 |
Η παλιά Χαλκίδα, πριν από έναν αιώνα περίπου με ό,τι είχε απομείνει από το ενετικό Negreponte. Στη φωτογραφία φαίνονται και τα τείχη και οι δύο πύργοι που υπήρχαν στη μέση του πορθμού. Το γκρέμισμά τους ολοκληρώθηκε ως το 1910 και η Χαλκίδα έχασε οριστικά μια μοναδική ιδιαιτερότητα παγκοσμίως σε συνδυασμό με το φαινόμενο του πορθμού του Ευρίπου... (Φωτογραφία από ανάρτηση στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας" στο Facebook.) |
| | | | | |
|
Χαλκίδα, 1875...
Τα
κοριτσίστικα χάχανα ακούγονταν μέχρι την πύλη των πύργων, όσο κι αν
προσπαθούσαν οι νεαρές δεσποινίδες να τα περιορίσουν. Μάης μήνας και η
φύση άνθιζε όχι μόνο τριγύρω αλλά και στο θρόισμα των ταφτάδων που
έκρυβαν λαχτάρες, όνειρα και δροσερά νειάτα...
Πλησίαζαν στη γέφυρα και στο άλλο άκρο της οι ίδιοι τρεις νεαροί, τις κοιτούσαν και χαμογελούσαν χωρίς να μιλούν μεταξύ τους!
Έτσι γινόταν κάθε απόγευμα στον περίπατό τους, λίγο μετά τις πέντε. Η
Μαρίνα, η Ελεωνόρα, η Άννα και η Ελίζα ντύνονταν, καλλωπίζονταν και
έβγαιναν βόλτα στη μικρή καστροπολιτεία. Αγαπημένος προορισμός, τα
κάστρα στη θάλασσα! Έτσι κι αλλιώς, τα σπίτια τους ήταν στην ίδια
γειτονιά όχι πολύ μακριά από τη γέφυρα και είχαν το ελεύθερο από τους
γονείς τους να πηγαίνουν μέχρι εκεί.
Η Μαρίνα που
ήταν η ανήσυχη της συντροφιάς, σκάλιζε μύθους και ιστορίες με αυτά
πρωταγωνιστές στη φαντασία της. Και ολόκληρο το κάστρο φυσικά!! Στο
μυαλό της είχε αποτυπωθεί η γκραβούρα που είχε δει στο σπίτι του
Ναυάρχου Μάνσελ, πριν λίγα χρόνια, όταν είχαν πάει επίσκεψη με τη μητέρα
της. Από την εικόνα εκείνη ξεπηδούσαν ήρωες, ιππότες, ευγενείς, κυρίες
και δεσποσύνες που έρχονταν από τα όμορφα χρόνια πριν την καταστροφή.
Και ποιον δε θα μάγευαν τέτοια κάστρα και τέτοια τείχη;
Δεκαετία 1870! Χωρίς την αίγλη που είχαν τότε που προστάτευαν τη
μικρή πολιτεία, λαβωμένα από τις μπομπάρδες του Μωάμεθ και τις
αγριότητες της άλωσης, τα πανύψηλα τείχη ακόμα αγκαλιάζουν τη μικρή
πολιτεία και μέσα από την εικόνα της ερήμωσής τους αποπνέουν έναν
αγέρωχο ηρωισμό. Στέκονται ορθά -πεισματικά θαρρείς- κόντρα στις
επιπτώσεις των άσχημων διαθέσεων των καιρών και των ανθρώπων.
Τα κάστρα του Ευρίπου στο μέσον του πορθμού, παρά την εγκατάλειψη που
έχουν υποστεί κι αυτά, κοσμούν περήφανα το ομορφότερο σημείο της πόλης!
Καθώς πλησιάζεις προς τη γέφυρα, αν σταθείς ένα λεπτό να κοιτάξεις τους
δύο πύργους, σου δίνουν την εντύπωση ενός βασιλικού ζεύγους με πολύτιμη
κορώνα το Φρούριο, στην κορυφή του λόφου πίσω τους!
Το βήμα σε οδηγεί κοντύτερά τους, μηχανικά, έλκοντάς σε σαν καρφίτσα από ισχυρό μαγνήτη.
Προχωράς στο στενό ξύλινο γιοφύρι με τα μικρά πεζοδρόμια και τα
λιτά, μεταλλικά κιγκλιδώματα και ο βηματισμός σου αντηχεί στο σανιδένιο
πάτωμα ανυπόμονος και γεμάτος έξαψη! Η αίσθηση των σκοτεινών νερών που
κυλούν κάτω από τα πόδια σου φαίνεται, προς στιγμήν, να κυριαρχεί. Αλλά
αψηφώντας τη διάθεση αυτή να κοντοσταθείς, υπόσχεσαι ασυναίσθητα να τα
χαζέψεις στην επιστροφή, δίνοντας την ευκαιρία στον εαυτό σου να
παρατείνεις την ευχαρίστηση του περιπάτου και να γλυκάνεις κάπως, το
τέλος του.
 |
(Φωτογραφία από ανάρτηση στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας" στο Facebook.) |
Η αυστηρή Πύλη στο κέντρο των κτισμάτων,
απέναντι ακριβώς από τη γέφυρα, σε θαμπώνει με τις λιτές αριστοκρατικές
της γραμμές! Δεν έχει έρθει όμως η σειρά της ακόμα να την διαβείς. Πιο
δίπλα, τη ματιά σου τραβούν οι επιβλητικές ασύμμετρες αψίδες στο κτίσμα
εμπρός από το δεξί πύργο.
Μα εκείνο που στ'αλήθεια ξελογιάζει τη
Μαρίνα, είναι εκείνα τα πέτρινα σκαλοπάτια που αγκαλιάζουν τον πύργο σαν
αναρριχητικό φυτό σ'αιωνόβιο δεντρί και σε οδηγούν στο υψηλότερο σημείο
όλου του κάστρου!!! Αλλά είχε ρητή εντολή από τον πατέρα της να μην τα
ανέβει ποτέ χωρίς να συνοδεύεται από τον ίδιο ή το μεγάλο της αδελφό!!
Όποτε ήθελε, όμως, τους το ζητούσε κι εκείνοι δεν της χαλούσαν το
χατήρι...
Από εκεί, η θέα σου κόβει την ανάσα!
Μπροστά σου, μόλις ανεβείς, βλέπεις το λόφο απέναντι με το τούρκικο
Φρούριο του Καραβαβά (Καράμπαμπα) στην κορυφή του. Κι αυτό το άλλοτε
εχθρικό κάστρο, χτισμένο βάσει ενετικών σχεδίων, κείτεται τώρα έρημο κι
απόμακρο να σπάει την οπτική μονοτονία των βράχων του λόφου...
Αρκετά μακριά, πίσω του και λίγο πιο αριστερά, σαν απρόθυμος
δορυφόρος, το δίκορφο Μεσσάπιο (Κτυπάς) με την ουρά του να σέρνεται όλο
πτυχώσεις προς το νότο... Αυτή η χαμηλή οροσειρά της Βοιωτικής πλευράς,
νομίζεις πως οδηγεί τα νερά του Ευβοϊκού στο νότο, αφού πρώτα
σχηματίσουν μιαν ήρεμη λίμνη στους πρόποδές τους!
Αφήνεσαι για λίγο σ'αυτή την ηρεμία και νοιώθεις να γαληνεύεις κι εσύ.
Έπειτα, λες και βρισκόσουν λίγο πριν στο μάτι ενός κυκλώνα,
ακολουθεί η ένταση στα συναισθήματα, καθώς στρέφεις το βλέμμα πιο
αριστερά! Το τοπίο σε θαμπώνει: τα θαλάσσια τείχη του νότιου λιμένα με
το χαμηλό προτείχισμα εξωτερικά, φλερτάρουν αδιάκοπα με την κίνηση των
νερών!!!
Από τη μέσα πλευρά, η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής
εξουσιάζει τη θέα και την κοσμεί μαζί με τις κεραμοσκεπές των χαμηλών
κτισμάτων που κρύβονται από τα τείχη! Δε στερεί όμως τίποτα από την
επιβλητική παρουσία πίσω της, του Φρουρίου των Ειρκτών, όσο φαίνεται. Ο
πανίσχυρος αυτός Νοτιοανατολικός Πύργος της καστροπολιτείας διαδραμάτισε
σπουδαίο αμυντικό ρόλο στις εχθρικές επιθέσεις λόγω της νευραλγικής του
θέσης και φιλοξένησε ονομαστές φυλακές στα υπόγειά του!
Πίσω στο φόντο, ο λόφος με το Μύλο στην κορυφή, συγκρατεί λίγο το
αγνάντεμα πριν αυτό προχωρήσει στο βάθος, στα ανοιχτογάλανα νερά και
ακόμα πιο μακριά, στις αχνές κορυφές των βουνών της Αττικής. Η Μαρίνα δε
βαριέται αυτό το ταξίδι στο χώρο με το νου της, όσες φορές κι αν το
επιχειρεί!
Η πόλη συνεχίζει ν'απλώνεται αριστερά,
πάντα μέσα στα τείχη, που αποκαλύπτουν εναλλασσόμενα όμορφες, ψηλές
κατοικίες, τρούλλους από τα εναπομείναντα τεμένη και καμπαναριά
εκκλησιών.
Πέρα μακριά, χαμηλοί ορεινοί όγκοι καλύπτουν τα νώτα
της πόλης της Χαλκίδας, που τώρα πια, εν έτει 1875 έχει εξαπλωθεί αρκετά
και έξω από τα τείχη. Το Προάστειο, ελκύει τους περαστικούς με χαμηλά
σπιτάκια, μια όμορφη υποτυπώδη παραλιακή οδό με καφενεδάκια, μαγαζάκια
και χώρο για ν'αράζουν τα πλεούμενα των ψαράδων...
Γειτονιές και μέρη για βόλτα που τα κορίτσια επισκέπτονται μόνο με τις οικογενειές τους...
Τέλος, βλέπεις τα νερά του βόρειου Ευβοϊκού πλαισιωμένα εκατέρωθεν
από τις γυμνές ακτογραμμές της Εύβοιας και της Βοιωτίας, να
οριοθετούνται από τις κορυφογραμμές του νησιού. Προεξέχουν οι Δέλφοι
(Δέλφη, Δίρφυς) και το Κανδήλι που έχεις την αίσθηση πως με το παράστημά
τους υποδέχονται ιπποτικά τη θάλασσα που έρχεται από το Βορρά...
Στα
κατά περιόδους ήρεμα νερά, πανέμορφα σκαριά δικάταρτα και λυγερές
βαρκούλες, στολίδια εξαίσια του κόλπου, ξαποσταίνουν διάσπαρτα στο
μαγευτικό τοπίο...
Ένα θέαμα που δε χορταίνεις, μια
ομορφιά που σε κυκλώνει, σε συνεπαίρνει και δικαιώνει την αγωνία σου
καθώς σκαρφαλώνεις στο γέρικο πύργο και στο λίγο επικίνδυνο κατέβασμα
μετά...
Τα άλλα κορίτσια δεν έχουν ανέβει εδώ ποτέ και δε δείχνουν ιδιαίτερη προθυμία να το κάνουν!
Μια
φορά μόνο, πέρυσι το καλοκαίρι, είχαν οργανώσει οι οικογένειές τους μια
Κυριακάτικη εκδρομή στο Φρούριο του Καράμπαμπα και παρ'όλο που τους
ενθουσίασε η θέα από εκεί ψηλά, δε θέλησαν να το επαναλάβουν γιατί δεν
τους άρεσε το ανεβοκατέβασμα στα ..."κατσάβραχα"!! Μόνο η δεκατριάχρονη
Ελίζα έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον!
Η Μαρίνα είχε
ακούσει από τον πατέρα της ότι, τρία χρόνια πριν, τον Ιούνιο του ΄72
υπεγράφη Βασιλικό Διάταγμα για την κατεδάφιση των τειχών και των κάστρων
της Χαλκίδας. Της φαινόταν αδιανόητο να συμβεί κάτι τέτοιο! Άκουγε
συζητήσεις και τον πατέρα της να διαπληκτίζεται με εξέχοντα πρόσωπα στο
σπίτι της για την απόφαση αυτή. Άκουγε για τα παράπονα που είχε ο
κόσμος, για τα ατυχήματα που είχαν γίνει από κατακρημνίσεις σε διάφορα
σημεία των χερσαίων τειχών, για την αποξηραμένη τάφρο που δημιουργούσε
έλη και εστίες μικροβίων, θυμόταν τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας των
κατοίκων, πέρυσι, στην πλατεία Συντάγματος (Πεσόντων Οπλιτών) που
ζητούσαν το γκρέμισμα των μνημείων και θλιβόταν βαθειά που θεωρούσαν
επιτακτική την ανάγκη να γκρεμίσουν τα τείχη...
Πόσο γυμνή και αποστεωμένη θα ήταν η Χαλκίδα μετά χωρίς αυτά!!! Γιατί,
άραγε, δεν έβρισκαν άλλες λύσεις στα προβλήματα που υπήρχαν;;; Πώς
μπορούσαν να διαπράξουν ένα τέτοιο έγκλημα;; Θα μπορούσαν να κάνουν κάτι
τέτοιο στον Παρθενώνα; Στους Δελφούς;
Χαιρόταν που καθυστερούσε η
εφαρμογή της απόφασης και κάθε μέρα στη βόλτα της ρουφούσε άπληστα
εικόνες προσπαθώντας να κρατήσει αυτόν τον πολιτιστικό πλούτο στο νου
και την καρδιά της. Ήλπιζε ότι μπορεί έτσι να ξόρκιζε το κακό και ίσως
να απέσυραν αυτό το απάνθρωπο Διάταγμα πριν εφαρμοστεί.
Ένα δυνατό σκούντηγμα στο μπράτσο και η φωνή της Ελίζας την επανέφεραν στην πραγματικότητα.
-"Πάλι ονειρεύεσαι μάγισσες και ξωτικά, Μαρίνα;;;"
-"Χαχαχα! Όχι!! Σκεφτόμουν πότε θα ξανανέβω στον πύργο" της απάντησε χαρούμενα!
-
"Άσε τον πύργο τώρα" πετάχτηκε η Ελεωνόρα που ήταν η μεγαλύτερη της
παρέας αφού κόντευε τα δεκαοκτώ, "γιατί έχουμε πολλή ώρα που στεκόμαστε
εδώ και πρέπει να προχωρήσουμε! Στην άλλη άκρη της γέφυρας, μας
περιμένει κάτι πολύ΄πιο ενδιαφέρον!!"
-"Ώ, ναι!! Έχεις
δίκιο! Χαχαχα!!! Ελάτε να συνταχθούμε!" χαχάνισε η Μαρίνα, πιάνοντας
αγκαζέ την Άννα και παρασύροντάς τη, επειδή στα δεκάξι της, ήταν αφύσικα
ντροπαλή!
Εδώ και δέκα ημέρες περίπου,
επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό! Οι νεαροί, στέκονταν ακουμπισμένοι στο
τέλος του κιγκλιδώματος του γεφυριού και μόλις τα κορίτσια πλησίαζαν,
ίσιωναν τα κορμιά τους και έβγαζαν τα καπέλα τους! Τη στιγμή που
περνούσαν από μπροστά τους, οι νεαροί κύριοι άφηναν δυνατούς
αναστεναγμούς, κοιτώντας τες και προσπαθούσαν να τους αποσπάσουν μια
ματιά ή έστω, ένα χαμόγελο...
Τα κορίτσια, όμως,
ήταν πολύ προσεκτικά, διότι τα ήθη της εποχής ήταν ιδιαίτερα αυστηρά και
ο κύκλος τους δεν ήταν τόσο ευρύς ώστε να παραμείνει κρυφή οποιαδήποτε
παρεκτροπή στη συμπεριφορά τους δημοσίως! Και δεν ήθελαν με τίποτα να
δώσουν λαβή για σχόλια και να τεθούν υπό περιορισμό στο σπίτι!
Έτσι,
εκείνες περνούσαν από μπροστά τους με σκυμμένο κεφάλι και δάγκωναν τα
χείλη τους για να συγκρατήσουν το γέλιο που ανέβαινε περιπαικτικά στο
λαιμό τους!
Το λαχάνιασμα από το χτυποκάρδι και την έξαψη, βέβαια, ρόδιζε έντονα τα δροσερά κοριτσίστικα μάγουλα!
Η Ελίζα ήταν η μόνη που φλυαρούσε ακατάσχετα και κατάφερνε να σώσει
την κατάσταση κάθε φορά! Εκείνη ήταν επίσης που μπορούσε να χαζεύει
τριγύρω και να βολιδοσκοπεί δήθεν τυχαία, τις κινήσεις των νεαρών! Ήταν
πανέξυπνη και της άρεσε που ήταν τόσο σημαντική για τις φίλες της!!!
 |
Το πέτρινο γεφύρι με τις τοξωτές καμάρες, όπως φαίνεται από τη Βοιωτική ακτή (τον Καράμπαμπα ή Κάνηθο) σε 3D πιστή απεικόνιση από το Γιάννη Ζήκο, για να βρεθείτε ευκολότερα κι εσείς στο σκηνικό όπου τα κορίτσια του μυθιστορήματος συζητούσαν τις λεπτομέρειες του σχεδίου τους... :) |
Περνώντας την Πύλη και περπατώντας πάνω στο μακρύ πέτρινο γεφύρι με
τις τοξωτές καμάρες, άρχιζαν τα πνιχτά γελάκια που ξεσπάθωναν σε
τρανταχτά γέλια πιο κάτω στο τέρμα της διαδρομής! Εκεί, σε απόσταση
ασφαλείας από τους νεαρούς, έστηναν το δεύτερο πηγαδάκι για να πάρουν
πληροφορίες από την Ελίζα, να χαλαρώσουν λίγο και να προετοιμαστούν για
την τελευταία "έφοδο"...
Σχεδόν πάντα, κάθονταν προσεκτικά στο
χαμηλό πέτρινο πεζούλι και χάζευαν τα ρηχά νερά και τις βαρκούλες που
χωρούσαν να περάσουν κάτω από τις καμάρες.
Από την
πρώτη μέρα είχαν αναγνωρίσει τους τρεις νέους, αφού η κοινωνία της
καστροπολιτείας ήταν μικρή και όλως παραδόξως, είχαν καταλήξει ποιος
άρεσε σε ποιαν χωρίς να συμπέσουν σε ίδιο πρόσωπο.
Η Ελεωνόρα είχε
εντυπωσιαστεί από το δυναμικό παράστημα του Παύλου, σε βαθμό που
επεσκίαζε τους άλλους δύο. Ήταν εξάλλου και ο μεγαλύτερος της παρέας.
Η
Μαρίνα από την αρχή είχε νοιώσει μια ακατανίκητη έλξη για τον Αντρέα
που έδειχνε πιο εξωστρεφής, κινητικός κι ενδιαφέρων από τους άλλους δύο
και ταίριαζε πολύ με το δικό της σπιρτόζικο και ανήσυχο ταπεραμέντο. Η
χαμηλών τόνων Άννα είχε ξεχωρίσει την ευγενική φυσιογνωμία του Νικόλαου
από μακριά και από κοντά επίσης, επειδή ο δικός του αναστεναγμός έφτανε
στ΄αυτιά της σαν ένας γλυκός ψίθυρος...
Το μεγάλο θέμα των κοριτσιών όμως, ήταν ποια άρεσε στον καθέναν από εκείνους!!!
Κι
εδώ παρενέβαινε ουσιαστικά η Ελίζα! Μόνο εκείνη μπορούσε να τις
απαλλάξει από την αγωνία! Εάν τα ζευγάρια θα είχαν τη σωστή
αντιστοιχία!!! Για σήμερα λοιπόν, είχαν καταστρώσει ολόκληρη στρατηγική
για να λυθεί το πρόβλημα!
Στο πρώτο πέρασμα, θα
επικέντρωνε την προσοχή της στον Παύλο που ήταν ο μεγαλύτερος. Γιαυτό θα
προχωρούσαν σε συγκεκριμένες δυάδες. Μπροστά η Άννα με τη Μαρίνα και
πίσω, δεξιά προς το μέρος των νεαρών η Ελεωνόρα με την Ελίζα αριστερά
της να της μιλά, για να έχει το κεφάλι στραμμένο προς τον Παύλο. Έτσι θα
μπορούσε άνετα να δει εάν εκείνος θα κοιτούσε την Ελεωνόρα. Σε
περίπτωση που ίσχυε κάτι τέτοιο, στην επάνοδο, θα κρατούσε δίπλα της τη
Μαρίνα και θα παρατηρούσε τις αντιδράσεις του Αντρέα! Αν όλα πήγαιναν
κατ'ευχήν, σήμερα θα ξεκαθάριζαν τα πράγματα!!
-"Εμπρός, κορίτσια! Προχωρείστε!!" σιγοψιθύρισε η Ελίζα και οι δύο δυάδες άρχισαν να περπατούν πάνω στην ξύλινη Γέφυρα.
Η Ελίζα έπιασε αγκαζέ την Ελεωνόρα και άρχισε να διηγείται αδιάφορα
τη βόλτα που είχαν κάνει χθες με τον πατέρα της στο Προάστειο. Τη
στιγμή που έφταναν μερικά μέτρα από τον Παύλο, τον είδε να κοιτά την
Ελεωνόρα χαμογελώντας και αφήνοντας το συνήθη δυνατό αναστεναγμό!!! Αυτό
ήταν!!! Το ένα τρίτο του προβλήματος λύθηκε!! Άρχισε από τη χαρά της να
τραβάει τη φίλη της βιαστικά καθώς περνούσαν κάτω από την Πύλη!
-"Την κοίταξε!! Την κοίταξε!!! Ζήτωωωωω!!!"
-"Είσαι
σίγουρη;;" αναζήτησε με αγωνία την επιβεβαίωση η Ελεωνόρα καθώς τα
γελάκια ήταν νευρικά και τσιριχτά, στην προσπάθειά των κοριτσιών να μην
αρχίσουν να φωνάζουν από χαρά!!!
-"Ναι, σου λέω!!!"
αποκρίθηκε η Ελίζα και συνέχισε απτόητη: "Τώρα θα πάρω αγκαζέ τη Μαρίνα!
Ο Νικόλας δεν είναι εκδηλωτικός και νομίζω θα καταλάβω καλύτερα τον
Αντρέα!"
Η Μαρίνα προσπάθησε να καταλαγιάσει την αγωνία και κάρφωσε το βλέμμα στα νερά που κυλούσαν βιαστικά προς το νότο.
Θυμόταν
ακόμα μια γκραβούρα του ίδιου γεφυριού και των κάστρων του πορθμού,
πριν γκρεμίσουν το 1843 τον Πύργο και τα τείχη της Ευβοϊκής ακτής για να
κάνουν τη διαπλάτυνσή του κατά 20 μέτρα! Πόσο πιο μεγαλειώδης ήταν τότε
ο Πορθμός!! Παραμυθένιος!! Πόσο πιο όμορφο φαινόταν τούτο εδώ το
γιοφύρι!!! Και τώρα να θέλουν να τα γκρεμίσουν όλα!! Άραγε μετά από 100
χρόνια θα ήξεραν οι Χαλκιδέοι τι έχασαν;; Ένοιωθε πολύ τυχερή που
μπορούσε να θαυμάζει τα μνημεία της πόλης και απέφευγε να σκέφτεται τις
μέρες που θα έβλεπε να τα γκρεμίζουν...
-"Έλα, Μαρίνα!
Φτάνει η αυτοσυγκέντρωση, καλή μου! Πάμε γιατί έχω κι εγώ αγωνία"
μουρμούρισε δίπλα της η Άννα και την απέσπασε από τη δυσάρεστη τροπή των
σκέψεών της.
-"Μα, ναι! Φυσικά! " της χαμογέλασε και
συνέχισε: "Λοιπόν! Έχω μια ιδέα!! Στοιχηθείτε και ας κάνουμε κάτι
πρωτότυπο πριν ξεκινήσουμε! Ας επικεντρώσουμε το βλέμμα, εκεί, στο
μαρμάρινο έμβλημα της Πύλης και ας παρακαλέσουμε τον πτερωτό λέοντα του
Αγίου Μάρκου να μας φέρει γούρι! Τι λέτε;;"
Νέα χάχανα ξέσπασαν στην προτροπή της Μαρίνας και αφού έστρωσαν τα φορέματά τους και σινιαρίστηκαν, πήραν θέσεις μάχης!
Η Ελεωνόρα με την Άννα μπροστά, προχωρούσαν κάπως πιο γρήγορα και τη
στιγμή που έφτανε η Μαρίνα με την Ελίζα στους τρεις νέους... Ώ, του
θαύματος!!!
Ο Αντρέας έκανε θαρρετά ένα βήμα εμπρός και απόθεσε
ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο στο γαντοφορεμένο με δαντέλα χέρι της
Μαρίνας, εκείνο που κρατούσε την αχνοκίτρινη ομπρελίνα!! Τα δυο κορίτσια
έκπληκτα κοντοστάθηκαν και μέσα στην όλη σαστιμάρα, η Μαρίνα σήκωσε τα
μάτια όλο τόλμη για να τον δει να υποκλίνεται ελαφρά μπροστά της
λέγοντας: "Σκλάβος σας"!!!
Η Ελίζα συνήλθε πρώτη
και τράβηξε ελαφρά τη Μαρίνα. Εκείνη στράφηκε προς τα εμπρός, αφού πρώτα
του χάρισε το πιο φωτεινό της χαμόγελο...
Εκείνο
τον Ιούνη έγιναν τρεις αρραβώνες στην πόλη, σκορπίζοντας μαγευτικές
νότες ευτυχίας παντού μέσα στα πανύψηλα τείχη κι εκείνα με τη σειρά
τους, αγκάλιασαν την αγάπη που φούντωνε στην πολιτεία μέσα τους!
Την κράτησαν φυλαχτό για τις μέρες που θα έπεφταν στο βωμό του εκσυγχρονισμού και της υποτιθέμενης προόδου...
Περισσότερο από επτά αιώνες, τείχη, γεφύρια και κάστρα κόσμησαν τη
Χαλκίδα, την πρόβαλαν με φινέτσα, τη φύλαξαν, την προστάτευσαν από την
ισοπέδωση στην άλωση και ενώ περίμεναν μια εν καιρώ ανταπόδωση της
φροντίδας που είχαν προσφέρει απλόχερα, γνώρισαν την ερήμωση, την πλήρη
εγκατάλειψη, τη φθορά και τον τελικό τους αφανισμό...
Εκτός από το Φρούριο του Καράμπαμπα, έξω από την πόλη, μια χούφτα
φωτογραφίες όλη κι όλη η πολιτιστική κληρονομιά που έμεινε στις επόμενες
γενιές!
Ας αποτελέσουν αυτές, τουλάχιστον, απαρχή για μια νέα
στάση των ανθρώπων στο μέλλον και αντιμετώπιση με τον ανάλογο σεβασμό
των υπόλοιπων μνημείων της περιοχής.
Η. ΕΛΕΝΗ
Χαλκίδα, 1877...
- “Κοίταξέ την” ψιθύρισε με θαυμασμό η Ελεωνόρα στη Μαρίνα, κοιτάζοντας το κορίτσι που περπατούσε στην απέναντι πλευρά του χωμάτινου δρόμου. “ Τί όμορφη που είναι! Σα Νεράιδα!”
- “Πραγματικά! Μπορεί να είναι από πολύ φτωχή οικογένεια, η Ελένη, αλλά τα ρούχα της είναι πάντοτε καθαρά και είναι άφθαστη στις δουλειές του σπιτιού.
- Ναι, το ξέρω! Την παρατηρώ όταν έρχεται και βοηθάει τη μητέρα μου στη μπουγάδα. Δε μιλάει πολύ, αλλά πάντα χαμογελάει και εκπέμπει μια πραότητα και μια ευγένεια που σε καθηλώνει...”
Η συζήτηση των δύο κοριτσιών σταμάτησε εκεί, αφού εκείνες έστριψαν αριστερά προς την Αγία Παρασκευή, ενώ η Ελένη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα μακριά ταφταδένια φορέματα των κοριτσιών θρόιζαν σε κάθε τους βημα και τα γυαλιστερά τους χρώματα παιχνίδιζαν με τις αχτίδες του πρωινού ήλιου.
Το βάδισμά της Ελένης ήταν αργό και ανάλαφρο, τόσο αιθέριο που σου έδινε την εντύπωση πως δεν πατούσε στη γη! Τα μακριά της, ολόσγουρα και χρυσοκίτρινα σα μεστωμένα στάχυα μαλλιά, δεμένα χαλαρά μ'ένα διακριτικό φιόγκο, επέτρεπαν στις άκρες τους να κυματίζουν απαλά, πίσω στη μέση της, σαν το λίκνισμα των νερών του Ευρίπου την ώρα που αρχίζουν να ηρεμούν. Μερικές ατίθασες μπούκλες αρνούνταν να υπακούσουν! Ξεπηδούσαν δίπλα στο πρόσωπο με τα εξαίσια χαρακτηριστικά και στο πλάι του λεπτού της λαιμού, κάνοντας το λευκό της δέρμα να μοιάζει διάφανο...
Το βλέμμα της αν και χαμηλωμένο, θαρρείς πως είτε δεν κοιτούσε πουθενά, ή έβλεπε κάτι που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δει! Μεγάλα πράσινα μάτια σα χάντρες, με μια ελαφριά και απόκοσμη θολούρα, λες και προσπαθούσαν να κρύψουν αντάρες μυστικές της ψυχής ή του νου.
Κατευθυνόταν προς το αγαπημένο της μέρος, έξω από την καστροπολιτεία, από την άλλη μεριά της θάλασσας. Όπως κάθε φορά, στάθηκε ακριβώς στη μέση της γέφυρας κι ακούμπησε στην κουπαστή.
Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο βόρειο Ευβοϊκό, στα λίγα διάσπαρτα σκαριά με τα λευκά πανάκια τους που τον στόλιζαν, στις ακτές δεξιά κι αριστερά του και στις κορυφογραμμές στο βάθος απέναντι που σου έδιναν την εντύπωση ότι η θάλασσα ήταν κλειστή, σα λίμνη. Ήταν και τα νερά γαλήνια τούτη την ώρα! Κανένα ρεύμα, καμμιά δίνη... Το στενό του Ευρίπου ησύχαζε πριν αρχίσει πάλι το αέναο παιχνίδι του.
Το χρώμα της θάλασσας στο βάθος αντέγραφε το γαλανό τ'ουρανού κι όσο έφτανε κοντά της σκούραινε μέσα από μιαν απαλή διαβάθμιση. Εκεί που στεκόταν ήταν το βαθύτερο σημείο και το σκούρο μπλε έπαιζε με μαβιές και σκοτεινές πράσινες και αποχρώσεις.
 |
(Φψτογραφία από την ομάδα στο Facebook "Παλιές Φωτογραφίες Χαλκίδας") |
Από παιδί θυμάται πόσο πολύ τη μαγνήτιζαν τα νερά της Χαλκίδας! Ακόμα κι όταν τσαλαβουτούσε τα ποδαράκια της στα ρηχά, την πλημμύριζαν πολύ παράξενα συναισθήματα που την έκαναν να στέκεται ακίνητη, να σκύβει και να κοιτά τον πυθμένα, την άμμο, τα πετραδάκια. Μπορούσε να “βλέπει” τη σάρκα του νερού μέσα από τις αχτίδες του ήλιου και τους βαθύτερους κυματισμούς της.
Ένιωθε τότε και το δικό της σώμα να ρευστοποιείται, να γίνεται ένα με τη θάλασσα και να απλώνεται κι η ίδια απέραντα μαζί της...
Έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας με τη ματιά της, μάταια, να διαπεράσει τον υδάτινο όγκο όσο πιο πολύ μπορούσε και να διακρίνει το βυθό. Πόσο θάθελε να βουτήξει! Να μπορούσε να έχει αέρα για να τον εξερευνήσει, να τον περιεργαστεί και γνωρίσει τα μυστικά του!
Στο λύγισμα, τα μαλλιά της κρεμάστηκαν στο κενό και το λαμπερό τους καθρέφτισμα ήρθε να ραγίσει τη σκούρα επιφάνεια.
...
Oι Νηρηίδες είχαν ξεχυθεί στον Εύριπο εδώ και ώρες! Είχαν χορέψει αμέτρητους κυκλικούς χορούς στα νερά του και στροβιλίστηκαν αιθέρια, με τα ολόλευκα ενδύματά τους και τα πέπλα τους σαν αδράχτια γεμάτα ολομέταξη κλωστή! Χαρούμενα δελφίνια τις σιγοντάριζαν όλη την ώρα, καθώς εκείνες κινούνταν με χάρη μέσα στο υδάτινο περιβάλλον, λες κι ήταν κοριτσόπουλα σε κάποιο λιβάδι που τ'αεράκι φούσκωνε τα φορέματά τους. Όταν κάποτε κουράστηκαν διέταξαν τα ρεύματα να κωπάσουν και μαζεύτηκαν σιγά-σιγά στο στενότερο σημείο του πορθμού να ξαποστάσουν.
Καθισμένες στο βυθό, τον φώτιζαν με τη θεϊκή ομορφιά τους, σιγοτραγουδούσαν και γελούσαν, νανουρίζοντας τη θάλασσα με ήχους μελωδικούς, ήχους μυστηριακούς...
Ετούτη η γωνιά από ολάκερο το βασίλειο του παππού τους, του Ωκεανού, ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι και δικό τους δημιούργημα:
Έξι ώρες πάνω, μια στάση, έξι ώρες κάτω, και τανάπαλιν. Μέσα στο μήνα καθόριζαν κι ένα ανακάτεμα παλαβό και ακατάστατο, ιδανικό για το πιο απίθανο τρεχαλητό με τα άλλα πλάσματα του βυθού!
Ο Νηρέας και η Ωκεανίδα δεν κατάφεραν να αποτρέψουν καμμία από τις πενήντα κόρες τους από αυτό το ανόητο σχέδιό τους για τα νερά του Ευβοϊκού!
Η ομορφιά του τόπου, οι ακτές, τα βουνά, οι πηγές και τα ποτάμια που μέσα από δάση κι εύφορη γη ξεχύνονταν σ'ετούτον τον τόπο, ήταν ο παράδεισός τους.
Η ώρα της νηνεμίας ήταν οι πιο όμορφες! Ωραία και τα παιχνίδια με τα ρεύματα, διασκεδαστικό το κρυφτοκυνηγητό και ο ανταγωνισμός, αλλά ετούτη την ώρα που σιώπαινε η κίνηση των νερών, όλη η θάλασσα γινόταν ένα σεντόνι απαλό, που τις τύλιγε λυτρωτικά, όπως ένας μεσημεριάτικος υπνάκος, δροσερός, το κατακαλόκαιρο.
Μια χρυσαφένια λάμψη χάραξε, ξαφνικά, τον υδάτινο ουρανό τους, σκίασε τις μελωδίες τους και όλες κοίταξαν ψηλά. Πρώτη η Αμφιτρίτη ανασηκώθηκε κι άρχισε ν'ανεβαίνει σιγανά προς την επιφάνεια. Την ακολούθησε από κοντά, η Γαλάτεια και η Ερατώ. Ήθελαν να δουν τι ήταν αυτό το χρυσάφι που χαράκωσε το βαθύ τους μπλε. Η Δωτώ δεν κρατήθηκε κι ανηφόρισε κι εκείνη πίσω τους.
........
Η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί και τα μάτια της Ελένης ήταν ακόμα προσηλωμένα στα ήρεμα νερά. Ξάφνου, σαν κάτι να στραφτάλισε κάτωθέ τους! Λευκές κουκίδες ή ασημένιες; Κάποιο κοπάδι ψαριών μήπως; Μα... Δεν απομακρύνονταν! Μεγάλωναν! Τι ήταν αυτό; Τα φρύδια έσμιξαν στην απορία και τα βλέφαρα μισόκλεισαν εντείνοντας την προσπάθεια να διακρίνει καλύτερα. Οι κουκίδες μεγάλωναν κι άλλο...
........
Μια λυγερόκορμη κοπέλα ακουμπισμένη στη γέφυρα να κοιτάζει τη θάλασσα!
Αυτή η εικόνα της και μόνο, ήταν αρκετή για να γοητεύσει το Θόδωρο!
Είχε νωρίτερα δέσει τη βάρκα του έξω από τα τείχη στο λιμανάκι και είχε μπει στην καστροπολιτεία για τον καθιερωμένο καφέ του. Μια παρόρμηση τον έσπρωξε ν'ανέβει πρώτα μια βόλτα στα τείχη και να χαζέψει από εκεί τη γαληνεμένη θάλασσα, τους πύργους στη μέση με τα δυο γεφύρια, το φρούριο στον απέναντι λόφο. Τη λάτρευε αυτήν την πόλη!
 |
Φωτογραφία από ανάρτηση στο διαδίκτυο (Χρ. Ρούσσης) |
Την είδε αμέσως μόλις ανέβηκε τα μεγάλα πέτρινα σκαλοπάτια και δεν τράβηξε το βλέμμα! Όλα τ'άλλα γύρω της θάμπωσαν... Δεν το σκέφτηκε καν! Γύρισε και κατέβηκε πάλι τα σκαλιά. Ήθελε να την προλάβει!
.......
Μια θνητή! Μια πανέμορφη θνητή! Πώς τολμούσε να συναγωνιστεί τις Νηρηίδες!
Η Αμφιτρίτη συννέφιασε! Δίπλα της και οι άλλες τρεις. Η Δωτώ μόλις την είδε καταδύθηκε, ανήσυχη, να ενημερώσει και τις υπόλοιπες. Σε λίγο όλες ήρθαν κοντά στην επιφάνεια να δουν τη θνητή που μπορούσε να γοητεύσει όπως εκείνες! Στ'αλήθεια ήταν όμορφη! Και κάτι τέτοιο δεν το επέτρεπαν!
Ξαναβυθίστηκαν όλες μαζί απότομα και θορυβημένες ξεκίνησαν για την παραλία όπου κατέληγαν οι πηγές της Αρέθουσας. Όταν νύχτωνε θα συσκέπτονταν για το πρόβλημα!
Τα νερά άρχισαν να ταράζονται από τις κινήσεις τους και το θεϊκό θυμό...
.......
Οι κουκίδες ήταν τώρα σαν τόπια! Ήταν πολλές και δεν ήταν ολόλευκες!
Ένα δυνατό καρδιοχτύπι έκοψε την ανάσα της Ελένης! “Δεν είναι ψάρια! Κάτι άλλο είναι!”
Μα μέχρι να προλάβει να συνειδητοποιήσει αυτό που έβλεπε -ό,τι κι αν ήταν- χάθηκε το ίδιο ξαφνικά από το οπτικό της πεδίο! Μόνο το χτυποκάρδι απόμεινε. Τραβήχτηκε ένα βήμα πίσω. Τα νερά άρχισαν να κινούνται, χαλώντας την ήρεμη επιφάνεια. Τι ήταν αυτό που είδε; Δεν ήταν της φαντασίας της! Την τρόμαξε η εικόνα που χαράχτηκε στο μυαλό της. Γύρισε απότομα να φύγει κι έπεσε πάνω σ'έναν κύριο! Άφησε, άθελά της, μια φοβισμένη κραυγή και αναπήδησε! Ο Θόδωρος την έπιασε από τα μπράτσα για να μην πέσει! Πράσινα μάτια πελώρια από μιαν απροσδιόριστη αναστάτωση, χείλη τρομαγμένα, μισάνοιχτα και κοφτή, λαχανιασμένη ανάσα.
“Δεσποινίς!” πρόλαβε μόνο να της πει εκείνη τη στιγμή, μαγεμένος από την ομορφιά της και ήταν εκείνη η ίδια στιγμή που αποφάσισε να την κάνει γυναίκα του.
“Με συγχωρείτε” του ψέλλισε η Ελένη και άρχισε να τρέχει προς την πλατεία Ομονοίας...
.......................
Eνάμισυ μήνα αργότερα, ο Θόδωρος παντρεύτηκε την Ελένη.
Χήρος, εδώ και πέντε χρόνια, ζούσε μαζί με τον δεκάχρονο γιο του, το Νικόλα. Ψαράς έμπειρος, με μεγάλη πελατεία μέσα κι έξω από την καστροπολιτεία, ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατος κι από τότε που χήρεψε, ερχόταν η αδελφή του καθημερινά, για μερικές ώρες, ίσα-ίσα για λίγο νοικοκυριό, το μαγείρεμα και τη μπουγάδα.
Η οικογένεια της Ελένης τον καλοδέχτηκε και όλοι στη Χαλκίδα χάρηκαν για την καλή τύχη της κοπέλας.
Ούτε καν φαντάζονταν τι επρόκειτο ν'ακολουθήσει...
...........
Μόλις είχε μπει ο Ιούνης και ο Θόδωρος θα πήγαινε για ψαριά έξω από την καστροπολιτεία.
Το παιδί θα κοιμόταν στη θεία του και θα έπαιρνε την Ελένη μαζί του! Όχι τόσο για βοήθεια, αλλά γιατί την ήθελε κοντά του! Τρεις μήνες απύθμενης ευτυχίας με τη νέα γυναίκα του, φούντωναν τη λατρεία του για κείνη κι έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τη βλέπει να λάμπει δίπλα του... Την ήθελε πλάι του, ετούτη τη ζεστή νυχτιά, από τις πρώτες του φετεινού καλοκαιριού. Ήθελε να γίνουν ένα με τη φύση, ήθελε να στείλει τη χαρά του στ'άστρα τ'ουρανού και να ευχαριστήσει το θεό για το μοναδικό του ριζικό!
Έριξε τα δίχτυα του κάτω απ'το λιγοστό φως του νέου φεγγαριού, κρυφοκοιτάζοντας τη γυναίκα του, που απόψε ήταν ανεξήγητα σιωπηλή.
- Ελένη; Σε βλέπω λίγο ανήσυχη. Φοβάσαι τα σκοτεινά νερά μήπως;
Ανασήκωσε το κεφάλι της.
- Όχι, Θοδωρή μου...
- Σε λίγο θα βγούμε στην παραλία.
Του χαμογέλασε δειλά...
Ο Θόδωρος έκανε όσο πιο γρήγορα γινόταν και σε λίγο άρχισε να τραβά κουπί προς την ακτή, δίπλα από τις πηγές της Αρέθουσας.
Ο νους της Ελένης τριγύριζε στην κουβέντα που είχε με την Ελεωνόρα, λίγες μερες μετά το γάμο της, όταν την είχε επισκεφθεί για να της ευχηθεί! Τα δώρα της την είχαν χαροποιήσει ιδιαίτερα. Ήταν ένα ολόλευκο μεταξωτό μακρύ μεσοφόρι με δαντελένιες τιράντες και την ίδια μπορντούρα στο τελείωμά του, ένα φίνο καπελίνο στο μπλε χρώμα της θάλασσας, για τις βόλτες της κι ένα λινό τραπεζομάντηλο φαγητού, κεντημένο στο χέρι κοφτό με φιλτιρέ, ριζοβελονιά και ανεβατό σε ένα περίτεχνο λουλουδιαστό σχέδιο.
Η συζήτηση είχε οδηγηθεί εκείνη τη μέρα, στους μύθους που συνόδευαν ετούτη εδώ την περιοχή.
Οι πηγές στα σπλάχνα του βουνού που διαγραφόταν στο σχεδόν αφέγγαρο ουρανό απέναντί τους, έριχναν τα νερά τους στην αριστερή άκρη της παραλίας, όπου σε κάποια σημεία λίμναζαν κι έντυναν το βυθό με υδρόβια φυτά. Σε πολλά σημεία τα βούρλα υψώνονταν παρέες-παρέες κρύβοντας τα ποταμάκια από τα νερά των πηγών.
Εκεί, της είχε πει η Ελεωνόρα, κατοικούσαν οι νεράιδες που έβγαιναν από τις σπηλιές του βουνού μαζί με το κελαρυστό, καθάριο νερό και κατηφόριζαν χορεύοντας ως τη θάλασσα! Οι γεροντότεροι έλεγαν πως ήταν πανέμορφες και δεν ήθελαν καμμία θνητή νά'ναι ομορφότερη από εκείνες. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονταν πως τις είχαν δει να τσαλαβουτούν στη θάλασσα όταν είχε ολόγιομο φεγγάρι.
Το βλέμμα της Ελένης κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Το σκοτάδι δεν την άφηνε να διακρίνει τίποτα, αλλά είχε την εικόνα στο μυαλό της από ένα μεσημέρι που είχαν περάσει πάλι από εκεί με τη βάρκα. Ήταν μια από τις περιοχές που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Θοδωρής.
Μια περίεργη ανησυχία την κυρίευσε, χωρίς να καταλαβαίνει την αιτία.
Ξανακοίταξε τον άντρα της. Απόψε φορούσε το μεταξωτό μεσοφόρι κάτω από το απλό φόρεμά της γιατί ήθελε να είναι όσο πιο όμορφη γινόταν απόψε για 'κείνον...
Ο ρυθμικός ήχος των κουπιών στα ήσυχα νερά την ηρέμησε και παράξενη ανησυχία μετατράπηκε σε μια γλυκειά αναστάτωση.
Ο Θόδωρος τράβηξε τη βάρκα στην αμμουδιά, βοήθησε την Ελένη να κατέβει και ξεφόρτωσε τα πράγματα. Κολάτσισαν και ήπιαν από το κρασί που είχε απομείνει από την περσινή σοδειά του. Έπειτα, άπλωσαν τα στρωσίδια στην ασπριδερή αμμουδιά κι ο Θοδωρής έστριψε λίγο καπνό να φουμάρει. Η Ελένη ζεσταμένη από το κρασί και τη νυχτιά, έβγαλε το φόρεμα κι έμεινε με το λευκό μεσοφόρι. Ασυναίσθητα, σηκώθηκε και προχώρησε κάμποσα βήματα προς τη μεριά της εκβολής των πηγών.
Πάλι εκείνη η αλλόκοτη ανησυχία την επισκέφθηκε. Προσπάθησε να εντείνει το βλέμμα της προς το σημείο που τέλειωνε το ανοιχτόχρωμο κομμάτι της αμμουδερής γης. Στεκόταν ακίνητη εκεί, χωρίς να δίνει σημασία στο κύλισμα του χρόνου.
Ο έναστρος ουρανός στο βάθος σκούραινε στα σημεία που υψώνονταν τα φυτά, διαγράφοντας το περίγραμμά τους. Τότε της φάνηκε σαν κάτι να κίνησε τις άκρες τους, παρ'όλο που δε φυσούσε η παραμικρή αύρα! Άρχισε να οπισθοχωρεί αργά. Σα νά'δε μικρά φωτάκια ανάμεσά τους και καρδιοχτύπησε!
Γύρισε απότομα κι έτρεξε πίσω στον άντρα της.
Εκείνος, την παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα με ολοφάνερη λατρεία.
Ο έρωτας αποκτούσε υπόσταση στη θέα της, δίνοντάς του φτερά να κοιτάξει τη ζωή από πρωτόγνωρα πελάγη ευτυχίας!
Κατάλαβε πως κάτι τη φόβισε.
Την πήρε στην αγκαλιά του να την καθησυχάσει κι ένας όρκος μυστικός ξεπήδησε εκείνη τη στιγμή από τα σωθικά του, πλημμυρίζοντας καρδιά και ψυχή, να κάνει τα πάντα για να μην τη χάσει ετούτη την ομορφιά ποτέ από δίπλα του.
......................
Οι Νηρηίδες θύμωσαν αφάνταστα! Πίσω από τα ακίνητα φυτά την ξαναείδαν να κοιτάζει ορθή προς το μέρος τους, να λάμπει με τα λυτά της μαλλιά απλωμένα πάνω στο λευκό μεταξένιο της ρούχο και να κλέβει από τη δική τους αίγλη! Φθόνησαν την αγάπη που τύλιγε το ζευγάρι κι όταν άκουσαν το μυστικό όρκο του άντρα, εξοργίστηκαν! Βεβήλωναν τον έρωτα του Αλφειού για την Αρέθουσα και το σμίξιμό τους! Δε θα επέτρεπαν σε κανέναν θνητό να τον ξεπεράσει!
- “Δεν είναι παρά δυο θνητοί! Όμως εμείς, διαθέτουμε δύναμη θεϊκή και θα τους το υπενθυμίσουμε!” τσίριξε η Αμφιτρίτη κι άρχισαν όλες μαζί να καταστρώνουν δολοπλόκο σχέδιο...
......................
Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά σέρνοντας μαζί της τους ήχους του νυχτερινού καλοκαιριού που άνθιζε και νανουρίζοντας συνεχώς το αγκαλιασμένο ζευγάρι στο βαθύ του ύπνο...
Στα πέρατα των βουνών ο ουρανός αχνορόδιζε καθώς ετοιμαζόταν να προσφέρει στη Χαλκίδα μια καινούργια ζεστή μέρα και η προαιώνια καθημερινή μάχη του ήλιου να διαλύσει το σκοτάδι ήταν έτοιμη να ξεσπάσει.
Οι πενήντα Νηρηίδες περικύκλωσαν αποφασιστικά τους κοιμισμένους θνητούς και απλώνοντας τα χέρια μπροστά άρχισαν να χτυπούν ένα αόρατο κυκλικό γυαλί που τις χώριζε από εκείνους. Οι χτύποι ενώνονταν με πνιχτά ουρλιαχτά και ακατάληπτα λόγια. Τα οργισμένα βλέμματά τους διατρυπούσαν σαν πύρινες φλόγες την πύλη του ορατού με τον αόρατο κόσμο!
......................
Η Ελένη ανακάθισε απότομα, ουρλιάζοντας!
Ο Θόδωρος πετάχτηκε τρομοκρατημένος από την κραυγή της! Την είδε με τα μάτια ορθάνοιχτα και το δεξί της χέρι απλωμένο να δείχνει μπροστά τους.
- “Ελένη! Ελένη!” την ταρακούνησε. “Τι συμβαίνει;”
- “Νά'τες! Νά'τες!”
- “Ησύχασε! Δεν είναι τίποτα! Ένα κακό όνειρο ήταν!
- “Εκεί είναι! Δες τες! Δες τες, πώς κάνουν!
Έκλεισε τα μάτια της και κάλυψε τ'αυτιά της με τις παλάμες της! Το κορμί της καταρρακωνόταν από ανεξήγητα ρίγη κι ο Θόδωρος σάστισε. Δεν ήξερε τι να κάνει!
Την αγκάλιασε σφιχτά σε μια προσπάθεια να την προστατέψει και να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
- “Ηρέμησε, Ελένη μου! Τίποτα δεν είναι! Κανείς δεν είναι εδώ εκτός από μας!”
- “Διώξ'τεες!” συνέχισε να τσιρίζει με το πρόσωπο κρυμμένο στο στέρνο του.
“Δε θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει, αγάπη μου! Σώπασε, εδώ είμαι εγώ!” Συνέχισε να την κρατά έτσι σφιγμένη πάνω του, ώσπου να σταματήσει το κορμί της να σφαδάζει... Το μυαλό του προσπαθούσε να σκεφτεί τρόπους να τη συνεφέρει! Είχε να μαζέψει και τα δίχτυα.
............
Είχε χαράξει για τα καλά...
Οι Νηρηίδες αποτραβήχτηκαν στην άκρη της παραλίας, μα παρέμειναν εκεί, ορθές, με τα πρόσωπα στραμμένα προς το μέρος των θνητών. Στα κουκλίστικα πρόσωπά τους, εμφανή χαμόγελα ικανοποίησης έδιναν με περισσή ψύχρα μια επιθετική χροιά στην όψη τους.
...........
Ο Θόδωρος τη σήκωσε και την έβλεπε ανήσυχος που κοιτούσε σκιαγμένη προς τις εκβολές των πηγών. Την έντυσε και μάζεψε, όπως-όπως, τα σκεπάσματα και τις προμήθειες προσπαθώντας να καλύπτει με το σώμα του, τη θέα προς την άκρη της παραλίας που φόβιζε την Ελένη. Εκείνη, κρυβόταν πίσω απ'την πλάτη του, όλη αυτήν την ώρα, κρατώντας σφιχτά στις γροθιές της το ρούχο του. Έσκυβε κάθε φορά που έσκυβε κι εκείνος και ανασηκωνόταν πάλι μαζί του.
Κόντρα στο ροδαλό φως της ανατολής, μαύρη απελπισία τον κατέκλυσε! Με τον μπόγο στο ένα χέρι και στους ώμους της γυναίκας του το άλλο, την οδήγησε στη βάρκα.
- “Εκεί είναι όλες τους! Δε φεύγουν! Μας παρακολουθούν!” του είπε με τρεμάμενη φωνή, κρυφοκοιτάζοντας προς το ίδιο μέρος.
- “Μη φοβάσαι, Ελένη μου! Έλα... Μπες στη βάρκα να μαζέψουμε την ψαριά και πάμε στο σπίτι μας.”
- “Θά'ρθουν κι εκεί; Πες μου, θά'ρθουν κι εκεί;” ψιθύρισε φοβισμένη. Το βλέμμα της ήταν ακόμα καλυμμένο από το ίδιο σκέπασμα τρόμου που είχε από το πρωί.
- “Μην ταράζεσαι! Σου είπα πως δε θ'αφήσω κανέναν να σε πειράξει!”
Μόλις μπήκε στο πλεούμενο, κουλουριάστηκε σα μωρό στο βαθύτερο σημείο με το πρόσωπο χωμένο στα χέρια της. Ο Θοδωρής δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε! Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε! Αλλά, ό,τι κι αν ήταν, σίγουρα δεν ήταν καθόλου καλό...
Έσπρωξε τη βάρκα, μπήκε μέσα και κίνησε να μαζέψει τα δίχτυα. Η ψαριά ήταν καλή. Η Ελένη όμως δεν ήταν καθόλου καλά! Κατά διαστήματα ανασηκωνόταν, κοιτούσε προς την παραλία και ξαναγινόταν ένα κουβαράκι φοβισμένο.
Όταν κόντευε να τελειώσει την άκουσε να φωνάζει υστερικά, σ'ένα νέο ξέσπασμα:
- “Μπήκαν στο νερό! Μπήκαν στο νερό! Θά'ρθουν από κοντά; Διώξ'τες! Διώξ'τες, σου λέω! Θα μου κάνουν κακό!”
Ο Θόδωρος κόντευε να τρελλαθεί! Παράτησε τα δίχτυα και έσκυψε πάνω της, τρυφερά:
- “Ησύχασε, Ελένη μου γλυκειά! Εδώ είμαι εγώ, μη φοβάσαι! Σε λίγο φεύγουμε για το σπιτάκι μας και όλα θα τελειώσουν!”
Μα δεν τελείωσαν όπως ήλπιζε ο καημένος...
Η Ελένη είχε παραφρονήσει! Το επιβεβαίωσε ο γιατρός.
Ο Θοδωρής έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Λες κι η Μοίρα τον τιμώρησε για τον όρκο του κι επειδή καυχιόταν για την τύχη του να έχει την Ελένη για γυναίκα του. Μόνο τρεις μήνες πρόλαβε να τη χαρεί κι έπειτα, εκείνη έχασε τα λογικά της!
Σάλεψαν εκείνο το πρωινό που είδε τις νεράιδες. Εκείνη την τελευταία μαγική νύχτα, ένα μήνα πριν.
Από τότε τις έβλεπε συνεχώς μπροστά της, να την απειλούν, να την τρομάζουν και δεν της έμεινε καθόλου νους για ο,τιδήποτε άλλο! Χρειαζόταν συνεχώς έναν άνθρωπο δίπλα της. Με δυσκολία την τάιζαν και τη φρόντιζαν.
Μόνο η ομορφιά της άνθιζε παράταιρα κι έδινε κουράγιο στο Θόδωρο να αγωνίζεται να βρει γιατρειά.
Μα τίποτα δεν κατάφερνε να βελτιώσει την κατάστασή της! Ούτε γιατροσόφια, ούτε γητειές. Τίποτα!
Όλα αποδεικνύονταν μάταια...
Σχεδόν ένας ολόκληρος μήνας είχε περάσει. Η ζωή τους είχε αλλάξει άρδην. Στράφηκε λοιπόν, στην τελευταία του ελπίδα: τη Θεία βοήθεια!
Την ερχόμενη Παρασκευή, στις 30 του Ιούνη, θα την πήγαινε στα Πολιτικά. Ήταν το Πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων...
..............................
 |
Ποτοποιϊα Χατζηπαναγιώτου, παραλία Χαλκίδας, 1870... Το 1904 στη θέση του χτίστηκε το Μέγαρο Κότσικα. Από ανάρτηση της Ε. Χατζηκλητίου, στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας". |
Δευτέρα 25 Ιουνίου 1877. Ο Θόδωρος από χθες είχε ξεκινήσει τις προετοιμασίες για το ταξίδι τους στα Πολιτικά. Τρόφιμα, στρωσίδια και ρούχα για την Ελένη, το παιδί και τον ίδιο, τοποθετήθηκαν στη βάρκα. Ο καιρός τις προηγούμενες ημέρες ήταν αρκετά άστατος αλλά σήμερα, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Μακάρι να ήταν και η Ελένη του, ήρεμη. Το μονίμως φοβισμένο γυάλινο βλέμμα της, ολημερίς, ο σκυφτός βηματισμός της πάνω-κάτω, τα κλάμματα που άρχιζαν και σταματούσαν απότομα, καθώς και οι ασυναρτησίες που μουρμούριζε κάθε φορά που "έβλεπε" νεράιδες μπροστά της, του ξέσκιζαν την καρδιά! Μόνο τη νύχτα ησύχαζε κάπως, αποκαμωμένη από την ένταση που την τυρρανούσε σύγκορμα, από το χάραμα. Αρκετές φορές πεταγόταν και στον ύπνο της ουρλιάζοντας και με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε να την ησυχάσει!
Αργά το απόγευμα ξεκίνησαν.
- “Όχι, όχι στη θάλασσα! Όχι!!” φώναξε η δύστυχη γυναίκα, μόλις πλησίασαν στη μικρή αμμουδιά που ήταν αγκυροβολημένη η βάρκα τους κι έκανε να φύγει. Ο Θόδωρος τη συγκράτησε και προσπάθησε να τη μεταπείσει.
- “Θυμάσαι που σου είπα ότι θα πάμε στην εκκλησία; Μη στενοχωριέσαι, Ελένη μου! Θα σε προσέχω! Είναι και ο Νικόλας μαζί μας, μην τον τρομάζεις! Όλα θα πάνε καλά, θα δεις! Ο Θεός είναι μεγάλος και θα μας γλιτώσει από το μαρτύριο! Έλα... πάμε...”
 |
Από ανάρτηση του Μ. Stone, στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας". |
- “Κι εγώ θα σε προσέχω Ελένη!” συμπλήρωσε το μικρό παιδί. “Θα είμαι συνέχεια κοντά σου! Θά'χεις δυο άντρες να σε φυλάνε!”
Στα λόγια του παιδιού, η καρδιά του Θόδωρου σκίρτησε. Ο γιος του είχε αγαπήσει την Ελένη από την πρώτη στιγμή όχι μόνο γιατί είχε ανάγκη την αγκαλιά μιας μάνας, αλλά και επειδή από την αρχή φάνηκε πως είχαν μεταξύ τους μια ιδιαίτερη επικοινωνία, ένα ζεστό ταίριασμα, όπως ακριβώς δυο παιδιά, δυο αγαπημένοι φίλοι.
Του ήρθε στο νου το όνειρο που είχε δει εκείνη τη νύχτα: H Eλένη είχε ανάψει τη φωτιά στο τζάκι να μαγειρέψει και ο Νικόλας δίπλα της, στεκόταν με το τσουκάλι στα χέρια. Την ώρα που έστηνε την πυροστιά, ταρακουνήθηκε η γης, η φωτιά φούντωσε κι οι φλόγες ξεπήδησαν και τους έκαψαν τα χέρια! Ήταν η σειρά του να πεταχτεί τρομαγμένος στον ύπνο του απόψε...
Τους παρατηρούσε τώρα, καθώς κωπηλατούσε ρυθμικά. Η Ελένη καθόταν στητή απέναντί του, με τις γροθιές της σφιγμένες πάνω στα πόδια της, κοιτώντας μ'εκείνο το φοβισμένο βλέμμα την επιφάνεια της θάλασσας, πότε αριστερά και πότε δεξιά της, ψάχνοντας την αιτία του παραλογισμού της, τις νεράιδες... Ο Νικόλας ήταν κολλημένος δίπλα της και είχε απλώσει το χεράκι του γύρω από τη μέση της, προστατευτικά, σηκώνοντας το κεφαλάκι του που και που, για να την κοιτάξει με μεγάλη έγνοια.
“Το αντράκι μου!” τον καμάρωσε κρυφά ο Θόδωρος! Του είχε στοιχίσει κι εκείνου ακριβά η αρρώστια της Ελένης. Ήταν σα να έχασε τη μάνα του και δεύτερη φορά... Ποιος φθόνησε την ευτυχία του τόσο πολύ;
 |
Από ανάρτηση του Γ. Κοκοπίπη, στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας". |
Πλησιάζοντας στην παραλία του Αγίου Μηνά έριξε άγκυρα. Θα περνούσαν τη νύχτα εκεί, πάνω στο πλεούμενο και πριν το χάραμα, θα διέσχιζαν τον Ευβοϊκό ως την παραλία των Βρυσακίων. Μετά, θα ανηφόριζαν πεζή ως την εκκλησία. Ήθελε να είναι εκεί νωρίτερα, πριν μαζευτεί όλος ο κόσμος για το πανηγύρι. Έτσι θα είχε την ευκαιρία να βρει τους ιερείς, πριν την κοσμοσυρροή, να τους μιλήσει για το κακό που τον είχε βρει και να κάνουν μια λειτουργιά για χάρη της γυναίκας του, μια δέηση μήπως γίνει το θαύμα και θεραπευτεί.
.........................
Οι πενήντα νύμφες των νερών μαζεύτηκαν στο βαθύτερο σημείο του πορθμού.
Είχε έρθει η κατάλληλη ώρα! Στο βασίλειό τους, στο μικρό τους παράδεισο, εκείνες έκαναν κουμάντο!Με ενωμένες τις δυνάμεις τους ξεκίνησαν έναν άγριο κυκλικό χορό στα βάθη του Ευρίπου. Οι δύναμη της κίνησής τους μαγνήτισε τον τρελό νοτιά κι αυτός με τη σειρά του έσυρε στο κατόπι του, πυκνά μαύρα σύννεφα στον ουρανό της καστροπολιτείας, κάνοντας τη νύχτα ακόμη πιο σκοτεινή και δυσοίωνη. Η Κυμοδόκη έφτασε ως τη βάρκα, την απαγκίστρωσε από το βυθό και την τράβηξε πιο μέσα. Οι δίνες στροβιλίζονταν στα ακατάστατα νερά και οι ήχοι των κυμάτων που παλεύανε μεταξύ τους, ανταριασμένα από τις δυνατές ριπές των ανέμων, ακούγονταν σαν ιαχές ενός ακήρυχτου πολέμου ανάμεσα στα ανθρώπινα και τα θεία, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
...........................
Στον ύπνο του ο Θόδωρος δεν πρόλαβε να αντιληφθεί την απότομη αλλαγή της φύσης... Δεν κατάλαβε το λίκνισμα της βάρκας που γινόταν ολοένα και πιο απειλητικό. Τα σκεπάσματα, εκτός από τους τρεις τους, σκέπαζαν και την ανάσα του νοτιά καθώς μετατρεπόταν σε δυνατό βρυχηθμό...
Με την ξαφνική κραυγή της Ελένης τινάχτηκε και σαστισμένος προσπαθούσε να μεταβεί στον κόσμο της πραγματικότητας και να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε! Ο πρότερος έναστρος ουρανός είχε χαθεί, είχε γίνει ένα με το σκοτάδι της νύχτας και τη μαύρη θάλασσα! Η βάρκα του ήταν έρμαιο δυνατών κυμάτων και οι τρεις τους στο έλεος του καιρού και του Θεού! Η Ελένη γονατισμένη ούρλιαζε τραβώντας με τα δυο της χέρια το μόνο φωτεινό σημείο στο σκοτάδι, τα μακριά της μαλλιά.
Ο Νικόλας φώναξε έντρομος “Πατέρα!” Ο Θόδωρος δεν μπορούσε να τον δει καθαρά!
Τρικυμία! Τρικυμία απρόσμενη στα νερά του Ευρίπου και στην ψυχή του!
Έκανε μια ενστικτώδικη γρήγορη κίνηση προς το σκοινί που είχε δεμένη την άγκυρα κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένας διαβολικός συνδυασμός κυμάτων αναποδογύρισε τη βάρκα!
- “Έλένηηη!!! Νικόλα!!!”
Η πρώτη βαθειά εισπνοή μόλις αναδύθηκε από το νερό εξέπνευσε στα ονόματα των αγαπημένων του!
Οι σπασμωδικές, υγρές κραυγές τους πνίγονταν στα νερά και το σκοτάδι! Όρμησε με αγωνιώδεις απλωτές προς την κατεύθυνση που τις άκουσε. Διέκρινε το χρυσαφένιο κεφάλι της γυναίκας του και κατάφερε να την αρπάξει από το μπράτσο!
- “Νικόλαααα! Νικόλα!”
Πέρασε το χέρι του λυγισμένο, γύρω από το λαιμό της Ελένης, για να αποφύγει τις πανικόβλητες κινήσεις της που βούλιαζαν και τους δυο τους και με το ελεύθερο χέρι του κολύμπησε κόντρα, αναζητώντας το γιο του!
Εκτός από το μανιασμένο αέρα και το οργισμένο άφρισμα των κυμάτων, δεν άκουγε το παιδί του!
“Χριστέ μου, βόηθα μας!”
Δεν είχε ούτε φωνή, ούτε ανάσα να φωνάξει! Μόνο αυτή τη σκέψη, αυτήν την προσευχή! Ένα δυνατό κύμα τους κουκούλωσε και η ορμή του πρόφτασε να του πάρει την Ελένη μέσα από τα χέρια!
- “Ελένηηηηη!”
Παραδέρνοντας ανάμεσα στην αγριάδα των νερών δεν ήξερε προς τα πού να κάνει!
Μόλις γέμιζε τα πνευμόνια του με αρκετό αέρα φώναζε το παιδί του και τη γυναίκα του! Προσπαθούσε με το βλέμμα να διαπεράσει τη μαυρίλα ολόγυρά του. Καναδυό φορές νόμισε πως είδε τα ξανθά της μαλλιά, μα ήταν μόνο οι αφροί στις κορυφές των φονικών κυμάτων που κάθε τόσο κατάπιναν και τον ίδιο!
Ήταν δεινός κολυμβητής, μα άρχιζε να κουράζεται από την επίπονη προσπάθεια...
Το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης μαζί με τη διάλυση και της τελευταίας του ελπίδας να βρει τους δυο πιο πολύτιμους ανθρώπους της ζωής του και να τους γλιτώσει, τον κράτησαν στην επιφάνεια.
Κάπου στα αριστερά του είδε ένα αμυδρό φωτάκι. Ήταν το προειδοποιητικό ξυλοφάναρο για όσους έπλεαν κοντά στη βραχώδη μύτη της παραλίας του Αγίου Μηνά. Λίγο πιο ψηλα διέκρινε και το δειλό φως από τα καντηλάκια στο εκκλησάκι του Αγίου Μηνά. Κατάφερε να προσανατολιστεί...
Μετά από ώρα βγήκε στην παραλία κατάκοπος και ψυχικά διαλυμένος! Το μονάκριβο παιδί του! Η αγαπημένη του γυναίκα! Χάθηκαν κι οι δυο! Της είχε υποσχεθεί πως θα την προστάτευε και δεν θ'άφηνε να την πειράξει κανείς! Οι τύψεις άρχισαν να τον μαχαιρώνουν αλύπητα! Δεν έπρεπε να κοιμηθούν στη βάρκα! Το λάθος ήταν δικό του! Ένοιωσε να πνίγεται κι ας βρισκόταν στη στεριά! Έπεσε αποκαμωμένος στην άμμο. Τα κύματα που ξεθύμαιναν στην ακτή, σκέπαζαν κάθε τόσο τα πόδια του ειρωνικά, θαρρείς κοροϊδευτικά...
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε! Το σκοτάδι φαινόταν να αραιώνει... Ήταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση όταν ένοιωσε ένα μουσκεμένο χάδι στο χέρι του. Γύρισε το βρεγμένο κεφάλι ελαφρά και την είδε! Λικνιζόταν ξαπλωμένη στο ρυθμό των παφλασμών της θάλασσας, καθώς οι αφροί φιλούσαν την άμμο. Το λευκό φόρεμά της σα δεύτερο δέρμα διέγραφε το λατρεμένο κορμί. Τα βρεγμένα της μαλλιά, πολύ μακρύτερα, σκούραιναν από τα μπερδεμένα ανάμεσά τους φύκια και τον άγγιζαν παρηγορητικά σε κάθε κίνηση των νερών της αλμυρής μάγισσας. Η θάλασσα που του την πήρε, την απόθεσε δίπλα του... Η δική του νεράιδα, άψυχη, στα πόδια του!
Δεν ήταν οπτασία, δεν ήταν όνειρο, ούτε καν εφιάλτης! Ήταν η πραγματικότητα...
Νοιώθοντας ανήμπορος να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε, γονάτισε και την πήρε στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό της, αταίριαστα με τη δική του ψυχή γαλήνιο, άφηνε μια αδιόρατη υποψία χαμόγελου! Η γλυκειά του Ελένη! Τόσο παγωμένη! Ο νους του, αδυνατούσε να συλλάβει το μέγεθος της απώλειας, την οδύνη της στιγμής.
Ακριβώς τότε, πήρε την πιο βαθειά ανάσα που είχε πάρει ποτέ του! Μια συγκλονιστική κραυγή ξεπήδησε μέσα από τα σωθικά του, κόντρα στον αδυσώπητο άνεμο. Τρυπώντας τον αόρατο θόλο των θνητών, έφτασε ως τις κατοικίες των μυθικών θεοτήτων, ταξίδεψε μέσα από τα σύννεφα κι απλώθηκε στα ουράνια, ίσαμε το Θεό. Μια κραυγή μακρόσυρτη, πιο απελπισμένη κι από εκείνη ενός θηρίου την ώρα που πληγώνεται από θανατηφόρα βέλη...
Άδειασε το κορμί. Σωριάστηκε πάνω στην Ελένη του.
Ένα βουβό αντρίκιο κλάμα, χωρίς φωνή, μα με λυγμούς που τράνταζαν σπαρακτικά το σκληραγωγημένο σώμα, φανέρωσαν την κομματιασμένη του ψυχή και δικαίωσαν τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης...
..............
Η αυγή αδιάφορη ξαναχάραξε τον ουρανό. Οι άνεμοι επιτέλεσαν το έργο που τους ανέθεσαν οι Νύμφες και αποχώρησαν, επιτρέποντας στη θάλασσα να καλμάρει με την επίτευξη του στόχου τους.
Τα νέφη χάθηκαν πριν προλάβουν καν να δακρύσουν... Οι Νηρηίδες, ικανοποιημένες, αποσύρθηκαν στο αγαπημένο τους στενό κάτω από τη γέφυρα της Χαλκίδας, αφήνοντας τους θνητούς της κατοίκους να κάνουν τον απολογισμό του νυχτερινού νεραϊδένιου τους καπρίτσιου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Η ιστορία της Ελένης βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα ΕΥΒΟΙΑ τον Ιούλιο του 1877.
Ο δεκάχρονος Νικόλας, δε βρέθηκε ποτέ! Ο Θόδωρος κατάφερε να μη χάσει τα δικά του συλλοϊκά, αλλά σπάνια τον άκουγαν να μιλάει από τότε......
Εκτός από τη σύζυγο και το γιο του αλιέα, Θεόδωρου Βούλγαρη, την ίδια νύχτα πνίγηκαν ακόμη δύο άτομα. Ο Σωτήριος Γ. Ρούσος 18 ετών και ο Αθανάσιος Δρυμούσης που καταγόταν από τη Σαλαμίνα, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει από την παραλία των Βρυσακίων με τη βάρκα του πρώτου. Οι σοροί τους, επίσης δεν βρέθηκαν πουθενά.
 |
Από ανάρτηση του Ι. Βενιζέλου, στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας". |
"Στο θρόισμα των ταφτάδων"
Μίνα Βαμβάκου
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ