Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Η αγκαλιά του Μηδενός












Οι δυο γραμμές της ασφάλτου λευκές
κι ένα φεγγάρι στεφανωμένο χλωμό
να χαράζουν το δρόμο στα σκοτάδια του δάσους
εκσφενδονίζοντας σκέψεις που μένουν
και τρυπούν το μυαλό σαν σουβλιά,
σαν βροχές απανωτές που ποτάμια φουσκώνουν
καταπνίγοντας ελπίδες κι ανάσες
κατασπαράζοντας σάρκες, χαρές.
Κι εσείς εικόνες της μέρας,
γεμάτες  πυροτεχνήματα κίτρινα
στη θλιμμένη γη του Νοέμβρη,
που κι εσείς σημαίνετε μόνο χειμώνα και τέλος,
κείτεστε ανήμπορες, τυλιγμένες σ'ομίχλη
που θολώνει το ωραίο και του δίκαιου τη μοιρασιά.
Σβηστήκατε τώρα ηττημένες,
από τη νικηφόρα επέλαση αυτής της νυχτιάς.

Αδιέξοδα μονοπάτια και στροφές οδυνηρές,
άνθρωποι μόνοι, εγκλωβισμένοι  σε σημεία στίξης, σε δύο γραμμές,
να παλεύουν να πουν κι όχι πάντα ν'ακούνε.
Κι όταν επιτέλους μιλούν,
οι λέξεις να  χτυπάνε σε τείχη κυκλώπεια,
υψωμένα από φόβους κρυμμένους βαθειά.
Άνιση πάλη για λίγη χαρά,
να πασχίζεις να δώσεις και ας μην πάρεις σταλιά.
Μα οι θεοί σε κοντράρουν και παίζουν κρυφτούλι,
στου ριζικού σου τα δαιδαλώδη στενά.
Σταματούν, σε κοιτάζουν, σου γυρνούνε την πλάτη, χαχανίζουν
και ξαναρχίζουν με καινούργια τρεχαλητά.
Κι εσύ στέκεις εκεί παγωμένος,
στης άρνησης τη σκοτεινιά,
με τα χέρια απλωμένα, ιερή προσφορά,
σ'ένα τίποτα που νόμισες κάτι.
Περίγελος σέρνεσαι πίσω στη νόηση,
αποκαμωμένος από μάχη που της λείπει ο σκοπός,
σα να γύρισες από κάποια μυσταγωγία
όπου σου δώσαν' ακοή, μα σου πήραν λαλιά.
Κάπως έτσι, λοιπόν, πρέπει νά'ναι
η αγκαλιά του Μηδενός!
Και τότε ακριβώς, για να ξεφύγεις απ'τον ασφυκτικό της κλοιό,
ψάχνεις απεγνωσμένα για νά 'βρεις το Ένα,  ν'αρπαχτείς, να σωθείς,
καθώς το στροβίλισμα θα ξανάρθει στα ίσια,
να σε φέρει ξανά στο δικό σου σωστό.
Κι ώσπου να τό 'βρεις, φόρα τη μάσκα εκείνη,
την άσπρη, τη χαμογελαστή,
κρύψε από πίσω την αγωνία, τον πανικό σου, τη θλίψη
και κούμπωσε την ασημένια πανοπλία γερά!
Ξεγέλασέ τους γι' ακόμη μια φορά.
Θυμήσου μια πανάρχαια αλήθεια μονάχα,
πως ο χρόνος κυλά!
Και είναι αυτός μόνο εκείνος, που κανείς, μα κανείς, δε γελά!

Τα φώτα απ'τα σπίτια πλησιάζουν,
αχνός προορισμός,
σε μια βουβή επανάληψη γώριμης στάσης,
από εκείνες που σφίγγουν δεσμά
και φονεύουν λαχτάρες δίχως οίκτο σταλιά.
Μια ανάσα βαθειά -σαν το ρόγχο θανάτου-
μιας ζωής που δεν είδε πολλά
και ζητά ν'αποκάμει σε ονείρου πελάγη,
σε σεντόνια βελούδα,
στα λουσμένα στον ήλιο λιβάδια της λήθης
που λυτρώνει κι ελπίδες γεννά...

Μίνα Βαμβάκου



Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

Άλυτοι γρίφοι



Σαν τους κόκκους της ολόξανθης άμμου
Που σε χαιδεύουν καθώς ξεγλιστρούν
Από τα μαυρισμένα σου δάχτυλα ανάμεσα
Καθρεφτίζοντας παιχνίδι ηλιαχτίδων
Χρυσαφένιοι, ζεστοί, φωτεινοί.

Έτσι ακριβώς είναι στιγμές σου του χρόνου
Που σου γεμίζουν με φως το κενό
Το πυκνό της μοναξιάς το σκοτάδιασμα
Κι ανασταίνουν τη θλιμμένη μορφή σου
Τη ματιά, τη φωνή και το νου.

Μια της ματιά κι ένα γλυκόλαλο βλέμμα
Να σε ξαφνιάζει και να σε καλεί
Σε κρυμμένο της ζωής αναπάλεμα
Της ελπίδας με χιλιάδες καημούς σου
Νικηφόρο, λαμπρό, ηχηρό.

Λίγες στιγμές, άλυτοι γρίφοι που φέρνουν
Τα χτυποκάρδια και τα μυστικά
Ξεχασμένο στους καιρούς ξαναφίλημα
Με χαμόγελα χαμένα από λύπες
Ζωηρά, τρυφερά, ερωτικά.

Κάθε στιγμή κι ένα της χάδι που στέλνει
Για να διαλύσει τα νέφη απαλά
Να σε κάνει να ζητάς ανυπόμονα
Το αγκάλιασμα εκείνο που λυτρώνει
Την καρδιά, το μυαλό, την ψυχή...

Μίνα Βαμβάκου



Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Αδιέξοδο




Μη μου μιλάς... Ησύχασε!
Αφέσου στη σιωπή μας!

Για 'κείνα που θέλεις δεν θα βρεις
Λέξη να σε λυτρώσει!
Καμμιά κουβέντα δεν μπορεί
να κόψει τούτη τη θηλειά
Χωρίς να σε σκοτώσει.

....

Κλείσε τα μάτια... Νοιώσε με!
Σ'αγγίζει η πνοή μου!

Χαμόγελο στέλνω μέσα σου
Κι άλλο στα δυο σου χείλη
Με δυο ψιθύρους να σου πει
ποθώ κι εγώ όσα ποθείς
Ο ήλιος ν'ανατείλει.

...












Μη μ'ακουμπάς...  Δε χρειάζεται!
Το όνειρο αρχίζει!

Ματιές που μιλούν με μέθυσαν
Ξέρουν να λένε τόσα
Που λόγια μύρια αγνοούν
Και ρίγη φέρνουν στα κορμιά
Του έρωτα τα τόξα.

...

Στάσου σιμά... Μη σκέφτεσαι!
Μονάχα ονειρέψου!

Σκιές είν'το χτες και τ'αύριο.
Δεν ξέρω τι θα μείνει
Μπορεί ο πόθος να σβηστεί
Μα ίσως πάλι αναστηθεί
Το όνειρο να γίνει,

Ύμνος για μας... Ηρέμησε!
Και κοίτα με στα μάτια!


















Μίνα Βαμβάκου

Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

Το πάρτυ


 Όχι, όχι! Δεν πρόκειται για την υπέροχη ομότιτλη κωμωδία με τον Peter Sellers!! Δε θα μπορούσα να σας κάνω να γελάσετε τόσο πολύ, αλλά ευελπιστώ να σας κάνω να χαμογελάσετε κάμποσες φορές διαβάζοντας το γραπτό μου αυτό. Ήταν εκείνες οι μεταμεσονύχτιες ώρες της ηρεμίας και της σιωπής, που οι θύμησες ξεχύθηκαν προκαλώντας μια γλυκειά νοσταλγία και όπως συνηθίζω, βούτηξα το μολύβι και το περπάτησα στο τετράδιό μου...

Θα έπρεπε κανονικά να έχω δώσει τον τίτλο “ΤΑ ΠΑΡΤY” ή καλύτερα “ΤΑ πάρτυ” μια και το κείμενο έχει να κάνει με τα πάρτυ, έτσι όπως τα βίωσα εγώ, κατά την εφηβεία, στο σπίτι μας.
Και γράφω τη λέξη "πάρτυ" με ύψιλον, τιμής ένεκεν αφού έτσι το γράφαμε τότε...

Καράμπαμπας, τέλη δεκαετίας '70.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε το προνόμιο ενός μεγαλύτερου αδελφού εκείνη την εποχή, αν δεν είχατε! Εκτός από τα μουσικά ακούσματα που απέκτησα από την προεφηβεία μου ήδη, είχα τον αδελφό μου Βαγγέλη, προσωπικό μου d.j. στα πάρτι των γενεθλίων μου και ένα από τα πρώτα στερεοφωνικά συγκροτήματα στην ευρύτερη περιοχή! Δεν αναφέρω και τους φίλους του που εμπλούτιζαν τον ηλικιακό “τάπητα” των πάρτυ και ενθουσίαζαν τις φίλες μου! Καταλαβαίνετε, επομένως, πόσο το εκμεταλλευόμουν...

Κάθε χρόνο, το Φλεβάρη, στα γενέθλιά μου, επειδή δεν γιόρταζα το όνομά μου, ήταν καθιερωμένο να κάνουμε πάρτυ και να ξεσαλώνουμε (κατά τα ήθη και έθιμα της εποχής, βεβαίως-βεβαίως)!

Αφού κλείναμε την ημερομηνία διεξαγωγής και καταγράφαμε τους καλεσμένους, ξεκινούσαμε τις ενέργειες της διοργάνωσης μέρες πριν! Εδώ ένα άλλο προνόμιο ήταν η μεγάλη μου αδελφή, αλλά βοηθούσαν και οι κολλητές μου φίλες.
Οι λίστες έδιναν κι έπαιρναν! Καλεσμένοι, ποσότητες για τα απαιτούμενα της τροφοδοσίας, ψώνια, κατανομή εργασιών!! Το playlist ήταν δώρον άδωρον αφού η δισκοθήκη ήταν περιορισμένη μεν,  αλλά συμπεριελάμβανε ό,τι καλύτερο διότι ο d.j.  ήξερε τι δίσκο αγόραζε κάθε φορά!

Τα ποτά, τα υλικά για σνακ, τα ξηροκάρπια, τα πλαστικά ποτήρια και πιάτα αγοράζονταν δυο μέρες πριν αλλά τα υπόλοιπα γίνονταν από το πρωί, ανήμερα.
Λόγω της επικείμενης κοσμοσυρροής και για τις ανάγκες της άψογης διεξαγωγής του πάρτυ, η σαλονοτραπεζαρία έπρεπε να μετατραπεί σε ευρύχωρο ball-room και η μαμά μου φρικάριζε βλέποντας έπιπλα να βγαίνουν έξω στην αυλή, πίνακες να αντικαθίστανται από αφίσες ροκ τραγουδιστών, ηχεία να κοσμούν το σερβάν, καλώδια να στερεώνονται στις απλίκες, λάμπες να ξεβιδώνονται από τα φωτιστικά! Το τραπέζι πήγαινε στην άκρη στον τοίχο για να στηθεί το μπουφέ και εξτρά καρέκλες έρχονταν από τα γειτονικά σπίτια!

Όλη η γειτονιά γινόταν συνδιοργανωτής και αποδέκτης του συνταρακτικού γεγονότος και κάποιοι μπαμπάδες αγχωμένοι για τυχόν Σόδομα και Γόμορα έκαναν κήρυγμα στις κόρες τους για να επιδείξουν σοβαρή συμπεριφορά στο πάρτι, εφιστώντας τους την προσοχή για τσιγάρα, ποτά και παζάρευαν μαζί τους την ώρα επιστροφής! Κι εκείνες, ως άλλες σεμνές Αρσακειάδες συμφωνούσαν σε όλα λέγοντας “Ναι, μπαμπά μου, μην ανησυχείς! Θα προσέχω!” Αλλά δε σας λέω τι σκέφτονταν από μέσα τους! Βλέπετε τα πάρτι γίνονταν χειμώνα και οι γονείς δεν μπορούσαν να κόβουν κίνηση εξ αποστάσεως! Και όσοι προσπαθούσαν να διακρίνουν κάτι κόβοντας βόλτες έξω από τα παράθυρα, αποτύγχαναν! Το μόνο που τους παρηγορούσε ήταν ότι θα επέβλεπαν οι δικοί μου γονείς. Δεν ήξεραν βέβαια ότι εμείς είχαμε καταφέρει να τους πείσουμε να περιοριστούν στην κουζίνα και τους κλείναμε και την πόρτα!

Πιο ευχάριστο ξύπνημα από αυτό της ημέρας του πάρτυ δεν υπήρχε!
Ούτε καν εκείνο στις σχολικές εκδρομές δεν είχε τέτοιο χτυποκάρδι! Μια-δυο χρονιές, θυμάμαι,  είχα δέκατα την παραμονή από την ανυπομονησία!
Ο Βαγγέλης ξεκινούσε με το στήσιμο των ...ηχητικών εγκαταστάσεων και των φωτορυθμικών! Αααα! Φυσικά και είχαμε φωτορυθμικά! Με λάμπες διαφόρων χρωμάτων που συνδέονταν στο στερεοφωνικό και αναβόσβηναν εκ περιτροπής (χρωματικής) ακολουθώντας το ρυθμό της μουσικής!
Μόνο στα μπλουζ τα απομονώναμε για να μη χαλάνε το μισοσκόταδο! Τότε έμεναν ανοιχτά μόνο  οι απλίκες και τα δύο φωτιστικά που φυσικά φώτιζαν σε τόνους κόκκινους και μπλε για να υποστηρίζουν την ατμόσφαιρα, τη μουσική και το διάχυτο φλερτ μεταξύ των παρευρισκομένων...

Πρωί-πρωί, που λέτε, ξεκινούσαμε με ένα φρεσκάρισμα της καθαριότητας των χώρων, μέσα κι έξω από το σπίτι.
Το μεσημέρι, έρχονταν δυο-τρία κορίτσια και ξεκινούσαμε την προετοιμασία των σνακς!



Πιατέλες γέμιζαν με τα στρογγυλά, τρίγωνα και τετράγωνα κρακεράκια για πτι-φουρ και τα γαρνίραμε με κρέμα ροκφόρ και αντζούγιας από σωληνάρια, λεπτές φέτες αυγών, διάφορα τυριά κομμενα σε σχήματα από φορμάκια, ροδέλες απλό ελιές γεμιστές, σαλαμάκια αέρος, κομματάκια από τουρσί, φυλλαράκια μαιντανού...
Τοστάκια κομμένα σε τριγωνάκια, τυροπιτάκια και πιροσκί μοιράζονταν σε δυο άλλες πιατέλες, καροτάκια και αγγουράκια κόβονταν λεπτά μπαστουνάκια και βρέχονταν με σταγόνες από ξύδι και αλάτι. Πατατάκια, ποπ-κορν και ξηροί καρποί μοιράζονταν σε γυάλινα μπωλ.







Η πιο ωραία ώρα της προετοιμασίας! Κουτσομπολιό με τις κολλητές, χάχανα και ψίθυροι, πλαισιωμένα από τους ήχους των δοκιμών του ηχοσυστήματος!

Έπειτα όλα τοποθετούνταν πάνω στο τραπέζι με το καλό τραπεζομάντηλο! Όχι το καλό-καλό, το κοφτό! Ένα άλλο με σχέδια στην ύφανση και αζούρ γύρω γύρω (τι σας λέω τώρα!) λευκό φυσικά, για να μπορεί να καθαριστεί μετά...
Τα πλαστικά πιάτα και οι διακοσμητικές οδοντογλυφίες στήνονταν στην κατάλληλη θέση. Τα μπουκάλια με τοVermouth, το Martini, to Rosso Antico, to Βatida de Coco, το Gin, τα αναψυκτικά, τα νερά και οι χυμοί  έμπαιναν πίσω από τα σνακ και δίπλα τους τα πλαστικά ποτηράκια, τα πιάτα και οι χρωματιστές χαρτοπετσέτες!
Τέλος, οι καρέκλες τοποθετούνταν περιμετρικά των δύο ενιαίων δωματίων με μικρά τραπεζάκια διάσπαρτα ανάμεσά τους. Όλα ήταν έτοιμα στην ώρα τους και αποσυρόμασταν για τον όσο πιο προσεγμένο καλλωπισμό γινόταν!

Επειδή συχνά τα γενέθλιά μου πέφτουν μέσα στις Απόκριες, αρκετά πάρτυ που κάναμε ήταν μασκέ! Ήταν τα πιο διασκεδαστικά πάρτυ λόγω του μασκαρέματος και επειδή οι αμφιέσεις ήταν αφορμή για πολλά ευτράπελα που συνέβαιναν επίτηδες κατά τη διάρκεια των πάρτυ-μασκέ!



Αρκετοί νεαροί ντύνονταν γυναίκες και δη σέξι και έπεφτε το γέλιο της αρκούδας! Κάποιους δεν καταφέρναμε να τους αναγνωρίσουμε ως το τέλος που αποκαλύπτονταν και σίγουρα λυνόμασταν στα γέλια όταν βλέπαμε να χορεύουν μπλουζ δύο “γυναίκες” μαζί ή μια φορά που το μπαλονάκι με νερό που υποκαθιστούσε το στήθος στο μασκάρεμα, έσπασε και έκανε μούσκεμα το μασκαρά!

Αλλά ας επανέλθω στην περιγραφή των απλών πάρτυ.
Πού είχαμε μείνει; Α, ναι! Λίγο πριν την έναρξη της πολυπόθητης βραδιάς!

Η πιο εκνευριστική ώρα ήταν από τη στιγμή που έτοιμοι, ντυμένοι, στολισμένοι, περιμέναμε τον πρώτο καλεσμένο να φανεί! Βόλτες πάνω-κάτω, εποπτεύοντας το χώρο, το μπουφέ, προσπαθώντας να σκεφτούμε μήπως είχαμε ξεχάσει κάτι, ρίχνοντας μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη και κοιτώντας το ρολόι! Η μαμά με τον μπαμπά απηύθυναν μια τελευταία νουθεσία για να μην έχουμε προβλήματα με γείτονες κι έπειτα πήγαιναν στην κουζίνα για το υπόλοιπο της βραδιάς.

Το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού θύμιζε χτύπημα γκόνγκ που σηματοδοτούσε την έναρξη του πάρτυ! Μόλις μαζεύονταν όλοι, έσβηνα τα κεράκια και τρώγαμε την τούρτα για να ξεμπερδεύουμε και να μπούμε στο κυρίως θέμα που ήταν ο χορός!
Για τις επόμενες ώρες η μουσική έδινε το πρόσταγμα, σχεδόν όλοι όρθιοι χόρευαν, κάποιοι έλυναν διαφωνίες με το κορίτσι τους καθισμένοι σε μια γωνιά, κάποιοι άλλοι δεν τρελλαίνονταν για χορό και φλερτάριζαν με το μπουφέ και τα ποτά, αλλά όλοι διασκέδαζαν!

Και οπωσδήποτε πρέπει να γίνει αναφορά στα δύο επίμαχα "παιχνίδια" που παίζαμε είτε στην αρχή μέχρι να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα ή ενδιάμεσα, ανάλογα με το κέφι και το κλίμα που επικρατούσε. Το πρώτο και πιο γνωστό παιχνίδι ήταν "η μπουκάλα" ή "το μπουκάλι"... Η παρέα καθόταν σε κύκλο και κατά μια εκδοχή του, γυρνούσε κάποιος ένα άδειο μπουκάλι στο πάτωμα και φιλούσε το αντίθετου φύλου άτομο που θα έδειχνε ο λαιμός του μπουκαλιού. Μετά έστρεφε άλλος την μπουκάλα...
Το δεύτερο παιχνίδι που παίζαμε στα δικά μας πάρτυ ήταν το "Τι να κάνει ο κύριος στην κυρία;" όπου η "μάνα" έκλεινε τα μάτια με το ένα χέρι σε κάποιον που καθόταν σε μία καρέκλα στο κέντρο του δωματίου και με το άλλο χέρι έδειχνε έναν "κύριο" και μια "κυρία" κάνοντας τη συγκεκριμένη ερώτηση! Εκεί το γέλιο έπεφτε στις επιλογές της "μάνας" σε συνδυασμό με τις αποφάσεις του "τυφλού" παίκτη... Υπήρχαν και άλλα παιχνίδια που παίζονταν σε παρέες γενικά αλλά αυτά τα δύο προτιμούσαμε στα πάρτυ επειδή ήταν μέσα στο κλίμα του φλερτ της βραδιάς. Και εξάλλου ανυπομονούσαμε για τα μπλουζ...

Εκεί, στο μισοσκόταδο τα χτυποκάρδια επεσκίαζαν το ρυθμό, τα σφιχταγκαλιάσματα πρόδιδαν  ή προκαλούσαν πάθη, ζήλειες, έρωτες και υποσχέσεις, μα τα προσχήματα τηρούνταν από μια ευγενή εγκράτεια διότι σεβόταν ο καθένας τον εαυτό του, το ταίρι του και τους φίλους!
Κάποιοι συχνά ξέφευγαν μ'ένα φιλί περισσότερο, λίγο ποτό παραπάνω και κανένα τσιγαράκι τράκα από τους μεγάλους! Μα κανένα περιστατικό δυσάρεστο δεν είχε συμβεί, διασκεδάζαμε αφάνταστα και γι αυτό στα πάρτυ μας τότε, σημειωνόταν μεγάλη προσέλευση!

Μεταξύ πολλών αλλων τραγουδιών που περιλαμβάνονταν στα playlists τότε σ'εκείνα τα πάρτυ, από 45άρια ή δίσκους 33 στροφών, ήταν και τα εξής:
Sharif Dean, Do you love me
Zager and Evans, In the year 2525
Nico Fidenco, A casa d'Irene
Donna Summer, I feel love
Don't let me be misunderstood
Mouth & Mc Neal, How do you do?
Cat Stevens, Another Saturday night
John Ireland, Nicole
Adamo, La nuit (κλασικά!)...

Τα χρόνια της αθωότητας, τα χρόνια της ανεμελιάς, με περιορισμένες επιλογές στη διασκέδαση, εκείνη τη δεκαετία, μα πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον και πολύ ζεστές οι σχέσεις και οι φιλίες μεταξύ μας...


Μίνα Βαμβάκου


Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

Θεραπαινίς εν Ταύροις







Η νέα μέρα χάραζε, μα όχι γλυκά για τούτη τη γυναίκα...
Η λιτή της κλίνη την έδιωχνε από ώρα πολλή. Δεν ήταν η ζέστη η αιτία. Αυτήν την είχε εδώ και χρόνια  συνηθίσει, εδώ, στην ανίερη χώρα των Ταύρων που οι βουλές των θεών την είχαν καταδικάσει να μεταφερθεί από μικρό κορίτσι, θεραπαινίδα της ιέρειας του ναού της  Άρτεμης, μαζί με άλλες Ελληνίδες...
Ήταν η αφόρητη θλίψη,  λιθάρι βαρύ στο κορμί της, που δεν την άφησε ν'αποκάμει περισσότερο στην αγκάλη του Μορφέα. Ένας ακόμη Έλληνας, χθες, γλύτωσε από κάποιο καράβι που ναυάγησε, ποιος ξέρει πόσο μακριά από τούτο τ'ακρωτήρι. Γλίτωσε το πάλεμα με το αδηφάγο κύμα στα σκοτεινά νερά,  μα δεν ξέφυγε από τη μαύρη του τη Μοίρα.



Εξαντλημένος πιάστηκε στην ακτή απ'τους βάρβαρους. Απρόσμενη συμφορά!


Όταν θα υψωνόταν αρκετά ο ήλιος στον αφιλόξενο ουρανό της Ταυρίδας, θ'άρχιζαν οι ετοιμασίες για τη νέα θυσία. Και δεν είχαν περάσει ούτε πέντε ανατολές από το σφαγιασμό τριών ακόμα ξένων! Νωπό το αίμα τους ακόμα, νωπός και σαν ποτάμι τρομακτικό, ο πόνος ο βαθύς που σέρνουν στο κατόπι τους οι απαίσιες τελετές που προστάζουν τα έθιμα των ντόπιων.
Αλλοίμονο! Το παλλικάρι αυτό πολύ νέο είναι! Σχεδόν παιδί! Εκείνο το τρικυμισμένο βλέμμα του, που η ίδια διέκρινε να μάχεται να ξεπηδήσει μέσα απ'τη σιγή της φωνής, πρόδιδε τον τρόμο του μελλοθάνατου που φώλιαζε μέσα του... Μα ούτε λέξη δεν ανάβλυσε από το καημένο στόμα! Το γεροδεμένο σώμα του στεκόταν ορθό, υπομένοντας στωικά το μαύρο του το πεπρωμένο...



Δόλια μάνα! Γαλούχισες τέτοια γενναιότητα, για να τη θρηνήσεις τόσο πρώιμα, πίσω στην Πατρίδα!
Φωτιά, κόψη σπαθιού αστραφτερή και άδικη! Αγνό, αθώο αίμα πάλι θα χυθεί...








Με βήμα ασήκωτο κι αργό, η γυναίκα βγήκε έξω ν'ανταμώσει το θλιβερό πρωινό.
Ήταν νωρίς ακόμα. Η θάλασσα αχνορόδιζε, μα σε τίποτα δεν έμοιαζε με το γλυκοχάραμα στον τόπο που γεννήθηκε, την ξακουστή Ερέτρια!
Θύμησες παιδικές, λίγες μα τόσο πολύτιμες, ήρθαν να της ημερέψουνε το νου, μα δεν κατάφεραν να διαλύσουν τα βαριά, ανεμοδαρμένα σύννεφα μέσα της. Ατένισε τη θάλασσα...  Είναι η ίδια θάλασσα που χαϊδεύει τα πατρικά της ακρογιάλια, όμως ετούτη η δαντελένια πικρή άκρη της, φαντάζει απροσμέτρητα εχθρική και τη ρημάζει ως τα τρίσβαθα του είναι της, κάθε φορά που την κοιτάζει!
Έκλεισε τα μάτια και με το κεφάλι σκυφτό, λύγισε στο ξένο χώμα. Τ'άφησε να της πληγιάζει τα γόνατα και την τρυφερή της ψυχή...
Έλυσε τα μακριά εβένινα μαλλιά κι αφέθηκε σ'ένα θρήνο βουβό, ξεσηκώνοντας μια φουρτούνα πνιχτών λυγμών που τράνταζε το μεστό της κορμί.

Ήταν μια απλή θεραπαινίδα μακριά απ'την Ελλάδα.
Μια φιγούρα λυγερή, ζαρωμένη σαν μπερδεμένο ματσάκι από μεταξένιο νήμα σ'αταίριαστο σκηνικό, κι έτσι, τυλιγμένη στο ροδαλό φως της αυγής,  γινόταν απόκοσμο θέαμα στους φοβισμένους αφρούς του φλοίσβου κάτω στ'ακρογιάλι, στα τρεμάμενα κιτρινισμένα άγρια σπαρτά τριγύρω και στα μάτια των πουλιών που φτερούγιζαν πέρα στους βράχους.
Μα, δίχως να το καταλαβαίνει, η συγκινησιακή της θύελλα τη στιγμή ετούτη, γεννούσε αόρατες δυνάμεις που την καθιστούσαν ένα δεύτερο ήλιο μικρό να εκπέμπει το άπλετο φως  του ήλιου εκείνου της Πατρίδας!













Τα δάχτυλα μπλέχτηκαν σφιχτά μεταξύ τους, σε μια ικεσία τόσο δυνατή και βαθειά, πού γίνηκε άνεμος ως τα ουράνια:

"Γονατιστή απευθύνομαι σ'εσένα, τη θεά μου!

Άρτεμη!

Ποιο νά'ναι το συναίσθημα που αντέχει ν'αποδώσει
ετούτη την αβάσταχτη σκλαβιά;
Ποια αχτίδα άραγε μπορεί να δώσει λίγο φως στη σκοτεινή ζωή μου;
Σκληρός πέφτει ο ήλιος εδωδά, σκορπίζοντας οδύνη
στις λερωμένες μ'αίματα κολώνες του ιερού σου!
Τα λούζει δίχως έλεος, χωρίς ντροπή και δέος!
Μονάχα μια θανατερή θηλειά, ύπουλη σαν το φίδι
απλώνεται στα σπλάχνα μου και λίγο-λίγο κλείνει,
κάθε φορά που Έλληνας σέρνεται εδώ δεμένος
μπροστά στα σκαλοπάτια σου, μέσα στο ιερό σου,
για να σφαγιαστεί απάνθρωπα από βαρβάρων χέρια.
Την ώρα που η Ιέρεια αρχίζει το θυσιασμό του κάθε αθώου άντρα,
αρπάζω την εικόνα του,  τη σφίγγω στην καρδιά μου
και με μια ανάσα, προσευχή βαθειά, στη στέλνω στον αιθέρα.

Θεά μου,

Ικεσία σ'εσέ, να στείλεις τη μορφή του
μνήμη δοξαστική και βάλσαμο, σε όνειρο στους δικούς του
πέρα μακριά στη Χώρα μας, τον πόνο τους ν'απαλύνει!
Χρόνια εδώ στην Ταυρική, αιώνια σκλαβωμένη
κι εγώ όπως η Ιφιγένεια κι οι άλλες θεραπαινίδες,
ακόμα δε μου είναι δυνατό ν'αποδεχτώ, ή έστω να συνηθίσω
εκείνη τη φοβερή στιγμή, που έντρομη αντικρύζω
με μάτια απ'τα δάκρυα θολά
το καταματωμένο, άψυχο κεφάλι -του ίδιου Έλληνα
που πλέναμε πρωτύτερα με τ'άγια σου τα μύρα-
από το σώμα το γερό έτσι αποκομμένο,
να μπήγεται λάβαρο οικτρό, πικρό στολίδι, άδικο
στο λάμπος του ναού σου!

Πυρσοφόρα θεά!

Πες μου, πώς τις δέχεσαι αυτές τις άσχημες σφαγές, ετούτες τις θυσίες;
Πώς δέχεσαι τα μάρμαρα του ιερού ναού σου
να βάφονται με αίματα αθώων κάθε τόσο;
Νεκρά κουφάρια, ανθρώπων κεφαλές, αίματα και κρανία,
σκεπάζουν τα χρυσάφια σου μολύνουν το ιερό σου!

Άρτεμη,

Δεν είναι που μου λείπουνε τ'αδέρφια κι οι γονείς μου,
μήτε με μέλλει που έχασα τόσες χαρές στη γη μου:
της παντρειάς ή των παιδιών που δεν απόχτησα ποτέ μου.
Μα τούτο το μαρτύριο, αέναο και δόλιο, που φαρμακώνει την ψυχή, σταγόνα με σταγόνα.
Λύση, σωτηρία ή καθαρμός, δε βλέπω να ζυγώνει.
Η μόνη ελπίδα μου είσαι εσύ!
Θεά μου σ'ικετεύω!
Άπλωσε το ιερό, το ευσπλαχνικό σου χέρι!
Με τον πυρσό σου φώτισε εμάς τις Ελληνίδες
και κάνε μας το θαύμα σου
γοργά να μας λυτρώσεις!
Αλλιώς στον Άδη στείλε μας
γιατί στη ζήση ετούτη
δεν έχει νόημα για εμάς
έτσι να σε υπηρετούμε..."


Μίνα Βαμβάκου



Υ.Γ.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά από μία από τις εντατικές πρόβες της παράστασης του Θεάτρου Χαλκίδας, "Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων".
Η δυναμική του χώρου του υπαίθριου θεάτρου στην Αυλίδα, οι ευωδιές οι ανάκατες με τους ήχους του καλοκαιριού, η αίσθηση της ύπαρξης των ερειπίων του αρχαίου ιερού της Αρτέμιδας λίγο πιο πέρα, σε συνδυασμό με τα κείμενα της παράστασης, τους εκπληκτικούς στίχους των τραγουδιών του Χορού και την εξαίρετη μουσική, μαζί με το συντονισμό και την άριστη απόδοση των συντελεστών της θεατρικής μας ομάδας, ήταν το έναυσμα...

Οι εξαιρετικές φωτογραφίες είναι της Πένης Θεοδοσίου, που κατάφερε να "αιχμαλωτίσει" με το φακό της, μοναδικές στιγμές από την πρόβα.

Από τις 8 Ιουλίου και κάθε Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα, ως και την 31η του Ιουλίου 2017, το Θέατρο Χαλκίδας, παρουσίασε την παράσταση της τραγωδίας του Ευριπίδη "Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων", στο πλαίσιο του bio-Mechanical Festival που διοργανώνει κάθε Ιούλιο, στο Θέατρο Αυλιδίας Αρτέμιδος, στο Μικρό Βαθύ Αυλίδας και συγκεκριμένα, στο μαγευτικό  -πραγματικά- χώρο του ανενεργού λατομείου του Τσιμεντάδικου, πολύ κοντά στον αρχαίο Ναό της Αρτέμιδας.
Επισκεφθείτε το site  του Θεάτρου Χαλκίδας για το bio-Mechanical Festival κι ενημερωθείτε για τις παραστάσεις μας, όλους τους συντελεστές  αλλά και για τις υπόλοιπες, πολύ αξιόλογες εκδηλώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ καθως επίσης και για όσες προγραμματιζονται:
http://bm-festival.com/
Η Χαλκίδα δεν είναι μακριά. Κάθε Ιούλιο σας περιμένουμε για γερές δόσεις πολιτισμού!
Μ.Β.


Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Προσωρινό

Να στέκω και να την κοιτώ από την άκρια του δρόμου.
Αυτό μονάχα είναι μπορετό.
Κι αυτό μου φτάνει.

Έτσι όπως τ'αεράκι στροβιλίζεται στις μπούκλες της και μπλέκει ανάμεσά τους ηλιαχτίδες, εγώ να ταξιδεύω με το νου.

Να αναμοχλεύονται οι πεθυμιές και να κρατούν το ίσο στο κρυφό μου χτυποκάρδι.

Εγώ, εδώ, ακίνητος, ωσάν επαίτης των ονείρων κι ο κόσμος ο αληθινός ολόγυρα  να σβήνει μονομιάς.

Να σέρνομαι κάτω απ'την ολόστητη θωριά της, ν'ακολουθώ αλυσόδετος το λυγερό της το βηματισμό.

Έτσι απλά! Να ζητιανεύω λίγη απ'τη θλίψη των ματιών της και να κυλιέμαι στην αργή της την περπατησιά, όσο κρατά.

Να  σκύβω στους καημούς που κουβαλάει, αυτούς που κάνουνε την αύρα της πιο λαμπερή.

Καθημερνά να την ακολουθώ με τη ματιά μου, ώσπου η στροφή του δρόμου μου την κλέψει, αφήνοντάς μου μόνο μια χαρά.

Την είδα!
Και καρτερικά θα την προσμένω πάλι να φανεί.
Αυτό μονάχα είναι μπορετό.
Κι αυτό μου φτάνει.
Για την ώρα...


Μίνα Βαμβάκου

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Τα άδυτα της λήθης


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

H νύχτα έπεσε παγερή στο μικρό χωριό, κοντά στο δάσος. Ο αέρας μουρμούριζε ψυχρά ανάμεσα στα φυλλώματα των πεύκων και στιγμάτιζε τη σιωπή του διστακτικού χιονιού... Το κρύο είχε στείλει για ύπνο τους κατοίκους από νωρίς και τα λιγοστά φώτα πνίγονταν στο βαθύ σκοτάδι. Κι εκεί, στην άκρη του δρόμου μετά τα τελευταία σπίτια, μια σιλουέτα ξεπρόβαλε σκυφτή παίζοντας κρυφτό με το λευκό προδοτικό πέπλο που απλωνόταν παντού τριγύρω...

Οι θάμνοι που μισόκρυβαν το νυχτερινό διαβάτη τέλειωσαν και μετά από δυο λεπτά ακινησίας, άρχισε να διασχίζει με όσο πιο γρήγορο βηματισμό γινόταν, τον πρώτο δρόμο που διέκοψε τη σχεδόν αθέατη, ως τώρα, πορεία του. Οι γαλότσες γρύλλιζαν κάθε φορά που βούλιαζαν στο μισοπαγωμένο χιόνι, προδίδοντας τον αγχωμένο δρασκελισμό του άντρα.


Οι κινήσεις του δεν ήταν αναποφάσιστες. Ήξερε πού πήγαινε!

Το σπίτι στη γωνία είχε χαμηλή μάντρα και η αυλόπορτα δεν κλειδωνόταν ποτέ, αφού στο χωριό η ζωή ήταν ήσυχη και τα επίπεδα εγληματικότητας μηδαμινά!
Δυο-τρεις μόνο μικροκλοπές στο μπακάλικο, το καφενείο και το παγκάρι της εκκλησίας την τελευταία πενταετία όλες κι όλες!

Η παλαιού τύπου λάμπα του στύλου στη γωνία του δρόμου στη δεν ήταν ικανή να ανταγωνιστεί τη λάμψη του χιονιού. Αυτό από μόνο του αρκούσε για να φωτίσει την αυλή και το ίδιο το δίπατο κτίσμα.

Μόνο οι γρίλλιες στο ένα παράθυρο του επάνω ορόφου επέτρεπαν σ'ένα αχνό φως να δραπετεύει ανάμεσά τους.
Η γεροδεμένη φιγούρα προχώρησε σιγά-σιγά, από την εξώπορτα προς το πίσω μέρος της αυλής.
Κινήσεις αργές, προσεκτικές και αναγνωριστικές! Σα να εκτιμούσε την κατάσταση για να οργανώσει τον τρόπο που θα δρούσε στη συνέχεια! Και είχε συμμάχους τη νύχτα, την παγωνιά και την ερημιά...



Είχε χαράξει για τα καλά! Ένας νεκρικά χλωμός ήλιος άρχισε να ξεπροβάλει από την χιονοσκέπαστη κορυφογραμή της ανατολής και το κιτρινιάρικο γκρι της νέφωσης ολόγυρά του, θαρρείς πως ορμούσε καταπάνω του να τον κρύψει μην τυχόν και πάρει θάρρος!
Οι πρώτοι δειλοί θόρυβοι από το ξύπνημα των χωρικών έμοιαζαν με κορμί που τεντωνόταν αγουροξυπνημένο και ανήμπορο ν'αποχωριστεί τη θέρμη των σκεπασμάτων...

Ήχοι ήρεμοι, σιγανοί, δείγματα της μεγάλης δυσκολίας για τα συνήθη καθημερινά τους δρώμενα, ήχοι σαν παρακάλια στα στοιχεία της φύσης να ημερέψουν για να τους αφήσουν να δουλέψουν, να κινηθούν, να ζήσουν!

Κι εκεί, ανάμεσα στα κουρασμένα φτυαρίσματα και τα πνιχτά αγκομαχητά από κουβάλημα στην κάτω γειτονιά, μια ανατριχιαστική κραυγή ξέσκισε την ατμόσφαιρα! Ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό που πάγωσε ολάκερο το χωριό περισσότερο απ'όσο το μισό μέτρο του χιονιού και κέρωσε το χρόνο σα να έσπασαν όλα τα ρολόγια ταυτόχρονα πάνω στη γη! Και η κραυγή σταματημό δεν είχε!! Σα να μην έκανε διαλείμματα για ανάσες! Τρυπούσε τ'αυτιά, το μυαλό, έσφιγγε τις καρδιές και αναιρούσε κάθε πραγματικότητα...



Μονομιάς όλα άλλαξαν! Η ακινησία έδωσε τη θέση της σε μιαν αφύσικη ενεργητικότητα. Τίποτα δεν δρούσε πια ανασταλτικά, τίποτα δεν έμοιαζε να στέκει εμπόδιο μπροστά τους.
Άνθρωποι ξεπετάχτηκαν από πόρτες που έμειναν ορθάνοιχτες πίσω τους, κουμπώνοντας πανωφόρια ριγμένα βιαστικά πάνω από νυχτικά. Φωνές γέμισαν τους δρόμους, απευθύνοντας ερωτήσεις και προσευχές και οι νιφάδες σκιάχτηκαν κι αυτές, συρρικνώθηκαν κι αραίωσαν.

Οι πρώτοι που πλησίασαν το σπίτι του Γραμματέα είδαν στο χαραγμένο από πατήματα λευκοσκέπαστο δρομάκι, αραιές, παράταιρα βυσσινιές σταγόνες που πύκνωναν ελαφρά, καθώς τους καθοδηγούσαν στην ανοιχτή πόρτα! Αίμα!
Η κραυγή συνεχιζόταν αφύσικα, προμήνυμα πολύ άσχημο! Και ήταν πράγματι...

Η Φανή, που φρόντιζε τον κύριο Θεμιστοκλή από τότε που έχασε τη γυναίκα του, στεκόταν καταμεσής στο διάδρομο μπροστά στο έμπα της κρεββατοκάμαρας του αφεντικού της, σε κατάσταση σοκ από το αποτρόπαιο θέαμα που έβλεπε από την ανοιχτή πόρτα...

Είχε ξυπνήσει -όπως πάντα- μόλις χάραξε και αφού ντύθηκε κατευθύνθηκε προς την κουζίνα ν'αρχίσει τις ετοιμασίες της μέρας. Με το που βγήκε στο διάδρομο, ένα ψυχρό κύμα αέρα την ξάφνιασε και άναψε παραξενεμένη το φως για να δει καλύτερα. Καθώς προχώρησε παραξενεμένη είδε σκούρα στίγματα στο μπεζ χαλί από τη βάση της εσωτερικής σκάλας και προς την είσοδο του σπιτιού. Και η εξώπορτα ανοιχτή!
Η ψυχή της πιάστηκε! Eνστικτωδώς όρμησε στη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο! Σχεδόν σε κάθε σκαλοπάτι έβλεπε λεκέδες! Ήταν αίμα!
Κάτι έπαθε ο κυρ-Θεμιστοκλής! Και στον πάνω διάδρομο, μπροστά στην κρεββατοκάμαρα, έμεινε στήλη άλατος! Τότε ήταν που άρχισε να ουρλιάζει...



Ο Παυλής, που είχε τη μεγαλύτερη κτηνοτροφική μοναδα κι έμενε στο σπίτι παραδίπλα, ήταν ο πρώτος που ανέβηκε πάνω και βρήκε τη Φανή σ'αυτήν την κατάσταση! Όταν κοίταξε κι ο ίδιος μέσα στο δωμάτιο έγινε άσπρος σαν το πανί! Εκατοντάδες ζωντανά έσφαζε με τα χέρια του χρόνια τώρα, αλλά στη θέα αυτού του  ανθρώπινου κορμιού που κείτονταν μαχαιρωμένο απανωτά, στο πάτωμα δίπλα στο κρεββάτι, μέσα σε μια λίμνη αίματος του ήρθε λιποθυμιά κι ας ήταν δυο μέτρα άντρας!

Συνήλθε γρήγορα μόλις ο Γιώργης που είχε το λιοτρίβι κρατήθηκε πάνω του να μην πέσει! Μια απαίσια μυρωδιά συνόδευε το μακάβριο θέαμα...
Έπιασε τη Φανή από τους ώμους, την έστρεψε να μη βλέπει μέσα και προσπάθησε να τη συνεφέρει ταρακουνώντας την!

"Φανή! Φανή! Ηρέμησε, Φανή!"

Σαν παιχνίδι μωρουδίστικο που του πατάς το κουμπί και κλείνει, έτσι σταμάτησε τις φωνές, η γυναίκα, αλλά τα πελώρια από τρόμο ορθάνοιχτα μάτια της βασίλεψαν και σωριάστηκε στα χέρια του χάνοντας τις αισθήσεις της!

"Γιώργη, πάρτην κάτω! Βασίλη μείνε εκεί! Μην ανεβαίνεις!" είπε στο σιδερά που ερχόταν πάνω πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά. "Τράβα κάτω και μην αφήσεις κανέναν να μπει σπίτι! Βάλε κάποιον να πάρει τηλέφωνο την αστυνομία και μην πειράξετε τίποτα μέχρι να έρθουν!" του είπε αποφασιστικά.

Έξω, γυρόφερνε η λέξη “φονικό” από στόμα σε στόμα, από δρόμο σε δρόμο και οι χωριανοί μαζεύονταν απέξω, θέλοντας να δουν το αποτρόπαιο σκηνικό ή για να μάθουν λεπτομέρειες. Το κακό που είχε βρει το χωριό τους ήταν πρωτοφανές!
Καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του, πρόσθετε κάτι πιπεράτο που νόμιζε πως είπε κάποιος άλλος ή θυμόταν κάτι παράξενο από το παρελθόν που μπορεί να ερμήνευε το συμβάν!
Σε λίγο θα γινόταν το αδιαχώρητο γύρω από το σπίτι και ευτυχώς, μετά από την επιτακτική προτροπή του Παυλή και του Βασίλη, όσοι είχαν βγει πρόχειρα ντυμένοι, αποχώρησαν. Γύρισαν σπίτια τους να σουλουπωθούν,  να ενημερώσουν άλλους, και να ξαναβγούν αργότερα για να μάθουν νεότερα. Σε μισή ώρα, ο από μηχανής θεός κανόνισε ν'αρχίσει μια έντονη χιονόπτωση που έδιωξε και τους υπόλοιπους από το δρόμο έξω από το σπίτι του Γραμματέα.

..............

Εκείνη τη μέρα το χωριό είχε την τιμητική του! Για πολύ δυσάρεστο λόγο βέβαια, αλλά ήταν μια μέρα πολύ διαφορετική ακόμα κι από Κυριακή, γιορτή ή σχόλη. Τέτοιο έγκλημα ήταν πρωτοφανές σ'όλη τη γύρω περιοχή!
Τα δυο-τρία καφενεία ήταν όλα γεμάτα από τους άντρες που είχαν κάνει μόνο τα απολύτως απαραίτητα στις δουλειές τους και άραξαν εκεί, να κουβεντιάσουν για το θέμα. Οι γυναίκες μαγείρεψαν κάτι πρόχειρο και άφησαν το νοικοκυριό παραπίσω διότι το γεγονός ήταν πολύ σοβαρό. Μαζεύτηκαν κι εκείνες λοιπόν, παρέες-παρέες στα σπίτια να συζητήσουν για το έγκλημα. Οι κουβέντες έδιναν κι έπαιρναν παντού και οι φήμες οργίαζαν!

Μετά από μερικές ώρες ήρθε και η αστυνομία με τρία αυτοκίνητα πίσω από το εκχιονιστικό και μαζί τους ήρθαν και δυο δημοσιογράφοι από εφημερίδες που ο θεός κι η ψυχή τους τι άκουσαν και τι θα έγραφαν μετά...



Επειδή όμως ο χρόνος είναι ειρωνικά αδυσώπητος με τους πάντες και τα πάντα, σε λίγες μέρες κιόλας, αφησε την  καθημερινότητα να εισβάλει ξανά στη ζωή του χωριού. Λες και συνεργάστηκε κι ο καιρός κι έβγαλε έναν ήλιο ολόλαμπρο που άμβλυνε τις μνήμες κι έλιωσε τα χιόνια. Κι αυτά με τη σειρά τους, παρέσυραν μαζί με τις λάσπες των τσιμεντόδρομων και το άσχημο περιστατικό.

Μόνο σαν περνούσαν οι χωρικοί από το σπίτι του Γραμματέα, το κλωθογύριζαν στο νου τους, κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια εκείνες τις ασπροκόκκινες απαγορευτικές στην πρόσβαση κορδέλες, που είχαν βάλει γύρω-γύρω από το οίκημα και τό'καναν να μοιάζει με παρωδία τυλιγμένου δώρου...

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Μίνα Βαμβάκου