Tο καλοκαιράκι ευωδίαζε στα ηλιοκαμένα μας παιδικά πρόσωπα, στα δροσερά φουστανάκια των κοριτσιών και στις φωνές από τους τσακωμούς των αγοριών...
Μέσα δεκαετίας '70 στη Χαλκίδα. Στον Καράμπαμπα ο δρόμος από την πλατεία κι επάνω προς το Φρούριο, η νυν Μητροπολίτου Νικολάου, λεγόταν ακόμα Αριστοτέλους! Ήταν ο μοναδικός ασφαλτοστρωμένος στις γύρω γειτονιές και θυμάμαι ακόμα εκείνη την άσφαλτο που γυάλιζε σαν παλιό φθαρμένο λάστιχο και είχε ένα χρώμα αχνό, παλιοκαιρισμένο, γκρι-ασημί!
Ήταν ο κεντρικός δρόμος και από εδώ περνούσε και το Αστικό της διαδρομής Νείλος-Φραγγιά για να τερματίσει ένα τετράγωνο πριν την τελική ευθεία του Φρουρίου.
Αυτοκίνητα δεν περνούσαν συχνά, μόνο που και που κανένα ταξί και πολύ λίγα γιωταχί.
Τα περισσότερα παιδιά από τις γύρω γειτονιές μαζεύονταν στο δρόμο μας και άλλες φορές γίνονταν αυτόματα, οι αντίπαλοί μας στα ομαδικά παιχνίδια,ενώ κάποιες άλλες φορές έπαιζαν μεταξύ τους πολύ πιο κάτω.
Τότε, σε κάθε τετράγωνο τα σπίτια ήταν λίγα, μα τα παιδιά πολλά!
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα αγόρια είχαν τον πρώτο λόγο στις αποφάσεις! Κάποια κορίτσια, τα πιο συνεσταλμένα, κάθονταν δυο-δυο ή τρία μαζί, στα σκαλοπάτια των σπιτιών και χρίζονταν θεατές.
Τα άλλα κορίτσια, τα επονομαζόμενα “αγοροκόριτσα” χώνονταν ανάμεσα στα αγόρια, διεκδικώντας ενεργή συμμετοχή στα παιχνίδια και το ποδόσφαιρο. Ένα από αυτά ήμουν κι εγώ, καμαρώνοντας για τις μελανιές από τις κλωτσιές και έχοντας πάντα τα γόνατα γδαρμένα, ή στολισμένα με ...κάπαλα!!!
Θυμάμαι φτιάχναμε αυτοσχέδια “αμαξάκια” (καμμία σχέση με τα σημερινά skate-boards) χρησιμοποιώντας πάτους από καφάσια για σασί/κάθισμα, ή κομμάτια από χοντρές τάβλες, ίσα-ίσα να χωράει τα οπίσθιά μας και τις πατούσες μας με λυγισμένα πόδια, δυο υποτυπώδη χερούλια στα πλαινά για να συγκρατείται ο εκάστοτε "επιβάτης" και ρόδες από χαλασμένα βρεφικά καρότσια για να τσουλήσουμε στο δρόμο με μια σπρωξιά, εκμεταλλευόμενοι την ελαφριά κλίση του.
Αυτά τα αμαξάκια βέβαια δεν άντεχαν για πολύ και την επόμενη φορά πασχίζαμε να κατασκευάσουμε μια πιο βελτιωμένη έκδοση!
Πολύ συχνά, τσακωνόμασταν για το τι παιχνίδι θα παίξουμε:
- “Πατάω αμπάρζα και βγαίνω”!!
- Όχι, ρε σεις!! Να παίξουμε “Κολώνες”!!
- Εγώ λέω να παίξουμε “Ζητούμε πόλεμο”!!!
- Άντε ρε, αυτό είναι βαρετό!! Έχουμε κιμωλία;;; Να παίξουμε ¨Να μείνει-να μείνει στο καμίνι” και όσοι δε θέλουν να παίξουν “Κουτσό”!!!
- "Κουτσό"; Όχι! Γιατί να μην παίξουμε “Μπαρμπα-Νικολή” ;;;
- Ναί!
- Όχι, ρε σεις! Άμα είναι να παίξουμε με τη μπάλα, αντί για “Μήλα” να παίξουμε “Σκατουλάκια”, “Τζαμί”!!!
- Τι λέτε για “Τυφλόμυγα”;;
- Σιγά ρε!! Αυτό είναι για μωρά!!!
- Ααααα!!! Αποφασίστε επιτέλους, γιατί τόση ώρα παίζουμε την “Κολοκυθιά!!!”
Κι αφού απαριθμούσαμε κάμποσα παιχνίδια ακόμα, τελικά διαλέγαμε ένα και πάντα κάποιοι κατέβαζαν μούτρα επειδή δεν είχε περάσει το δικό τους!!
Η χαρά του παιχνιδιού,φυσικά, μας έκανε όλους μετά από λίγο να ξεχαστούμε και απολαμβάναμε την έξαψη, την άμιλλα, τον ενθουσιασμό και όλα τα συναισθήματα που πηγάζουν από την αγωνιστικότητα και το ομαδικό πνεύμα.
Ανάμεσα σ'αυτά τα συναισθήματα, ξεπετάγονταν και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της προεφηβείας, που κοκκίνιζαν κοριτσίστικα μάγουλα, έφερναν χάχανα στα χείλη και στ'αγόρια προκαλούσαν λαχανιάσματα, λεκτικές κόντρες, επιθετικά αγγίγματα, καθώς έψαχναν -κάπως άγαρμπα- έναν τρόπο να εκφραστούν...
Στο πλαίσιο αυτής της ψυχολογίας, όταν μαζευόμασταν λιγότερα παιδιά, παίζαμε καουμπόηδες και ινδιάνους, επηρεασμένοι από ταινίες γουέστερν και κλασσικά εικονογραφημένα! Τα κορίτσια είμασταν οι κόρες των αρχηγών των ινδιάνων και τα αγόρια οι γιοι των αρχηγών των καουμπόηδων! Τα μικρότερα παιδιά ήταν τα μικρά ινδιανάκια που σχεδόν πάντα, τα υποχρεώναμε να κάνουν το ρόλο του προδότη! Σκοπός μας ήταν να μας αιχμαλωτίσουν οι καουμπόηδες για να μας ερωτευτούν στη συνέχεια, να μας παντρευτούν και να λήξει ο πόλεμος!!!
Επίσης, επειδή σε όλα τα παιδιά αρέσουν τα καλαμπούρια, όταν βαριόμασταν τα τρεχαλητά, την ώρα που άρχιζε να σουρουπώνει κάναμε πλάκες στα σπανίως διερχόμενα αυτοκίνητα!
Εάν ήταν γιωταχί, κάναμε το “σχοινί”. Δηλαδή, κάθονταν δυο τολμηροί και “γρήγοροι”, συνήθως οι λίγο πιο μεγάλοι, ο ένας από τη μια πλευρά του δρόμου και ο άλλος από την άλλη. Οι υπόλοιποι κρυβόμασταν πίσω από γλάστρες μέσα σε αυλές και παρακολουθούσαμε. Όταν το αυτοκίνητο πλησίαζε πολύ κοντά, άρχιζαν τα δυο παιδιά να τραβούν ένα φανταστικό σκοινί με γρήγορες κινήσεις και ο οδηγός τρόμαζε και πατούσε φρένο πολύ απότομα!! Τα παιδιά έφευγαν σφαίρα να κρυφτούν και ο οδηγός έβγαζε το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο και έβριζε συγχισμένος!
Στην περίπτωση που ερχόταν ταξί, ένας μόνο έβγαινε στο δρόμο, απαραιτήτως μεγαλόσωμος και σηκώνοντας το χέρι, φώναζε “Ταξί!! Ταξί!!!” Όταν ο καημένος ο ταξιτζής σταματούσε, ο πιτσιρικάς, έκανε μια χορευτική φιγούρα συνεχίζοντας να φωνάζει τραγουδιστά: “Τα ξη-μερώ-ματα!! Ώπα!!!” και φυσικά εξαφανιζόταν αμέσως μετά!!
Στο δικό μας τετράγωνο, είχαμε κάνει και μια κρυφή Ομάδα Υπερασπιστών των Αδυνάτων, με την επωνυμία “Ζορό”. Τυχαίο;; Δε νομίζω!!! Είμασταν πέντε παιδιά, δυο κορίτσια και τρία αγόρια από επτά έως έντεκα χρονών και προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε όσα παιδιά νομίζαμε ότι είχαν πρόβλημα και αδικούνταν.
Το πιο αστείο ήταν μια φορά που είχαμε βάλει στο μάτι έναν 17χρονο, επίσης γείτονα, επειδή είχε τρομοκρατήσει ένα δεκάχρονο αγόρι και το καημένο φοβόταν να ξεμυτίσει από την πόρτα του!
Καθήσαμε λοιπόν και γράψαμε σε μισή σελίδα τετραδίου, με κεφαλαία τετράγωνα γράμματα (Μαντέψτε ποια το έγραψε! Ναι, ναι, η υποφαινόμενη!) δυο σειρές που έλεγαν:
“ΕΑΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΞΑΝΑΧΤΥΠΗΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΘΑ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΑΣ!”
Και από κάτω υπογραφή, φυσικά: “ΟΜΑΔΑ ΖΟΡΟ”
Όταν σουρούπωσε αρκετά, παραφυλάξαμε και οι πέντε και ο εντεκάχρονος ανέλαβε να ρίξει το χαρτί μπροστά στη μέσα πόρτα του σπιτιού του τσαμπουκαλή, διασχίζοντας την αυλή. Το σπίτι, τελείως συμπτωματικά ήταν δίπλα στο δικό μου και είμασταν σίγουροι ότι θα το έβρισκε ο ίδιος! Δεν καταφέραμε όμως να δούμε την εξέλιξη, διότι ο δεκαεπτάχρονος έμεινε έξω πολύ πιο αργά από εμάς.
Φανταστείτε, λοιπόν, τη σαστιμάρα μου το επόμενο πρωί, όταν η μητέρα του με φώναξε από το μαντρότοιχο στην πίσω αυλή και μου είπε:
- Έλα εδώ βρε κοριτσάκι μου! Μήπως ξέρεις εσύ τι εννοεί αυτός που έγραψε αυτό το σημείωμα;;;
Στήλη άλατος εγώ!!! Κατάφερα όμως να επιστρατεύσω όσο υποκριτικό ταλέντο διέθετα εκείνη τη στιγμή και να πω όλο απορία:
- Μα τι στο καλό εννοεί;;; Και τι περίεργα γράμματα!!!
Δεν ξέρω κυρία Αρετή... Με συγχωρείτε τώρα. Πρέπει να πάω να ψωνίσω κάτι της μαμάς μου στο μπακάλικο!!!
Και όπου φύγει-φύγει!!!
Πάντως το λεβεντόπαιδο έπαψε τις εξυπνάδες στα πιτσιρίκια και η ομάδα Ζορό πανηγύριζε ακόμη μια επιτυχημένη επέμβαση.
Τέτοια συνέβαιναν κάθε καλοκαιρινό απόγευμα στην ασφαλτοστρωμένη Αριστοτέλους και ό,τι παιχνίδι ή σκανταλιά κι αν κάναμε, κυριαρχούσε μια αλλόκοτη έξαψη που δε μας άφηνε να καταλάβουμε ότι η ώρα είχε περάσει...
Όταν πια, δυσκολευόμασταν να δούμε τη μπάλα, τις άσπρες με κιμωλία γραμμές και τα νοήματα των αντιπάλων, τότε τελειώναμε το παιχνίδι άρον-άρον !
Εν τω μεταξύ, οι λάμπες στις ξύλινες κολώνες της ΔΕΗ άναβαν, παρασύροντάς μας είτε σε διαφωνίες για τη νίκη και ποιος έκανε ζαβολιές νωρίτερα, είτε σε πιο ήρεμα παιχνίδια, καθιστά, όπως το “Σπασμένο τηλέφωνο”, το “Μάνα ένα”, ή ποιος θα πει τις περισσότερες λέξεις που να ξεκινούν από ένα γράμμα και άλλα τέτοια...
Δεν υπήρχαν ρολόγια, δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το σκοτάδι για να μας θυμίσει το προχωρημένο της ώρας! Ο αραιοκατοικημένος Καράμπαμπας έπεφτε για ύπνο, αλλά εμείς δε θέλαμε να τελειώσει η χαρά του παιχνιδιού...
Στην καλύτερη περίπτωση, η πείνα ήταν εκείνη που μας έκανε να το διαλύσουμε και να τραβήξουμε για τα σπίτια μας, ενώ στη χειρότερη, η φωνή ενός αγριεμένου γονιού από την πόρτα της αυλής, όπως του δικού μου πατέρα:
“Μίναααα!!! Μαζέψου τώρα αμέσως!!!”
Και αν ήταν περασμένες δέκα, μου την έστηνε στην καγκελόπορτα, και φρόντιζα να τη διαβώ αστραπιαία για να μην εισπράξω καμμιά φάπα μπαίνοντας, επειδή ήμουν τόσο αργά έξω στο δρόμο κι ας απείχα μόνο δέκα μέτρα από το σπίτι...
Μίνα Βαμβάκου
Μέσα δεκαετίας '70 στη Χαλκίδα. Στον Καράμπαμπα ο δρόμος από την πλατεία κι επάνω προς το Φρούριο, η νυν Μητροπολίτου Νικολάου, λεγόταν ακόμα Αριστοτέλους! Ήταν ο μοναδικός ασφαλτοστρωμένος στις γύρω γειτονιές και θυμάμαι ακόμα εκείνη την άσφαλτο που γυάλιζε σαν παλιό φθαρμένο λάστιχο και είχε ένα χρώμα αχνό, παλιοκαιρισμένο, γκρι-ασημί!
Ήταν ο κεντρικός δρόμος και από εδώ περνούσε και το Αστικό της διαδρομής Νείλος-Φραγγιά για να τερματίσει ένα τετράγωνο πριν την τελική ευθεία του Φρουρίου.
Αυτοκίνητα δεν περνούσαν συχνά, μόνο που και που κανένα ταξί και πολύ λίγα γιωταχί.
Τα περισσότερα παιδιά από τις γύρω γειτονιές μαζεύονταν στο δρόμο μας και άλλες φορές γίνονταν αυτόματα, οι αντίπαλοί μας στα ομαδικά παιχνίδια,ενώ κάποιες άλλες φορές έπαιζαν μεταξύ τους πολύ πιο κάτω.
Τότε, σε κάθε τετράγωνο τα σπίτια ήταν λίγα, μα τα παιδιά πολλά!
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα αγόρια είχαν τον πρώτο λόγο στις αποφάσεις! Κάποια κορίτσια, τα πιο συνεσταλμένα, κάθονταν δυο-δυο ή τρία μαζί, στα σκαλοπάτια των σπιτιών και χρίζονταν θεατές.
Τα άλλα κορίτσια, τα επονομαζόμενα “αγοροκόριτσα” χώνονταν ανάμεσα στα αγόρια, διεκδικώντας ενεργή συμμετοχή στα παιχνίδια και το ποδόσφαιρο. Ένα από αυτά ήμουν κι εγώ, καμαρώνοντας για τις μελανιές από τις κλωτσιές και έχοντας πάντα τα γόνατα γδαρμένα, ή στολισμένα με ...κάπαλα!!!
Θυμάμαι φτιάχναμε αυτοσχέδια “αμαξάκια” (καμμία σχέση με τα σημερινά skate-boards) χρησιμοποιώντας πάτους από καφάσια για σασί/κάθισμα, ή κομμάτια από χοντρές τάβλες, ίσα-ίσα να χωράει τα οπίσθιά μας και τις πατούσες μας με λυγισμένα πόδια, δυο υποτυπώδη χερούλια στα πλαινά για να συγκρατείται ο εκάστοτε "επιβάτης" και ρόδες από χαλασμένα βρεφικά καρότσια για να τσουλήσουμε στο δρόμο με μια σπρωξιά, εκμεταλλευόμενοι την ελαφριά κλίση του.
Αυτά τα αμαξάκια βέβαια δεν άντεχαν για πολύ και την επόμενη φορά πασχίζαμε να κατασκευάσουμε μια πιο βελτιωμένη έκδοση!
Πολύ συχνά, τσακωνόμασταν για το τι παιχνίδι θα παίξουμε:
- “Πατάω αμπάρζα και βγαίνω”!!
- Όχι, ρε σεις!! Να παίξουμε “Κολώνες”!!
- Εγώ λέω να παίξουμε “Ζητούμε πόλεμο”!!!
- Άντε ρε, αυτό είναι βαρετό!! Έχουμε κιμωλία;;; Να παίξουμε ¨Να μείνει-να μείνει στο καμίνι” και όσοι δε θέλουν να παίξουν “Κουτσό”!!!
- "Κουτσό"; Όχι! Γιατί να μην παίξουμε “Μπαρμπα-Νικολή” ;;;
- Ναί!
![]() |
Έξω από το κέντρο της πόλης, πάντα θα υπάρχουν γειτονιές με παιδιά που παίζουν στους δρόμους τους. |
- Τι λέτε για “Τυφλόμυγα”;;
- Σιγά ρε!! Αυτό είναι για μωρά!!!
- Ααααα!!! Αποφασίστε επιτέλους, γιατί τόση ώρα παίζουμε την “Κολοκυθιά!!!”
Κι αφού απαριθμούσαμε κάμποσα παιχνίδια ακόμα, τελικά διαλέγαμε ένα και πάντα κάποιοι κατέβαζαν μούτρα επειδή δεν είχε περάσει το δικό τους!!
Η χαρά του παιχνιδιού,φυσικά, μας έκανε όλους μετά από λίγο να ξεχαστούμε και απολαμβάναμε την έξαψη, την άμιλλα, τον ενθουσιασμό και όλα τα συναισθήματα που πηγάζουν από την αγωνιστικότητα και το ομαδικό πνεύμα.
Ανάμεσα σ'αυτά τα συναισθήματα, ξεπετάγονταν και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα της προεφηβείας, που κοκκίνιζαν κοριτσίστικα μάγουλα, έφερναν χάχανα στα χείλη και στ'αγόρια προκαλούσαν λαχανιάσματα, λεκτικές κόντρες, επιθετικά αγγίγματα, καθώς έψαχναν -κάπως άγαρμπα- έναν τρόπο να εκφραστούν...
Στο πλαίσιο αυτής της ψυχολογίας, όταν μαζευόμασταν λιγότερα παιδιά, παίζαμε καουμπόηδες και ινδιάνους, επηρεασμένοι από ταινίες γουέστερν και κλασσικά εικονογραφημένα! Τα κορίτσια είμασταν οι κόρες των αρχηγών των ινδιάνων και τα αγόρια οι γιοι των αρχηγών των καουμπόηδων! Τα μικρότερα παιδιά ήταν τα μικρά ινδιανάκια που σχεδόν πάντα, τα υποχρεώναμε να κάνουν το ρόλο του προδότη! Σκοπός μας ήταν να μας αιχμαλωτίσουν οι καουμπόηδες για να μας ερωτευτούν στη συνέχεια, να μας παντρευτούν και να λήξει ο πόλεμος!!!
Επίσης, επειδή σε όλα τα παιδιά αρέσουν τα καλαμπούρια, όταν βαριόμασταν τα τρεχαλητά, την ώρα που άρχιζε να σουρουπώνει κάναμε πλάκες στα σπανίως διερχόμενα αυτοκίνητα!
Εάν ήταν γιωταχί, κάναμε το “σχοινί”. Δηλαδή, κάθονταν δυο τολμηροί και “γρήγοροι”, συνήθως οι λίγο πιο μεγάλοι, ο ένας από τη μια πλευρά του δρόμου και ο άλλος από την άλλη. Οι υπόλοιποι κρυβόμασταν πίσω από γλάστρες μέσα σε αυλές και παρακολουθούσαμε. Όταν το αυτοκίνητο πλησίαζε πολύ κοντά, άρχιζαν τα δυο παιδιά να τραβούν ένα φανταστικό σκοινί με γρήγορες κινήσεις και ο οδηγός τρόμαζε και πατούσε φρένο πολύ απότομα!! Τα παιδιά έφευγαν σφαίρα να κρυφτούν και ο οδηγός έβγαζε το κεφάλι από το ανοιχτό παράθυρο και έβριζε συγχισμένος!
Στην περίπτωση που ερχόταν ταξί, ένας μόνο έβγαινε στο δρόμο, απαραιτήτως μεγαλόσωμος και σηκώνοντας το χέρι, φώναζε “Ταξί!! Ταξί!!!” Όταν ο καημένος ο ταξιτζής σταματούσε, ο πιτσιρικάς, έκανε μια χορευτική φιγούρα συνεχίζοντας να φωνάζει τραγουδιστά: “Τα ξη-μερώ-ματα!! Ώπα!!!” και φυσικά εξαφανιζόταν αμέσως μετά!!
Στο δικό μας τετράγωνο, είχαμε κάνει και μια κρυφή Ομάδα Υπερασπιστών των Αδυνάτων, με την επωνυμία “Ζορό”. Τυχαίο;; Δε νομίζω!!! Είμασταν πέντε παιδιά, δυο κορίτσια και τρία αγόρια από επτά έως έντεκα χρονών και προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε όσα παιδιά νομίζαμε ότι είχαν πρόβλημα και αδικούνταν.
Το πιο αστείο ήταν μια φορά που είχαμε βάλει στο μάτι έναν 17χρονο, επίσης γείτονα, επειδή είχε τρομοκρατήσει ένα δεκάχρονο αγόρι και το καημένο φοβόταν να ξεμυτίσει από την πόρτα του!
Καθήσαμε λοιπόν και γράψαμε σε μισή σελίδα τετραδίου, με κεφαλαία τετράγωνα γράμματα (Μαντέψτε ποια το έγραψε! Ναι, ναι, η υποφαινόμενη!) δυο σειρές που έλεγαν:
“ΕΑΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΞΑΝΑΧΤΥΠΗΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
ΘΑ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΖΙ ΜΑΣ!”
Και από κάτω υπογραφή, φυσικά: “ΟΜΑΔΑ ΖΟΡΟ”
Όταν σουρούπωσε αρκετά, παραφυλάξαμε και οι πέντε και ο εντεκάχρονος ανέλαβε να ρίξει το χαρτί μπροστά στη μέσα πόρτα του σπιτιού του τσαμπουκαλή, διασχίζοντας την αυλή. Το σπίτι, τελείως συμπτωματικά ήταν δίπλα στο δικό μου και είμασταν σίγουροι ότι θα το έβρισκε ο ίδιος! Δεν καταφέραμε όμως να δούμε την εξέλιξη, διότι ο δεκαεπτάχρονος έμεινε έξω πολύ πιο αργά από εμάς.
Φανταστείτε, λοιπόν, τη σαστιμάρα μου το επόμενο πρωί, όταν η μητέρα του με φώναξε από το μαντρότοιχο στην πίσω αυλή και μου είπε:
- Έλα εδώ βρε κοριτσάκι μου! Μήπως ξέρεις εσύ τι εννοεί αυτός που έγραψε αυτό το σημείωμα;;;
Στήλη άλατος εγώ!!! Κατάφερα όμως να επιστρατεύσω όσο υποκριτικό ταλέντο διέθετα εκείνη τη στιγμή και να πω όλο απορία:
- Μα τι στο καλό εννοεί;;; Και τι περίεργα γράμματα!!!
Δεν ξέρω κυρία Αρετή... Με συγχωρείτε τώρα. Πρέπει να πάω να ψωνίσω κάτι της μαμάς μου στο μπακάλικο!!!
Και όπου φύγει-φύγει!!!
Πάντως το λεβεντόπαιδο έπαψε τις εξυπνάδες στα πιτσιρίκια και η ομάδα Ζορό πανηγύριζε ακόμη μια επιτυχημένη επέμβαση.
Τέτοια συνέβαιναν κάθε καλοκαιρινό απόγευμα στην ασφαλτοστρωμένη Αριστοτέλους και ό,τι παιχνίδι ή σκανταλιά κι αν κάναμε, κυριαρχούσε μια αλλόκοτη έξαψη που δε μας άφηνε να καταλάβουμε ότι η ώρα είχε περάσει...
Όταν πια, δυσκολευόμασταν να δούμε τη μπάλα, τις άσπρες με κιμωλία γραμμές και τα νοήματα των αντιπάλων, τότε τελειώναμε το παιχνίδι άρον-άρον !
Εν τω μεταξύ, οι λάμπες στις ξύλινες κολώνες της ΔΕΗ άναβαν, παρασύροντάς μας είτε σε διαφωνίες για τη νίκη και ποιος έκανε ζαβολιές νωρίτερα, είτε σε πιο ήρεμα παιχνίδια, καθιστά, όπως το “Σπασμένο τηλέφωνο”, το “Μάνα ένα”, ή ποιος θα πει τις περισσότερες λέξεις που να ξεκινούν από ένα γράμμα και άλλα τέτοια...
Δεν υπήρχαν ρολόγια, δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το σκοτάδι για να μας θυμίσει το προχωρημένο της ώρας! Ο αραιοκατοικημένος Καράμπαμπας έπεφτε για ύπνο, αλλά εμείς δε θέλαμε να τελειώσει η χαρά του παιχνιδιού...
Στην καλύτερη περίπτωση, η πείνα ήταν εκείνη που μας έκανε να το διαλύσουμε και να τραβήξουμε για τα σπίτια μας, ενώ στη χειρότερη, η φωνή ενός αγριεμένου γονιού από την πόρτα της αυλής, όπως του δικού μου πατέρα:
“Μίναααα!!! Μαζέψου τώρα αμέσως!!!”
Και αν ήταν περασμένες δέκα, μου την έστηνε στην καγκελόπορτα, και φρόντιζα να τη διαβώ αστραπιαία για να μην εισπράξω καμμιά φάπα μπαίνοντας, επειδή ήμουν τόσο αργά έξω στο δρόμο κι ας απείχα μόνο δέκα μέτρα από το σπίτι...
Μίνα Βαμβάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου