Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Η αγκαλιά του Μηδενός












Οι δυο γραμμές της ασφάλτου λευκές
κι ένα φεγγάρι στεφανωμένο χλωμό
να χαράζουν το δρόμο στα σκοτάδια του δάσους
εκσφενδονίζοντας σκέψεις που μένουν
και τρυπούν το μυαλό σαν σουβλιά,
σαν βροχές απανωτές που ποτάμια φουσκώνουν
καταπνίγοντας ελπίδες κι ανάσες
κατασπαράζοντας σάρκες, χαρές.
Κι εσείς εικόνες της μέρας,
γεμάτες  πυροτεχνήματα κίτρινα
στη θλιμμένη γη του Νοέμβρη,
που κι εσείς σημαίνετε μόνο χειμώνα και τέλος,
κείτεστε ανήμπορες, τυλιγμένες σ'ομίχλη
που θολώνει το ωραίο και του δίκαιου τη μοιρασιά.
Σβηστήκατε τώρα ηττημένες,
από τη νικηφόρα επέλαση αυτής της νυχτιάς.

Αδιέξοδα μονοπάτια και στροφές οδυνηρές,
άνθρωποι μόνοι, εγκλωβισμένοι  σε σημεία στίξης, σε δύο γραμμές,
να παλεύουν να πουν κι όχι πάντα ν'ακούνε.
Κι όταν επιτέλους μιλούν,
οι λέξεις να  χτυπάνε σε τείχη κυκλώπεια,
υψωμένα από φόβους κρυμμένους βαθειά.
Άνιση πάλη για λίγη χαρά,
να πασχίζεις να δώσεις και ας μην πάρεις σταλιά.
Μα οι θεοί σε κοντράρουν και παίζουν κρυφτούλι,
στου ριζικού σου τα δαιδαλώδη στενά.
Σταματούν, σε κοιτάζουν, σου γυρνούνε την πλάτη, χαχανίζουν
και ξαναρχίζουν με καινούργια τρεχαλητά.
Κι εσύ στέκεις εκεί παγωμένος,
στης άρνησης τη σκοτεινιά,
με τα χέρια απλωμένα, ιερή προσφορά,
σ'ένα τίποτα που νόμισες κάτι.
Περίγελος σέρνεσαι πίσω στη νόηση,
αποκαμωμένος από μάχη που της λείπει ο σκοπός,
σα να γύρισες από κάποια μυσταγωγία
όπου σου δώσαν' ακοή, μα σου πήραν λαλιά.
Κάπως έτσι, λοιπόν, πρέπει νά'ναι
η αγκαλιά του Μηδενός!
Και τότε ακριβώς, για να ξεφύγεις απ'τον ασφυκτικό της κλοιό,
ψάχνεις απεγνωσμένα για νά 'βρεις το Ένα,  ν'αρπαχτείς, να σωθείς,
καθώς το στροβίλισμα θα ξανάρθει στα ίσια,
να σε φέρει ξανά στο δικό σου σωστό.
Κι ώσπου να τό 'βρεις, φόρα τη μάσκα εκείνη,
την άσπρη, τη χαμογελαστή,
κρύψε από πίσω την αγωνία, τον πανικό σου, τη θλίψη
και κούμπωσε την ασημένια πανοπλία γερά!
Ξεγέλασέ τους γι' ακόμη μια φορά.
Θυμήσου μια πανάρχαια αλήθεια μονάχα,
πως ο χρόνος κυλά!
Και είναι αυτός μόνο εκείνος, που κανείς, μα κανείς, δε γελά!

Τα φώτα απ'τα σπίτια πλησιάζουν,
αχνός προορισμός,
σε μια βουβή επανάληψη γώριμης στάσης,
από εκείνες που σφίγγουν δεσμά
και φονεύουν λαχτάρες δίχως οίκτο σταλιά.
Μια ανάσα βαθειά -σαν το ρόγχο θανάτου-
μιας ζωής που δεν είδε πολλά
και ζητά ν'αποκάμει σε ονείρου πελάγη,
σε σεντόνια βελούδα,
στα λουσμένα στον ήλιο λιβάδια της λήθης
που λυτρώνει κι ελπίδες γεννά...

Μίνα Βαμβάκου



2 σχόλια: