Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Paolo Erizzo: Ιστορία και θρύλος


Original steel engraving drawn by C. Stanfield, engraved by W. Finden. 1833























ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Νύχτα Τετάρτης προς ξημερώματα Πέμπτης, 12 Ιουλίου 1470


Η μανία της επέλασης των Τούρκων επρόκειτο να πάρει τρομακτικές διαστάσεις. Τα τελευταία νέα που έφεραν στο Βάιλο, μιλούσαν για προδοσία του Φιόρο Ντι Ναρντόνε που αποκάλυψε τα αδύναμα σημεία -του μέχρι τότε απόρθητου τείχους- στον εχθρό και κινδύνευε ο Νότιος Προμαχώνας!
Παράλληλα, ο Nτα Κανάλε με τις γαλέρες του δεν είχε επέμβει...
Το τέλος πλησίαζε. Είχε αρχίσει να διαγράφεται ολέθριο... Δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας!
Το Νεγρεπόντε θα παραδινόταν, αβοήθητο, στη λύσσα του Μωάμεθ του Β', του Σουλτάνου Μεχμέτ...

Ο Βάιλος του Νεγκρεπόντε, Πάολο Ερίτζο με την κόρη του Άννα και τους πιστούς του ακολούθους, είχε οχυρωθεί εδώ και αρκετές μέρες στο μεγάλο διπλό Πύργο στη μέση του πορθμού και με κρυφούς απεσταλμένους προς τους υπεύθυνους των πολεμιστών της Καστροπολιτείας της Ενετικής Χαλκίδας, συντόνιζε τις επιχειρήσεις.

Λίγο πριν, ο Βάιλος είχε μια μακροσκελή συζήτηση με τον Ιερόλαμο Κάλμπο, τον Καπετάνιο και το Φρούραρχο Αντρέα Τζάνε, κρυφά από τους υπόλοιπους. Οι τρεις άντρες βλοσυροί προσπαθούσαν να αξιολογήσουν σωστά την κατάσταση και να δούν αν υπήρχαν ελπίδες ν'ανατραπεί η κατάσταση.

Ο Ιερόλαμος του μεταφέρει το κλίμα που επικρατούσε μέσα στο Κάστρο:

- "Όλοι είναι απαισιόδοξοι Πάολο! Λίγοι έχουν μείνει από τους γενναίους μας! Οι πιο πολύ σκοτώθηκαν στις δύο προηγούμενες μάχες... 
Η κατάσταση φοβάμαι πως είναι τραγική!!!"


- "Ο εχθρός με τις βομβάρδες και τα υπόλοιπα κανόνια που έχει στήσει ολόγυρα, έχει επιφέρει τρομερά πλήγματα στα τείχη! Λίγα σημεία είναι ασφαλή πλέον!" συμπλήρωσε κατηφής ο Αντρέα και ο Ιερόλαμο ξαναπήρε το λόγο:

- "Πριν λίγο, είδα ν'ανάβουν δάδες στην πλευρά των τειχών που βλέπουν προς τις γαλέρες του Ντα Κανάλε και κατόπιν να τις σβήνουν..."

Ο Πάολο τον κοίταξε αγανακτισμένος και απάντησε:

- "Προσπαθούν να τον ειδοποιήσουν για τον κίνδυνο που διατρέχει η πόλη, μήπως και αποφασίσει επιτέλους να επέμβει!"

- "Ναι, ακριβώς!" συμφώνησε ο Ιερόλαμο και συνέχισε:

- "Νωρίτερα είχαν υψώσει το λάβαρο του Αγίου Μάρκου και το κουνούσαν απελπισμένα, ώρα πολλή! Στο τέλος, σήκωσαν κι ένα πελώριο Εσταυρωμένο μήπως και συγκινηθεί ο δειλός!!!
Αλλά, μετά, έπεσε η νύχτα..."

- "Να πάρει η οργή!" φώναξε ο Πάολο χτυπώντας τη γροθιά του με δύναμη στο χαμηλό ξύλινο τραπέζι, δίπλα του! 

Πετάχτηκε ορθός φωνάζοντας:

- "Μας πούλησε ο μπάσταρδος! Αν είχε επέμβει από την ώρα που ήρθε, θα τους είχαμε κατατροπώσει!
Ακόμα και τώρα μπορεί να μας σώσει! Έχει ούριο άνεμο, οι πολεμιστές μας θα εμψυχωθούν και οι Τούρκοι θα πανικοβληθούν! Θα αντιστραφούν οι όροι, δεν το καταλαβαίνει ο άτιμος; Πανάθεμά τον!"

Τα μάτια του σκοτείνιασαν και τα χείλη του σφίχτηκαν κι έγιναν μια λεπτή, μελανή από την οργή, γραμμή!

- "Εμένα μου είπαν οι φρουροί κάτω, ότι είδαν μια γαλέρα ν'ανοίγει πανιά προς τα εδώ!" πετάχτηκε ο Αντρέα. "Αλλά τους γύρισαν πίσω οι υπόλοιποι με κανονιές!
Κάποιοι από το πλήρωμα της γαλέρας βούτηξαν στη θάλασσα και κολύμπησαν μέχρι το Κάστρο! Έχουν μέσα γυναίκες και παιδιά και ήθελαν να πάνε κοντά τους..."

- "Αυτός ο άθλιος θέλει κρέμασμα! πετάχτηκε ο Ιερόλαμο. Θαρρεί πώς με το να στέκει εκεί θα φοβίσει τον Αντίχριστο;"

Ο Πάολο βημάτιζε πάνω-κάτω νευρικά. Το κεφάλι του πονούσε από την ένταση και το μυαλό του είχε σκαλώσει... Δεν έβλεπε να υπάρχει σωτηρία!

- "Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια!" παραδέχτηκε κοιτώντας κατάματα τους άλλους δύο:
"Κύριοι, οι αντιστάσεις μας κάμφθηκαν εντελώς! Προβλέπω πανωλεθρία. Δε θα γλιτώσει κανείς!"

Λέγοντας αυτά, σώπασε απότομα γιατί είδε την κόρη του να πλησιάζει αλαφιασμένη. Κάθισε ξανά και κάνοντας νόημα στους άλλους δύο, τους ψιθύρισε:

- "Ιερόλαμε, ανέβα πάνω να δεις τι γίνεται! Εσύ, Αντρέα, πήγαινε να ελέγξεις τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά να δούμε πού βρισκόμαστε. Θα τα πούμε αργότερα!"




- "Πατέρα, τι θ'απογίνουμε;" ρώτησε η Άννα με την αγωνία να χαρακώνει τη φωνή και το πανέμορφο πρόσωπό της. Τα καταγάλανα μάτια της ανάβλυζαν τρόμο μαζί με δάκρυα!

Γονάτισε μπροστά του κι έσφιξε με τα χέρια της τα δικά του, θέλοντας να του μεταδώσει όλη της την απόγνωση και το φόβο που την είχε κυριέψει! Ήταν εικοσιτριών χρονών και όλη αυτή η αγριότητα που έφτανε στ'αυτιά της από απέναντι μέσα από ανατριχιαστικιές κραυγές και χτυπήματα, την τρόμαζε τόσο που είχε αρχίσει να νοιώθει βαριά πάνω της μιαν άδικη μοίρα...

Έσκυψε αναζητώντας το βλέμμα στο σκυμμένο κεφάλι του πατέρα της, επιζητώντας να την καθησυχάσει.

Την κοίταξε! Πώς να της κρυφτεί;
Η ψυχή του μια αντάρα θεριεμένη... Μα έπρεπε να φανεί ψύχραιμος και να ηρεμήσει την αγαπημένη του κόρη.

- "Εδώ που είμαστε δεν έχουμε φόβο! Ο Πύργος είναι καλά οχυρωμένος και έχουμε προμήθειες. Μή σκιάζεσαι, πριγκίπισσά μου! Θα τα καταφέρουμε. Ίσως έρθει βοήθεια στο μεταξύ και πειστεί ο Nτα Κανάλε να επέμβει."

Λόγια ειπωμένα με πειθώ για εκείνην, αλλά κούφια στο δικό του κοφτερό μυαλό!
Την αγκάλιασε σφιχτά! Βύθισε το πρόσωπό του στα χρυσαφένια μακριά μαλλιά της!
Δεν την άφησε να δει τη σκιά του φόβου στα μάτια του και τη δική του αγωνία για την τύχη τους, όπως δεν την άφηνε ν'ανέβει στο παραθύρι του Πύργου και δει τα κόκκινα νερά του πορθμού και τα ακέφαλα σώματα που παρασύρονταν από τα ρεύματα.
Έκλεισε τα μάτια και έχοντας την Άννα στην αγκαλιά του, ταξίδεψε τα παιδικά του χρόνια, τότε που όλα ήταν ρόδινα και ευοίωνα!

................

Οι γονείς του, πλούσιοι έμποροι,του είχαν προσφέρει μιαν αξιοζήλευτη για ένα παιδί ζωή και μπορούσε μεγαλώνοντας να ασχοληθεί με ό,τι επιθυμούσε.
Σίγουρα δε θα γινόταν έμπορος, βέβαια! Δεν ήθελε ν'ανακατευτεί στις επιχειρήσεις των γονιών τους τις οποίες θα αναλάμβαναν τα δυο του αδέρφια!
Είχε πολλές δυνατότητες και πολύ διαφορετικά όνειρα...

Και κατάφερε να κάνει πραγματικότητα τα περισσότερα από αυτά!
Ο δικαστικός κλάδος τον είχε μαγέψει και είχε όλα τα προσόντα να διαπρέψει! Οξύνους, αποφασιστικός, ακριβοδίκαιος... Είχε το χάρισμα να αντιλαμβάνεται τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση και διέθετε ένα αλάθητο ένστικτο που του επέτρεπε να κάνει πολύ σωστές προβλέψεις.
Και όλα του πήγαιναν κατ'ευχήν, ώσπου συνέβη εκείνο το ατυχές -σύμφωνα με τους οικείους του- περιστατικό...

Μπορεί να στιγματίστηκε η καριέρα του, μπορεί να φυλακίστηκε, μπορεί να άλλαξε ριζικά ο ρους της ζωής του, όμως στην ουσία απέκτησε ένα ξεχωριστό νόημα η ύπαρξή του ολόκληρη...
Μια μοναδική πληρότητα του κάλυψε κάθε άλλο κενό!

Κι εκείνο το περιστατικό αποδείχθηκε το πιο σημαντικό γεγονός απ'όσα του είχαν συμβεί ως τότε!
Ένα σημείο σταθμός στα 24 του χρόνια!
Μια σπουδαία αφετηρία!




MΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα γεγονότα στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, 25 χρόνια πριν, στη Βενετία.



Ήταν αρχές Οκτώβρη του 1445 όταν ο φίλος του ο Ντομένικο Κονταρίνι, από αριστοκρατική οικογένεια, καθότι Πατρίκιος κι εκείνος όπως και ο Πάολο, του μίλησε για εκείνη.

- "Μου τα έχει εξομολογηθεί ο ίδιος ο Τζουστινιάνι! Είναι πανέμορφη, ίδιος άγγελος και την κρατά παρά τη θέλησή της ο Επίσκοπος Καστελάνο.
Πριν δέκα ημέρες, την είδα κι εγώ τυχαία όταν με κάλεσε ο Επίσκοπος να παραλάβω μια επιστολή για τους γονείς μου. Συναντηθήκαμε στην είσοδο καθώς έφευγα. Νόμιζα ότι βρέθηκα στον παράδεισο τη στιγμή που με κοίταξε!"

- "Και λέει αλήθεια ο Τζουστινιάν ότι του έχει δοθεί;;" ρώτησε δύσπιστα ο Πάολο.

- "Αγόρι μου! Του δίνεται κάθε φορά που τη συναντάει κρυφά!
Μου ορκίστηκε, σου λέω! Έχει τρελλαθεί μαζί της! Πρόσεξε τώρα: Ο Νάνι μου αποκάλυψε πάνω στο μεθύσι του προχθές ότι του ζήτησε τη βοήθειά του ο Τζουστινιάνι για να την απαγάγει αύριο το βράδυ!"

- "Ααα, δηλαδή, είναι τόσο καλή; Χαχαχα!" αστειεύτηκε ο Πάολο.


- "Μη γελάς καθόλου! Εγώ πάντως έχω ξεσηκωθεί για τα καλά! Με μάγεψε!"
 
Τα μάτια του Κονταρίνι γυάλισαν και συνέχισε: 

"Αφού, λοιπόν, δίνεται κάθε φορά στο Τζουστινιάν γιατί να μη δοκιμάσουμε κι εμείς; Έχω ήδη ένα σχέδιο κατά νου!
Πρώτα-πρώτα θα αποτρέψουμε την απαγωγή κι έπειτα θα πάμε εμείς να τη χαρούμε!"

- "Χαχαχα! Μα τι λες Ντομένικο; Είσαι με τα καλά σου; Πώς θα μας δεχθεί;"

- "Τα έχω σκεφτεί όλα! Θα πάμε πρώτα εγώ κι έπειτα εσύ και μέσα στο σκοτάδι θα παραστήσουμε ότι είμαστε ο Τζουστινιάν!"

- "Είσαι τρελός!" Ξαναγέλασε ο Πάολο κουνώντας το κεφάλι.

- "Σου τ'ορκίζομαι δε θα το μετανοιώσεις! Αυτή η βραδιά θα μας μείνει αξέχαστη!"

- "Ώωω, δεν ξέρω, Ντομένικο... Είναι ελκυστική η ιδέα σου, αλλά πολύ ριψοκίνδυνη!"

- "Άκουσέ με, Πάολο!! Για να κολλήσει έτσι ο Τζουστινιάν που είναι πολύ εκλεκτικός στη γυναικεία συντροφιά, αξίζει τον κόπο να είσαι σίγουρος!"

Το νεανικό αίμα κόχλαζε και οι κάθε είδους προκλήσεις ήταν ευπρόσδεκτες! Τους χάριζαν ιδιαίτερη ικανοποίηση όταν πάσχιζαν να βρουν τρόπους να τις αντιμετωπίσουν, να επιβληθούν στις περιστάσεις και να επιβεβαιωθούν μέσα από την επιτυχημένη έκβαση των καταστάσεων!!


Έτσι, το ίδιο βράδυ κιόλας πλεύρισαν το Νάνι και πάνω στο δήθεν μεθύσι τους, του εμπιστεύτηκαν ότι ο Επίσκοπος έμαθε για μια απαγωγή που οργανώνεται και πως τοποθέτησε ένα αυτοσχέδιο σύστημα συναγερμού περιμετρικά του μοναστηριού που θα ξεμπρόστιαζε όποιον αποτολμούσε μια τέτοιαν απόπειρα!
Ήταν σίγουροι ότι θα έτρεχε να το προλάβει στο Τζουστινιάνι!


Το άλλο βράδυ λοιπόν, παραφύλαξαν και πραγματικά, το σχέδιό τους απέδωσε καρπούς! 


Η απαγωγή απετράπη. 
Δεν εμφανίστηκε ο επίδοξος απαγωγέας!

 
Την αμέσως επόμενη ημέρα ο Κονταρίνι έθεσε σ'εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου!


Έχοντας πιέσει τους δικούς του για μια απαντητική επιστολή προς τον Επίσκοπο Καστελάνο, είχε ήδη ρισκάρει κλείνοντας ραντεβού με τον ιερέα. Πριν ξεκινήσει για τη Μονή έγραψε κι ένα σημείωμα προς την Τζινέρβα Κερίνι -την παρά τη θέλησή της καλόγρια και πέτρα του σκανδάλου- εκ μέρους υποτίθεται του Φεντερίκο Τζουστινιάν.
Στο σημείωμα ανέφερε ότι σοβαροί λόγοι έθεσαν σε κίνδυνο την απελευθέρωσή της η οποία και αναγκαστικά ανεβλήθη για μικρό χρονικό διάστημα, όσο απαιτείται για μια πιο επιτυχημένη απόπειρα.

Το σημείωμα έκλεινε με την ενημέρωση ότι θα τη συναντούσε απόψε στη μικρή αποθήκη του περιβολιού της Μονής, όπως κάθε φορά, αλλά πιο αργά, γύρω στα μεσάνυχτα, καθαρά για λόγους ασφαλείας.


Το μεσημέρι αφού και το δεύτερο μέρος του σχεδίου ολοκληρώθηκε με επιτυχία, ειδοποίησε τον Πάολο να είναι έτοιμος για το επίμαχο ραντεβού...



Η καρδιά του Πάολο χτυπούσε ακατάστατα καθώς ο Ντομένικο τον τραβούσε πάνω στην πανύψηλη μάντρα! 
Ο κίνδυνος είχε ανεβάσει την αδρεναλίνη στα ύψη και αυτή η έξαψη ήταν που τον έκανε να νιώθει κυρίαρχος ενός δύσκολου και προκλητικού παιχνιδιού!!

Μέχρις εδώ ήταν όλα εύκολα... Το ψιλόβροχο σε συνδυασμό με το κρύο, είχαν κλειδαμπαρώσει από νωρίς όλες τις πόρτες και είχαν στείλει τους ανθρώπους για ύπνο μια ώρα αρχύτερα. Τώρα χρειαζόταν μεγαλύτερη προσοχή!
Μόλις τα μάτια συνήθισαν το σκοτάδι και ξεκαθάρισε λίγο ο χώρος μπροστά τους, οι δυο νεαροί συνεννοήθηκαν με νοήματα και ο Πάολο παρακολούθησε το φίλο του να κατευθύνεται στο χαμηλό κτίσμα αρκετά μέτρα πιο 'κει. Η πόρτα μισάνοιξε και ο Κονταρίνι χώθηκε στην αποθήκη.


Εάν πετύχαινε το σκηνικό με τον Ντομένικο, θα πετύχαινε και με τον ίδιο! Ένα φούντωμα μέσα του παραμέριζε το νοτισμένο κρύο και ενώ δεν συνέτρεχε άλλος ιδιαίτερος λόγος, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γοργά...

Ηρέμησε, αγόρι μου. Δεν είναι η πρώτη σου φορά! Μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες είναι! Και μάλιστα μια γυναίκα ελευθερίων ηθών που κρατείται παρά τη θέλησή της στη μονή, ποιος ξέρει για ποιο λόγο... Σίγουρα δεν ήταν επιλογή της να ασπαστεί το μοναχικό σχήμα και φυσικά δεν είναι ανόητη! Θα πρέπει να κατάλαβε ότι δεν είναι ο Τζουστινιάν αυτός που είναι μαζί της, τώρα. Όπως και νά'χει βέβαια, δεν τη συμφέρει να αποκαλυφθεί η συνάντησή μας!”
Αυτά σκεφτόταν και ταυτόχρονα έλεγχε το χώρο τριγύρω, προσπαθώντας να σιγουρευτεί ότι όλα έβαιναν καλώς. Δεν πέρασε πολλή ώρα, ή έτσι τουλάχιστον του φάνηκε, όταν είδε το φίλο του τα έρχεται προσεκτικά.


- “Όλα καλά! Της ψιθύρισα ότι βγαίνω για τη φυσική μου ανάγκη και ξαναέρχομαι.
Εμπρός, πήγαινε και τα λέμε μετά!”

Ο Πάολο δε μίλησε γιατί το στόμα του στέγνωσε ξαφνικά και αν προσπαθούσε να αρθρώσει λέξη, θα πρόδιδε όλη του την ταραχή! Και δεν ήθελε ο φίλος του να τον κοροϊδεύει μετά!

Προχώρησε γοργά, για να τελειώσει το μαρτύριο μια ώρα αρχύτερα και σαν έφτασε στην πόρτα, τη χτύπησε απαλά. Στο μισάνοιγμά της τον υποδέχθηκε μια λεπτή φιγούρα μ'ένα φωτεινό χείμαρρο μαλλιών να στολίζει μια σκούρα χοντρή κάπα, ριγμένη πρόχειρα πάνω σ'ένα ανοιχτόχρωμο ελαφρύ νυχτικό!

Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του κι εκείνη ρίχτηκε στην αγκαλιά του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του! Το βαρύ πανωφόρι έπεσε στο πάτωμα κι εκείνος σάστισε με το θελκτικό κορμί που σφίχτηκε πάνω του...


- "Όλα καλά; έφτασε στ'αυτιά του ένας αγγελικός ψίθυρος."

- "Ναι", ψιθύρισε ξέπνοα ο Πάολο και αφέθηκε γύρω της, μεθυσμένος από το άρωμα και τη θέρμη της γυναίκας που είχε μέσα στα χέρια του...


................


Ο Ντομένικο άρχισε ν'ανησυχεί... Ο Πάολο αργούσε επικίνδυνα! Μα τι στο καλό συμβαίνει; Λες να κατάλαβε η Κερίνι ότι αυτός δεν ήταν ο Τζουστινιάν;; Κι ένας ακόμα θα είχε προλάβει να πάει στην αποθήκη, τόση ώρα!
Πάνω που ετοιμαζόταν να πλησιάσει στο απομονωμένο κτίσμα και να κάνει τη συνθηματική κραυγή του κινδύνου, είδε την πόρτα ν'ανοίγει και τον Πάολο να βγαίνει με βήμα αργό.


- "Λίγο ακόμα και θα προχωρούσα στο σύνθημα! Τι στην ευχή έγινε;" τον ρώτησε χαμηλόφωνα.


- Τίποτα... Όλα καλά...


- "Πάμε να φύγουμε γρήγορα και τα λέμε στο δρόμο! Κρίμα να χαλάσει το σχέδιό μας, τώρα στο τέλος!"


Και όλα θα είχαν πάει μια χαρά, εάν προσπαθώντας να σκαρφαλώσουν τη βρεγμένη μάντρα δε γλίστραγε ο Ντομένικο! 

Ένα πόδι σπασμένο, τους οδήγησε σε πολύκροτη δίκη στα μέσα του Μάη του '46 με την κατηγορία της ιεροσυλίας!

Ντομένικο Κονταρίνι και Πάολο Ερίτζο, από ένα χρόνο φυλάκιση και 100 λίρες πρόστιμο.


Φεντερίκο Τζουστινιάν και Τζιάκομο Νάνι, από 6 μήνες φυλάκιση και 100 λίρες πρόστιμο.

Όσο για την Τζινέβρα Κερίνι, η τιμωρία της ήταν πολύ σκληρότερη. Έμεινε έγκυος!





ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Η Άννα


Η είδηση της εγκυμοσύνης της καλόγριας Κερίνι, αποσιωπήθηκε ώστε να μην ταραχθεί η τοπική κοινωνία, το κύρος της Μονής, οι εμπλεκόμενοι και φυσικά, να μη γίνει συσχετισμός της εγκυμοσύνης με τη δίκη και τους κατηγορούμενους.
Και οι τέσσερις νέοι που δικάστηκαν ήταν γόνοι ευγενών!


Ο Επίσκοπος Καστελάνο δέχθηκε αρκετές δωρεές για τη Μονή οι οποίες τον έπεισαν να συγκαλύψει την πραγματική διάσταση του συμβάντος και να μην απαιτήσει βαρύτερες τιμωρίες για τους ενόχους! Ο μόνος αποδέκτης της σκληρότητάς του ήταν η αδελφή Τζινέβρα που ήταν κυριολεκτικά στο έλεός του!


Απαίτησε από την Κερίνι να συναινέσει γραπτώς, ότι μόλις το βρέφος απογαλακτιζόταν, θα το παρέδιδε στο ορφανοτροφείο και η ίδια θα εξέτινε την ποινή που της επέβαλε ο Επίσκοπος.
Θα παρέμενε στο μοναστήρι ισοβίως και μάλιστα στην προσωπική του υπηρεσία, χωρίς κανένα από τα προνόμια που είχαν οι υπόλοιπες καλόγριες, οι οποίες δεν είχαν ατιμάσει έτσι ξεδιάντροπα το Σχήμα και τη Μονή.



Στις αρχές του Ιουλίου του ίδιου έτους, σ'ένα από τα κελιά του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης, η αδελφή Τζινέβρα Κερίνι έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο και πανέμορφο κοριτσάκι που έμελλε να μείνει στην ιστορία όχι για την μοναδική ομορφιά της, αλλά για την απαράμιλλη αρετή της...


Την ίδια ώρα στο κελί των φυλακών γειτονικής πόλης, ο Πάολο Ερίτζο, έδινε μάχες με την ψυχή και τη συνείδησή του για το μοιραίο εκείνο γεγονός...


Οι δικαστικοί που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, τους είχαν ενημερώσει για την εγκυμοσύνη της νεαρής καλόγριας για να έχουν πλήρη συναίσθηση της κατάστασης και κατ'επέκτασιν, της ευνοϊκής μεταχείρισης που απολάμβαναν.


Εκτός από τον Νάνι που δεν πέρασε ποτέ τη μάντρα του μοναστηριού, οι άλλοι τρεις είχαν ένα λόγο ακόμα να αγωνιούν όσον καιρό θα βρίσκονταν φυλακισμένοι:

Ποιος ήταν άραγε ο πατέρας;;;

Ο Φεντερίκο Τζουστινιάν μετά την αποκάλυψη της σκευωρίας και της παραδοχής των άλλων δύο ότι συνευρέθηκαν με την Τζινέβρα, καθημερινά ένοιωθε να παραπαίει ανάμεσα σε δύο πιθανότητες.

Από τη μία ήθελε να πιστεύει ότι η αγαπημένη του δεν κατάλαβε πραγματικά ότι δεν ήταν εκείνος που την αγκάλιαζε εκείνη την αποφράδα νύχτα και ότι πράγματι έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης και ίσως και βιασμού!


Από την άλλη, δεν επρόκειτο να το παραδεχτεί επειδή πληγωνόταν ανεπανόρθωτα ο αντρικός του εγωισμός... Την είχε ερωτευτεί και επομένως δεν μπορούσε να τη μισήσει!
Όσο για το παιδί, θεωρούσε δικαιωματικά ότι ήταν δικό του, επειδή είχε βρεθεί μαζί της πολλές φορές και όχι μόνο μία!! Θα αναλάμβανε λοιπόν, το παιδί αφού ήταν γέννημα δικό του και θα μπορούσε να την πάρει από τη Μονή νόμιμα!


Ο εμπνευστής του παράτολμου εγχειρήματος, ο Ντομένικο Κονταρίνι ήταν κυριολεκτικά τρομοκρατημένος στην ιδέα ότι μπορεί να είχε γίνει πατέρας και η καλόγρια, όσο όμορφη κι αν ήταν δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει νόμιμη σύζυγός του! Στο κάτω-κάτω, ένα καπρίτσιο ήταν και οι πιθανότητες που έδινε στον εαυτό του στο θέμα της πατρότητας, ήταν οι μικρότερες!
 
Δεν του έβγαζες από το μυαλό, ότι εκείνο το βράδυ ο Πάολο είχε εκμεταλλευτεί την κατάσταση και είχε προχωρήσει και σε δεύτερη ικανοποίηση των ορμών του διότι είχε καθυστερήσει πάρα πολύ! Ήταν κι ένας λόγος που ο ίδιος γλίστρησε από τη μάντρα, διότι τόση ώρα που παραφύλαγε και τον περίμενε, τα άκρα του είχαν παγώσει και δεν κατάφεραν να τον συγκρατήσουν στο γλιστερό τοίχωμα!

Και τέλος, ο Πάολο!
Ο Πάολο είχε περισσότερα να σκεφτεί...
Εκείνη η νύχτα ήταν η πιο μεθυστική νύχτα της ζωής του! Ήταν ένα ατέλειωτο ταξίδι με τις πέντε αισθήσεις να παραδίδονται σ'ένα κυκεώνα μαγευτικών ερεθισμάτων! Ένα πλάσμα ονειρικό, θαρρείς είχε ξεπηδήσει από παραμυθένιους νεραϊδότοπους για να του χαρίσει τόση ικανοποίηση όση δεν είχε γευτεί ποτέ μέχρι τότε στη ζωή του!! 
 

Μια πρωτόγνωρη λαχτάρα τον είχε κάνει να αναζητήσει ξανά την αγκαλιά της, μη θέλοντας να την αποχωριστεί ακόμα! Ο κόσμος είχε σταματήσει να γυρνά όχι μόνο για τον Πάολο, αλλά και για την ίδια την Τζινέβρα που του ψιθύριζε ξανά και ξανά, πώς πρώτη φορά την έκανε να νοιώθει τόσο όμορφα και δε θυμάται ποτέ, ωραιότερες στιγμές απ'αυτές!

Ήθελε τόσο πολύ να την ξαναδεί, που δεν τον ένοιαζε τίποτα! Ήθελε να την πάρει μαζί του κι εκείνη και το παιδί και να φύγουν μακριά, να ζήσουν σε μιαν άλλη πόλη! Δεν τον ένοιαζε αν το παιδί δεν ήταν δικό του! Του αρκούσε που ήταν γέννημα δικό της! Δεν τον ένοιαζε το παρελθόν της! Την ήθελε δική του!


Είχε αρχίσει να καταστρώνει σχέδια για μια κοινή ζωή, σ'ένα τόπο άλλο, που δε θα τους θύμιζε τίποτα από τα παλιά! Και είχε αρχίσει να μετράει τις μέρες μέχρι τη μέρα της αποφυλάκισής του. Είχε αρχίσει να κάνει όνειρα...

Πίσω στο μοναστήρι, η αδελφή Κερίνι μεγάλωνε το μωρό, ρουφώντας την κάθε στιγμή μαζί του αφού ήξερε ότι θα το αποχωριζόταν σύντομα...
Είχαν περάσει κιόλας δέκα μήνες από τη μέρα που την έφερε στον κόσμο!


Η μικρή της Άννα, ήταν ένα τρισχαριτωμένο μωρό, γελαστό, που σε συνέπαιρνε με τα βαθυγάλανα πελώρια μάτια της και τις κατάξανθες μπούκλες που πλαισίωναν το όμορφο προσωπάκι της. Η Τζινέβρα έβλεπε πόσο της έμοιαζε και προσπαθούσε να φανταστεί, πόσο όμορφη θα ήταν, όταν θα γινόταν ολόκληρη κοπέλα!


Την προηγούμενη ημέρα είχε μιλήσει στον Επίσκοπο! Τον παρακάλεσε να να ικανοποιήσει μια μονάχα επιθυμία της που ήταν για το καλό του μωρού της και μόνο!

- "Δε νομίζω ότι είσαι σε θέση να ζητάς χάρες!" την είχε αποπάρει ο Επίσκοπος.

- "Ο πραγματικός πατέρας του παιδιού πρέπει να ερωτηθεί εάν επιθυμεί να το αναλάβει, πανοσιολογιώτατε! Δείξτε τη μεγαλοψυχία σας! Καλέστε τους!" του είπε με φωνή πλημμυρισμένη στην αγωνία κι έπεσε στα γόνατα μπροστά του!
"Ίσως να το αποδεχθεί και να έχει καλύτερη μοίρα το παιδί μου απ'ό,τι στο ορφανοτροφείο!"

- "Και πώς γνωρίζεις εσύ ποιος είναι ο πραγματικός πατέρας;" την ειρωνεύτηκε.

- "Η κόρη μου έχει ένα μεγάλο σκούρο σημάδι σε σχήμα κρίνου, χαμηλά στην κοιλιά... Κανείς στη δική μου οικογένεια δεν είχε κάτι τέτοιο!
Χαρίστε της την πιθανότητα να ζήσει μια καλύτερη ζωή! Κι εγώ κάνω όρκο στην ιερότητά σας ότι θα υπακούω πάντοτε κάθε σας θέλημα!"


  Ο Επίσκοπος την είχε κοιτάξει επίμονα για αρκετή ώρα καθώς τον ικέτευε γονατιστή μπροστά του και τα μάτια του είχαν μισοκλείσει καθώς χανόταν σε καινούργιες σκέψεις και σχέδια μυστικά και ...αυστηρά προσωπικά, για τη γυναίκα που έσκυβε στα πόδια του...

- "Πήγαινε στο κελί σου και θα σου ανακοινώσω την απόφασή μου το βράδυ μετά το δείπνο."


................


Ήταν Ιούλιος του 1447 όταν ο Πάολο Ερίτζο παρέλαβε την κόρη του από το μοναστήρι με δυνατά συναισθήματα να τον συγκλονίζουν!!


Ο Επίσκοπος δεν του επέτρεψε καν να δει την αδελφή Κερίνι και να της μιλήσει... Ασυναίσθητα, φεύγοντας με το μωρό αγκαλιά, γύρισε πίσω και κοίταξε μόλις η πόρτα του κεντρικού κτιρίου έκλεισε πίσω τους. 
Και την είδε!

Στο παράθυρο του πάνω ορόφου, με τα χέρια γροθιές πάνω στο τζάμι και τα πιο όμορφα γαλανά μάτια της πλάσης να αναβλύζουν θάλασσες δάκρυα, χαράζοντάς του βαθειά την ψυχή...

Ο καημός του θα έσβηνε σιγά-σιγά, στο πέρασμα του χρόνου, καθώς θα έβλεπε το βαθυγάλανο των ματιών της μέσα στα μάτια της κόρης τους και θα αντικαθιστούσε τη νεραϊδένια μορφή της με αυτό το αγγελικό πλασματάκι που κρατούσε εκείνη τη στιγμή στην αγκαλιά του και του χάριζε το πιο θεσπέσιο χαμόγελο που είχε ποτέ αντικρύσει...





ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Νεγκρεπόντε: Η αρχή του τέλους. 


- "Μεσσέρ Ερίτζο, Μεσσέρ Ερίτζο! Εχθρικά πλοία έρχονται προς το λιμάνι!" φώναξε ο νέος άντρας που παραφύλαγε στο παράθυρο που έβλεπε στο λιμάνι του Νεγκρεπόντε!
Ο Πάολο όρμησε στη σκάλα χωρίς δεύτερη σκέψη! Μισόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να συνηθίσει γρήγορα το σκοτάδι που απλωνόταν πυκνό έξω από το μικρό άνοιγμα του τοίχου. Ολοκάθαρα διέκρινε σε λίγο, αρκετά τούρκικα πλοία να πλησιάζουν απειλητικά την πλευρά του κάστρου στο νότιο λιμάνι!



- "Ετοιμάζονται για μεγάλη επίθεση!" είπε ο Βάιλος και το πρόσωπό του σκοτείνιασε σαν τη νύχτα εκεί έξω... "Θέλει ακόμα τέσσερις ώρες για να ξημερώσει! Αν συνδυάσουν το στόλο τους μαζί με το στρατό, τα πράγματα γίνονται πολύ επικίνδυνα! Τα τείχη δε θ'αντέξουν! Είναι ήδη λαβωμένα!
Να φύγει τώρα αμέσως αγγελιοφόρος να ενημερώσει το Μποντιμιέρο και να του μηνύσει να μαζέψει πολεμιστές για να ενισχύσουν τα τείχη στο Βούρκο! Είναι το πιο αδύναμο σημείο και το γνωρίζουν μετά την προδοσία του Σκιάβο!"


- "Θα πάω κι εγώ!" φώναξε ο Ιερόλαμο Κάλμπο, αρχίζοντας να μαζεύει τον οπλισμό του!


- "Κι εγώ θα πάω!" πετάχτηκε και ο Αντρέα Τζάνε!


- "Όχι ακόμα εσύ, Αντρέα!" τον έκοψε ο Πάολο. "Πρώτος θα πάει ο Ιερόλαμο και θα μας στείλει αγγελιαφόρο όταν κρίνει ότι τα πράγματα δυσχεραίνουν και χρειάζεται να πας κι εσύ!
"Ιερόλαμο, γνωρίζεις πόσο επικίνδυνη είναι η κατάσταση τώρα που φέρνουν και τα καράβια τους κάτω απ'τη μύτη μας, έτσι;
Πιστεύω στη γενναιότητά σου και στη σωστή σου κρίση! Κοίταξε να ενισχύσεις τα αδύναμα σημεία του κάστρου και κάνε σωστή διαχείριση των διαθέσιμων πυρομαχικών. Χρησιμοποίησε ακόμα και γυναίκες και παιδιά στον εφοδιασμό!"


- "Μείνε ήσυχος, Πάολο! Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα, αλλά θέλω να πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε! Όσο για μένα, πάνω απ'όλα είμαι στρατιώτης εκπαιδευμένος και έτοιμος να υπερασπιστώ τα συμφέροντα της πατρίδας μέχρις εσχάτων, δίνοντας και τη ζωή μου την ίδια. Φεύγω! Καλή αντάμωση!" είπε αποφασιστικά, αποχαιρετώντας τους υπόλοιπους!


- "Ο Θεός μαζί σου!" του φώναξε ο Πάολο.


- "Θα περιμένω να με καλέσεις!" συμπλήρωσε ο Αντρέα.


Οι δυο άντρες που έμειναν πίσω, κάθησαν στο τραπέζι όπου ήταν απλωμένος ένας πρόχειρος χάρτης του Κάστρου και άρχισαν να μελετούν κάθε πιθανό σχέδιο του εχθρού και να προσπαθούν να βρουν τρόπους αντιμετώπισης για την κάθε μια περίπτωση!
Τους έλλειπαν στοιχεία, τους έλλειπε ο Ντι Κανάλε, τους έλλειπαν πολλά... Παρ'όλα τούτα, αυτοί έπρεπε να βρουν λύσεις.


Πιο πέρα, η Άννα καθόταν αμίλητη και αρνιόταν το φαγητό που την παρακαλούσε η γκουβερνάντα της να φάει! Χτένιζε τα μαλλιά της με κινήσεις αργές, μηχανικές, αταίριαστες θαρρείς με το χώρο, τα γεγονότα και την ταραγμένη ψυχή της... Κάπως έτσι θα έδειχνε και η ηρεμία που επικρατεί στο μάτι ενός κυκλώνα και η νηνεμία πριν ξεσπάσει η θύελλα!


Θάθελε καμμιά ώρα ακόμα να χαράξει η μέρα, όταν άρχισαν οι κανονιοβολισμοί από τα πλοία και οι αλλαλαγμοί του στρατού των εχθρών! Έτρεξαν όλοι στα παράθυρα και ανάμεσα στις λάμψεις έβλεπαν το κάστρο περικυκλωμένο να χτυπιέται ανηλεώς!
Ο πανικός του Πάολο και των άλλων αντρών που συνειδητοποίησαν την αριθμητική παρουσία των Τούρκων στρατιωτών εκδηλώθηκε με βρισιές και μια κινητικότητα παράξενη μέσα στον πύργο και παντελώς άσκοπη!


Η Άννα έβγαλε μια κραυγή τρόμου, σπάζοντας τη μονοτονία των συνεχών κανονιοβολισμών! Με τα χέρια της κάλυψε τ'αυτιά της και ξέσπασε σ'ένα κλάμα γοερό!
Έτσι όπως καθόταν με το μακρύ λευκό της φόρεμα, το ριχτό χωρίς φτιασίδια, έτσι όπως φωτιζόταν από το τρεμάμενο φως του κεριού δίπλα της, ήταν η προσωποποίηση της καστροπολιτείας του Νεγκρεπόντε, τούτη την ώρα που βαλλόταν αλύπητα από τον εχθρό...


Η ώρα έμοιαζε να χλευάζει τους πάντες, καθώς κυλούσε αργά, βασανίζοντας πολιορκητές και αμυνόμενους με πονηρό συνεργό της το σκοτάδι που δεν έλεγε να υποχωρήσει!

 

Αλλά, κάποτε η μέρα χάραξε...
Το πρώτο φως από τις άκρες των αχτίδων σκιαγράφησε τα βουνά, τη θάλασσα, τη λαβωμένη πόλη. Οι τρομακτικές λάμψεις από τα κανόνια ατόνισαν στο φως, όχι όμως οι συνέπειές τους...
Ο ήλιος αμέριμνος και αδυσώπητα αμέτοχος, διέγραφε τη συνηθισμένη του πορεία, όπως κάθε μέρα, χωρίς να νοιάζεται για τις ασχήμιες, τον πόνο, το αίμα, το άδικο και τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονταν σ'αυτή τη γωνιά της γης κι ερχόταν να κάνει και σήμερα τον κύκλο του...


- "Ένας αγγελιαφόρος!" ακούστηκε μια τραχιά αντρική φωνή.


- "Φέρτε τον μέσα γρήγορα!" διέταξε ο Πάολο και όλοι έτρεξαν γύρω του περιμένοντας ν'ακούσουν από πρώτο χέρι τις ειδήσεις.


- "Βάιλε, χανόμαστε!" η τρεμάμενη απεγνωσμένη φωνή του ταλαιπωρημένου άντρα που μπήκε στο κάστρο, συνόψισε μέσα σε δυο λέξεις τα νέα!
"Οι εχθροί εισέβαλαν στην πόλη! Τα τείχη στο Βούρκο δεν άντεξαν! Μπήκαν σα δαίμονες ουρλιάζοντας και σφάζοντας αδιακρίτως!" 
 


Ο Αντρέα δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα! Χωρίς να μιλήσει, ζώστηκε το σπαθί του κι έφυγε τρέχοντας. Ο Πάολο τον παρακολούθησε συναινώντας και δε χρειάστηκε να του μιλήσει. Γύρισε προς τον άντρα που έφερε τα μαντάτα:


- "Ο Καπετάνιος Κάλμπο σ'έστειλε;" τον ρώτησε.


- "Όχι! Ο Μεσσέρ Κάλμπο είναι νεκρός! Τον πρόλαβαν στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου καθώς συντόνιζε μια νέα ομάδα επίθεσης! Πολέμησαν γενναία, σώμα με σώμα! Αλλά οι διάβολοι ήταν πολλοί... Ο Μεσσέρ Μπερτούτσι Μπάρμπαρο μ'έστειλε να σ'ενημερώσω!"


- "Περίμενε ένα λεπτό!" είπε ο Πάολο και ψιθύρισε κάτι σ'έναν φρουρό, δίπλα του. Εκείνος πήγε προς τις γυναίκες και μίλησε μαζί τους! Σκύβοντας το κεφάλι εκείνες αδιαμαρτύρητα αποσύρθηκαν στη διπλανή αίθουσα.


- "Τώρα πες μας ακριβώς τι γίνεται!" είπε στον αγγελιαφόρο.


- "Γίνονται φρικαλεότητες, Μεσσέρ Ερίτζο! Έχουνε μεγάλη λύσσα! Καθώς κρυβόμουν για να τους ξεφύγω και να έρθω εδώ, είδα με τα ίδια μου τα μάτια ανελέητες συμπεριφορές, χωρίς σταγόνα ανθρωπιάς! Είδα να παίρνουν τα μωρά από την αγκαλιά των μανάδων τους, να τα πετάνε έξω από τα τείχη και μετά να σφάζουν τις μητέρες! Είδα να σκοτώνουν όποιον έβρισκαν στο δρόμο τους, είτε ήταν παιδί, είτε γέρος, είτε ήταν γυναίκα!
Πτώματα παντού! Το αίμα τρέχει σαν ποτάμι στα στενοσόκακα δίπλα στα τείχη! Ειδικά στα σημεία που αντιστάθηκαν περισσότερο, στοιβιάζουν τα πτώματα το ένα πάνω στο άλλο και δεν μπορείς να περάσεις!
 Είναι πολλοί Βάιλε! Δεν τους καταφέρνουμε με τίποτα! Όλοι τρέχουν να ξεφύγουν, αλλά αυτοί ξεπετάγονται από παντού και κομματιάζουν τον κόσμο!"



- "Θεέ μου, γιατί να επιτρέψεις να γίνει τέτοιο κακό;" μονολόγησε δυνατά ο Πάολο, ανήμπορος να αντιδράσει αλλιώς ή να βρεί τρόπο να ανατρέψει την κατάσταση.
Έσκυψε το κεφάλι, συνειδητοποιώντας ότι το τέλος είχε φτάσει οριστικά και αμετάκλητα...


Κόντευε να μεσημεριάσει. Δεν είχαν κανένα νεότερο! Μόνο τα ουρλιαχτά και οι αλλαλαγμοί που έρχονταν απ'έξω γίνονταν ολοένα και πιο πυκνά, πιο δυνατά! Σπαραξικάρδιες κραυγές που καλούσαν σε βοήθεια, ανακατεμένες με στριγγλιές που σου τρυπούσαν τ'αυτιά πλησίαζαν προς το κάστρο του πορθμού!



- "Βάιλε, τρέξε γρήγορα να δεις!" φώναξε ο φρουρός του παραθύρου που έβλεπε στη γέφυρα.


Ο Πάολο ανέβηκε με δυο δρασκελιές στο παράθυρο! Αυτό που αντίκρυσε του λάβωσε την ψυχή και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν “Θεέ μου! Πού είναι το έλεός σου;”


Οι πύλες της καστροπολιτείας είχαν ανοίξει και κόσμος είχε ξεχυθεί πάνω στο γεφύρι! Προσπαθώντας να σωθεί, σπρωχνόταν βίαια από τον τρόμο και η γέφυρα κλυδωνιζόταν από το βάρος!


- "Ανοίξτε τις πύλες και των δύο πύργων και βάλτε μέσα όσο το δυνατόν περισσότερους! Δώστε προτεραιότητα σε γυναίκες και παιδιά! Τρέξτε! Γρήγορα!" διέταξε ο Πάολο κι έμεινε να βλέπει την εξέλιξη. Άρχισε να προσεύχεται μέσα του!


Είδε τους δικούς του ν'ανοίγουν την πύλη και να μπαίνουν οι πρώτοι τρέχοντας! Ήλπιζε να προλάβαινε να σώσει πολλούς, μα έβλεπε να έρχονται από την πόλη δεκάδες και να σπρώχνουν, να σπρώχνουν δυνατά και με ορμή τους μπροστινούς τους, κοιτώντας ταυτόχρονα πίσω τους με τρόμο και ουρλιάζοντας πανικόβλητοι!


- "Βόηθα Θεέ μου, βόηθα!" είπε ο Πάολο δυνατά!


Και τότε έγινε το κακό! Το κιγκλίδωμα της γέφυρας στη μία πλευρά δεν άντεξε το βάρος και υποχώρησε!


Ο Βάιλος τους Νεγκρεπόντε συγκλονισμένος, παρακολούθησε με φρίκη, γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά να πέφτουν μέσα στα σκοτεινά νερά, να παλεύουν στις δίνες, να πιάνονται από ακέφαλα πτώματα που επέπλεαν δίπλα τους, να ουρλιάζουν, να πνίγονται και τα αιματοβαμμένα ρεύματα, ύστατοι προδότες, να οδηγούν ζωντανούς, πνιγμένους και νεκρά, διαμελισμένα κορμιά νότια, προς τον εχθρό...


Η θάλασσα, ο ήλιος, η φύση ολάκερη είχε συνομωτήσει εναντίον τους! Ούτε κι ο Θεός δεν ήταν πια μαζί τους...





MEΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ 
Τα ωραιότερα χρόνια


Ο Πάολο είχε παρουσιάσει αμέσως το παιδί στην οικογένειά του! Η οικογένεια Ερίτζο, όμως, δε θέλησε να δεχτεί το νόθο του γιου τους, ούτε να υποστεί ένα σκάνδαλο που θα τους έπληττε ανεπανόρθωτα!


- "Μην περιμένεις να αναγνωρίσουμε το προϊόν μιας νεανικής απερισκεψίας, Πάολο, που ήδη μας έχει στοιχίσει αρκετά! Να αφήσεις το παιδί σε ένα αξιοπρεπές ίδρυμα κι εμείς θα φροντίσουμε να έχει καλή ζωή!" τόνισε ο πατέρας του και ήταν κάθετος σ'αυτά που έλεγε!


- "Μα δε θέλω η κόρη μου να μεγαλώσει μακριά από τον πατέρα της! Είναι ήδη άδικο που θα στερηθεί τη μητέρα της, γιατί να στερηθεί κι εμένα; Δεν πρόκειται να την εγκαταλείψω, να είστε βέβαιοι! Θα την αναγνωρίσω κι επίσημα!"


- "Δεν πιστεύω να περιμένεις να συναινέσω σε μια τέτοια τρέλλα!" φώναξε έξαλλος ο Μάρκο Στέφανο Ερίτζο. Αυτό να το βγάλεις απ'το μυαλό σου!


- "Μα, γιατί, πατέρα; Είναι μια γνήσια Ερίτζο! Το σημάδι που έχεις εσύ ο ίδιος, το έχω κι εγώ και το έχει κι εκείνη! Δε σημαίνει τίποτα για σένα αυτό;"


- "Δεν πρόκειται ποτέ να παρουσιάσω στη μικρή κοινωνία μας το εξώγαμο παιδί μιας καλόγριας, που μόνο καλόγρια δεν είναι!"


- "Σου ξεκαθαρίζω ότι θα δηλώσω κανονικά την κόρη μου και θα της δώσω το επώνυμο που δικαιούται! Είμαι ο πατέρας της!"


- "Τότε να φύγεις από αυτή την πόλη και να μην ξαναγυρίσεις ποτέ πίσω! Ντροπιάζεις την οικογένειά μας! Θα σε αποκληρώσω!"


- "Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, πατέρα! Εγώ θα κάνω αυτό που μου προστάζει η συνείδησή μου και η εντιμότητα με την οποία με αναθρέψατε εσείς οι ίδιοι!"

- "Πώς τολμάς να μιλάς έτσι στον πατέρα σου; Πώς τολμάς να με αποκαλείς ανέντιμο!" Ο γκριζομάλλης άντρας, κατακόκκινος από οργή, έτεινε το χέρι του προς τον Πάολο και κουνώντας απειλητικά το δείκτη του, σφύριξε μέσα από τα δόντια του:
- "Ζήτα μου αμέσως συγνώμη! Εάν δε με υπακούσεις και αν αναγνωρίσεις αυτό το νόθο, όχι την ευχή μου, αλλά την κατάρα μου να έχεις!"


Το πρόσωπο του νέου χλώμιασε, σα να στράγγισε τελείως από το αίμα...
Έσφιξε τα χείλη συγκρατώντας με μεγάλο κόπο το θυμό του και ύψωσε τους ώμους, μισκοκλείνοντας τα μάτια...
- "Αντίο!" μουρμούρισε υπόκωφα ο Πάολο, κοίταξε για στερνή φορά τον πατέρα του, και βγήκε από το δωμάτιο...


Στο χωλ, ταραγμένη και με δάκρυα στα μάτια, η μητέρα του έχοντας ακούσει τον έντονο διάλογο που εξελίχθηκε στο γραφείο του ισογείου, εκτός από τις τελευταίες κουβέντες, τον σταμάτησε με ένα στοργικό βλέμμα ικεσίας:


- "Παιδί μου! Σε ικετεύω! Σκέψου το λίγο πιο ψύχραιμα!"


- "Μητέρα, περίμενα τουλάχιστον εσύ να με καταλάβεις!" την κοίταξε περίλυπος ο Πάολο εκπέμποντας στη μικροκαμωμένη φιγούρα που λάτρευε, όλη του την απόγνωση...




- "Σε καταλαβαίνω αγόρι μου..." του είπε σκύβοντας το κεφάλι προς στιγμήν. 


Έπειτα σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε το στερνοπούλι της που καμάρωνε για τις μέχρι τώρα επιλογές του, εκτός από εκείνη την ανοησία που του στοίχισε τη φυλάκιση:


- "Ο πατέρας σου, όμως, έρχεται σε δύσκολη θέση! 
 Του είναι αδύνατον να δεχτεί το παιδί ως εγγόνι του, μετά απ'όσα έγιναν!"



- "Δε γίνεται μητέρα να απαρνηθώ την κόρη μου! Kατάλαβέ με, σε παρακαλώ! 
Θα την πάρω και θα φύγω!"



 Η κομψοντυμένη γυναίκα ίσιωσε το κορμί της και πήρε μια βαθειά ανάσα... 
Στα σκούρα βαθειά θλιμμένα μάτια της, φλόγισε μια σπίθα ικανοποίησης για την απάντηση του μικρού της γιου!


- "Να πάρεις μαζί σου και τη Μαρίνα, γιε μου! Ξέρεις πόσο σ'αγαπάει η γκουβερνάντα σου. Θα φροντίσει κι εσένα και το μωρό! Είναι νέα ακόμα, κρατιέται καλά! Θα νοιώθω κι εγώ πιο ήσυχη γνωρίζοντας ότι είστε σε καλά χέρια! Θα σου διαθέσω και ένα μέρος από το καταπίστευμα που κληρονόμησα από τον πατέρα μου για τα πρώτα σας έξοδα μέχρι να τακτοποιηθείτε! Εγώ δεν το χρειάζομαι και κανείς δε θα το μάθει!
Πάολο... Το ξέρεις πόσο σ'αγαπώ, έτσι δεν είναι;" του είπε τα τελευταία λόγια με τρεμάμενη φωνή και άνοιξε τα χέρια της να κλείσει στην αγκαλιά της το λεβέντη της...


Ο Πάολο την έσφιξε στην αγκαλιά του και της ψιθύρισε:


- "Σ'αγαπώ μητέρα! Θα σου στέλνω τα νέα μου κι αν θέλεις, έστω και κρυφά, να έρθεις κάποια στιγμή να μας δεις! Θα μου λείψεις!"


Λίγες στιγμές αλήθειας, τρυφερότητας και αγάπης, μια δυνατή αγκαλιά, φυλαχτό που απάλυνε τον τρομακτικό απόηχο της κατάρας που άκουσε πριν λίγο ο Πάολο και γλύκανε τον πόνο του αποχωρισμού που ένοιωθαν μάνα και γιος!


Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν δύσκολα μέχρι να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες διαβίωσης, ο Πάολο, η μικρή Άννα και η γκουβερνάντα της, η Μαρίνα...
Ασκώντας το επάγγελμά του, ως δικαστής περιστασιακά, και με την οικονομική άνεση του καταπιστεύματος, ο Πάολο είχε την τύχη να βλέπει την κόρη του να μεγαλώνει, να ανθίζει και ήταν ευτυχισμένος που μπορούσε να συμβάλει στην ανατροφή της ουσιαστικά! Οι ατέλειωτες ώρες που περνούσε μαζί της καθημερινά, τον γέμιζαν με γαλήνη, χαρά, ομορφιά και η ψυχή του ξεχείλιζε από πληρότητα μοναδική χωρίς να μένει το παραμικρό κενό μέσα της!


Κάποιες φορές ερχόταν στο μυαλό του η κατάρα του πατέρα του και συννέφιαζε τη χαρά του, αλλά ένα παιδικό γελάκι τον έφερνε ξανά στην παραδεισένια πραγματικότητα και μακάριζε τον εαυτό του για την ευτυχία αυτή.
Άλλες φορές πάλι, η μορφή της Τζινέρβα θολή πια πίσω από το τζάμι της Μονής να κλαίει με τις γροθιές σφιγμένες, του μαύριζε την καρδιά... Μα ήταν τόσο θολή που μπερδευόταν με το κοριτσίστικο μουτράκι της Άννας και δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει πλατιά!


Δεκαπέντε χρόνια είχαν περάσει μακριά από την οικογένειά του και δεν είχε καμμία επαφή. Μόνο η μητέρα του τον είχε επισκεφθεί τέσσερις φορές...
Είχε εξηγήσει στην Άννα ότι η γιαγιά της έμενε πολύ μακριά και ήταν αδύνατο να τη βλέπουν συχνά.
Πίσω στη γενέτειρά του, οι φήμες είχαν κοπάσει μετά από τόσα χρόνια και κανείς δεν ασχολιόταν μαζί του.











Από γυναίκες, δεν είχε παράπονο! Περνούσαν πολλές και διάφορες από την αγκαλιά του και το προτιμούσε αυτό. Δεν έψαχνε να βρει σύζυγο... Εξάλλου ήθελε να φύγει ακόμα πιο μακριά και να διεκδικήσει καλύτερες θέσεις και αξιώματα.
Ήδη του είχε γίνει μια πρόταση για να αναλάβει καθήκοντα Βάιλου στην Κύπρο και μελετούσε κάθε δυνατότητα διότι είχε ενθουσιαστεί!
Και πραγματικά, οι συνθήκες ήταν ιδανικές, οι όροι πολύ ευνοϊκοί και ο Πάολο μαζί με τη γκουβερνάντα του και τη δεκαεπτάχρονη πλέον κόρη του ανεχώρησε το χειμώνα του 1463 για την Κύπρο.



MEΡΟΣ ΕΚΤΟ 
Το τέλος


1468 και μετά την Κύπρο, ο Πάολο Ερίτζο έρχεται στο πιο όμορφο, πλούσιο, ισχυρό και απόρθητο μέρος. Αναλαμβάνει Βάιλος του Νεγκρεπόντε!
Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ελπίζει, καθότι το κύρος του σ'αυτή τη θέση επισφραγιζόταν και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν οι καλύτερες δυνατές για εκείνον και την κόρη του.
Και πραγματικά, όλα κυλούσαν ιδανικά, σε σημείο που η πρότερη ζωή του πριν την Άννα
έμοιαζε τόσο μακρινή, σα να μην υπήρξε ποτέ!


Αλλά, ήταν αδύνατον να φανταστεί αυτά που του επεφύλασσε η Μοίρα...
Πέμπτη, 12 Ιουλίου 1470 και ο ήλιος μεσουρανούσε σε μια τραγική μέρα, ζεστή και γιομάτη αίμα από χιλιάδες αθώους...
Θα ήταν μια ώρα πριν, όταν ο προδότης που στεκόταν ορθός στην πύλη του πύργου, του έφερε το μήνυμα από τον αδίστακτο Τούρκο, τον ίδιο τον αδυσώπητο Μωάμεθ το Β': 

 
Portrait du sultan Mehmet II par Gentile Bellin (25 novembre 1480) - The National Gallery, Layard Bequest, Londres

- “Παραδόσου και έχεις τον -ενώπιον μαρτύρων- όρκο του Πολυχρονεμένου Σουλτάνου, πως το κεφάλι σου θα μείνει στη θέση του!"

Μέσα στον πύργο των αιματοβαμμένων νερών που κρατούσαν το κόκκινο χρώμα όσο κι αν άλλαζαν ροή, με την Άννα, με μερικούς στρατιώτες κι ένα τσούρμο γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους που είχαν περιμαζέψει το πρωί, χωρίς τρόφιμα, χωρίς εφόδια, χωρίς δυνάμεις και χωρίς ελπίδα για σωτηρία, η παράδοση ήταν αναπόφευκτη.

Δεν τον ένοιαζε για τον εαυτό του... Η σωτηρία της Άννας ήταν η μόνη του έγνοια αυτή τη στιγμή! Πώς να εμπιστευτεί έναν αχρείο, έναν άτιμο, έναν ανώμαλο, μανιακό και ψυχικά διαταραγμένο αλλόθρησκο, που είχε κατασφάξει μια ολόκληρη πόλη!
Πώς μπορούσε να εξασφαλίσει στην αγαπημένη του κόρη την ελευθερία της, τη στιγμή που η ίδια η ομορφιά της την καταδίκαζε;
Στην καλύτερη περίπτωση θα την έπαιρνε στο χαρέμι του ο Σουλτάνος! Και στη χειρότερη... Δεν ήθελε καν να το διανοηθεί!
Θεέ μου... Τι μπορούσε να κάνει; Πώς θα τη γλίτωνε;


Μακάρι να μην είχε έρθει ποτέ σ'αυτή την καστροπολιτεία! Μακάρι να μην είχε φύγει ποτέ από την πατρίδα του. Ίσως να ήταν καλύτερα για την Άννα να την είχε αφήσει σε ορφανοτροφείο... Στο νου του ήρθε η εικόνα του πατέρα του την ώρα που ξεστόμισε εκείνη την άδικη κατάρα εις βάρος του! Γιατί πατέρα;
Στην προσπάθειά του να σώσει το παιδί του, ένοιωσε να τρελλαίνεται!
Η πίεση στην ψυχή και στο μυαλό του τον ταξίδευε πίσω, αναιρώντας πράξεις και γεγονότα που τον οδήγησαν εδώ! Έφτασε να αναρωτηθεί αν έπρεπε να τη φέρει σ'αυτόν τον κόσμο για να την εκθέσει σε τέτοιο κίνδυνο σήμερα... Μα δεν μπόρεσε να αρνηθεί την ευτυχία που του χάρισε η ύπαρξή της!

Κοίταξε από το στενό παράθυρο έξω...
Ο προδότης-αγγελιοφόρος περίμενε την απάντησή του.
Στην πόλη μια σιγή αλλόκοτη που διακοπτόταν κάθε τόσο απότομα, από καλπασμό αλόγων, φωνές, κραυγές, μεταλλικούς κρότους και ουρλιαχτά... Και μετά, πάλι σιγή...
Στη μέση του διπλανού δωματίου η Άννα με την γκουβερνάντα της, αγκαλιασμένες, οδύρονταν...
Σηκώθηκε και πήγε κοντά της.


- "Κόρη μου αγαπημένη! Θα με συγχωρήσεις ποτέ που σ'έκανα να ζήσεις τέτοιες στιγμές;"

- "Τι φταις εσύ πατέρα; Μου πρόσφερες ό,τι καλύτερο! Ήταν τόσο όμορφα εδώ! Ετούτος ο τόπος ήταν ο παράδεισός μου! Αυτοί οι καταραμένοι φταίνε για όλα!" φώναξε η Άννα και χώθηκε στην αγκαλιά του, καθώς διαισθάνθηκε ότι οι δρόμοι τους θα χωρίζονταν...

- "Άννα! Θέλω να έχεις ένα πράγμα στο μυαλό σου! Υπήρξες ό,τι πιο πολύτιμο στη ζωή μου, μου χάρισες ευτυχισμένα χρόνια και ό,τι κάνω τώρα, το κάνω για να σωθείς εσύ!"


- "Μην παραδοθείς πατέρα!"


- "Πήρε όρκο ότι δε θα μου πάρει το κεφάλι! Πρέπει να σταματήσει η αιματοχυσία στην καστροπολιτεία! Θα τον παρακαλέσω να σε δώσει σε κάποιον από τους ντόπιους ευγενείς που θα επιτρέψει να ζήσουν εδώ! Φοβάμαι μη σε πάρει στο χαρέμι του, Άννα! Δεν αντέχω μια τέτοια προοπτική!"

- "Μην τους εμπιστεύεσαι πατέρα! Καλύτερα να πεθάνω τώρα! Σκότωσέ με... εσύ... εδώ!"


- "Σώπα, παιδί μου! Ας προσευχηθούμε στο Θεό να μας προστατέψει!
Δεν έχουμε άλλη επιλογή... Θα παραδοθώ!
Οι πόλεμοι είναι πολύ σκληροί και περισσότερο οδυνηροί γιαυτούς που χάνουν!"

................

Η Μοίρα στάθηκε σκληρή για τον Πάολο Ερίτζο! Του χάρισε 23 χρόνια ευτυχίας για να του ζητήσει δυσβάσταχτο τίμημα στο τέλος.
Σαν την απρόσμενη βελτίωση του ετοιμοθάνατου λίγο πριν το τέλος, έζησε δυο υπέροχα χρόνια σ'ένα παραδεισένιο τόπο, για να χαθεί μαζί του μέσα σε απερίγραπτη οδύνη...

Andrea Celesti, Martyre de Paolo Erizzo (private collection)



Ο Σουλτάνος κράτησε το λόγο του.
Δεν του πήρε το κεφάλι! Τον πριόνισε στη μέση...
Ο Πάολο έφυγε με θάνατο μαρτυρικό και δεν είδε τι απέγινε η κόρη του.

Εκείνη όμως είδε το δικό του τέλος και σάλεψε το λογικό της.


Κι όταν τη φέρανε μπροστά στο Μωάμεθ και τη διάλεξε για το χαρέμι του, εκείνη πλησίασε μισότρελη αλλά περήφανη και τον έφτυσε αηδιασμένη, μπροστά σε όλους τους αρχηγούς του στρατού του. 
  
Andrea Celesti, Mort d'Anna Erizzo (private collection)
























Κι εκείνος, ατάραχος, μ'ένα αδιόρατο νεύμα του, διέταξε το δικό της τέλος.
Η Άννα κομματιάστηκε στα τρία, εκεί, όπως στεκόταν μπροστά του, με το παρθενικό της αίμα να βάφει εκτός από το σπαθί, τα χαλιά, τους φρουρούς, τον τοίχο, τα ρούχα και τα μούτρα του ίδου του διεστραμμένου κατακτητή...

Μίνα Βαμβάκου


Σημείωση: 

Η ιστορία, αν και διανθίστηκε με μυθοπλασίες, βασίστηκε σε πληροφορίες που συλλέχθηκαν από το διαδίκτυο αναφορικά με τη βιογραφία του Πάολο Ερίτζο και την Άννα και είναι αμφιλεγόμενες.  Η πιθανή αυτή εκδοχή, όμως, είναι συγκινητική και θα μπορούσε να είναι αληθινή.

Ίσως, με αυτόν τον τρόπο -εκτός από μετέπειτα τιμωρία του Ντα Κανάλε που δεν επενέβη- οι Ενετοί προσπάθησαν να ισορροπήσουν την εγκατάλειψη της Χαλκίδας, του μέχρι τότε ισχυρού Νεγκρεπόντε και να "ωραιοποιήσουν" την ήττα τους από τον Μωάμεθ τον Β'.

Τα στοιχεία για την περιγραφή της πολιορκίας και της Άλωσης της Χαλκίδας, καθώς και όλα τα ονόματα των προσώπων, είναι πραγματικά.

 Ευχαριστώ τους: Βαγγέλη Κουζούνη, Βίκυ Παπαθεοδώρου - Εκπαιδευτικό, Εύα Βουτσά - Ψυχολόγο,  τον Ιστορικό - Αρχαιολόγο, Νικόλα Καρατζά, καθώς επίσης και τον αείμνηστο Γιώργο Καραχάλιο, για τις έρευνές τους και τις πληροφορίες που συνέλεξαν και μου εμπιστεύτηκαν.






Πέμπτη 16 Απριλίου 2015

Ένα χωριό, ένα παιδί και μια φωτιά...

Πάντα με μαγνήτιζε το χωριό...
Από την πρώτη φορά που το επισκέφθηκα, και κάθε καλοκαίρι, Χριστούγεννα και Πάσχα, χαιρόμουν να βρίσκομαι μέσα στη Φύση, την παράδοση και τους ανθρώπους.

Τα τελευταία 4 χρόνια δούλευα κιόλας εκεί, σ'ένα χώρο απλό και ζεστό με μια πόρτα κι ένα μόνο παράθυρο απ'όπου όμως, θαρρείς, έβλεπα όλον τον κόσμο! Ένα κομμάτι του χωριού, τα βουνά, τους κατοίκους που περπατούσαν στο δρόμο...

Τα σπίτια του Θεολόγου ξεπρόβαλαν από το παράθυρο παραδοσιακά με τα παλιά κεραμίδια, τα περισσότερα πέτρινα με λουλουδάτες αυλές κι ασπρισμένες μάντρες.

Σπίτια που κατάφερναν τόσο καλά να σε μεταφέρουν πίσω στα χρόνια που χτίστηκαν που νόμιζες πως θα βγει η κυρά να φουρνίσει στον πέτρινο φούρνο δίπλα στην αυλόπορτα κι ο κύρης να ξεφορτώσει τα ξύλα από το ζωντανό λίγο πιο πέρα...

Ανάμεσα τους υπήρχαν και  κάμποσα σπιτάκια ερημωμένα, τα οποία ξεχώριζαν λες και χλεύαζαν την ίδια τους την εγκατάλειψη με μια ιδιόμορφη αξιοπρέπεια...
Γιατί σε κάποια άλλα σημεία ξεπετάγονταν τελείως παράταιρα μερικά "σύγχρονα" κτίσματα που ασελγούσαν πάνω στην αρχιτεκτονική παράδοση του συνόλου!




Κι εκείνη η κορυφογραμμή στο φόντο, αιχμαλώτιζε το βλέμμα μου κάθε φορά που άνοιγα το παλιό ξύλινο μπλε παντζούρι με τις γρίλλιες! Κι αυτό έτριζε σα να με προέτρεπε ν'αγναντέψω την κοντινή βουνοκορφή: "Δες, δες!" Κι εγώ κοιτούσα...

To Περιβολάκι, η πρώτη κορυφή αριστερά...

Το Περιβολάκι, που είναι στο χωριό το κοντινότερο βουνό της οροσειράς του Ευβοϊκού Ολύμπου, με τη γυμνή από δέντρα κορφή του, έμοιαζε να κρατά το χωριό στα γόνατά του και να το κανακεύει.
Το πυκνό δάσος ενδιάμεσα, άλλοτε πνιγμένο στην πρωινή ομίχλη, άλλοτε καθαρογραμμένο στο ρόδισμα του απογευματινού ήλιου απέναντί του, σ'έκανε να θες να τεντώσεις τ'αυτί για ν'ακούσεις το θρόισμα των φυλλωμάτων στα παιχνίδια του ανέμου πάνω τους. Η ίδια εικόνα σε αναρίθμητες όψεις ανάλογα τη μέρα, την ώρα, τη στιγμή! Ένας κινούμενος ζωγραφικός πίνακας καδραρισμένος στο μπλε ξύλινο κούφωμα του παραθύρου.

Και το σημαντικότερο: οι άνθρωποι! Φαινομενικά απλοί μα στο βάθος πολύπλοκοι! Ένα κράμα δουλεμένο με τη νοοτροπία του χωριού, μα εμπλουτισμένο -από τη φύση προφανώς- με μυστικά κύτταρα μιας ανώτερης αντίληψης πολιτισμού! Με μια φιλοσοφική γραμμή που τους απλούστευε τη στάση ζωής...


Δεν τα κατάφερναν όλοι να δραπετεύουν από το "μοντέλο" των κλασικών χωρικών βέβαια, μιας και το δέσιμο με τη γη και την οικογένεια παρέμενε σφιχτό στο κύλισμα των χρόνων.
Η νεολαία πιο προχωρημένη, ως επί το πλείστον, με ευχάριστα αυξημένη την αίσθηση του χιούμορ, αγωνιζόταν να βρει το δρόμο της μέσα από δυσκολίες, ελλείψεις και προκαταλήψεις...

Ο Μητσάκος (χαϊδευτικό του Δημήτρης), ένα παιδί κοντά εικοσιπέντε χρονών, ήταν ήπιων τόνων όπως έκρινα από τις σποραδικές φορές που συναντιόμασταν στην καφετέρια του χωριού, την εκκλησία ή την πλατεία. Λιγομίλητος, μα καλωσυνάτος και πάντα χαμογελαστός! Σε καλημέριζε και τα μάτια του φώτιζαν σαν πολυέλαιοι που άναβαν από εκείνον το ...χαμογελοδιακόπτη!
Και δραστήριος! Μέσα σε όλα! Τον έβλεπα να βοηθάει τους δικούς του στις γεωργικές και κτηνοτροφικές τους ασχολίες, να συμμετέχει στις δραστηριότητες του πολιτιστικού συλλόγου, τα καλοκαίρια να απασχολείται ως εποχικός δασοπυροσβέστης στη γύρω περιοχή, τους χειμώνες να τρέχει για τα προβλήματα από το χιόνι.

  Είχε μια περίεργα δυνατή αύρα, χωρίς να χρειάζεται να λέει πολλά-πολλά και ήταν πολύ αγαπητός σε όλους! Δεν ξέρω, αλλά φαντάζομαι αυτή η μυστηριώδης αύρα θα τον συνόδευε από μωρό, κουβαλώντας μυστικά τα γραμμένα της Μοίρας, για να ισορροπήσει τις ευωδιές του Καλού με την πίκρα του Κακού.
Ήταν εκείνος ο θλιβερός Αύγουστος του 2007 με τις φωτιές... Τις πυρκαγιές που ρήμαξαν περισσότερο την Πελοπόννησο και την Εύβοια.

Ήταν εκείνη η φρίκη που αντίκρυσα από το ίδιο αγαπημένο παράθυρο, φρίκη που χλώμιασε κάθε άλλη εικόνα: το Περιβολάκι να φλέγεται!



Στην αρχή, πίσω από την κορφή και τη δεξιά πλαγιά άρχισαν να ξεχύνονται προς τον ουρανό, απειλητικοί και δυσοίωνοι, πυκνοί καπνοί σε λασπωμένο λευκό χρώμα από τα πεύκα και τα έλατα που καίγονταν!

Ένας αλλόκοτος τρόμος σε κυρίευε στη θέα τους, σα να γινόσουν μάρτυρας ενός αποτρόπαιου εγκλήματος και περίμενες να γίνεις το επόμενο θύμα!
 

Σε λίγο, γιγάντιες πύρινες γλώσσες υψώθηκαν διώχνοντας ψηλότερα τους καπνούς και σαν πολεμική ιαχή έμπηξαν στην κορυφή ένα στέμμα φασιστικό, ένα ακάνθινο στεφάνι σαν αυτό του Θεανθρώπου!

Πανικός!

Κινητικότητα, αλλοπρόσαλλοι ήχοι, φωνές ακατάστατες, πράγματα πρωτόγνωρα που τάραξαν τη γαλήνη του Αυγουστιάτικου απομεσήμερου. 

Η μέχρι πρότινος αδιόρατη απειλή άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. 

Οι φλόγες γλείφοντας την πλαγιά, σιγά-σιγά κατηφόριζαν με κατεύθυνση προς τα κτήματα έξω από το χωριό.



 Τα Σώματα Ασφάλειας, η Πυροσβεστική, οι Ερυθροσταυρίτες και οι τοπικές αρχές ανέλαβαν δράση.
Προέτρεψαν ασθενείς, ηλικιωμένους και παιδιά να φύγουν και οι υπόλοιποι να είναι σε ετοιμότητα για εκκένωση.


Τελικά ο Θεολόγος γλίτωσε αλλά χάθηκαν χιλιάδες δέντρα.

Χάθηκαν μαντριά και ζωντανά, πουλιά και ζώα του δάσους σε μια λαίλαπα που μετά από κάμποσους μήνες και συνεχόμενη νεροποντή συνέχισε το καταστροφικό της έργο!

Έχοντας στερήσει το φυσικό μέσο συγκράτησης των νερών, ξεχείλισε το Λήλαντα, προκαλώντας εκ νέου ζημιές, τόσο στο διάβα του ορμητικού ποταμού, όσο και στις εκβολές του.


Το χειρότερο όμως απ'όλα, ήταν οι πέντε ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν!
Πέντε νέα παιδιά κι ανάμεσά τους κι ο Μητσάκος...
Όρμησε κι εκείνος στο μέτωπο της πυρκαγιάς με οδηγό την αδρεναλίνη και χωρίς να υπολογίσει τίποτα παρά θέλοντας μονάχα να αναχαιτίσει το κακό για να μην κινδυνέψει το χωριό και το υπόλοιπο δάσος.

Πέντε ζωές έγιναν παρανάλωμα της μη έγκαιρης επέμβασης για την κατάσβεση της πυρκαγιάς και έδρασαν σαν ένα ηχηρό χαστούκι στη συνέχεια για να ενταθούν οι προσπάθειες και να αποτραπεί μια πανωλεθρία και η πλήρης οικολογική καταστροφή της περιοχής...



Κοντεύουν οκτώ χρόνια από τότε και το βουνό ξαναπρασίνισε, αποζημιώσεις δόθηκαν, αργότερα αποκαταστάθηκαν και οι καταστροφές από τις πλημμύρες και η Φύση έχει ήδη αρχίσει να θρέφει τις πληγές της, αν και θα πάρει χρόνια για να γίνουν όλα όπως πριν.
Ο Μητσάκος όμως χάθηκε...

Μίνα Β.

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Πλαζ Ροδιές: Πάμε για μπάνιο στο παρελθόν;


Έχετε αναπολήσει κι εσείς πράγματα που χάθηκαν στο ανελέητο πέρασμα των χρόνων;
Είναι μοιραίο, κατά κάποιο τρόπο αναπόφευκτο και φυσικά, όταν αφορά σε πρόσωπα είναι πάντα τραγικό…

Εγώ όμως, θα σας μιλήσω, με έντονα νοσταλγική διάθεση, για ένα αγαπημένο μέρος που έχτισε αμέτρητες παιδικές μνήμες στους μεγαλύτερους από τους κατοίκους της γειτονιάς μας.


Θα σας πω για τις Ροδιές. Τις "Μπροστά" Ροδιές, όχι τις "Πίσω"...
Την πιο γνωστή από τις πλαζ του Καράμπαμπα μετά τα «Αστέρια».
Και θ’αναφερθώ στις Ροδιές όπως ήταν παλιά, πριν το ψυχρό τσιμέντο δώσει στη μοναδικά υπέροχη παραλιούλα, τη μορφή που έχει σήμερα.

Ήταν λοιπόν κάποτε, οι Ροδιές, νοητά χωρισμένες σε τρία κομμάτια.

Το κεντρικό μέρος -όπως κοιτάμε τη θάλασσα- με τα βραχάκια που έπρεπε να διασχίσεις για να βουτήξεις. Αριστερά υπήρχε το κύριο τμήμα, όλο αμμουδιά από την αρχή με ρηχά νερά για αρκετά μέτρα και στη δεξιά πλευρά ένα ακόμα κομμάτι αμμουδιάς που όμως στα ρηχά του νερά, μπαίνοντας, υπήρχαν πολλά πετρώδη σημεία.


Αρχίζει η διαμόρφωση με το πρώτο μπάζωμα...

Τα βραχάκια ταλαιπωρούσαν κάπως τα πέλματα των λουομένων με την αγριάδα τους και σαφώς απαιτούσαν ιδιαίτερη προσοχή στα λεία σημεία επειδή γλιστρουσαν επικίνδυνα. Έδιναν όμως στην παραλία ένα εξαιρετικό και ιδιόμορφο φυσικό χαρακτηριστικό….

Ναι. Τα βραχάκια προκαλούσαν μικροατυχήματα σε απρόσεκτους και βιαστικούς και ίσως αυτός ήταν ο λόγος που τα μπάζωσαν με τσιμέντο. Παρ’όλα αυτά όμως, πιστεύω πως όσοι ήθελαν να αποφύγουν τέτοια μικροατυχήματα, μπορούσαν κάλλιστα να βουτήξουν από την αμμουδερή άκρη της παραλίας.


Το κομμάτι με τη μικρή αμμουδιά, αριστερά, που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα.

Αναπολώ τις ζεστές εκείνες ημέρες του καλοκαιριού, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, που ξεκινούσαμε από ψηλά, από την τότε Αριστοτέλους (το κομμάτι που αργότερα μετονομάστηκε σε Μητροπολίτου Νικολάου) πριν τη διασταύρωσή της με την Απόλλωνος. Μαζευόμασταν κατά τις έντεκα το πρωί, καμμιά δεκαριά πιτσιρίκια της γειτονιάς με τις μαμάδες μας και σκορπώντας χαρούμενες φωνές και γέλια, κατηφορίζαμε σ’ένα δρόμο ασφαλτοστρωμένο μεν, αλλά με λιγοστά αυτοκίνητα να κυκλοφορούν.

 Κάτω χαμηλά, φτάναμε στο χωματόδρομο που διέσχιζε άδεια οικόπεδα και οδηγούσε στις Ροδιες, όπου η αλμύρα με τη μυρωδιά της θάλασσας μας συναντούσε απρόσμενα και έκανε το βήμα μας ακόμα πιο γοργό…


Με τα "εγγλεζάκια", απόγευμα σε πλημμυρίδα εκεί που πιάναμε γαριδούλες!
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μόλις φτάναμε, το νερό που λίμναζε μπροστά από τα βραχάκια… Βαθύ, στις περιόδους της πλημμυρίδας, πολύ ζεστό να τυλίγει τα παιδικά ποδαράκια που το τσαλαβουτούσαν!!! Η λαχτάρα και η ανυπομονησία για το θαλασσινό μας μπάνιο, κορυφωνόταν σ’εκείνο ακριβώς το σημείο…

Θυμάμαι, επίσης, πόσο ξετρελλαινόμασταν με τα λιλιπούτεια ψαράκια και τις τοσοδούλικες διάφανες γαριδούλες που καταπιανόμασταν να εγκλωβίσουμε στις χούφτες μας! Αφήστε που κουβαλούσαμε και κάτι αυτοσχέδια συστήματα που σκαρώναμε, για να «πιάσουμε» τα ψαράκια!!! Βάζαμε τρίμματα από τυρί φέτα σε ένα ταψάκι γαλακτομπούρεκου και το σκεπάζαμε με ένα πανί, δένοντας ένα σπάγγο γύρω-γύρω. Μετά, κάναμε μια τρυπούλα στη μέση του πανιού και το βυθίζαμε σ’αυτά τα ρηχά νερά όσο γινόταν πιο κοντά στα βραχάκια. Μεγάλο κατόρθωμα αν έμπαινε ψαράκι εκεί μέσα!!! Αλλά το όλο εγχείρημα ήταν ένα υπέροχο παιχνίδι…

Μέσα στο νερό τα πράγματα ήταν τα ίδια όπως και σήμερα. Απλά τότε έβλεπες αντί για μπρατσάκια, τα κλασικά στρογγυλά σωσίβια!



Μια σημαντική διαφορά του τότε με το σήμερα, ήταν η τεράστια απογοήτευση όταν ερχόταν η ώρα να φύγουμε. Όχι επειδή τελείωνε η απόλαυση της θάλασσας, (αυτό ισχύει και τώρα για όλα τα παιδιά) αλλά για την επικείμενη επιστροφή, αφού τότε δεν είχαμε την πολυτέλεια της μεταφοράς με αυτοκίνητο. Και η σκέψη μόνο της διαδρομής που μας περίμενε ήταν αρκετή.

 Φανταστείτε, λοιπόν, όταν άρχιζε η ανηφόρα! Το αλάτι να μας φαγουρίζει στην πλάτη, διότι δεν υπήρχαν ντουζιέρες στη θάλασσα να ξεβγαλθούμε. Συνυπολογίστε και τον ήλιο που έκανε πιο έντονη την κούραση από το κολύμπι και το παιχνίδι και προσθέστε επιπλέον και την έντονη πείνα που μας έκανε ακόμα πιο αδύναμους. Το σπουδαιότερο όμως ήταν η φοβερή δίψα! Βλέπετε, δεν είχαμε θερμός για κρύο νερό και όσο κι αν κουβαλούσαν οι μαμάδες μας μαζί με τα φρούτα, το είχαμε καταναλώσει ήδη…

Οπότε, λίγο πριν φτάσουμε στην τελική ευθεία, δηλαδή στη Μ. Νικολάου στο ύψος που σήμερα υπάρχει το σούπερ-μάρκετ Κρητικός, όλα τα πιτσιρίκια τρέχαμε ποιος θα φτάσει πρώτος στη δημόσια βρύση που υπήρχε στη γωνία, στο δρόμο, διαγωνίως του σούπερμάρκετ!
Τι υπέροχη αίσθηση δροσιάς και χορτασμού της δίψας μας!!! Το πρώτο μας ντους το κάναμε εκεί, καταβρέχοντας ο ένας τον άλλον μέσα σε δυνατά γέλια, φωνές και …τσιρίδες!

Η επόμενη βρύση ήταν απέναντι από το μπακάλικο του Μπουραντά, που σηματοδοτούσε και το τέλος του …«μαρτυρίου» μας! Τα παιχνίδια ήταν λιγότερα στη βρύση εκείνη επειδή πολύ απλά, ήταν μεγαλύτερη η πείνα μας…



Ήταν όμως τόσο πιο δυνατή η λαχτάρα για την απόλαυση αυτής της καθημερινής διασκεδαστικής «εκστρατείας» στις Ροδιές, που μας έκανε να ξεχνάμε τη δύσκολη επιστροφή και να ξεκινάμε με το ίδιο κέφι και ανυπομονησία και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη και την επόμενη…

Μίνα Βαμβάκου

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Aυλίδα: Απεγνωσμένοι ψίθυροι αρχαίων λίθων



Αδικημένα από το χώρο και τον άνθρωπo, μ'ένα μικρό δρόμο μπροστά τους, τις ράγες του τρένου πίσω τους, την εθνική οδό πιο πάνω και με τον απειλητικό όγκο του Τσιμεντάδικου στα δεξιά, τ'απομεινάρια του αρχαίου ναού της Αυλιδείας Αρτέμιδος κείτονται εκεί, σε πείσμα της ανθρώπινης αδιαφορίας, της πλεονεξίας και της έλλειψης σεβασμού προς τα πολύτιμα αυτά δείγματα της πανάρχαιας ιστορίας της Αυλίδας...


 
Κείτονται εκεί, φυλακισμένα με πρόχειρη περίφραξη, αφημένα να μαρτυρούν -ασθμαίνοντα αλλά αγέρωχα- τον πολιτισμό που άνθισε σ'αυτή τη γωνιά της Ελλάδας κάνοντάς την γνωστή σ'ολόκληρη την υφήλιο!

Απομεινάρια της κλασικής αρχαιότητας που ακόμα υμνούνται και θα υμνούνται παγκόσμια, αλλά εδώ βεβηλώθηκαν και εξακολουθούν να υποτιμούνται μένοντας παραμελημένα από τους σημερινούς απογόνους των αρχαίων κατοίκων της περιοχής...

Λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Χαλκίδα, πριν το σημερινό Βαθύ Αυλίδος, σε μια έκταση που οριοθετείται από δυο-τρεις όρμους, το Μικρό, το Μεγάλο Βαθύ και μέχρι πίσω στο Βουνό Γελαδοβούνι ή Μεγάλο Βουνό, στη Γλύφα, απλωνόταν η αρχαία Αυλίδα που μόνο ένα μέρος της έχει αποκαλυφθεί, με το αρχαίο Ναό της Αρτέμιδος και απομεινάρια των ξενώνων και εργαστηρίων κεραμοποιϊας από τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους αργότερα.

Όλα αυτά μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον αποκρουστικό όγκο των εγκαταστάσεων των Τσιμέντων Χαλκίδας...

Σ'αυτή τη γη συγκεντρώθηκε ο στρατός των Αχαιών και σ'αυτούς τους όρμους περίμεναν τα πλοία τους να φυσήξει άνεμος για να ξεκινήσουν για την Τροία!! 

Μια βόλτα ως εκεί, ένα λαμπερό πρωινό του Οκτώβρη, μας έκανε ν'αγνοήσουμε ταμπέλες που απαγόρευαν την είσοδο σε ιδιωτική περιοχή (και επομένως την πρόσβαση στον αρχαιολογικό χώρο) και να διαβούμε στην “Πετρήεσσα” Αυλίδα του Ομήρου.

Ο δρόμος στενός, το χτυποκάρδι έντονο και το βλέμμα να ψάχνει εναγωνίως να βρει εκείνο το συρματόπλεγμα που κρατούσε μέσα του αιχμάλωτη την πολιτισμική κληρονομιά μας!

Και φτάσαμε!
Σταθήκαμε μπρος στο κομμένο εδώ και χρόνια σε μια πλευρά και σκουριασμένο πλέγμα που επιτρέπει στον οποιονδήποτε να μπει ανενόχλητος και να πάρει “ενθύμια” από το πανάρχαιο μνημείο. Αφήσαμε τη ματιά να πλανηθεί στις βάσεις των κιόνων, στα κεραμεικά, σε κάθε αρχαία πέτρα, σε όλο το μήκος και το πλάτος του Ναού της Αρτέμιδας που άπλωνε τη μακραίωνη ιστορία του μπροστά μας, λουσμένος στο φως του ίδιου ήλιου που ξαναντίκρυσε το 1956 στις ανασκαφές του Ιωάννη Θρεψιάδη μετά την πρώτη ανακάλυψη το 1941 επί κατοχής... 



Δέος! Συγκίνηση!

Κι ένα σιωπηλό ταξίδι του νου στους στίχους του Ευριπίδη από την “Ιφιγένεια η εν Αυλίδι”:
Στο ακρογιάλι τ' αμμουδένιο έφτασα
της θαλασσόβρεχτης Αυλίδας 
(στ. 164 – 165)

                        

Από της Άρτεμης το άλσος πέρασα,
όπου αμέτρητες προσφέρονται θυσίες 
(στ. 185 – 186)

Στρέψαμε τα κεφάλια τριγύρω πίσω μας. Οι παράνομες προσχώσεις άλλαξαν την ακτογραμμή και μόλις που φαινόταν ένα κομμάτι της θάλασσας αριστερά! Μα το νερό ήταν γκρίζο, θολό και νεκρά ακίνητο από σχεδόν ενός αιώνα τσιμέντο μέσα του! 


ΤΣΙΜΕΝΤΑ ΧΑΛΚΙΔΟΣ Ο.Ε.
(από το 1929)

INTERCHEM HELLAS
Χημική Βιομηχανία (από το 1968)

HΟECHST HELLAS
Χημική Βιομηχανία (από το 1968)

ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ ΧΑΛΚΙΔΟΣ ΕΠΕ 
(από το 1971)


Δηλητήρια κατέστρεψαν την “Ιχθυόεσσα” του Οβίδιου σ'εκείνο το κομμάτι και τα ρεύματα του Ευρίπου στάθηκαν ανήμπορα να το σώσουν!
Φαγώθηκε η όχθη του όρμου του Μικρού Βαθέως και το γραφικό τοπίο με τους φοίνικες όπως μαρτυρούν τα αρχαία γραπτά, διαλύθηκε!
Ολόκληρο το μυκηναϊκό νεκροταφείο στο ύψωμα, εξαφανίστηκε μαζί με τα κτερίσματά του!
Τσιμεντόσκονη έπεσε σαν πέτρινο γκρίζο κάλυμα και σκέπασε μεγάλο μέρος από το υπόλοιπο ύψωμα, μετατρέποντάς το σε σεληνιακό τοπίο.
Η λατόμηση στις πλαγιές του Μεγάλου Βουνού, απείλησε και τα ερείπια της ακρόπολης της Αυλίδας των Ιστορικών χρόνων. 

Μια αποτρόπαια άλωση επιτελείται εις βάρος της αρχαίας ελληνικής δόξας, του περιβάλλοντος και των κατοίκων της Αυλίδας και των γύρω περιοχών...



Πού να 'ναι η Ντροπή
και πού η Αρετή
να 'ναι κρυμμένη,
αφού δεσπόζει πλέον η ασέβεια,
καθώς οι άνθρωποι
την Αρετή δε λογαριάζουν
κι η Ανομία κάθε νόμο καταργεί 
(στ. 1089 – 1095)


Πού είναι η Αρετή, όταν αρχαιολογικοί χώροι γίνονται ιδιωτική βιομηχανική περιοχή;
Όταν ξεπουλιούνται εκτάσεις που είναι ήδη χαρακτηρισμένες αρχαιολογικές και τουριστικές ή όταν φράζεται από τις βιομηχανίες κάθε πρόσβαση στη θάλασσα;
Πού είναι η Ντροπή όταν δίνονται κρατικές άδειες, όταν υπουργεία σιωπούν, όταν απαγορεύσεις ακυρώνονται και αφήνονται ιστορικά μνημεία να καταστραφούν;
Η Ασέβεια και η Ανομία είναι που μολύνουν το περιβάλλον, στερούν τους ανθρώπους από την ιστορική και πολιτισμική τους κληρονομιά και τους εκθέτουν σε αρρώστιες και πρόωρο θάνατο...


                        

Αλίμονο!
Των συμφορών μου πού να ψάξω την αρχή; 
(στ. 1123 - 1124)


Οι ευθύνες βαραίνουν τους ευκόλως εννοούμενους φορείς αλλά και κάθε εμπλεκόμενο φορέα ή ιδιώτη που επιτρέπει να διαπράττονται τέτοιες παρανομίες και εγκλήματα. Ακόμα και στον καθέναν από εμάς πέφτει ένα μερίδιο ευθύνης για όσα τέτοια ανοσιουργήματα επιτρέπουμε να γίνονται, είτε με την άγνοια είτε με την ανοχή μας... 

                        

Να κλάψω θέλω, μόνο τούτο μ' απομένει! 
(στ. 1215)


Με σκυμμένο κεφάλι, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, αφού ρίξαμε μια τελευταία ματιά, στις αρχαιότητες που ήταν επί αιώνες θαμμένες μέσα στη γη... 

                        

Η αρχαία τραγωδία του Ευρυπίδη τώρα φάνταζε σύγχρονη και διαφορετική! Μια τραγωδία που κρατά δεκαετίες τώρα, στην Αυλίδα, χωρίς να γνωρίζουμε αν θα επέλθει λύση. Αν θα στείλει η Άρεμις το λυτρωτικό της σύννεφο να γλιτώσει κι ετούτη τη γωνιά. 

Δεν γνωρίζουμε αν θα αναζητηθούν ευθύνες και αν θα επιβληθούν ποινές. Δεν ξέρουμε αν θα αποτραπούν οι βλαβερές συνέπειες στο περιβάλλον από τη λειτουργία των βιομηχανιών. Τουλάχιστον όμως, θα δείξουμε τον ανάλογο σεβασμό στο θησαυρό μας;; Θα γίνει επισκέψιμος ο χώρος σε όλους; Θα προφυλάσσεται και θα φυλάσσεται κατάλληλα;; Θα δημιουργηθεί ένα Μουσείο και να επανέλθουν τα ευρήματα από το Μουσείο της Θήβας στο χώρο που βρέθηκαν;;;
Θα συνεχιστούν οι ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή;; 




Καθώς απομακρυνόμασταν, αναρωτηθήκαμε μήπως ανακαλύπτοντας και αποκαλύπτοντας αυτούς τους μοναδικούς στον κόσμο θησαυρούς, τους καταδικάσαμε εκ νέου σε αφάνεια και εγκατάλειψη και ως άλλος Κάλχας τους θυσιάσαμε στο βωμό των συμφερόντων!
Πίσω μας, θαρρείς πως μας ακολουθούσαν οι μορφές που πέρασαν από εδώ ή μνημόνευσαν την Αυλίδα. Ο Ευριπίδης, ο Όμηρος, ο Οβίδιος, ο Ησίοδος, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο Πλούταρχος, ο Παυσανίας, ο Αγησίλαος, ο Πτολεμαίος Α', ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας, ο Αιμίλιος Παύλος...
Και σαν να μιλούσαν. Σαν να ένωναν τα λόγια τους, όλο αγωνία, με τους ψίθυρους των αρχαίων λίθων, επαναλαμβάνοντας επιτακτικά, το τελευταίο σύνθημα-παράκληση του αρχαιολόγου Ι. Θρεψιάδη: Σώστε την Αυλίδα!

Μίνα Βαμβάκου