βρέφος απογαλακτιζόταν, θα το παρέδιδε στο ορφανοτροφείο και η ίδια θα εξέτινε την ποινή που της επέβαλε ο Επίσκοπος.
Θα παρέμενε στο μοναστήρι ισοβίως και μάλιστα στην προσωπική του υπηρεσία, χωρίς κανένα από τα προνόμια που είχαν οι υπόλοιπες καλόγριες, οι οποίες δεν είχαν ατιμάσει έτσι ξεδιάντροπα το Σχήμα και τη Μονή.



Στις αρχές του Ιουλίου του ίδιου έτους, σ'ένα από τα κελιά του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης, η αδελφή Τζινέβρα Κερίνι έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο και πανέμορφο κοριτσάκι που έμελλε να μείνει στην ιστορία όχι για την μοναδική ομορφιά της, αλλά για την απαράμιλλη αρετή της...


Την ίδια ώρα στο κελί των φυλακών γειτονικής πόλης, ο Πάολο Ερίτζο, έδινε μάχες με την ψυχή και τη συνείδησή του για το μοιραίο εκείνο γεγονός...


Οι δικαστικοί που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, τους είχαν ενημερώσει για την εγκυμοσύνη της νεαρής καλόγριας για να έχουν πλήρη συναίσθηση της κατάστασης και κατ'επέκτασιν, της ευνοϊκής μεταχείρισης που απολάμβαναν.


Εκτός από τον Νάνι που δεν πέρασε ποτέ τη μάντρα του μοναστηριού, οι άλλοι τρεις είχαν ένα λόγο ακόμα να αγωνιούν όσον καιρό θα βρίσκονταν φυλακισμένοι:

Ποιος ήταν άραγε ο πατέρας;;;

Ο Φεντερίκο Τζουστινιάν μετά την αποκάλυψη της σκευωρίας και της παραδοχής των άλλων δύο ότι συνευρέθηκαν με την Τζινέβρα, καθημερινά ένοιωθε να παραπαίει ανάμεσα σε δύο πιθανότητες.

Από τη μία ήθελε να πιστεύει ότι η αγαπημένη του δεν κατάλαβε πραγματικά ότι δεν ήταν εκείνος που την αγκάλιαζε εκείνη την αποφράδα νύχτα και ότι πράγματι έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και ίσως και βιασμού!


Από την άλλη, δεν επρόκειτο να το παραδεχτεί επειδή πληγωνόταν ανεπανόρθωτα ο αντρικός του εγωισμός... Την είχε ερωτευτεί και επομένως δεν μπορούσε να τη μισήσει!
Όσο για το παιδί, θεωρούσε δικαιωματικά ότι ήταν δικό του, επειδή είχε βρεθεί μαζί της πολλές φορές και όχι μόνο μία!! Θα αναλάμβανε λοιπόν, το παιδί αφού ήταν γέννημα δικό του και θα μπορούσε να την πάρει από τη Μονή νόμιμα!


Ο εμπνευστής του παράτολμου εγχειρήματος, ο Ντομένικο Κονταρίνι ήταν κυριολεκτικά τρομοκρατημένος στην ιδέα ότι μπορεί να είχε γίνει πατέρας και η καλόγρια, όσο όμορφη κι αν ήταν δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει νόμιμη σύζυγός του! Στο κάτω-κάτω, ένα καπρίτσιο ήταν και οι πιθανότητες που έδινε στον εαυτό του στο θέμα της πατρότητας, ήταν οι μικρότερες!
 
Δεν του έβγαζες από το μυαλό, ότι εκείνο το βράδυ ο Πάολο είχε εκμεταλλευτεί την κατάσταση και είχε προχωρήσει και σε δεύτερη ικανοποίηση των ορμών του διότι είχε καθυστερήσει πάρα πολύ! Ήταν κι ένας λόγος που ο ίδιος γλίστρησε από τη μάντρα, διότι τόση ώρα που παραφύλαγε και τον περίμενε, τα άκρα του είχαν παγώσει και δεν κατάφεραν να τον συγκρατήσουν στο γλιστερό τοίχωμα!

Και τέλος, ο Πάολο!
Ο Πάολο είχε περισσότερα να σκεφτεί...
Εκείνη η νύχτα ήταν η πιο μεθυστική νύχτα της ζωής του! Ήταν ένα ατέλειωτο ταξίδι με τις πέντε αισθήσεις να παραδίδονται σ'ένα κυκεώνα μαγευτικών ερεθισμάτων! Ένα πλάσμα ονειρικό, θαρρείς είχε ξεπηδήσει από παραμυθένιους νεραϊδότοπους για να του χαρίσει τόση ικανοποίηση όση δεν είχε γευτεί ποτέ μέχρι τότε στη ζωή του!! 
 

Μια πρωτόγνωρη λαχτάρα τον είχε κάνει να αναζητήσει ξανά την αγκαλιά της, μη θέλοντας να την αποχωριστεί ακόμα! Ο κόσμος είχε σταματήσει να γυρνά όχι μόνο για τον Πάολο, αλλά και για την ίδια την Τζινέβρα που του ψιθύριζε ξανά και ξανά, πώς πρώτη φορά την έκανε να νοιώθει τόσο όμορφα και δε θυμάται ποτέ, ωραιότερες στιγμές απ'αυτές!

Ήθελε τόσο πολύ να την ξαναδεί, που δεν τον ένοιαζε τίποτα! Ήθελε να την πάρει μαζί του κι εκείνη και το παιδί και να φύγουν μακριά, να ζήσουν σε μιαν άλλη πόλη! Δεν τον ένοιαζε αν το παιδί δεν ήταν δικό του! Του αρκούσε που ήταν γέννημα δικό της! Δεν τον ένοιαζε το παρελθόν της! Την ήθελε δική του!


Είχε αρχίσει να καταστρώνει σχέδια για μια κοινή ζωή, σ'ένα τόπο άλλο, που δε θα τους θύμιζε τίποτα από τα παλιά! Και είχε αρχίσει να μετράει τις μέρες μέχρι τη μέρα της αποφυλάκισής του. Είχε αρχίσει να κάνει όνειρα...

Πίσω στο μοναστήρι, η αδελφή Κερίνι μεγάλωνε το μωρό, ρουφώντας την κάθε στιγμή μαζί του αφού ήξερε ότι θα το αποχωριζόταν σύντομα...
Είχαν περάσει κιόλας δέκα μήνες από τη μέρα που την έφερε στον κόσμο!


Η μικρή της Άννα, ήταν ένα τρισχαριτωμένο μωρό, γελαστό, που σε συνέπαιρνε με τα βαθυγάλανα πελώρια μάτια της και τις κατάξανθες μπούκλες που πλαισίωναν το όμορφο προσωπάκι της. Η Τζινέβρα έβλεπε πόσο της έμοιαζε και προσπαθούσε να φανταστεί, πόσο όμορφη θα ήταν, όταν θα γινόταν ολόκληρη κοπέλα!


Την προηγούμενη ημέρα είχε μιλήσει στον Επίσκοπο! Τον παρακάλεσε να να ικανοποιήσει μια μονάχα επιθυμία της που ήταν για το καλό του μωρού της και μόνο!

- "Δε νομίζω ότι είσαι σε θέση να ζητάς χάρες!" την είχε αποπάρει ο Επίσκοπος.

- "Ο πραγματικός πατέρας του παιδιού πρέπει να ερωτηθεί εάν επιθυμεί να το αναλάβει, πανοσιολογιώτατε! Δείξτε τη μεγαλοψυχία σας! Καλέστε τους!" του είπε με φωνή πλημμυρισμένη στην αγωνία κι έπεσε στα γόνατα μπροστά του!
"Ίσως να το αποδεχθεί και να έχει καλύτερη μοίρα το παιδί μου απ'ό,τι στο ορφανοτροφείο!"

- "Και πώς γνωρίζεις εσύ ποιος είναι ο πραγματικός πατέρας;" την ειρωνεύτηκε.

- "Η κόρη μου έχει ένα μεγάλο σκούρο σημάδι σε σχήμα κρίνου, χαμηλά στην κοιλιά... Κανείς στη δική μου οικογένεια δεν είχε κάτι τέτοιο!
Χαρίστε της την πιθανότητα να ζήσει μια καλύτερη ζωή! Κι εγώ κάνω όρκο στην ιερότητά σας ότι θα υπακούω πάντοτε κάθε σας θέλημα!"


  Ο Επίσκοπος την είχε κοιτάξει επίμονα για αρκετή ώρα καθώς τον ικέτευε γονατιστή μπροστά του και τα μάτια του είχαν μισοκλείσει καθώς χανόταν σε καινούργιες σκέψεις και σχέδια μυστικά και ...αυστηρά προσωπικά, για τη γυναίκα που έσκυβε στα πόδια του...

- "Πήγαινε στο κελί σου και θα σου ανακοινώσω την απόφασή μου το βράδυ μετά το δείπνο."


................


Ήταν Ιούλιος του 1447 όταν ο Πάολο Ερίτζο παρέλαβε την κόρη του από το μοναστήρι με δυνατά συναισθήματα να τον συγκλονίζουν!!


Ο Επίσκοπος δεν του επέτρεψε καν να δει την αδελφή Κερίνι και να της μιλήσει... Ασυναίσθητα, φεύγοντας με το μωρό αγκαλιά, γύρισε πίσω και κοίταξε μόλις η πόρτα του κεντρικού κτιρίου έκλεισε πίσω τους. 
Και την είδε!

Στο παράθυρο του πάνω ορόφου, με τα χέρια γροθιές πάνω στο τζάμι και τα πιο όμορφα γαλανά μάτια της πλάσης να αναβλύζουν θάλασσες δάκρυα, χαράζοντάς του βαθειά την ψυχή...

Ο καημός του θα έσβηνε σιγά-σιγά, στο πέρασμα του χρόνου, καθώς θα έβλεπε το βαθυγάλανο των ματιών της μέσα στα μάτια της κόρης τους και θα αντικαθιστούσε τη νεραϊδένια μορφή της με αυτό το αγγελικό πλασματάκι που κρατούσε εκείνη τη στιγμή στην αγκαλιά του και του χάριζε το πιο θεσπέσιο χαμόγελο που είχε ποτέ αντικρύσει...





ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Νεγκρεπόντε: Η αρχή του τέλους. 


- "Μεσσέρ Ερίτζο, Μεσσέρ Ερίτζο! Εχθρικά πλοία έρχονται προς το λιμάνι!" φώναξε ο νέος άντρας που παραφύλαγε στο παράθυρο που έβλεπε στο λιμάνι του Νεγκρεπόντε!
Ο Πάολο όρμησε στη σκάλα χωρίς δεύτερη σκέψη! Μισόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να συνηθίσει γρήγορα το σκοτάδι που απλωνόταν πυκνό έξω από το μικρό άνοιγμα του τοίχου. Ολοκάθαρα διέκρινε σε λίγο, αρκετά τούρκικα πλοία να πλησιάζουν απειλητικά την πλευρά του κάστρου στο νότιο λιμάνι!



- "Ετοιμάζονται για μεγάλη επίθεση!" είπε ο Βάιλος και το πρόσωπό του σκοτείνιασε σαν τη νύχτα εκεί έξω... "Θέλει ακόμα τέσσερις ώρες για να ξημερώσει! Αν συνδυάσουν το στόλο τους μαζί με το στρατό, τα πράγματα γίνονται πολύ επικίνδυνα! Τα τείχη δε θ'αντέξουν! Είναι ήδη λαβωμένα!
Να φύγει τώρα αμέσως αγγελιοφόρος να ενημερώσει το Μποντιμιέρο και να του μηνύσει να μαζέψει πολεμιστές για να ενισχύσουν τα τείχη στο Βούρκο! Είναι το πιο αδύναμο σημείο και το γνωρίζουν μετά την προδοσία του Σκιάβο!"


- "Θα πάω κι εγώ!" φώναξε ο Ιερόλαμο Κάλμπο, αρχίζοντας να μαζεύει τον οπλισμό του!


- "Κι εγώ θα πάω!" πετάχτηκε και ο Αντρέα Τζάνε!


- "Όχι ακόμα εσύ, Αντρέα!" τον έκοψε ο Πάολο. "Πρώτος θα πάει ο Ιερόλαμο και θα μας στείλει αγγελιαφόρο όταν κρίνει ότι τα πράγματα δυσχεραίνουν και χρειάζεται να πας κι εσύ!
"Ιερόλαμο, γνωρίζεις πόσο επικίνδυνη είναι η κατάσταση τώρα που φέρνουν και τα καράβια τους κάτω απ'τη μύτη μας, έτσι;
Πιστεύω στη γενναιότητά σου και στη σωστή σου κρίση! Κοίταξε να ενισχύσεις τα αδύναμα σημεία του κάστρου και κάνε σωστή διαχείριση των διαθέσιμων πυρομαχικών. Χρησιμοποίησε ακόμα και γυναίκες και παιδιά στον εφοδιασμό!"


- "Μείνε ήσυχος, Πάολο! Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα, αλλά θέλω να πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε! Όσο για μένα, πάνω απ'όλα είμαι στρατιώτης εκπαιδευμένος και έτοιμος να υπερασπιστώ τα συμφέροντα της πατρίδας μέχρις εσχάτων, δίνοντας και τη ζωή μου την ίδια. Φεύγω! Καλή αντάμωση!" είπε αποφασιστικά, αποχαιρετώντας τους υπόλοιπους!


- "Ο Θεός μαζί σου!" του φώναξε ο Πάολο.


- "Θα περιμένω να με καλέσεις!" συμπλήρωσε ο Αντρέα.


Οι δυο άντρες που έμειναν πίσω, κάθησαν στο τραπέζι όπου ήταν απλωμένος ένας πρόχειρος χάρτης του Κάστρου και άρχισαν να μελετούν κάθε πιθανό σχέδιο του εχθρού και να προσπαθούν να βρουν τρόπους αντιμετώπισης για την κάθε μια περίπτωση!
Τους έλλειπαν στοιχεία, τους έλλειπε ο Ντι Κανάλε, τους έλλειπαν πολλά... Παρ'όλα τούτα, αυτοί έπρεπε να βρουν λύσεις.


Πιο πέρα, η Άννα καθόταν αμίλητη και αρνιόταν το φαγητό που την παρακαλούσε η γκουβερνάντα της να φάει! Χτένιζε τα μαλλιά της με κινήσεις αργές, μηχανικές, αταίριαστες θαρρείς με το χώρο, τα γεγονότα και την ταραγμένη ψυχή της... Κάπως έτσι θα έδειχνε και η ηρεμία που επικρατεί στο μάτι ενός κυκλώνα και η νηνεμία πριν ξεσπάσει η θύελλα!


Θάθελε καμμιά ώρα ακόμα να χαράξει η μέρα, όταν άρχισαν οι κανονιοβολισμοί από τα πλοία και οι αλλαλαγμοί του στρατού των εχθρών! Έτρεξαν όλοι στα παράθυρα και ανάμεσα στις λάμψεις έβλεπαν το κάστρο περικυκλωμένο να χτυπιέται ανηλεώς!
Ο πανικός του Πάολο και των άλλων αντρών που συνειδητοποίησαν την αριθμητική παρουσία των Τούρκων στρατιωτών εκδηλώθηκε με βρισιές και μια κινητικότητα παράξενη μέσα στον πύργο και παντελώς άσκοπη!


Η Άννα έβγαλε μια κραυγή τρόμου, σπάζοντας τη μονοτονία των συνεχών κανονιοβολισμών! Με τα χέρια της κάλυψε τ'αυτιά της και ξέσπασε σ'ένα κλάμα γοερό!
Έτσι όπως καθόταν με το μακρύ λευκό της φόρεμα, το ριχτό χωρίς φτιασίδια, έτσι όπως φωτιζόταν από το τρεμάμενο φως του κεριού δίπλα της, ήταν η προσωποποίηση της καστροπολιτείας του Νεγκρεπόντε, τούτη την ώρα που βαλλόταν αλύπητα από τον εχθρό...


Η ώρα έμοιαζε να χλευάζει τους πάντες, καθώς κυλούσε αργά, βασανίζοντας πολιορκητές και αμυνόμενους με πονηρό συνεργό της το σκοτάδι που δεν έλεγε να υποχωρήσει!

 

Αλλά, κάποτε η μέρα χάραξε...
Το πρώτο φως από τις άκρες των αχτίδων σκιαγράφησε τα βουνά, τη θάλασσα, τη λαβωμένη πόλη. Οι τρομακτικές λάμψεις από τα κανόνια ατόνισαν στο φως, όχι όμως οι συνέπειές τους...
Ο ήλιος αμέριμνος και αδυσώπητα αμέτοχος, διέγραφε τη συνηθισμένη του πορεία, όπως κάθε μέρα, χωρίς να νοιάζεται για τις ασχήμιες, τον πόνο, το αίμα, το άδικο και τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν σ'αυτή τη γωνιά της γης κι ερχόταν να κάνει και σήμερα τον κύκλο του...


- "Ένας αγγελιαφόρος!" ακούστηκε μια τραχιά αντρική φωνή.


- "Φέρτε τον μέσα γρήγορα!" διέταξε ο Πάολο και όλοι έτρεξαν γύρω του περιμένοντας ν'ακούσουν από πρώτο χέρι τις ειδήσεις.


- "Βάιλε, χανόμαστε!" η τρεμάμενη απεγνωσμένη φωνή του ταλαιπωρημένου άντρα που μπήκε στο κάστρο, συνόψισε μέσα σε δυο λέξεις τα νέα!
"Οι εχθροί εισέβαλαν στην πόλη! Τα τείχη στο Βούρκο δεν άντεξαν! Μπήκαν σα δαίμονες ουρλιάζοντας και σφάζοντας αδιακρίτως!" 
 


Ο Αντρέα δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα! Χωρίς να μιλήσει, ζώστηκε το σπαθί του κι έφυγε τρέχοντας. Ο Πάολο τον παρακολούθησε συναινώντας και δε χρειάστηκε να του μιλήσει. Γύρισε προς τον άντρα που έφερε τα μαντάτα:


- "Ο Καπετάνιος Κάλμπο σ'έστειλε;" τον ρώτησε.


- "Όχι! Ο Μεσσέρ Κάλμπο είναι νεκρός! Τον πρόλαβαν στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου καθώς συντόνιζε μια νέα ομάδα επίθεσης! Πολέμησαν γενναία, σώμα με σώμα! Αλλά οι διάβολοι ήταν πολλοί... Ο Μεσσέρ Μπερτούτσι Μπάρμπαρο μ'έστειλε να σ'ενημερώσω!"


- "Περίμενε ένα λεπτό!" είπε ο Πάολο και ψιθύρισε κάτι σ'έναν φρουρό, δίπλα του. Εκείνος πήγε προς τις γυναίκες και μίλησε μαζί τους! Σκύβοντας το κεφάλι εκείνες αδιαμαρτύρητα αποσύρθηκαν στη διπλανή αίθουσα.


- "Τώρα πες μας ακριβώς τι γίνεται!" είπε στον αγγελιαφόρο.


- "Γίνονται φρικαλεότητες, Μεσσέρ Ερίτζο! Έχουνε μεγάλη λύσσα! Καθώς κρυβόμουν για να τους ξεφύγω και να έρθω εδώ, είδα με τα ίδια μου τα μάτια ανελέητες συμπεριφορές, χωρίς σταγόνα ανθρωπιάς! Είδα να παίρνουν τα μωρά από την αγκαλιά των μανάδων τους, να τα πετάνε έξω από τα τείχη και μετά να σφάζουν τις μητέρες! Είδα να σκοτώνουν όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους, είτε ήταν παιδί, είτε γέρος, είτε ήταν γυναίκα!
Πτώματα παντού! Το αίμα τρέχει σαν ποτάμι στα στενοσόκακα δίπλα στα τείχη! Ειδικά στα σημεία που αντιστάθηκαν περισσότερο, στοιβιάζουν τα πτώματα το ένα πάνω στο άλλο και δεν μπορείς να περάσεις!
 Είναι πολλοί Βάιλε! Δεν τους καταφέρνουμε με τίποτα! Όλοι τρέχουν να ξεφύγουν, αλλά αυτοί ξεπετάγονται από παντού και κομματιάζουν τον κόσμο!"



- "Θεέ μου, γιατί να επιτρέψεις να γίνει τέτοιο κακό;" μονολόγησε δυνατά ο Πάολο, ανήμπορος να αντιδράσει αλλιώς ή να βρεί τρόπο να ανατρέψει την κατάσταση.
Έσκυψε το κεφάλι, συνειδητοποιώντας ότι το τέλος είχε φτάσει οριστικά και αμετάκλητα...


Κόντευε να μεσημεριάσει. Δεν είχαν κανένα νεότερο! Μόνο τα ουρλιαχτά και οι αλλαλαγμοί που έρχονταν απ'έξω γίνονταν ολοένα και πιο πυκνά, πιο δυνατά! Σπαραξικάρδιες κραυγές που καλούσαν σε βοήθεια, ανακατεμένες με στριγγλιές που σου τρυπούσαν τ'αυτιά πλησίαζαν προς το κάστρο του πορθμού!



- "Βάιλε, τρέξε γρήγορα να δεις!" φώναξε ο φρουρός του παραθύρου που έβλεπε στη γέφυρα.


Ο Πάολο ανέβηκε με δυο δρασκελιές στο παράθυρο! Αυτό που αντίκρυσε του λάβωσε την ψυχή και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν “Θεέ μου! Πού είναι το έλεός σου;”


Οι πύλες της καστροπολιτείας είχαν ανοίξει και κόσμος είχε ξεχυθεί πάνω στο γεφύρι! Προσπαθώντας να σωθεί, σπρωχνόταν βίαια από τον τρόμο και η γέφυρα κλυδωνιζόταν από το βάρος!


- "Ανοίξτε τις πύλες και των δύο πύργων και βάλτε μέσα όσο το δυνατόν περισσότερους! Δώστε προτεραιότητα σε γυναίκες και παιδιά! Τρέξτε! Γρήγορα!" διέταξε ο Πάολο κι έμεινε να βλέπει την εξέλιξη. Άρχισε να προσεύχεται μέσα του!


Είδε τους δικούς του ν'ανοίγουν την πύλη και να μπαίνουν οι πρώτοι τρέχοντας! Ήλπιζε να προλάβαινε να σώσει πολλούς, μα έβλεπε να έρχονται από την πόλη δεκάδες και να σπρώχνουν, να σπρώχνουν δυνατά και με ορμή τους μπροστινούς τους, κοιτώντας ταυτόχρονα πίσω τους με τρόμο και ουρλιάζοντας πανικόβλητοι!


- "Βόηθα Θεέ μου, βόηθα!" είπε ο Πάολο δυνατά!


Και τότε έγινε το κακό! Το κιγκλίδωμα της γέφυρας στη μία πλευρά δεν άντεξε το βάρος και υποχώρησε!


Ο Βάιλος τους Νεγκρεπόντε συγκλονισμένος, παρακολούθησε με φρίκη, γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά να πέφτουν μέσα στα σκοτεινά νερά, να παλεύουν στις δίνες, να πιάνονται από ακέφαλα πτώματα που επέπλεαν δίπλα τους, να ουρλιάζουν, να πνίγονται και τα αιματοβαμμένα ρεύματα, ύστατοι προδότες, να οδηγούν ζωντανούς, πνιγμένους και νεκρά, διαμελισμένα κορμιά νότια, προς τον εχθρό...


Η θάλασσα, ο ήλιος, η φύση ολάκερη είχε συνομωτήσει εναντίον τους! Ούτε κι ο Θεός δεν ήταν πια μαζί τους...





MEΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ 
Τα ωραιότερα χρόνια


Ο Πάολο είχε παρουσιάσει αμέσως το παιδί στην οικογένειά του! Η οικογένεια Ερίτζο, όμως, δε θέλησε να δεχτεί το νόθο του γιου τους, ούτε να υποστεί ένα σκάνδαλο που θα τους έπληττε ανεπανόρθωτα!


- "Μην περιμένεις να αναγνωρίσουμε το προϊόν μιας νεανικής απερισκεψίας, Πάολο, που ήδη μας έχει στοιχίσει αρκετά! Να αφήσεις το παιδί σε ένα αξιοπρεπές ίδρυμα κι εμείς θα φροντίσουμε να έχει καλή ζωή!" τόνισε ο πατέρας του και ήταν κάθετος σ'αυτά που έλεγε!


- "Μα δε θέλω η κόρη μου να μεγαλώσει μακριά από τον πατέρα της! Είναι ήδη άδικο που θα στερηθεί τη μητέρα της, γιατί να στερηθεί κι εμένα; Δεν πρόκειται να την εγκαταλείψω, να είστε βέβαιοι! Θα την αναγνωρίσω κι επίσημα!"


- "Δεν πιστεύω να περιμένεις να συναινέσω σε μια τέτοια τρέλλα!" φώναξε έξαλλος ο Μάρκο Στέφανο Ερίτζο. Αυτό να το βγάλεις απ'το μυαλό σου!


- "Μα, γιατί, πατέρα; Είναι μια γνήσια Ερίτζο! Το σημάδι που έχεις εσύ ο ίδιος, το έχω κι εγώ και το έχει κι εκείνη! Δε σημαίνει τίποτα για σένα αυτό;"


- "Δεν πρόκειται ποτέ να παρουσιάσω στη μικρή κοινωνία μας το εξώγαμο παιδί μιας καλόγριας, που μόνο καλόγρια δεν είναι!"


- "Σου ξεκαθαρίζω ότι θα δηλώσω κανονικά την κόρη μου και θα της δώσω το επώνυμο που δικαιούται! Είμαι ο πατέρας της!"


- "Τότε να φύγεις από αυτή την πόλη και να μην ξαναγυρίσεις ποτέ πίσω! Ντροπιάζεις την οικογένειά μας! Θα σε αποκληρώσω!"


- "Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, πατέρα! Εγώ θα κάνω αυτό που μου προστάζει η συνείδησή μου και η εντιμότητα με την οποία με αναθρέψατε εσείς οι ίδιοι!"

- "Πώς τολμάς να μιλάς έτσι στον πατέρα σου; Πώς τολμάς να με αποκαλείς ανέντιμο!" Ο γκριζομάλλης άντρας, κατακόκκινος από οργή, έτεινε το χέρι του προς τον Πάολο και κουνώντας απειλητικά το δείκτη του, σφύριξε μέσα από τα δόντια του:
- "Ζήτα μου αμέσως συγνώμη! Εάν δε με υπακούσεις και αν αναγνωρίσεις αυτό το νόθο, όχι την ευχή μου, αλλά την κατάρα μου να έχεις!"


Το πρόσωπο του νέου χλώμιασε, σα να στράγγισε τελείως από το αίμα...
Έσφιξε τα χείλη συγκρατώντας με μεγάλο κόπο το θυμό του και ύψωσε τους ώμους, μισκοκλείνοντας τα μάτια...
- "Αντίο!" μουρμούρισε υπόκωφα ο Πάολο, κοίταξε για στερνή φορά τον πατέρα του, και βγήκε από το δωμάτιο...


Στο χωλ, ταραγμένη και με δάκρυα στα μάτια, η μητέρα του έχοντας ακούσει τον έντονο διάλογο που εξελίχθηκε στο γραφείο του ισογείου, εκτός από τις τελευταίες κουβέντες, τον σταμάτησε με ένα στοργικό βλέμμα ικεσίας:


- "Παιδί μου! Σε ικετεύω! Σκέψου το λίγο πιο ψύχραιμα!"


- "Μητέρα, περίμενα τουλάχιστον εσύ να με καταλάβεις!" την κοίταξε περίλυπος ο Πάολο εκπέμποντας στη μικροκαμωμένη φιγούρα που λάτρευε, όλη του την απόγνωση...




- "Σε καταλαβαίνω αγόρι μου..." του είπε σκύβοντας το κεφάλι προς στιγμήν. 


Έπειτα σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε το στερνοπούλι της που καμάρωνε για τις μέχρι τώρα επιλογές του, εκτός από εκείνη την ανοησία που του στοίχισε τη φυλάκιση:


- "Ο πατέρας σου, όμως, έρχεται σε δύσκολη θέση! 
 Του είναι αδύνατον να δεχτεί το παιδί ως εγγόνι του, μετά απ'όσα έγιναν!"



- "Δε γίνεται μητέρα να απαρνηθώ την κόρη μου! Kατάλαβέ με, σε παρακαλώ! 
Θα την πάρω και θα φύγω!"



 Η κομψοντυμένη γυναίκα ίσιωσε το κορμί της και πήρε μια βαθειά ανάσα... 
Στα σκούρα βαθειά θλιμμένα μάτια της, φλόγισε μια σπίθα ικανοποίησης για την απάντηση του μικρού της γιου!


- "Να πάρεις μαζί σου και τη Μαρίνα, γιε μου! Ξέρεις πόσο σ'αγαπάει η γκουβερνάντα σου. Θα φροντίσει κι εσένα και το μωρό! Είναι νέα ακόμα, κρατιέται καλά! Θα νοιώθω κι εγώ πιο ήσυχη γνωρίζοντας ότι είστε σε καλά χέρια! Θα σου διαθέσω και ένα μέρος από το καταπίστευμα που κληρονόμησα από τον πατέρα μου για τα πρώτα σας έξοδα μέχρι να τακτοποιηθείτε! Εγώ δεν το χρειάζομαι και κανείς δε θα το μάθει!
Πάολο... Το ξέρεις πόσο σ'αγαπώ, έτσι δεν είναι;" του είπε τα τελευταία λόγια με τρεμάμενη φωνή και άνοιξε τα χέρια της να κλείσει στην αγκαλιά της το λεβέντη της...


Ο Πάολο την έσφιξε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε:


- "Σ'αγαπώ μητέρα! Θα σου στέλνω τα νέα μου κι αν θέλεις, έστω και κρυφά, να έρθεις κάποια στιγμή να μας δεις! Θα μου λείψεις!"


Λίγες στιγμές αλήθειας, τρυφερότητας και αγάπης, μια δυνατή αγκαλιά, φυλαχτό που απάλυνε τον τρομακτικό απόηχο της κατάρας που άκουσε πριν λίγο ο Πάολο και γλύκανε τον πόνο του αποχωρισμού που ένοιωθαν μάνα και γιος!


Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν δύσκολα μέχρι να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες διαβίωσης, ο Πάολο, η μικρή Άννα και η γκουβερνάντα της, η Μαρίνα...
Ασκώντας το επάγγελμά του, ως δικαστής περιστασιακά, και με την οικονομική άνεση του καταπιστεύματος, ο Πάολο είχε την τύχη να βλέπει την κόρη του να μεγαλώνει, να ανθίζει και ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε να συμβάλει στην ανατροφή της ουσιαστικά! Οι ατέλειωτες ώρες που περνούσε μαζί της καθημερινά, τον γέμιζαν με γαλήνη, χαρά, ομορφιά και η ψυχή του ξεχείλιζε από πληρότητα μοναδική χωρίς να μένει το παραμικρό κενό μέσα της!


Κάποιες φορές ερχόταν στο μυαλό του η κατάρα του πατέρα του και συννέφιαζε τη χαρά του, αλλά ένα παιδικό γελάκι τον έφερνε ξανά στην παραδεισένια πραγματικότητα και μακάριζε τον εαυτό του για την ευτυχία αυτή.
Άλλες φορές πάλι, η μορφή της Τζινέρβα θολή πια πίσω από το τζάμι της Μονής να κλαίει με τις γροθιές σφιγμένες, του μαύριζε την καρδιά... Μα ήταν τόσο θολή που μπερδευόταν με το κοριτσίστικο μουτράκι της Άννας και δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει πλατιά!


Δεκαπέντε χρόνια είχαν περάσει μακριά από την οικογένειά του και δεν είχε καμμία επαφή. Μόνο η μητέρα του τον είχε επισκεφθεί τέσσερις φορές...
Είχε εξηγήσει στην Άννα ότι η γιαγιά της έμενε πολύ μακριά και ήταν αδύνατο να τη βλέπουν συχνά.
Πίσω στη γενέτειρά του, οι φήμες είχαν κοπάσει μετά από τόσα χρόνια και κανείς δεν ασχολιόταν μαζί του.











Από γυναίκες, δεν είχε παράπονο! Περνούσαν πολλές και διάφορες από την αγκαλιά του και το προτιμούσε αυτό. Δεν έψαχνε να βρει σύζυγο... Εξάλλου ήθελε να φύγει ακόμα πιο μακριά και να διεκδικήσει καλύτερες θέσεις και αξιώματα.
Ήδη του είχε γίνει μια πρόταση για να αναλάβει καθήκοντα Βάιλου στην Κύπρο και μελετούσε κάθε δυνατότητα διότι είχε ενθουσιαστεί!
Και πραγματικά, οι συνθήκες ήταν ιδανικές, οι όροι πολύ ευνοϊκοί και ο Πάολο μαζί με τη γκουβερνάντα του και τη δεκαεπτάχρονη πλέον κόρη του ανεχώρησε το χειμώνα του 1463 για την Κύπρο.



MEΡΟΣ ΕΚΤΟ 
Το τέλος


1468 και μετά την Κύπρο, ο Πάολο Ερίτζο έρχεται στο πιο όμορφο, πλούσιο, ισχυρό και απόρθητο μέρος. Αναλαμβάνει Βάιλος του Νεγκρεπόντε!
Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίζει, καθότι το κύρος του σ'αυτή τη θέση επισφραγιζόταν και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν οι καλύτερες δυνατές για εκείνον και την κόρη του.
Και πραγματικά, όλα κυλούσαν ιδανικά, σε σημείο που η πρότερη ζωή του πριν την Άννα
έμοιαζε τόσο μακρινή, σα να μην υπήρξε ποτέ!


Αλλά, ήταν αδύνατον να φανταστεί αυτά που του επεφύλασσε η Μοίρα...
Πέμπτη, 12 Ιουλίου 1470 και ο ήλιος μεσουρανούσε σε μια τραγική μέρα, ζεστή και γιομάτη αίμα από χιλιάδες αθώους...
Θα ήταν μια ώρα πριν, όταν ο προδότης που στεκόταν ορθός στην πύλη του πύργου, του έφερε το μήνυμα από τον αδίστακτο Τούρκο, τον ίδιο τον αδυσώπητο Μωάμεθ το Β': 

 
Portrait du sultan Mehmet II par Gentile Bellin (25 novembre 1480) - The National Gallery, Layard Bequest, Londres

- “Παραδόσου και έχεις τον -ενώπιον μαρτύρων- όρκο του Πολυχρονεμένου Σουλτάνου, πως το κεφάλι σου θα μείνει στη θέση του!"

Μέσα στον πύργο των αιματοβαμμένων νερών που κρατούσαν το κόκκινο χρώμα όσο κι αν άλλαζαν ροή, με την Άννα, με μερικούς στρατιώτες κι ένα τσούρμο γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους που είχαν περιμαζέψει το πρωί, χωρίς τρόφιμα, χωρίς εφόδια, χωρίς δυνάμεις και χωρίς ελπίδα για σωτηρία, η παράδοση ήταν αναπόφευκτη.

Δεν τον ένοιαζε για τον εαυτό του... Η σωτηρία της Άννας ήταν η μόνη του έγνοια αυτή τη στιγμή! Πώς να εμπιστευτεί έναν αχρείο, έναν άτιμο, έναν ανώμαλο, μανιακό και ψυχικά διαταραγμένο αλλόθρησκο, που είχε κατασφάξει μια ολόκληρη πόλη!
Πώς μπορούσε να εξασφαλίσει στην αγαπημένη του κόρη την ελευθερία της, τη στιγμή που η ίδια η ομορφιά της την καταδίκαζε;
Στην καλύτερη περίπτωση θα την έπαιρνε στο χαρέμι του ο Σουλτάνος! Και στη χειρότερη... Δεν ήθελε καν να το διανοηθεί!
Θεέ μου... Τι μπορούσε να κάνει; Πώς θα τη γλίτωνε;


Μακάρι να μην είχε έρθει ποτέ σ'αυτή την καστροπολιτεία! Μακάρι να μην είχε φύγει ποτέ από την πατρίδα του. Ίσως να ήταν καλύτερα για την Άννα να την είχε αφήσει σε ορφανοτροφείο... Στο νου του ήρθε η εικόνα του πατέρα του την ώρα που ξεστόμισε εκείνη την άδικη κατάρα εις βάρος του! Γιατί πατέρα;
Στην προσπάθειά του να σώσει το παιδί του, ένοιωσε να τρελλαίνεται!
Η πίεση στην ψυχή και στο μυαλό του τον ταξίδευε πίσω, αναιρώντας πράξεις και γεγονότα που τον οδήγησαν εδώ! Έφτασε να αναρωτηθεί αν έπρεπε να τη φέρει σ'αυτόν τον κόσμο για να την εκθέσει σε τέτοιο κίνδυνο σήμερα... Μα δεν μπόρεσε να αρνηθεί την ευτυχία που του χάρισε η ύπαρξή της!

Κοίταξε από το στενό παράθυρο έξω...
Ο προδότης-αγγελιοφόρος περίμενε την απάντησή του.
Στην πόλη μια σιγή αλλόκοτη που διακοπτόταν κάθε τόσο απότομα, από καλπασμό αλόγων, φωνές, κραυγές, μεταλλικούς κρότους και ουρλιαχτά... Και μετά, πάλι σιγή...
Στη μέση του διπλανού δωματίου η Άννα με την γκουβερνάντα της, αγκαλιασμένες, οδύρονταν...
Σηκώθηκε και πήγε κοντά της.


- "Κόρη μου αγαπημένη! Θα με συγχωρήσεις ποτέ που σ'έκανα να ζήσεις τέτοιες στιγμές;"

- "Τι φταις εσύ πατέρα; Μου πρόσφερες ό,τι καλύτερο! Ήταν τόσο όμορφα εδώ! Ετούτος ο τόπος ήταν ο παράδεισός μου! Αυτοί οι καταραμένοι φταίνε για όλα!" φώναξε η Άννα και χώθηκε στην αγκαλιά του, καθώς διαισθάνθηκε ότι οι δρόμοι τους θα χωρίζονταν...

- "Άννα! Θέλω να έχεις ένα πράγμα στο μυαλό σου! Υπήρξες ό,τι πιο πολύτιμο στη ζωή μου, μου χάρισες ευτυχισμένα χρόνια και ό,τι κάνω τώρα, το κάνω για να σωθείς εσύ!"


- "Μην παραδοθείς πατέρα!"


- "Πήρε όρκο ότι δε θα μου πάρει το κεφάλι! Πρέπει να σταματήσει η αιματοχυσία στην καστροπολιτεία! Θα τον παρακαλέσω να σε δώσει σε κάποιον από τους ντόπιους ευγενείς που θα επιτρέψει να ζήσουν εδώ! Φοβάμαι μη σε πάρει στο χαρέμι του, Άννα! Δεν αντέχω μια τέτοια προοπτική!"

- "Μην τους εμπιστεύεσαι πατέρα! Καλύτερα να πεθάνω τώρα! Σκότωσέ με... εσύ... εδώ!"


- "Σώπα, παιδί μου! Ας προσευχηθούμε στο Θεό να μας προστατέψει!
Δεν έχουμε άλλη επιλογή... Θα παραδοθώ!
Οι πόλεμοι είναι πολύ σκληροί και περισσότερο οδυνηροί γιαυτούς που χάνουν!"

................

Η Μοίρα στάθηκε σκληρή για τον Πάολο Ερίτζο! Του χάρισε 23 χρόνια ευτυχίας για να του ζητήσει δυσβάσταχτο τίμημα στο τέλος.
Σαν την απρόσμενη βελτίωση του ετοιμοθάνατου λίγο πριν το τέλος, έζησε δυο υπέροχα χρόνια σ'ένα παραδεισένιο τόπο, για να χαθεί μαζί του μέσα σε απερίγραπτη οδύνη...

Andrea Celesti, Martyre de Paolo Erizzo (private collection)



Ο Σουλτάνος κράτησε το λόγο του.
Δεν του πήρε το κεφάλι! Τον πριόνισε στη μέση...
Ο Πάολο έφυγε με θάνατο μαρτυρικό και δεν είδε τι απέγινε η κόρη του.

Εκείνη όμως είδε το δικό του τέλος και σάλεψε το λογικό της.


Κι όταν τη φέρανε μπροστά στο Μωάμεθ και τη διάλεξε για το χαρέμι του, εκείνη πλησίασε μισότρελη αλλά περήφανη και τον έφτυσε αηδιασμένη, μπροστά σε όλους τους αρχηγούς του στρατού του. 
  
Andrea Celesti, Mort d'Anna Erizzo (private collection)
























Κι εκείνος, ατάραχος, μ'ένα αδιόρατο νεύμα του, διέταξε το δικό της τέλος.
Η Άννα κομματιάστηκε στα τρία, εκεί, όπως στεκόταν μπροστά του, με το παρθενικό της αίμα να βάφει εκτός από το σπαθί, τα χαλιά, τους φρουρούς, τον τοίχο, τα ρούχα και τα μούτρα του ίδου του διεστραμμένου κατακτητή...

Μίνα Βαμβάκου


Σημείωση: 

Η ιστορία, αν και διανθίστηκε με μυθοπλασίες, βασίστηκε σε πληροφορίες που συλλέχθηκαν από το διαδίκτυο αναφορικά με τη βιογραφία του Πάολο Ερίτζο και την Άννα και είναι αμφιλεγόμενες.  Η πιθανή αυτή εκδοχή, όμως, είναι συγκινητική και θα μπορούσε να είναι αληθινή.

Ίσως, με αυτόν τον τρόπο -εκτός από μετέπειτα τιμωρία του Ντα Κανάλε που δεν επενέβη- οι Ενετοί προσπάθησαν να ισορροπήσουν την εγκατάλειψη της Χαλκίδας, του μέχρι τότε ισχυρού Νεγκρεπόντε και να "ωραιοποιήσουν" την ήττα τους από τον Μωάμεθ τον Β'.

Τα στοιχεία για την περιγραφή της πολιορκίας και της Άλωσης της Χαλκίδας, καθώς και όλα τα ονόματα των προσώπων, είναι πραγματικά.

 Ευχαριστώ τους: Βαγγέλη Κουζούνη, Βίκυ Παπαθεοδώρου - Εκπαιδευτικό, Εύα Βουτσά - Ψυχολόγο,  τον Ιστορικό - Αρχαιολόγο, Νικόλα Καρατζά, καθώς επίσης και τον αείμνηστο Γιώργο Καραχάλιο, για τις έρευνές τους και τις πληροφορίες που συνέλεξαν και μου εμπιστεύτηκαν.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου