Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Άνεμοι του νου και της ψυχής


-Εντάξει, κυρία μου, ντυθείτε και ελάτε μέσα να τα πούμε...
Ο γιατρός γύρισε την πλάτη στη νέα γυναίκα κι απομακρύνθηκε.


Με φλογισμένα μάγουλα από τη δυσάρεστη στάση και τη γύμνια που απαιτεί η γυναικολογική εξέταση, η Ευρυδίκη σηκώθηκε να ντυθεί ταραγμένη από ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων.

Η ανακούφιση που τελείωσε η εξέταση διαδέχθηκε τη ντροπή και η ανησυχία για τη γνωμάτευση του γιατρού ακολούθησε τις ενοχές για όσα του αποκάλυψε νωρίτερα...

 Ήταν τέσσερις μήνες πριν όταν ανακάλυψε ότι ήταν ξανά, για τρίτη φορά έγκυος... Μα όταν το εκμυστηρεύτηκε στην κουνιάδα της, αντιμετωπίστηκε πολύ αρνητικά!



  • Βρε κορίτσι μου, πώς θα τα βγάλετε πέρα τόσα άτομα; Σκέψου τον κακομοίρη τον αδελφό μου! Πώς να θρέψει τρία παιδιά, εσάς και τη μάνα με μια δουλειά που δεν είναι σταθερή; Το σπίτι είναι δυο δωμάτια και ήδη βλέπεις πόσο ζορίζεστε! Σκέψου το και θα δεις ότι έχω δίκιο! Καλύτερα να μην πεις τίποτα σε κανένα και να πάμε να το ρίξεις! Θα αναλάβω εγώ τα έξοδα!

Έκλαψε πολύ η Ευρυδίκη...
Όταν έφυγε απ'το χωριό της πριν σχεδόν μια δεκαετία, στις αρχές της δεκαετίας του '60 και ήρθε να παντρευτεί στην πρωτεύουσα, ήταν διατεθειμένη να αγωνιστεί προκειμένου να σταματήσει να δουλεύει στα χωράφια σαν άντρας και να υπηρετεί θειάδες και συγγενείς! Αλλά δε φανταζόταν ότι θα έφτανε στιγμή που θα αντιμετώπιζε ένα τέτοιο δίλημμα.
Έκλαψε πολύ λοιπόν...
Έκλαιγε τις νύχτες όταν όλοι είχαν αποκοιμηθεί, έκλαιγε και όταν πήγαν στο γιατρό της κουνιάδας της (μαζί μ'εκείνην) για την “επέμβαση”... Και δε θα γινόταν εάν δεν τον διαβεβαίωνε η ίδια ότι ήταν η πιο λογική λύση επειδή περνούσαν πολύ δύσκολα και δεν είχαν τη δυνατότητα να συντηρήσουν ακόμη ένα παιδί.

Η έκτρωση έγινε τον Ιούλιο χωρίς να μάθει κανείς άλλος τίποτα και η Ευρυδίκη προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι είχε κάνει το σωστό! Προσπαθούσε να παίρνει δύναμη από τα δυο άλλα της παιδιά, μα ήταν τόσο δύσκολο! Έψαχνε τρόπους να κρατήσει το μυαλό της σε ισορροπία και να μην υποκύψει στην απελπισία και τις ενοχές για μια πράξη που δεν ήθελε κατά βάθος να κάνει! Είχε στερέψει από δάκρυα, είχε ξεχάσει πώς είναι να χαμογελάς κι ένοιωθε την ψυχή της πιο άδεια από τα σπλάχνα της...

Κόντευε να βγει ο Αύγουστος, δυό μήνες αργότερα, όταν αποφάσισε να δράσει μόνη της γιατί δεν είχε ακόμη δει έμμηνα.
Είχε πάρει κανονικά τα χάπια που της είχε γράψει ο γιατρός και εδώ και μέρες την είχε καταλάβει μια έντονη ανησυχία! Φοβόταν μήπως είχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα ή άσχημη επιπλοκή. Ζήτησε λοιπόν τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του γυναικολόγου μιας ευκατάστατης ξαδέρφης του άντρα της, δήθεν για να τη δώσει σε μια γειτόνισσα που είχε σοβαρό πρόβλημα. Έπειτα πήρε δανεικά από τον μπακάλη που τους χώριζε ένας τοίχος και τους εκτιμούσε πολύ κι έκλεισε ραντεβού με το γιατρό παίρνοντας ένα πρωί τηλέφωνο από το μπακάλικο.
Έτσι, βρέθηκε σήμερα εδώ, στην αριστοκρατική συνοικία της Αθήνας, οπλισμένη με το θάρρος του φόβου, να ανακαλύψει το πρόβλημα και να ψάξει απερίσπαστη για τη λύση του. Εάν υπήρχε...

  • Πείτε μου, γιατρέ, τι συμβαίνει; ρώτησε με ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, την αγωνία...
  • Επίτρεψέ μου να σου μιλάω στον ενικό, σε παρακαλώ. Λοιπόν Ευρυδίκη, αν όλα όσα μου είπες είναι αλήθεια, έχουμε μια σπάνια περίπτωση να αντιμετωπίσουμε. Έκανες έκτρωση όπως λες, αλλά είσαι ακόμη έγκυος.

Το χλωμό τώρα μάγουλο της γυναίκας, ξαφνικά ζωήρεψε, οι μύες του προσώπου χαλάρωσαν απλώνοντας μια γλύκα επάνω του και μια λάμψη μοναδική φώτισε τα μάτια της! Βλέποντας την αλλαγή αυτή στη διάθεση της γυναίκας, ο γιατρός βιάστηκε να την ενημερώσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης:

  • Η περίπτωση είναι πολύ σπάνια, αλλά αρκετά πολύπλοκη και χρειάζεται να τη δούμε με προσοχή! Έχουμε και κάποιες δυσάρεστες πιθανότητες να αντιμετωπίσουμε, Ευρυδίκη.
  • Δηλαδή, γιατρέ?
  • Μην ξεχνάς ότι έχεις πάρει κάποια φαρμακευτική αγωγή κατά την επέμβαση και μετά από αυτήν. Δεν ξέρουμε κατά πόσον η λήψη αυτών των φαρμάκων θα έχει επηρεάσει το έμβρυο.

Η γυναίκα συννέφιασε και το σώμα της θαρρείς μίκρυνε καθώς μαζεύτηκε στην καρέκλα...

  • Δεν είμαστε σίγουροι για τίποτα! συνέχισε ο γιατρός.
    Δυστυχώς τα μέσα που διαθέτουμε δε μας επιτρέπουν να ξέρουμε με ακρίβεια τυχόν επιπτώσεις πριν τον τοκετό. Θα κάνουμε όμως κάθε δυνατή εξέταση και θα παρακολουθήσουμε στενά την εξέλιξη της κύησης.

Ενός λεπτού σιγή...

  • Λυπάμαι, γιατρέ, αλλά δεν έχω τα χρήματα να σας επισκεφτώ ξανά...

Ίσως όλη η ιστορία που είχε αντιληφθεί ο ίδιος από τα λεγόμενα της, ίσως το χαμηλωμένο κεφάλι και η βραχνή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή της, ίσως ακόμα κι εκείνο το δάκρυ που την πρόδωσε πέφτοντας πάνω στην παλάμη της, έκαναν τον επιστήμονα απέναντί της να ριγήσει καθώς κάποιες μαγικές χορδές μέσα στην ψυχή του έβγαλαν μια μελωδία μοναδικής ανθρωπιάς:

  • Μη σε απασχολεί αυτό, κορίτσι μου! Έσπευσε να την καθησυχάσει και με διπλωματία για να μην την προσβάλει, συμπλήρωσε:
    Η περίπτωσή σου είναι σπάνια και αποτελεί όχι μόνο πρόκληση αλλά και τιμή για την κλινική μου να σε αναλάβει πλήρως και χωρίς καμμιά επιβάρυνση!
    Από εσένα θέλω να είσαι δυνατή στους επόμενους μήνες, να τρως καλά, να κοιμάσαι καλά, να μην κουράζεσαι και κυρίως να μη στενοχωριέσαι! Εγώ θα καλέσω ιατρικό συμβούλιο για να μελετήσουμε την περίπτωσή σου και θα σε ενημερώσω την άλλη εβδομάδα για τις εξετάσεις που θα κάνουμε! Πάρε με τηλέφωνο τη Δευτέρα το πρωί να κλείσουμε ραντεβού. Έχω την υπόσχεσή σου ότι θα τηρήσεις τις συμβουλές μου;

Τα αυτιά της ρουφούσαν κάθε του λέξη χωρίς να ξέρει πως τα μάτια της και η έκφρασή της πρόδιδαν την ανάγκη της να λυτρωθεί από την απελπισία!

  • Σας το υπόσχομαι! Το κεφάλι είχε ανασηκωθεί χωρίς να νοιάζεται τώρα που τα δάκρυα κυλούσαν πάνω του, τα νεανικά μάτια σπίθισαν από ρινίσματα ελπίδας και η φωνή ακούστηκε πιο δυνατή κι ας ήταν τρεμουλιαστή...
    Σας ευχαριστώ!

Μόλις η πόρτα του πολυτελούς ασανσέρ έκλεισε πίσω της, η Ευρυδίκη ακούμπησε τις παλάμες της στην κοιλιά της και ξέσπασε σε λυγμούς χαράς και ανακούφισης, λυγμούς ανησυχίας και φόβου μαζί! Τι μεταπτώσεις, Θεέ μου! Τα συναισθήματα πάλευαν μέσα της και δεν κατάφερνε κανένα να επικρατήσει! Σκούπισε τα μάτια της και βγήκε από την πολυκατοικία.
Περπατούσε σκυφτή, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις άναρχες σκέψεις και τα ανάκατα συναισθήματα όταν τα βήματά της σταμάτησαν σε μια πλατεία με μια μικρή, παλιά εκκλησία. Με λαχτάρα περισσή, ανέβηκε τα σκαλιά αναζητώντας τη γαλήνη!


Η ησυχία στον άδειο ναό και το μόνο φως από τα αναμμένα καντήλια που γλύκαινε το χώρο, πρόσδιδαν μια ιδιαίτερη νότα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα και δυνάμωναν την ανάγκη της προσευχής...
 Άναψε το κεράκι της και κατευθύνθηκε προς το τέμπλο. Γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας με το θείο Βρέφος κι ακούμπησε όλους τους φόβους της εκεί... Φύτεψε όλες τις ελπίδες της μπροστά στη Μάνα, άπλωσε τις παρακλήσεις της στα χέρια τους κι αλάφρωσε την ψυχή της...

Σε πέντε μήνες, μετά από μια ομαλά εξελισσόμενη εγκυμοσύνη και με γαληνεμένη αγωνία, η Ευρυδίκη έφερε στον κόσμο το κοριτσάκι της! Ο ίδιος ο γιατρός το ακούμπησε στην αγκαλιά της όταν ξύπνησε και τη διαβεβαίωσε ότι έχαιρε άκρας υγείας!

Το ιατρικό συμβούλιο είχε αποφανθεί πως πιθανότατα η κύηση ήταν δίδυμη με τα έμβρυα σε ξεχωριστούς σάκους και προφανώς στην έκτρωση αφαιρέθηκε από αβλεψία μόνο το ένα...
Το δε γεγονός ότι τα φάρμακα που είχε πάρει η γυναίκα δεν είχαν βλάψει το έμβρυο, ήταν καθαρό θαύμα...


Μίνα Βαμβάκου

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Το δωμάτιο

To δωμάτιο είχε ξύλινο δάπεδο που γυάλιζε πεντακάθαρο και τα γυμνά μου ποδαράκια λάτρευαν την επαφή τους μαζί του... Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν διάχυτο ένα διακριτικό άρωμα πολύ εκλυστικό στα παιδικά μου ρουθούνια. Μια ανάλαφρη μίξη δέρματος - ξύλου και χαρτιού που παιχνίδιζε με τα χρώματα στο χώρο και ανακατευόταν με το φως που διαπερνούσε την ημιδιάφανη λευκή κουρτίνα του απέναντι παραθύρου.

Σε μια ψηλή και λεπτή βάση, ένα μαύρο, παλιό τηλέφωνο. Το βαρύ του ακουστικό ακουμπούσε νωχελικά πάνω σε μεγάλα άγκιστρα που έκαναν ένα μακρύ κατέβασμα όταν το ακουμπούσες πάνω τους μετά από συνδιάλεξη και άφηναν έναν χαρακτηριστικό ήχο. Περιττό να σας πω, ότι σήκωνα και κατέβαζα το ακουστικό κάμποσες φορές για να ακούσω αυτό το "κλάκ" και να παρατηρήσω την κίνηση των υποδοχών που το δέχονταν... Μετά έπαιζα με το τεράστιο καντράν που με ξετρέλλαινε με τον ήχο του στην επαναφορά!! Τόσο μελωδικό και προκλητικό!! Σα να σου μιλούσε το 1, το 4, και ο πολυλογάς το 0... Ασχολιόμουν κάμποση ώρα με το τηλέφωνο και μετά προχωρούσα στη γνωστή, συνήθως μεσημεριάτικη διαδρομή, την ώρα που όλοι οι άλλοι ησύχαζαν στα δωμάτιά τους...

Στον τοίχο απέναντι θυμάμαι δυο μικρούς πίνακες με γραμμικές γυμνές γυναικείες φιγούρες σε καφέ φόντο και την υπογραφή του καλλιτέχνη: Άγγελος Σικελιώτης.
Δεξιά, μια αυτοσχέδια βιβλιοθήκη δαπέδου, αποτελούμενη από ογκώδη τούβλα βαμμένα μπορντώ και τρεις λευκές ξύλινες τάβλες από τοίχο σε τοίχο. Ιδανική για το ύψος ενός παιδιού, ώστε να μπορεί να σκαλίζει άνετα! Και το αγαπημένο βιβλίο που δέσποζε ανάμεσα στ'άλλα βιβλία και περιοδικά, εκείνος ο ο βαρύς και τεράστιος τόμος με το γυαλιστερό χάρτινο εξώφυλο, που ήταν γεμάτος από φωτογραφίες χορευτών κλασσικού μπαλέτου σε διάφορες παραστάσεις. Χανόμουν με τις ώρες σ'αυτό το βιβλίο, θαυμάζοντας την ομοιομορφία στην αποτυπωμένη κίνηση των χορευτών του Bolshoi, τη λεπτή κλίση του κεφαλιού και τη χάρη των χεριών και των δακτύλων της Margot Fonteyn, τη ζυγισμένη στάση του σώματος του Rudolf Nureyef...

Στα διακοσμητικά της βιβλιοθήκης αυτής ένας μαγικός χαρτονένιος κύλινδρος που μου χάριζε μοναδικά ταξίδια απόλαυσης με τους απίστευτους συνδυασμούς σχεδίων και χρωμάτων! Ένα καλειδοσκόπιο!!

Έβαζα το μάτι μου στη μια άκρη του σωλήνα, γύριζα προς το παράθυρο που είχε φως και περιέστρεφα το καλειδοσκόπιο!! Τα μικρά χρωματιστά γυαλάκια στην άλλη άκρη του κινούνταν και με την αντανάκλαση του φωτός στα κάτοπτρα που βρίσκονταν στο εσωτερικό του παιχνιδιού αυτού, σχηματίζονταν αμέτρητοι συνδυασμοί χρωματιστών σχημάτων!

Πιο πέρα δυο πουφ δερμάτινα σε χρώμα μπορντώ και μαύρο με χρυσές Αιγυπτιακές παραστάσεις τυπωμένες πάνω τους! Φαραώ και βασίλισσες, παράξενα πουλιά και σχήματα, αλλόκοτα γράμματα μαγνήτιζαν το βλέμμα και κέντριζαν την παιδική περιέργεια και φαντασία. Αλλά όχι για πολλή ώρα. Επόμενη κίνηση ήταν και πάλι παιχνίδι: καθόμουν με φόρα πάνω τους, πρώτα στο ένα και κατόπιν στο άλλο, διαδοχικά και ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό μου, καθώς αφηνόμουν στο αργό βούλιαγμά τους!!

Στην πάνω γωνία, ένα τραπεζάκι, με το πιο όμορφο πορτατίφ που είχα δει ως τότε!! Καμμία σχέση με τις τεράστιες λάμπες με τα χονδροειδή καπέλα ή τα κεντητά αμπαζούρ που φάνταζαν τόσο βαρετά! Ήταν μικρό σχετικά, μπρούτζινο με μια απλή βάση και κολώνα λεπτή, που όμως στήριζε πάνω της την πιο όμορφη σιδερένια σφαίρα! Το μέταλλο ήταν γαρνιρισμένο κατά διαστήματα με τρύπες που καλύπτονταν από χρωματιστούς γυάλινους θόλους. Όλη η μαγεία και η ομορφιά ξεπεταγόταν μόλις πάταγα το διακόπτη! Και αναδεικνυόταν περισσότερο, όταν κατέβαζα τα ρολλά του παραθύρου... Κόκκινο, μπλε,πράσινο, κίτρινο!! Φωτεινοί χρωματιστοί κύκλοι στους τοίχους, στο ταβάνι!!! Οι μηχανές της φαντασίας έπαιρναν μπρος και ένα νέο ταξίδι μόλις άρχιζε...

Κοντά στο παράθυρο, όλη τη γωνία καταλάμβανε ένα τεράστιο καβαλέτο και δίπλα σ'ένα μικρό τραπέζι, βάζα με αμέτρητα πινέλα, λεπτά, πιο χοντρά, μυτερά, άλλα φουντωτά, άλλα κουτσουρεμένα και πολλά μολύβια, ανάμεσα σε μπουκαλάκια και κουτάκια περίεργα, με χρώματα. Μπλε, κίτρινα, κόκκινα, λευκά και μαύρα. Εκείνο το σημείο ήταν το μόνο που δεν άγγιζα και μόνο το χάζευα. Εκείνο το σημείο είχε μια άλλη ιερότητα για εμένα...

Προχωρούσα λοιπον, στην άλλη πλευρά του δωματίου. Εκείνην που ξεσήκωνε την αίσθηση της ακοής και που πλέον μπορούσα να της αφιερώσω χρόνο μιας και η ώρα της κοινής ησυχίας είχε περάσει! Καλού-κακού όμως, έκλεινα την πόρτα...
Σ'αυτήν την πλευρά δέσποζε το πιάνο!! Ο τεράστιος μαύρος όγκος που επισκεπτόμουν πάντα τελευταίο γιατί τον λάτρευα!

Κατευθυνόμουν πρώτα στην κλασσική κιθάρα που με περίμενε υπομονετικά, γερμένη στο πλάι μιας αναπαυτικής πολυθρόνας. Την πλησίαζα αργά, χαζεύοντας τη γυαλάδα του ξύλου της, τη συμμετρία στις χορδές και τα κλειδιά της... Στεκόμουν μπροστά της και άπλωνα το χέρι περνώντας το δάχτυλο απ'τις χορδές της και ακούγοντας τον ήχο τους έναν - έναν. Μετά την έπαιρνα στην αγκαλιά μου και καθόμουν στην πολυθρόνα... Μου ερχόταν κάπως μεγάλη η κιθάρα, αλλά ήταν πολύ καλή που με άφηνε να τη γρατσουνάω άγαρμπα και να πειραματίζομαι πάνω της! Με μετέφερε σε μεγάλες αίθουσες, κατάμεστες από κόσμο, να παίζω και να τραγουδάω!! Δεν είχε σημασία που ήμουν φάλτσα και δε ήξερα να παίζω κιθάρα. Η φαντασία δεν κολλάει σε τέτοιες λεπτομέρειες!

Δίπλα στην πολυθρόνα ένα stand με παρτιτούρες, ένα πολύ μικρό σκαμπώ και πιο δίπλα ένα τραπεζάκι με μια φλογέρα! Μετά το παιχνίδι με την κιθάρα, η φλογέρα αποτελούσε το επόμενο μέσο μεταφοράς σε άλλους κόσμους...
 Αφηνόμουν πρώτα στην αίσθηση της αφής, αγγίζοντας το καφέ λείο ξύλο, τις μικρές τρυπούλες και παρατηρούσα την κατασκευή. Όχι για πολύ όμως, γιατί ανυπομονούσα ν'ακούσω τον παράξενο και συνάμα ονειρικό ήχο της. Με τα δαχτυλάκια στις τρύπες, έπαιρνα βαθειά ανάσα και ελευθερώνοντας μια-μια, πρόσεχα τη διαφορά στον ήχο... Μετά, άρχιζα με νέες ανάσες και νέους συνδυασμούς κλείνοντας τα μάτια...


Φανταζόμουν ότι βρισκόμουν σε δροσερούς ανοιξιάτικους αγρούς, με τον ήλιο να γλυκοχαράζει πλημμυρίζοντας το τοπίο με ονειρεμένα χρώματα και ήχους της φύσης πρωινούς...
Οι ακατάσχετοι ήχοι που έβγαζε η φλογέρα υπό την καθοδήγηση της ανάσας και των δαχτύλων μου, δε με ξένιζαν καθόλου! Τους άλλους που μπορεί να με άκουγαν μπορεί, αλλά χαίρομαι που δε διαμαρτυρήθηκε ποτέ κανείς!

Επιτέλους! Έπειτα ερχόταν η ώρα του πιάνου! Καθόμουν σ'εκείνο το μεγάλο, μακρόστενο σκαμπό και προσπερνούσα τα μεγάλα πεντάλ κάτω, επειδή δεν τα έφταναν οι πατούσες μου. Προτιμούσα να καθήσω αναπαυτικά και να αφιερωθώ στα ασπρόμαυρα πλήκτρα μπροστά μου...
Ώ, τι υπέροχοι ήχοι!!! Ξεκινούσα από την αρχή και τους άκουγα έναν-έναν! Άλλοι να μου γελούν, άλλοι να μου μιλούν, άλλοι να κλαψουρίζουν, άλλοι να ψιθυρίζουν...
Άρχιζα έπειτα και με τα δύο χέρια να προκαλώ συνδυασμούς αχόρταγα, αλλά σταματούσα γρήγορα, γιατί ήταν η μόνη περίπτωση που λυπόμουν που δεν ήξερα να παίζω και να βγάζω γλυκειές μελωδίες... Μερικές φορές, εκείνη την ώρα, ερχόταν διακριτικά η Ηρώ στο δωμάτιο κι έβαζε μια κασσέτα σ'ένα μικρό κασσετοφωνάκι. Μου έλεγε να παίξω όπως θέλω και όση ώρα θέλω και κατέγραφε τις αλλόκοτες μουσικές μου εξάρσεις! Δεν καταλάβαινα γιατί το έκανε, ούτε με απασχολούσε και ποτέ δεν έμαθα γιατί το έκανε... Aντιπροσώπευε για εμένα έναν άγγελο στα παιδικά μου μάτια...
Στο τέλος, πάντα έκλεινα με το γύμνασμα που μου είχε μάθει εκείνη, με τον αντίχειρα, το δείκτη και το μέσο: "Ντο-ντο, ρε-ρε, μι-μι, ρε-ρε, ντο-ντο, ρε-ρε, μι-ρε-ντο".

Με το λευκό, το κόκκινο και το μαύρο να κυριαρχούν, το δωμάτιο του ξαδέρφου μου με όλα όσα περιείχε εκείνη την περίοδο, ήταν το ιδανικό καταφύγιο για ένα μικρό παιδί και η ανυπομονησία μου κάθε φορά που θα πήγαινα, ήταν πραγματικά τεράστια...


Μίνα Βαμβάκου

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Η φυλαγμένη μεγάλη Αλήθεια


Εν Κανήθω! (Η θέα όπως προχωράμε μετά την Ιχυθυόσκαλα προς την πλαζ Ροδιές...)

Η βάρκα έσκιζε τα ήρεμα νερά και ο ήχος της μηχανής της αναμόχλευε τις σκέψεις του...
Από το παρόν πηδούσε στο παρελθόν και ερχόταν ξανά στο τώρα.

Λίγο πιο πέρα μια άλλη βάρκα τον παράβγαινε και η χαρούμενη μορφή του γεροδεμένου ιδιοκτήτη της στο τιμόνι, στράφηκε προς το μέρος του...
Εντελώς παρορμητικά, ο Βασίλης, τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι, κι ας μην τον ήξερε!
Με ζωηρή κίνηση κι εκείνος του ανταπέδωσε το χαιρετισμό φωνάζοντας: “Γεια και χαράαα!!!”
Πόσο τον ζήλεψε εκείνη την ώρα για την ξεγνοιασιά του! Φαινόταν τόσο ήρεμος άνθρωπος κι ευτυχισμένος μέσα στην απλοϊκότητά του!! Σαν τα γαλήνια νερά ανάμεσά τους!

Η δική του ζωή του επεφύλαξε κάτι απίστευτο, ένα απίθανο σενάριο που μόνο στις παλιές ελληνικές ταινίες θα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει!!!

Όλα ήταν τόσο συγκεχυμένα μέσα του!!! Σα δυο κουβάρια που ένα χέρι τα ξετύλιξε, τα μπέρδεψε και του τα έστειλε μέσα σ'ένα γράμμα... Ένα γράμμα που θα έφερνε τα πάνω κάτω στη ζωή του!

Η μοναχική βαρκάδα ήταν ο συνηθισμένος του τρόπος, κάθε φορά που αντιμετώπιζε δύσκολες καταστάσεις, να χαλαρώνει και να καθαρίζει το μυαλό του... Αφηνόταν στο βαθύ μπλε της θάλασσας και χανόταν στο ανακάτεμά του με το γαλάζιο τ'ουρανού και το μακρινό γκρίζο των ορεινών όγκων δεξιά κι αριστερά του. Άφηνε τις φωνές των γλάρων στ'αυτιά του να τον ηρεμούν και την αγαπημένη αλμύρα στα ρουθούνια του να τον γαληνεύει...
Τότε η ομίχλη και τα κύματα του νου του άρχιζαν να ξεθωριάζουν και σαν τον ήλιο στο πρόσωπό του, όλα μέσα του φωτίζονταν και έβρισκαν λύσεις!

Μα σήμερα δεν έλεγε να καλμάρει την τρικυμία της ψυχής του! Το μυστικό που του αποκαλύφθηκε χθες, τον τάραξε συθέμελα και προσπαθούσε να αναλογιστεί τις συνέπειες όταν θα το αποκάλυπτε με τη σειρά του, στη γυναίκα του και την κόρη του...
Έπρεπε πρώτα να καταφέρει να το συνειδητοποιήσει ο ίδιος, να το αποδεχθεί κι έπειτα να το ανακοινώσει στην οικογένειά του με όλη την ειλικρίνεια και την εντιμότητα που τον διέκρινε. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος!

Με τη σκέψη αυτή και παρασυρμένος από το βουητό της βάρκας του, αφέθηκε μοιραία σε μια αναπόληση, σ'ένα φευγιό από το σήμερα και το τώρα...

.....................

Χρόνια θαλασσοδερνόταν ως μηχανικός σε μεγάλα εμπορικά πλοία και νέος καθώς ήταν, ρουφούσε τις εμπειρίες που απλώνονταν μπροστά του σα δροσιστικός χυμός το κατακαλόκαιρο! Είχαν δει τόσα πολλά τα μάτια του!

Λιμάνια αλαργινά που γι'άλλους ήταν κουκίδες σε χάρτες, για 'κείνον ήταν μέρη γεμάτα γνώσεις, βιώματα και επαφή με άλλους πολιτισμούς. Είδε το πρόσωπο της φτώχιας, της εξαθλίωσης, του πλούτου, της αδιαφορίας, της αξιοσύνης, της εγκατάλειψης... Είδε τον κόσμο ολάκερο, τη φύση πότε αγριεμένη και πότε πλανεύτρα σαν όμορφη γυναίκα! Άνοιξαν διάπλατα τα παράθυρα του νου και ξεχύθηκαν μέσα του μυριάδες στιγμές που γίνηκαν μνήμες πολύτιμες κι έπλασαν ένα χαρακτήρα σοφό, μια προσωπικότητα αξιοζήλευτη.

Έζησε στιγμές δύσκολες που πίστεψε πως η ζωή του θα τέλειωνε άδοξα εκεί, σε τρικυμίες κι αρρώστιες. Έζησε στιγμές όμορφες, με φίλους, σε γλέντια απίστευτα. Έζησε στιγμές μεθυστικές, σε αγκαλιές θερμών γυναικών που του μείναν αξέχαστες!

Κι όταν κάποτε ένοιωσε να κουράζεται από τις εναλλαγές θάλασσας και ουρανού με πολύβουα λιμάνια και ξέφρενες διασκεδάσεις, αποφάσισε να σταματήσει τα ταξίδια και να γυρίσει στην πόλη του.
Η Χαλκίδα ήταν η μούσα του! Όλα τα όμορφα της παιδικής του ηλικίας, όλα τα ωραία της εφηβείας του, είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στην καρδιά του, με φόντο την παραλία, τις πλαζ τα καλοκαίρια και τους δρόμους της γενέτειράς του!
Ήξερε πως πήρε ό,τι χρειαζόταν από τη ζωή του θαλασσινού κι επέστρεψε στην πόλη του δικού του νόστου, για να ξεκινήσει μια νέα ζωή.

Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που με διορατικότητα εντόπισε, επένδυσε τις οικονομίες του έξυπνα. Ξεκίνησε ως μεγαλομέτοχος σε μεγάλη ξενοδοχειακή επιχείρηση στην Ερέτρια και σε δυο χρόνια απέκτησε την πλήρη κυριότητά της! Στα σαράντα-δύο του χρόνια παρέμενε ένας όμορφος άντρας και τα καστανοκόκκινα μαλλιά του δεν είχαν καθόλου γκριζάρει!!

...............................


Γνώρισε τη Γαλανή σε μια θεατρική παράσταση εντελώς τυχαία όταν του μίλησε ο συνοδός της, παλιός του συμμαθητής!

-Βασίλη, να σου συστήσω την εξαδέλφη μου, Γαλανή Βαρινού!
Γαλανή, από εδώ ο Βασίλης Ιωάννου!

Βγήκαν για ένα ποτό μετά την παράσταση και η ιστορία πήρε το δρόμο της.
Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν τον ίδιο χρόνο και τον επόμενο απέκτησαν τη μονάκριβή τους κόρη, τη Λευκή! Οι δυο γυναίκες της ζωής του! Η Γαλανή και η Λευκή! Σαν το ελληνικό λάβαρο, κυμάτιζαν στην καρδιά του και τον έκαναν να εκτιμά όσα του χαρίστηκαν και να ευχαριστεί το Θεό που τις έφερε στη ζωή του.

Φέτος η Λευκή πέρασε στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική της Αθήνας, που ήταν η πρώτη της επιλογή! Ήταν τόσο χαρούμενος για την αγαπημένη του κόρη!

................................

Ήταν μια Τρίτη του Σεπτέμβρη και βρισκόταν στο σπίτι τους στη Χαλκίδα. Παρ'όλο που σήμερα δε θα πήγαινε στην Ερέτρια, είχε ξυπνήσει αφύσικα, πολύ πρωί.

Για να μην εκνευριστεί, σηκώθηκε ήσυχα, για να μην ξυπνήσει τη Γαλανή, έφτιαξε τον καφέ του και βγήκε στη βεράντα να τον απολαύσει στο γλυκοχάραμα, ατενίζοντας τα μυστήρια νερά του Ευβοϊκού, μπροστά του.

Η Κάνηθος (Καράμπαμπας) όπως φαίνεται από την παραλία της Χαλκίδας...

Από την ανεξήγητη ανησυχία που τον είχε καταλάβει, άρχισε να φέρνει στο νου του όλες τις εκκρεμότητες με τη δουλειά, το σπίτι... Όλα ήταν υπό έλεγχο!
Άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στα ήρεμα, αυτή την ώρα, νερά του κόλπου και ασυναίσθητα άρχισε να προσεύχεται σιωπηλά στον Ύψιστο, να προφυλάξει την οικογένειά του και τον ίδιο από κάθε κακό...

Σηκώθηκε και πήρε το φορητό του υπολογιστή, για να ασχοληθεί με τα τρέχοντα της επιχείρησής του και να ξεχαστεί. Βγαίνοντας έξω ξανά, πήρε από το τραπεζάκι και τη χθεσινή αλληλογραφία που είχε χαρακτηρίσει δευτερευούσης σημασίας την προηγούμενη μέρα και την είχε φέρει μαζί του, να την κοιτάξει στο σπίτι.

Ο φάκελλος ήταν ιδιωτικός και η διεύθυνση γραμμένη με το χέρι. Γιαυτό δεν του έδωσε σημασία χθες. Βen Langley... Boston, Massachusetts, U.S.A.
Δεν του θύμιζε τίποτα το όνομα!!

Άνοιξε το φάκελο και ξεδίπλωσε από μέσα του -χωρίς ακόμα να το γνωρίζει-τα φύλλα της ψυχής του:

“Αγαπητέ κύριε Ιωάννου,

Ομιλώ άπταιστα την ελληνική γλώσσα και βρίσκομαι αυτές τις ημέρες στην Ελλάδα. Θα ήθελα να σας συναντήσω για ένα πολύ προσωπικό σας θέμα.
Αδυνατώ να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες στην παρούσα επιστολή. Θα σας εξηγήσω διά ζώσης.
Έχω κλείσει δωμάτιο στο Ξενοδοχείο σας την ερχόμενη Τετάρτη και γιαυτό θα σας παρακαλούσα να με δεχθείτε στο γραφείο σας, όποια ώρα σας εξυπηρετεί την Πέμπτη το πρωί.

Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για την ανταπόκρισή σας.
Με φιλικούς χαιρετισμούς

Ben Langley
Δικηγόρος”

Βοστώνη; Δικηγόρος; Προσωπικό θέμα; Το πρόσωπό του συννέφιασε! Δεν αναφέρει ότι εκπροσωπεί πελάτη του... Περίεργο!
Το μυαλό του προσπαθούσε να βρει μιαν άκρη να πιαστεί. Στη Βοστώνη είχε βρεθεί τρεις φορές. Την πρώτη για τρεις μέρες και δεν είχε προλάβει να δει πολλά από την πόλη, τη δεύτερη δεν είχε βγει από το καράβι καθόλου και την τρίτη... Την τρίτη φορά είχε μείνει δυο ολόκληρες εβδομάδες! Από λάθος η φόρτωση θα καθυστερούσε και εκείνο το δεκαπενθήμερο ήταν σαν όνειρο!

Στο μυαλό του ήρθε η Άννυ...
Η Annie Finney! Τελειόφοιτη ιατρικής στο Χάρβαρντ! Είχαν βρεθεί στο ίδιο μπαρ, εκείνος με τον υποπλοίαρχο κι εκείνη με μια μεγάλη φοιτητοπαρέα!
Την ξεχώρισε από τις υπόλοιπες της παρέας για τα κατάμαυρα μακριά της μαλλιά, τη γλυκειά της μορφή και το μεσογειακό της κορμί που του θύμιζε ελληνίδα!

Είχαν περάσει πολύ όμορφα! Όταν από αίσθημα εντιμότητας της εξήγησε την πρώτη φορά που πήγαιναν σπίτι της, ότι ήταν ναυτικός και θα έφευγε σε λίγες μέρες, εκείνη έβαλε τα γέλια!! Του ξεκαθάρισε ότι ήταν δοσμένη στην επιστήμη της και ούτως ή άλλως δεν την ενδιέφερε να συνάψει σχέση με κανέναν αυτή την εποχή.
Τον είχε εντυπωσιάσει αφάνταστα! Μάλιστα, κάπου είχε καταχωνιασμένη και μια φωτογραφία της... Ήταν άκρως ερωτεύσιμη!

Ήταν σίγουρος ότι θα είχε επιτύχει στην καριέρα της και ήλπιζε να είναι καλά! Μακάρι αυτός ο Μπεν να γνώριζε την Άννυ! Θα χαιρόταν πολύ να μάθει νέα της.
Για μερικούς μήνες αλληλογραφούσαν μετά την αναχώρησή του. Αλλά μετά, είχε σταματήσει να του γράφει και το τελευταίο του γράμμα είχε επιστραφεί στον παραλήπτη...

.............................

Οι δείκτες του ρολογιού στον τοίχο του γραφείου του θαρρείς πως είχαν κολλήσει! Η ώρα δεν περνούσε με τίποτα! Είχε αφήσει μήνυμα για τον Ben Langley ότι θα τον δεχόταν στις 10:30.

Σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε προς το μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στην αμμώδη παραλία των εγκαταστάσεων... Οι πελάτες χαίρονταν τη μέρα, τη θάλασσα, και το όμορφο περιβάλλον που είχε διαμορφώσει γι αυτούς. Η αγωνία του μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο! Το γνωστό διακριτικό χτύπημα που συνήθιζε η γραμματέας του, του φάνηκε πιο νευρικό αυτή τη φορά. Γύρισε προς την πόρτα και την είδε να τον κοιτάζει με αμηχανία και κάποια αδιόρατη ταραχή:

“Ο κύριος Langley είναι απ'έξω. Να του πω να περάσει;” Η φωνή της διακατεχόταν από ένα ελαφρύ τρέμουλο!

Δε θ'ασχολιόταν μ'αυτό τώρα! Έσφιξε τη γραβάτα του και κάθισε στην πολυθρόνα του.

“Ναι, πες του να περάσει!” είπε ανακατεύοντας κάτι χαρτιά μπροστά του για να κρύψει τη δική του ταραχή.

Η κοπέλα άνοιξε την πόρτα και είπε στον άντρα που βρισκόταν στο διπλανό γραφείο:
“Περάστε!”

Και αμέσως μετά παραμέρισε κι έκλεισε την πόρτα σιγανά, όταν ο Βen Langley μπήκε στο γραφείο.

Ο Βασίλης σήκωσε το κεφάλι και ...πάγωσε!

Ο νέος άντρας απέναντί του, ήταν ο εαυτός του πριν σαράντα περίπου χρόνια!
Τα ίδια καστανοκόκκινα μαλλιά, τα πράσινα μάτια, η ίδια αρχαιοελληνική μύτη, το ίδιο αρρενωπό παράστημα...

Παρέλυσε! Χλώμιασε! Ένιωσε τον κόσμο να φεύγει κάτω από τα πόδια του...

Ο νέος άντρας, με έκδηλη ταραχή και ο ίδιος μόλις τον αντίκρυσε, βιάστηκε να μιλήσει με ξενική προφορά:
“Σας παρακαλώ κύριε Ιωάννου, μη θορυβείστε! Ήθελα απλά και μόνο να σας γνωρίσω! Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας!”

Χαμογέλασε καθησυχαστικά και ευθύς αμέσως άνοιξε την πόρτα λέγοντας στην κοπέλλα:
“Σας παρακαλώ, ένα ποτήρι νερό για τον κύριο Ιωάννου!”

Ήταν οι πιο συγκλονιστικές στιγμές που είχε ζήσει ποτέ ο Βασίλης!
Δέχθηκε χτυπήματα από αμέτρητα συναισθήματα μέσα σε δευτερόλεπτα!

Εάν δεν είχε τόσο γερό οργανισμό, σίγουρα στα 61 του χρόνια θα είχε υποστεί έμφραγμα, συνειδητοποιώντας ότι έβλεπε μπροστά του ένα παιδί του ακόμα, ένα γιο, του οποίου την ύπαρξη αγνοούσε εδώ και 25 χρόνια!

Μόλις ξεπεράστηκε το πρώτο σοκ, δόθηκαν οι εξηγήσεις...

...........................

Η Annie είχε μείνει έγκυος! Αποφάσισε να κρατήσει το παιδί, επειδή ήξερε ότι δε θα παντρευόταν ποτέ της και επειδή είχε ερωτευτεί αυτόν τον έντιμο άντρα, τον υπέροχο Έλληνα που της χάρισε τις ωραιότερες μέρες και νύχτες της ζωής της!

Δεν ήθελε όμως να τον ενημερώσει για την ύπαρξη του παιδιού... Ήθελε να το κρατήσει εκείνη! Αρχικά ακούγεται εγωιστικό, αλλά πίστευε πως ήταν το πιο σωστό από πλευράς της, αν ήθελε να επιτρέψει στο Βασίλη να κάνει τις δικές του επιλογές στη ζωή του.

Έτσι, διέκοψε την αλληλογραφία μαζί του... Κανόνισε να αναγνωρίσει ένας μακρινός της γνώριμος το παιδί και το άφησε να πιστεύει ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει όταν ήταν ακόμα βρέφος!
Η ίδια έκανε μια σπουδαία καριέρα στον τομέα της έρευνας, ανακαλύπτοντας ένα δραστικό φάρμακο κατά συγκεκριμένης καρδιακής νόσου! Είχε δώσει πολυάριθμες διαλέξεις στην Αμερική και στην Ευρώπη και της είχαν κάνει αφιερώματα με άρθρα τους, όλα τα επιστημονικά περιοδικά παγκοσμίως!

Στο γιό της εξασφάλισε μια θαυμάσια ζωή, τον σπούδασε και σήμερα ήταν οικονομικά ανεξάρτητος, έχοντας ήδη ξεκινήσει μια σημαντική καριέρα σ'ένα μεγάλο Δικηγορικό Γραφείο της Βοστώνης. Ποτέ δεν του έλλειψε τίποτα, εκτός φυσικά από κάτι πολύ σημαντικό: έναν πατέρα...

Με το πεπρωμένο όμως, δεν μπορεί να τα βάλει κανείς! Όσα σχέδια και αν κάνουμε, όσο επιτυχημένα και να προνοήσουμε, η μοίρα, η Θεία Βούληση, είναι αυτή που θα έχει την τελευταία κουβέντα!!

Η Annie στα σαρανταεπτά της χρόνια προσβλήθηκε από την επάρατη νόσο και το υπέμεινε στωικά μέχρι την τελευταία της στιγμή, ένα χρόνο μετά...
Άφησε στη διαθήκη της μετρητά και ακίνητα στον Ben, αλλά το πιο σημαντικό που του άφησε ήταν η φυλαγμένη μεγάλη Αλήθεια! Αυτή που δεν είχε το θάρρος να του εκμυστηρευτεί όσο ήταν εν ζωή...

Μέσα σ'ένα γράμμα, έκλεισε όλη της την αγάπη για τον Ben και για τον αληθινό του πατέρα, τον άντρα που αγάπησε αλλά αρνήθηκε.

Του άφησε το ονοματεπώνυμο του Βασίλη, το όνομα της γενέτειράς του, της Χαλκίδας και το όνομα της ναυτιλιακής εταιρείας στην οποία του έστελνε τα γράμματά της.
Ήταν τα μόνα που γνώριζε και η ίδια. Ήταν αρκετά, για να τον εντοπίσει εάν ήθελε ο Ben να τον αναζητήσει και του τόνισε ότι δε χρειαζόταν να προσκομίσει καμμιά απόδειξη όταν θα τον συναντούσε!
Η παρουσία του και μόνο θα ήταν αρκετή!
Ήταν ολόιδιος μ'εκείνον!



Μίνα Βαμβάκου

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Τα Δύο Δένδρα


Oι μύθοι και οι θρύλοι μιας περιοχής αναβλύζουν από τις διηγήσεις των γεροντότερων κατοίκων της και αφορούν σε κάποια βιώματά τους που εξελίχθηκαν σε ένα συγκεκριμένο σημείο του τόπου. Τα συμβάντα ήταν φανταστικά, στην προσπάθεια των απλοϊκών ανθώπων να κατευνάσουν τους φόβους τους, να εξηγήσουν ανεξήγητα ή να αναδείξουν το σθένος που επέδειξαν οι ίδιοι κάνοντας κάτι επίφοβο και αναφέρονταν σε εμπειρίες ενός ανθρώπου ή και περισσοτέρων.

Συνήθως τα σημεία στα οποία διαδραματίζονταν τα περιστατικά αυτά ήταν γεφύρια, στενά περάσματα, σπηλιές, βρύσες και ποτάμια, ή κάποιο άλλο σημαδιακό μέρος και χρονικά συνέβαιναν σχεδόν πάντα νύχτα! Πρωταγωνιστές, αερικά, νεράιδες και πλάσματα της φαντασίας, άλλοτε καλοπροαίρετα και άλλοτε με απειλητικές διαθέσεις, συνυφασμένα σε ιστορίες που καθήλωναν τους ακροατές στο άκουσμά τους.

Η ιστορία που έγραψα βασίζεται σε μαρτυρίες κατοίκου της περιοχής Δύο Δέντρα.
Αναφέρεται σε εμπειρία του παππού της που είναι σχετική με τα δύο δέντρα που απεικονίζονται στη φωτογραφία  του 1967 και έδωσαν το όνομα αυτό στην περιοχή.
Σήμερα σώζεται μόνο το ένα από τα δύο αυτά δέντρα και βρίσκεται ακριβώς πριν τη ΔΕΗ Χαλκίδας.
Χρονικά η ιστορία τοποθετείται γύρω στο 1900.
Πάμε λοιπόν!





Ο Δημητρός γέμισε το παγούρι του νερό και ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής. Είχε αργήσει πάλι σήμερα και αφού ήθελε ώρες από το Μύτικα να πάει στην Αγία Ελεούσα, πάλι θα τον έπιανε η νύχτα. Όπως κάθε φορά θα άναβε το κεράκι του αμέσως μόλις θα έφτανε, τάμα καθημερινό, για να φυλάει η Παναγιά το δρόμο του.
Τις τελευταίες μέρες συνέβαινε το ίδιο παράξενο σκηνικό και μόλις το σκέφτηκε ξανά, η ψυχή του σφίχτηκε από έναν αδιόρατο φόβο. Ήταν ολόκληρος άντρας! Εικοστριών χρονών, όμως, αυτό που γινόταν τις τελευταίες νύχτες τον τρόμαζε πραγματικά! Δεν είχε πει τίποτα σε κανέναν...

Μια σκιά είχε πάρει το μάτι του, μα δεν τολμούσε να γυρίσει να κοιτάξει! Μέσα στα δέντρα και τις φυλλωσιές, το φεγγάρι θα μπορούσε να του δείξει αν αυτό που ένοιωθε να τον ακολουθεί ήταν άνθρωπος, αερικό, ή γέννημα της φαντασίας του! Κάθε νύχτα το ίδιο σκηνικό...
Έτσι, τέσσερα βράδια τώρα, μόλις αισθανόταν αυτή την εχθρική παρουσία πίσω του, έβαζε τα δυνατά του να μείνει ψύχραιμος, ψηλάφιζε το ζωνάρι του να σιγουρευτεί ότι το μαυρομάνικο μαχαίρι του (1) ήταν στη θέση του και μετά έπιανε το φυλαχτό του, ένα σταυρουδάκι από τ'Άγιο Όρος που τού'χε χαρίσει ένας διάκονος όταν ήταν παιδί.

Από αυτά τα δύο αντικείμενα που κρατούσε πάνω του, έπαιρνε κουράγιο ο Δημητρός και προχωρούσε σα να μην τρέχει τίποτα, αλλά με όλο του το είναι σε εγρήγορση, για την περίπτωση που θα δεχόταν κάποια επίθεση. Αυτό το πράγμα, αυτή η παρουσία ό,τι κι αν ήταν, τελοσπάντων, ξεκινούσε από τη Στροφή του Αράπη (2) και χανόταν μόλις έφτανε στα Δύο Δέντρα...

Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν κάποιος ληστής, κάτι δηλαδή που μπορούσε να αντιμετωπίσει έτσι γεροδεμένος που ήταν. Αλλά πάλι, εξόν από το παγούρι με το νερό του, δεν κουβαλούσε τίποτα άλλο! Οπότε, τι να του κλέψουν;
Αυτό που τον έσκιαζε πολύ, ήταν πράγματα που δεν παλεύονταν με τη λογική. Ιστορίες που άκουγε παιδί από τον παππού του για ξωτικά που έκλεβαν τη λαλιά ή την ψυχή, ξεπηδούσαν στη σκέψη του όσο κι αν προσπαθούσε να τα στριμώξει στα βάθη του μυαλού του. Αυτά ήταν που δεν ήξερε πώς να τα πολεμήσει...

Τάχυνε το βήμα του και προσπάθησε να διώξει τις σκοτεινές σκέψεις που τον είχαν κυκλώσει. Καταπιάστηκε να απαριθμεί τις δουλειές που τον περίμεναν τις επόμενες μέρες και άρχισε να οργανώνει με το νου του αυτά που θα χρειαζόταν.

Με τούτα και με 'κείνα πέρασαν οι ώρες. Σε λίγο θα πλησίαζε στη Στροφή του Αράπη. 
Κόντρα στην ανησυχία του, άφησε την καρδιά του να τον οδηγήσει στη μορφή της γυναίκας του που τον περίμενε στο σπίτι! Πριν είκοσι μέρες είχαν παντρευτεί και ευχαριστούσε το Θεό που τον αξίωσε να αποκτήσει μια τόσο καλή και όμορφη γυναίκα!
Το πρόσωπό του έλαμψε μέσα στο σκοτάδι στη θύμησή της και μια λαχτάρα του φούντωσε το κορμί και τον πλημμύρισε με θάρρος! Δε θα άφηνε τίποτα και κανέναν να του χαλάσει την ευτυχία του!

Τη στιγμή εκείνη ένοιωσε τη σκοτεινή παρουσία πίσω δεξιά του! Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ! Έπρεπε να λύσει το μυστήριο για να πάψει αυτό το μαρτύριο μια και καλή!
Του ήρθε λοιπόν να του κάμει ένα κόλπο!
Λοξοδρόμησε απότομα προς τα αριστερά κάνοντας τάχα ότι πάει στους θάμνους προς νερού του. Η σκιά τον ακολούθησε!
Αν ήταν άνθρωπος, την είχε πατήσει γιατί είχε βγει από την κρυψώνα του στο φαρδύ μονοπάτι!
Τώρα ήταν η ευκαιρία που ζητούσε!
Απόψε θα γυρνούσε να κοιτάξει και θα μάθαινε ποιος τον ακολουθούσε! Αν του ορμούσε θα έβγαζε γρήγορα το μαχαίρι του και θα του καταφέρνε κάμποσα χτυπήματα!

Πήρε μια βαθειά ανάσα και γύρισε απότομα!   Κανείς! 
Κι όμως άκουγε μιαν ανάσα! Άκουγε βήματα να σέρνονται αργά στο χώμα του μονοπατιού!
Αλλά δεν υπήρχε άνθρωπος!
Κοίταξε τριγύρω... Τίποτα!!

Κρύος ιδρώτας τον έλουσε, αλλά ξαναγύρισε πάλι μπροστά, συνεχίζοντας το δρόμο του και προχωρώντας με κανονικό βηματισμό για να ηρεμήσει το δυνατό χτυποκάρδι!
Η ανάσα και το σούρσιμο συνεχιζόταν  πίσω του και θαρρείς πλησίαζε πιο κοντά! Έστρεψε πάλι το κεφάλι πίσω απότομα να βεβαιωθεί! Κανείς!
"Στα όρη στ'άγρια βουνά" σκέφτηκε κι άρχισε να λέει από μέσα του το Πάτερ ημών... Συνέχισε με το Πιστεύω... Παρέμεινε ψύχραιμος και συνέχισε να περπατά...
Κανείς πίσω του, αλλά το σούρσιμο, σούρσιμο!

Σε λίγο, έφτασε στα δυο δέντρα που μπροστά του διαγράφηκαν πελώρια μέσα στη νύχτα και τα φυλλώματά τους σείονταν ρυθμικά στο νοτερό αεράκι...
Ανάμεσα στο σιγανό μουρμούρισμά τους έφτασε στ'αυτιά του ένας ψίθυρος, σαν από κάποιον που ήταν μια δρασκελιά πίσω του: "Έχε χάρη σ'αυτό που κρατάς πάνω σου!"

Στράφηκε απότομα κι είδε με τρόμο στα πέντε μέτρα μια σκιά θεόρατη, καταμεσής του δρόμου, διάφανη σαν καπνιά σε ντουβάρι, χωρίς να ενώνεται με σώμα, χωρίς να κρύβει τις πέτρες του δρόμου πίσω της, ασάλευτη και πελώρια!
Θαρρείς του κόπηκε η λαλιά του Δημητρού και έκανε μουδιασμένος μερικά βήματα πίσω! 
Μα, γοργά, ζόρισε τον εαυτό του να συνέλθει! 

"Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει!" φώναξε δυνατά και σταυροκοπήθηκε με ένταση για να διώξει το ξωτικό!
Κι εκείνο λες και ξορκίστηκε στο άκουσμα των λόγων του Δημητρού!

Μίκρυνε, έγινε μια μάζα πλατειά, πολύ σκοτεινή και έφυγε πίσω σα να το φύσηξε τ'αγέρι, σα να το σκούπισαν μακριά τα Δυο Δέντρα με τα κλαριά τους...


Μίνα Βαμβάκου


ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

(1)
Το μαυρομάνικο μαχαίρι ήταν ένα μαχαίρι με μαύρη λαβή που πίστευαν εκείνα τα χρόνια ότι διώχνει τα κακά πνεύματα. Και μάλιστα, συνήθιζαν οι γιαγιάδες να βάζουν ένα μικρό σουγιαδάκι με μαύρη λαβή κάτω από το μαξιλάρι των μωρών και των μικρών παιδιών.

(2)
Εκείνα τα χρόνια, από τα Δύο Δέντρα για να πάνε στο Μύτικα, έστριβαν σ'ένα χωματόδρομο δεξιά, που ακολουθώντας τον στους πρόποδες του Βαθροβουνίου, έβγαινες στο σημερινό Ντερνέκι. Σ'αυτό το χωματόδρομο υπήρχε η Στροφή του Αράπη και μάλιστα μέχρι πριν αρκετά χρόνια υπήρχε και πινακίδα με την ονομασία αυτή

Καταιγίδες ζωής

H μέρα ήταν ηλιόλουστη και μαλάκωνε αρκετά το κρύο του Δεκέμβρη. Σάββατο πρωί και στον παραλιακό δρόμο της Χαλκίδας έβλεπες αρκετούς να περπατούν αμέριμνοι, απολαμβάνοντας τη βόλτα τους.
Η λειτουργία μόλις είχε τελειώσει και λιγοστός κόσμος έβγαινε από τον Άγιο Νικόλαο. Μεταπολεμική περίοδος και μια δύσκολη χρονιά, με την τοπική κοινωνία να μην έχει ακόμα καταφέρει να ορθοποδήσει.  Η Αντιγόνη φόρεσε τα γαντάκια στη μικρή της κόρη, της κούμπωσε το πάνω κουμπί στο λευκό παλτουδάκι για να προστατεύσει το μικροσκοπικό λαιμουδάκι και στερέωσε καλά το κομψό καπελάκι του παιδιού. Έπειτα φόρεσε και τα δικά της γάντια και πιάνοντας το πεντάχρονο αγγελούδι της, βγήκε από το ναό.

- Μανούλα, μπορούμε να πάμε μια βόλτα να δω τη θάλασσα και τα νερά που τρέχουν κάτω από τη γέφυρα; ρώτησε με περισσή αγωνία η Ελενίτσα.

- Αφού ήσουν τόσο καλό και φρόνιμο κορίτσι μέσα στην εκκλησία, πώς να σου χαλάσω το χατήρι; χαμογέλασε η όμορφη γυναίκα και το λαμπερό χαμόγελό της μεταγγίστηκε στο παιδικό προσωπάκι!

Την έκαναν συχνά αυτή τη βόλτα, μαμά και κόρη, αλλά το χειμώνα ο καιρός δεν τους το επέτρεπε πάντα. Περπατούσαν στην παραλιακή οδό της Χαλκίδας, χαζεύοντας τη θάλασσα και σήμερα η ατμόσφαιρα ήταν τόσο καθαρή που θαρρείς όλα φάνταζαν καινούρια, του κουτιού! Τα ρεύματα που χαράκωναν την επιφάνεια των νερών, τα δέντρα στο άλσος του Καράμπαμπα απέναντι, το Φρούριο λαμπερό στέμμα στην κορφή του λόφου... Λες και τα έβλεπαν πρώτη φορά!!
Οι γλάροι φλερτάριζαν χαρούμενα στα κατάρτια των ψαροκάικων που ήταν αραγμένα στην άκρη και οι ψαράδες έκαναν αισθητή την παρουσία τους με φωνές, πειράγματα και γέλια μεταξύ τους. Στα καφενεία λίγοι τολμηροί κάθονταν έξω, κόντρα στα δόντια του ήλιου, θέλοντας να λιαστούν μέσα στο καταχείμωνο.

Σε μια βαρκούλα δεμένη πιο πέρα, η Αντιγόνη πρόσεξε μια γυναίκα να έχει ακουμπισμένο στα ξυπόλητα πόδια της, προφανώς ένα μωρό που δε φαινόταν καθόλου, έτσι τυλιγμένο καλά, σε μια φθαρμένη αλλά χοντρή θαλασσιά παιδική κουβέρτα. Το μόνο που το πρόδιδε ήταν το κλαψούρισμα που μαζί με το μέγεθος έδειχναν ότι επρόκειτο για ένα σχεδόν νεογέννητο βρέφος!!
Δεξιά της στο τιμόνι της βάρκας, ο άντρας της, ξυπόλητος κι αυτός ξεσκαρτάριζε την ψαριά. Και αριστερά δυο αγοράκια, στην ηλικία της Ελενίτσας της, ντυμένα καλά, έπαιζαν ήσυχα με κάτι φελλούς! Πρέπει να ήταν δίδυμα...
Το σκυθρωπό πρόσωπό της μητέρας, ήταν σκυφτό και ρίχνοντας μερικές κλεφτές ματιές, πότε στο θαλασσί τρυφερό μπογαλάκι και πότε στα δίδυμα, συνέχιζε να δουλεύει με τα έμπειρα χέρια της, ασταμάτητα, πάνω σ'ένα σωρό με δίχτυα.

Η Αντιγόνη ξανακοίταξε τα εκτεθιμένα στο κρύο γυμνά πόδια του ζευγαριού κι έσφιξε ασυναίσθητα το ακριβό της παλτό, νιώθοντας άσχημα για τα δικά της προνόμια...
Χωρίς να το καταλάβει, είχε κοντοσταθεί και τους κοιτούσε αφηρημένη, όταν ξαφνικά η γυναίκα στη βάρκα, σήκωσε το βλέμμα και το κάρφωσε πάνω της.
Σ'ένα πάγωμα του χρόνου, εκτυλίχθηκε μια σιωπηλή αναμέτρηση, ακατανόητη, αλλά χωρίς αρνητικά συναισθήματα. Δυο γυναίκες, δυο μητέρες, δύο διαφορετικοί κόσμοι που ανακατεύονταν στον ίδιο χώρο, στον ίδιο χρόνο, σε απόλυτη ακινησία και σε πλήρη αντίθεση με την κίνηση των σκοτεινών, όλο ρεύματα νερών του Ευρίπου! Αυτά ήταν τα μόνα που φόρτιζαν το σκηνικό και έντυναν την πλήρη σιωπή της στιγμής με τη μουρμούρα τους...

Ένα ρίγος διαπέρασε την Αντιγόνη και χαμήλωσε πρώτη το βλέμμα, συγκλονισμένη από αυτή την ένταση που την είχε κυριεύσει. Γύρισε και κοίταξε την Ελενίτσα που χάζευε τους ψαράδες μπροστά της, τη σκούντησε απαλά και της ψιθύρισε:
- Έλα, καρδούλα μου! Πάμε...

Άρχισαν πάλι να περπατούν, αλλά το μυαλό της Αντιγόνης, ακόμα πλανιόταν..

Σύζυγος γιατρού, ευκατάστατη, δεν είχε καμμιά έγνοια για τα προς το ζην και ήξερε πως την τύχη της θα τη ζήλευαν πολλές γυναίκες.
Ο καημός της που δεν μπορούσε να κάνει άλλα παιδιά είχε παραμεριστεί από την πλήρη αποκατάσταση της υγείας της και τη μονάκριβή της κόρη που καθημερινά της θύμιζε ποιο ήταν το πρόσωπο της ευτυχίας και την έκανε να ευχαριστεί το θεό που την απέκτησε...
Πέρασαν μέρες...
Οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα είχαν αρχίσει εδώ και μια εβδομάδα και το σπίτι της Αντιγόνης ήταν ήδη στολισμένο γιορτινά, για να υποδεχθεί τις Άγιες Ημέρες...
Ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά και η υγρασία στο κέντρο της Χαλκίδας έσπρωχνε το κρύο να σου περονιάζει τα κόκκαλα. Ο αέρας επιδείνωνε αυτή την αίσθηση και σ'έκανε να μη θέλεις να ξεμυτίσεις από τη θαλπωρή του σπιτιού...
Την είχε ξυπνήσει πολύ πρωί η Ελενίτσα και ετοιμαζόταν να τη χτενίσει, πριν καθήσουν στο τραπέζι για το πρωινό τους.
Ούτε κουβέντα για βόλτα! Έριξε μια ματιά από το ψηλό παράθυρο του νεοκλασσικού αρχοντικού που είχε πάρει προίκα από τους γονείς της, παραμερίζοντας τη χειροποίητη κεντητή κουρτίνα. Η εικόνα του θλιμμένου και γκρίζου χειμωνιάτικου πρωινού, την αποκαρδίωνε! Όλη τη νύχτα έριχνε χιονόνερο και παρ'όλο που εδώ και ώρα είχε σταματήσει, τα πάντα ήταν παγερά νοτισμένα έξω... Αισθανόταν μια αλλόκοτη υπερδιέγερση σήμερα και μια νευρικότητα που δεν μπορούσε να εξηγήσει...
Φευγαλέα, με την άκρη του ματιού της συνέλαβε μια σκούρα φιγούρα να απομακρύνεται στα δεξιά του πεζοδρομίου, όσο βέβαια της επέτρεπε να δει στο πλάι, το στενό κρύο τζάμι μπροστά της. Ποιος ανόητος κυκλοφορούσε τέτοια ώρα μ'αυτό τον παλιόκαιρο;
Άφησε την κουρτίνα απότομα, πήρε τη λευκή μεταξωτή κορδέλα από το τραπεζάκι και κάθησε δίπλα στο κοριτσάκι της, που την περίμενε υπομονετικά.
- Έλα μια αγκαλίτσα πρώτα!! χαμογέλασε στο παιδί της και το πρόσωπό της φωτίστηκε...
Η μικρή χώθηκε στην αγκαλιά της σε μια αυθόρμητη απάντηση στο κάλεσμα για μιαν ακόμα ανταλλαγή αγάπης μεταξύ τους!
Η Αντιγόνη αναστέναξε και άρχισε να της χτενίζει τα μαλλάκια στοργικά.
Με επιδέξιες κινήσεις στερέωνε το λευκό μεταξωτό φιόγκο στην κοτσιδούλα της Ελένης, τελευταία κομψή πινελιά στο μικρό κεφαλάκι, όταν ξαφνικά έφτασε στ'αυτιά της ένα κλάμα μωρού!
- Μαμά; Τι είναι αυτό;
- Έλα Χριστέ και Παναγιά! τινάχτηκε ορθή η Αντιγόνη. Μωρουδίστικο κλάμα! Ακούγεται απ'έξω! Περίμενε εδώ ένα λεπτό. Πάω να δω από πού έρχεται.
Βγήκε από το καθιστικό και ρίχνοντας πάνω της πρόχειρα ένα σάλι, κατευθύνθηκε προς την είσοδο του σπιτιού. Το κλάμα ακουγόταν πιο δυνατό τώρα!
Η καρδιά της, τελείως παράλογα, σφίχτηκε κι άρχισε να χτυπά δυνατά!
Άνοιξε την πόρτα και πάγωσε!
Όχι από το κρύο που όρμησε διεκδικητικά μέσα στο σπίτι, αλλά από το καλάθι που αντίκρυσε στο κατώφλι της!
Ένα καλάθι μ'ένα τρυφερό μπογαλάκι, τυλιγμένο καλά, σε μια φθαρμένη, αλλά χοντρή θαλασσιά κουβέρτα...

Μια φανταστική ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή...

Μίνα...

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ξεκόλα! Kαι το νου σου στον τόνο και στο όμικρον!

Κι αφού το πήρες απόφαση ότι έπιασες πάτο, παρε μια βαθειά ανάσα και στρογγυλοκάθισε πάνω του! Με την ησυχία σου, έχεις χρόνο! Ρίξε μια ματιά στο υλικό πάτου, υπολόγισε τις διαστάσεις του και με απόλυτη ψυχραιμία -μιας και δεν έχει πιο κάτω να πέσεις- μέτρησε τις αποστάσεις σου για τον ανήφορο που σε περιμένει! Ζύγιασε τα καντάρια βλακείας που πολέμησες, ρίξε μερικές σφαλιάρες στις ηλίθιες ανοχές σου και μη ντρέπεσαι, φτύσε κατάμουτρα τα "πρέπει" και τα "μη" που νόμιζες ότι θα φωτίσουν κάποιο στεφάνι πάνω απ'τα μαλλάκια σου!

Νά'σαι τώρα στα πατώματα, με αναμμένα τα λαμπάκια απ'τα νεύρα σου, σαν ξεχαρβαλωμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο καρακίτς σε λάθος εποχή!

Μην περιμένεις να πέσει κανείς άλλος για να σ'ανεβάσει! Όοοοοοχι! Μόνος σου ό,τι κάνεις!
Εμπρός λοιπόν! Ξεκόλα επιτέλους! Πάρε τον εαυτούλη σου απ'το χεράκι και στράτα-στρατούλα, σκαρφάλωνε!
Εεε! Ψιτ! Κοίτα να σου πω... Κάνε κουράγιο, γιατί στην ανάβαση θα φας και κάμποσες γλίστρες πάλι προς τα κάτω, έτσι για να το εμπεδώσεις μπας και βάλεις μυαλό, βλαμμένο, μπας και πάψεις να ονειρεύεσαι παράλογα πράματα! Τι τα ήθελες τα μεταξωτά βρακιά, βρε; Δεν ήξερες - δε ρώταγες;
Ξεκόλα τώρα και ξεκίνα! Κι όταν φτάσεις λίγο πιο ψηλά, βρες καμμιά άμυνα ξεστρατισμένη να επιστρατεύσεις και σαν καλή κοτούλα που είσαι, κάτσε στ'αβγά σου! Τουλάχιστον εκεί πάνω θα έχεις τον αέρα σου! Κοπανιστό μεν, αλλά θα δροσίζεσαι!

Και να μη ρίχνεις το φταίξιμο στους πλανήτες που είναι τ'ανακούρκουδα! Αυτοί κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους δισεκατομμύρια χρόνια τώρα! Εσύ, βρε μπούφο φταις! Εσύ κι η φαντασία σου τα φταίει, "που τά'πλασε όπως ήθελε αυτή" όπως αντίστοιχα λέει και ο γνωστός αοιδός...

Στο εξής, νά'χεις πάντα αυτή τη λέξη για μπούσουλα: "Ξεκόλα"! Αλλά να φυλάς ευλαβικά τον τόνο και το όμικρον! Γιατί άμα την πατήσεις λόγω κάποιου από τ'άλλα ακατανόμαστα, τότε να δεις τι πάτους θα πιάσεις και τι επίπεδα αυτοεκτίμησης θα εξερευνήσεις!
Θα σε κλαίνε οι ρέγγες μια νύχτα με φεγγάρι ή μια μέρα με ήλιο...
Άντε, σάλτα τώρα και με τις υγείες σου!

Μίνα, Διαχρονικό...

F.B.I. ΑΚΙΝΗΤΟΙ!!!

Δεν ακούσατε τις σειρήνες; Σας έπιασα!!!
Ναι, ναι! Σε όλους εσάς το λέω!!
Τρομάξατε, πουλάκια μου; Μην πάτε να την κάνετε με ελαφρά πηδηματάκια! Δε μου γλιτώνετε! Θα μ'ακούσετε, θέλετε δε θέλετε!
Καθήστε, λοιπόν, αναπαυτικά, αφήστε τις ειδοποιήσεις σας να συσσωρεύονται, χαλαρώστε και διαβάστε!

Αυτό το FBI, που λέτε, δεν είναι η γνωστή Αμερικανιά! Πρόκειται για τη νέα διεθνή κοινωνία που μπήκε στην καθημερινότητά μας κι έφερε τα πάνω-κάτω, τα μέσα-έξω και τα όρθια-τάβλα τ'ανάσκελα!
Ό,τι ξέρατε μέχρι τώρα, ξεχάστε το!
Οι κοινωνικές μονάδες του χθες, πέρασαν στη 12η διάσταση του σύμπαντός μας!! :)
Έχουμε πλέον μπει σε μια νέα τάξη πραγμάτων, όχι όμως αυτή των οικονομιών, των κυβερνήσεων και των νόμων!

Κυρίες και κύριοι, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τις... FBI, δηλαδή τις FaceBook Identities!!!
Ελάτε να σας γνωρίσω τρεις-τέσσερις χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες χρηστών του φατσοτέφτερου, που ευελπιστώ να σας κάνουν να χαμογελάσετε...

Πρώτη και καλύτερη φάτσα, η "τρία πουλάκια κάθονται και παίζουνε μπιρίμπα".
Οι ψυχούλες εκείνες που βρήκαν τη χαρά τους τώρα που έχουν ένα πολυπληθές κοινό για να του ανακοινώνουν τις δραστηριότητες της ημερήσιάς τους διάταξης:
"Ώρα για το πρωινό μας!" (Φωτό - Μπωλ με γάλα και κορνφλέηκς)
"Λέω να μαγειρέψω τώρα..." (Φωτό - Κατσαρόλα με ατμούς)
"Έτοιμο το γιουβετσάκι!" (Φωτό - τα πιάτα γεμάτα στο τραπέζι και στο τραπεζομάντηλο δυο λεκέδες από το πρωινό με τα κορνφλέηκς)
"Καφεδάκι με τη Τζούλια!" (Φωτό - Τα δύο ευτυχισμένα πρόσωπα, τραβηγμένα από απόσταση έκτασης του χεριού που κρατά το κινητό)
"Καληνύχτα σας, καλοί μου φίλοι!" (Φωτό - ένα κοιμισμένο μωρό με Goodnight ελλείψει φωτό του κρεββατιού, μιας και είναι άστρωτο από το πρωί)

Δεύτερος χαρακτήρας, ο Mr. Perfect!!! Ήγουν, αυτός που ξεσπαθώνει κράζοντας όλους τους άλλους, θεωρώντας ότι βγαίνει υπεράνω και αλώβητος:
"Πού πας κορίτσι μου, έτσι ντυμένη; Στην απονομή των Όσκαρ; Χελόοοοοοουυ!!!"
"Σιγά ρε φίλε!!! Κι εμείς ερωτευτήκαμε , αλλά δεν κάναμε έτσι!!!!"
"Άσε τις πόζες, κυρά μου, και πήγαινε να πλύνεις κανένα πιάτο!!!"
"Ναι ρε!!! Είχες και στο χωριό σου σουπλά και σουβέρ!!!"
Ο τύπος αυτός δεν αναρτά φωτογραφίες και φροντίζει να μην εκθέτει τα θύματά του, αναφερόμενος ονομαστικά ή στους αντίστοιχους τοίχους τους για να μη βγει κανείς και τον κάνει με τα κρεμμυδάκια δημοσίως ή μπλε μαρέν αράπα ιδιωτικώς!!
Ενίοτε ανεβάζει και κανένα τραγούδι επιπέδου ή αναδημοσιεύει φωτογραφίες από εξωτικά μέρη και γκλαμουράτες καταστάσεις!

Επόμενος χαρακτήρας και κάπως ξεχασμένος απ'όλους, ο μυστικός πράκτορας Φάτσμαν 000827.
Είναι εκείνος ο φίλος ή η φίλη σας που αναρωτιέστε "τι να γίνεται, άραγε, αυτή η ψυχή" και μπαίνετε στο προφίλ του μόνο και μόνο για να διαπιστώσετε ότι δεν έχει κάνει ανάρτηση εδώ και μερικούς μήνες...
Μην αυταπατάσθε, καλοί μου φίλοι!!! Αυτός ή αυτή, είναι on line και παρακολουθεί τους πάντες και τα πάντα!!!
Είναι ένας αφανής ήρωας! Γνωρίζει περισσότερα απ'όσα η C.I.A., η K.G.B., η Ε.Υ.Π. και το πρακτορείο Reuters μαζί!!!
Εvery breath you take, he/she'll be watching (all of) you!!!

Πιο απολαυστικός, ο έχων ανάγκην ψυχανάλυσης, αλλά προφανώς μη έχων συναίσθηση της επιτακτικής αυτής ανάγκης, ή μη έχων την οικονομικήν δυνατότηταν να ανταπεξέλθει εις τας πλείστας όσας συνεδρίας απαιτούνται διά την ίασίν του, ο οποίος μοιραία, καταφεύγει στο φατσοβιβλίο!!!
Διοχετεύει τα εσώψυχά του εδωμέσα, άλλοτε με πόνο και κλάμα κι άλλοτε με οργή ή βουβή θλίψη...
Με άλλα λόγια, εκτονώνεται ο άνθρωπος, βρε παιδιά!! Τις περισσότερες φορές βέβαια, είναι ο ερωτευμένος που δεν βρήκε ανταπόκριση, κοινώς έφαγε χυλόπιτα και τη φυσάει και δεν κρυώνει... Είναι αυτός που στο τέλος, κάθε φορά, αφού πάρει μια βαθειά ανάσα ανακούφισης, κλείνει τον υπολογιστή του και πάει για ύπνο, ξαλαφρωμένος, έχοντας πρώτα όμως βομβαρδίσει τις αρχικές σελίδες των φίλων του με καψουροτράγουδα, με καψουροποιήματα, καψουροφωτογραφίες ερωτευμένων ζευγαριών και με καψουρορητά περί απονιάς, πόνου και συχνά εκδίκησης!!!

Μια πολύ γλυκειά, τέλος, ομάδα χρηστών, είναι οι έξω καρδιά, οι όσα πάνε κι όσα έρθουν, που νοιώθουν μέσα τους τόσα πολλά!!!
Δυστυχώς, όμως, δεν τους βγαίνουν έξω τους, λόγω μιας απλής δυσκολίας έκφρασης...
Γιαυτό βρήκαν μια καλή λύση: τις κοινοποιήσεις!
Ο τοίχος τους αποτελεί μια αλλοπρόσαλλη μεν, εξαιρετικής ποικιλίας δε, σύνθεση από θέσεις, απόψεις, αποφθέγματα, σκίτσα, φωτογραφίες κι εξυπνάδες που βρήκαν στην ατελείωτη αρχική τους σελίδα!! Αναρτήσεις των εκατοντάδων φίλων τους και των δεκάδων ομάδων που είναι μέλη, εκείνων των ομάδων με τους περίεργους τίτλους που είναι εμπλουτισμένοι με βωμολοχίες ή εξυπνάδες!

Αν κάτι απ'όλα αυτά το έχετε κάνει κι εσείς κάποια στιγμή, μην το πάρετε προσωπικά!!!
Ομολογώ ότι πρώτη και καλύτερη, εγώ, έχω συλλάβει τον εαυτό μου πολλάκις, να κάνει κάποια από αυτά που περιέγραψα! :)
Δε συντρέχουν λόγοι ανησυχίας! Όλα είναι ως ένα βαθμό "φυσιολογικά", όσο "φυσιολογικός" είναι ο τρόπος της ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης που έχει κατακλύσει την καθημερινότητά μας!!

Μ'αυτή τη Σημείωση και με τις υπερβολικές περιγραφές μου, ήθελα να σας κάνω λίγο να (χαμο)γελάσετε.
Στην ηλεκτρονική παρουσία μας μέσα σ'αυτήν την ιδιότυπη κοινωνία, ονόματι facebook, δεν υπάρχουν νόμοι ή κανόνες συμπεριφοράς και η ελευθερία έκφρασης του καθένα υφίσταται πάντοτε υπ'ευθύνη του. Επίσης, κανείς από τους υπόλοιπους δεν πρέπει να τον κατακρίνει και δη, δημόσια!

Αγαπημένες μου F.B.I., αυτό που αξίζει να θυμόμαστε, αυτό που έχει κι εδώ εφαρμογή, όπως και σε κάθε τι που καταπιανόμαστε στο μάταιο τούτο κόσμο, είναι ένα: "Παν μέτρον άριστον"...
Το καλύτερο ρητό ...ever!!!

Mίνα, 13/4/14

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Στο θρόισμα των ταφτάδων

Η παλιά Χαλκίδα, πριν από έναν αιώνα περίπου με ό,τι είχε απομείνει από το ενετικό Negreponte.
Στη φωτογραφία φαίνονται και τα τείχη και οι δύο πύργοι που υπήρχαν στη μέση του πορθμού. Το γκρέμισμά τους ολοκληρώθηκε ως το 1910 και η Χαλκίδα έχασε οριστικά μια μοναδική ιδιαιτερότητα παγκοσμίως σε συνδυασμό με το φαινόμενο του πορθμού του Ευρίπου...
(Φωτογραφία από ανάρτηση στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας" στο Facebook.)



Χαλκίδα, 1875...

Τα κοριτσίστικα χάχανα ακούγονταν μέχρι την πύλη των πύργων, όσο κι αν προσπαθούσαν οι νεαρές δεσποινίδες να τα περιορίσουν. Μάης μήνας και η φύση άνθιζε όχι μόνο τριγύρω αλλά και στο θρόισμα των ταφτάδων που έκρυβαν λαχτάρες, όνειρα και δροσερά νειάτα...
Πλησίαζαν στη γέφυρα και στο άλλο άκρο της οι ίδιοι τρεις νεαροί, τις κοιτούσαν και χαμογελούσαν χωρίς να μιλούν μεταξύ τους!

Έτσι γινόταν κάθε απόγευμα στον περίπατό τους, λίγο μετά τις πέντε. Η Μαρίνα, η Ελεωνόρα, η Άννα και η Ελίζα ντύνονταν, καλλωπίζονταν και έβγαιναν βόλτα στη μικρή καστροπολιτεία. Αγαπημένος προορισμός, τα κάστρα στη θάλασσα! Έτσι κι αλλιώς, τα σπίτια τους ήταν στην ίδια γειτονιά όχι πολύ μακριά από τη γέφυρα και είχαν το ελεύθερο από τους γονείς τους να πηγαίνουν μέχρι εκεί.

Η Μαρίνα που ήταν η ανήσυχη της συντροφιάς, σκάλιζε μύθους και ιστορίες με αυτά πρωταγωνιστές στη φαντασία της. Και ολόκληρο το κάστρο φυσικά!! Στο μυαλό της είχε αποτυπωθεί η γκραβούρα που είχε δει στο σπίτι του Ναυάρχου Μάνσελ, πριν λίγα χρόνια, όταν είχαν πάει επίσκεψη με τη μητέρα της. Από την εικόνα εκείνη ξεπηδούσαν ήρωες, ιππότες, ευγενείς, κυρίες και δεσποσύνες που έρχονταν από τα όμορφα χρόνια πριν την καταστροφή. Και ποιον δε θα μάγευαν τέτοια κάστρα και τέτοια τείχη;

Δεκαετία 1870! Χωρίς την αίγλη που είχαν τότε που προστάτευαν τη μικρή πολιτεία, λαβωμένα από τις μπομπάρδες του Μωάμεθ και τις αγριότητες της άλωσης, τα πανύψηλα τείχη ακόμα αγκαλιάζουν τη μικρή πολιτεία και μέσα από την εικόνα της ερήμωσής τους αποπνέουν έναν αγέρωχο ηρωισμό. Στέκονται ορθά -πεισματικά θαρρείς- κόντρα στις επιπτώσεις των άσχημων διαθέσεων των καιρών και των ανθρώπων.
 

Τα κάστρα του Ευρίπου στο μέσον του πορθμού, παρά την εγκατάλειψη που έχουν υποστεί κι αυτά, κοσμούν περήφανα το ομορφότερο σημείο της πόλης! Καθώς πλησιάζεις προς τη γέφυρα, αν σταθείς ένα λεπτό να κοιτάξεις τους δύο πύργους, σου δίνουν την εντύπωση ενός βασιλικού ζεύγους με πολύτιμη κορώνα το Φρούριο, στην κορυφή του λόφου πίσω τους!

Το βήμα σε οδηγεί κοντύτερά τους, μηχανικά, έλκοντάς σε σαν καρφίτσα από ισχυρό μαγνήτη.

Προχωράς στο στενό ξύλινο γιοφύρι με τα μικρά πεζοδρόμια και τα λιτά, μεταλλικά κιγκλιδώματα και ο βηματισμός σου αντηχεί στο σανιδένιο πάτωμα ανυπόμονος και γεμάτος έξαψη! Η αίσθηση των σκοτεινών νερών που κυλούν κάτω από τα πόδια σου φαίνεται, προς στιγμήν, να κυριαρχεί. Αλλά αψηφώντας τη διάθεση αυτή να κοντοσταθείς, υπόσχεσαι ασυναίσθητα να τα χαζέψεις στην επιστροφή, δίνοντας την ευκαιρία στον εαυτό σου να παρατείνεις την ευχαρίστηση του περιπάτου και να γλυκάνεις κάπως, το τέλος του.

(Φωτογραφία από ανάρτηση στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας" στο Facebook.)

Η αυστηρή Πύλη στο κέντρο των κτισμάτων, απέναντι ακριβώς από τη γέφυρα, σε θαμπώνει με τις λιτές αριστοκρατικές της γραμμές! Δεν έχει έρθει όμως η σειρά της ακόμα να την διαβείς. Πιο δίπλα, τη ματιά σου τραβούν οι επιβλητικές ασύμμετρες αψίδες στο κτίσμα εμπρός από το δεξί πύργο.
Μα εκείνο που στ'αλήθεια ξελογιάζει τη Μαρίνα, είναι εκείνα τα πέτρινα σκαλοπάτια που αγκαλιάζουν τον πύργο σαν αναρριχητικό φυτό σ'αιωνόβιο δεντρί και σε οδηγούν στο υψηλότερο σημείο όλου του κάστρου!!! Αλλά είχε ρητή εντολή από τον πατέρα της να μην τα ανέβει ποτέ χωρίς να συνοδεύεται από τον ίδιο ή το μεγάλο της αδελφό!! Όποτε ήθελε, όμως, τους το ζητούσε κι εκείνοι δεν της χαλούσαν το χατήρι...

Από εκεί, η θέα σου κόβει την ανάσα! Μπροστά σου, μόλις ανεβείς, βλέπεις το λόφο απέναντι με το τούρκικο Φρούριο του Καραβαβά (Καράμπαμπα) στην κορυφή του. Κι αυτό το άλλοτε εχθρικό κάστρο, χτισμένο βάσει ενετικών σχεδίων, κείτεται τώρα έρημο κι απόμακρο να σπάει την οπτική μονοτονία των βράχων του λόφου...

Αρκετά μακριά, πίσω του και λίγο πιο αριστερά, σαν απρόθυμος δορυφόρος, το δίκορφο Μεσσάπιο (Κτυπάς) με την ουρά του να σέρνεται όλο πτυχώσεις προς το νότο... Αυτή η χαμηλή οροσειρά της Βοιωτικής πλευράς, νομίζεις πως οδηγεί τα νερά του Ευβοϊκού στο νότο, αφού πρώτα σχηματίσουν μιαν ήρεμη λίμνη στους πρόποδές τους!
Αφήνεσαι για λίγο σ'αυτή την ηρεμία και νοιώθεις να γαληνεύεις κι εσύ.

Έπειτα, λες και βρισκόσουν λίγο πριν στο μάτι ενός κυκλώνα, ακολουθεί η ένταση στα συναισθήματα, καθώς στρέφεις το βλέμμα πιο αριστερά! Το τοπίο σε θαμπώνει: τα θαλάσσια τείχη του νότιου λιμένα με το χαμηλό προτείχισμα εξωτερικά, φλερτάρουν αδιάκοπα με την κίνηση των νερών!!!
Από τη μέσα πλευρά, η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής εξουσιάζει τη θέα και την κοσμεί μαζί με τις κεραμοσκεπές των χαμηλών κτισμάτων που κρύβονται από τα τείχη! Δε στερεί όμως τίποτα από την επιβλητική παρουσία πίσω της, του Φρουρίου των Ειρκτών, όσο φαίνεται. Ο πανίσχυρος αυτός Νοτιοανατολικός Πύργος της καστροπολιτείας διαδραμάτισε σπουδαίο αμυντικό ρόλο στις εχθρικές επιθέσεις λόγω της νευραλγικής του θέσης και φιλοξένησε ονομαστές φυλακές στα υπόγειά του!

Πίσω στο φόντο, ο λόφος με το Μύλο στην κορυφή, συγκρατεί λίγο το αγνάντεμα πριν αυτό προχωρήσει στο βάθος, στα ανοιχτογάλανα νερά και ακόμα πιο μακριά, στις αχνές κορυφές των βουνών της Αττικής. Η Μαρίνα δε βαριέται αυτό το ταξίδι στο χώρο με το νου της, όσες φορές κι αν το επιχειρεί!

Η πόλη συνεχίζει ν'απλώνεται αριστερά, πάντα μέσα στα τείχη, που αποκαλύπτουν εναλλασσόμενα όμορφες, ψηλές κατοικίες, τρούλλους από τα εναπομείναντα τεμένη και καμπαναριά εκκλησιών.
Πέρα μακριά, χαμηλοί ορεινοί όγκοι καλύπτουν τα νώτα της πόλης της Χαλκίδας, που τώρα πια, εν έτει 1875 έχει εξαπλωθεί αρκετά και έξω από τα τείχη. Το Προάστειο, ελκύει τους περαστικούς με χαμηλά σπιτάκια, μια όμορφη υποτυπώδη παραλιακή οδό με καφενεδάκια, μαγαζάκια και χώρο για ν'αράζουν τα πλεούμενα των ψαράδων...
Γειτονιές και μέρη για βόλτα που τα κορίτσια επισκέπτονται μόνο με τις οικογενειές τους...

Τέλος, βλέπεις τα νερά του βόρειου Ευβοϊκού πλαισιωμένα εκατέρωθεν από τις γυμνές ακτογραμμές της Εύβοιας και της Βοιωτίας, να οριοθετούνται από τις κορυφογραμμές του νησιού. Προεξέχουν οι Δέλφοι (Δέλφη, Δίρφυς) και το Κανδήλι που έχεις την αίσθηση πως με το παράστημά τους υποδέχονται ιπποτικά τη θάλασσα που έρχεται από το Βορρά...
Στα κατά περιόδους ήρεμα νερά, πανέμορφα σκαριά δικάταρτα και λυγερές βαρκούλες, στολίδια εξαίσια του κόλπου, ξαποσταίνουν διάσπαρτα στο μαγευτικό τοπίο...

Ένα θέαμα που δε χορταίνεις, μια ομορφιά που σε κυκλώνει, σε συνεπαίρνει και δικαιώνει την αγωνία σου καθώς σκαρφαλώνεις στο γέρικο πύργο και στο λίγο επικίνδυνο κατέβασμα μετά...

Τα άλλα κορίτσια δεν έχουν ανέβει εδώ ποτέ και δε δείχνουν ιδιαίτερη προθυμία να το κάνουν!
Μια φορά μόνο, πέρυσι το καλοκαίρι, είχαν οργανώσει οι οικογένειές τους μια Κυριακάτικη εκδρομή στο Φρούριο του Καράμπαμπα και παρ'όλο που τους ενθουσίασε η θέα από εκεί ψηλά, δε θέλησαν να το επαναλάβουν γιατί δεν τους άρεσε το ανεβοκατέβασμα στα ..."κατσάβραχα"!! Μόνο η δεκατριάχρονη Ελίζα έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον!

Η Μαρίνα είχε ακούσει από τον πατέρα της ότι, τρία χρόνια πριν, τον Ιούνιο του ΄72 υπεγράφη Βασιλικό Διάταγμα για την κατεδάφιση των τειχών και των κάστρων της Χαλκίδας. Της φαινόταν αδιανόητο να συμβεί κάτι τέτοιο! Άκουγε συζητήσεις και τον πατέρα της να διαπληκτίζεται με εξέχοντα πρόσωπα στο σπίτι της για την απόφαση αυτή. Άκουγε για τα παράπονα που είχε ο κόσμος, για τα ατυχήματα που είχαν γίνει από κατακρημνίσεις σε διάφορα σημεία των χερσαίων τειχών, για την αποξηραμένη τάφρο που δημιουργούσε έλη και εστίες μικροβίων, θυμόταν τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας των κατοίκων, πέρυσι, στην πλατεία Συντάγματος (Πεσόντων Οπλιτών) που ζητούσαν το γκρέμισμα των μνημείων και θλιβόταν βαθειά που θεωρούσαν επιτακτική την ανάγκη να γκρεμίσουν τα τείχη...

Πόσο γυμνή και αποστεωμένη θα ήταν η Χαλκίδα μετά χωρίς αυτά!!! Γιατί, άραγε, δεν έβρισκαν άλλες λύσεις στα προβλήματα που υπήρχαν;;; Πώς μπορούσαν να διαπράξουν ένα τέτοιο έγκλημα;; Θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο στον Παρθενώνα; Στους Δελφούς;
Χαιρόταν που καθυστερούσε η εφαρμογή της απόφασης και κάθε μέρα στη βόλτα της ρουφούσε άπληστα εικόνες προσπαθώντας να κρατήσει αυτόν τον πολιτιστικό πλούτο στο νου και την καρδιά της. Ήλπιζε ότι μπορεί έτσι να ξόρκιζε το κακό και ίσως να απέσυραν αυτό το απάνθρωπο Διάταγμα πριν εφαρμοστεί.

Ένα δυνατό σκούντηγμα στο μπράτσο και η φωνή της Ελίζας την επανέφεραν στην πραγματικότητα.

-"Πάλι ονειρεύεσαι μάγισσες και ξωτικά, Μαρίνα;;;"

-"Χαχαχα! Όχι!! Σκεφτόμουν πότε θα ξανανέβω στον πύργο" της απάντησε χαρούμενα!

- "Άσε τον πύργο τώρα" πετάχτηκε η Ελεωνόρα που ήταν η μεγαλύτερη της παρέας αφού κόντευε τα δεκαοκτώ, "γιατί έχουμε πολλή ώρα που στεκόμαστε εδώ και πρέπει να προχωρήσουμε! Στην άλλη άκρη της γέφυρας, μας περιμένει κάτι πολύ΄πιο ενδιαφέρον!!"

-"Ώ, ναι!! Έχεις δίκιο! Χαχαχα!!! Ελάτε να συνταχθούμε!" χαχάνισε η Μαρίνα, πιάνοντας αγκαζέ την Άννα και παρασύροντάς τη, επειδή στα δεκάξι της, ήταν αφύσικα ντροπαλή!

Εδώ και δέκα ημέρες περίπου, επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό! Οι νεαροί, στέκονταν ακουμπισμένοι στο τέλος του κιγκλιδώματος του γεφυριού και μόλις τα κορίτσια πλησίαζαν, ίσιωναν τα κορμιά τους και έβγαζαν τα καπέλα τους! Τη στιγμή που περνούσαν από μπροστά τους, οι νεαροί κύριοι άφηναν δυνατούς αναστεναγμούς, κοιτώντας τες και προσπαθούσαν να τους αποσπάσουν μια ματιά ή έστω, ένα χαμόγελο...

Τα κορίτσια, όμως, ήταν πολύ προσεκτικά, διότι τα ήθη της εποχής ήταν ιδιαίτερα αυστηρά και ο κύκλος τους δεν ήταν τόσο ευρύς ώστε να παραμείνει κρυφή οποιαδήποτε παρεκτροπή στη συμπεριφορά τους δημοσίως! Και δεν ήθελαν με τίποτα να δώσουν λαβή για σχόλια και να τεθούν υπό περιορισμό στο σπίτι!
Έτσι, εκείνες περνούσαν από μπροστά τους με σκυμμένο κεφάλι και δάγκωναν τα χείλη τους για να συγκρατήσουν το γέλιο που ανέβαινε περιπαικτικά στο λαιμό τους!
Το λαχάνιασμα από το χτυποκάρδι και την έξαψη, βέβαια, ρόδιζε έντονα τα δροσερά κοριτσίστικα μάγουλα!

Η Ελίζα ήταν η μόνη που φλυαρούσε ακατάσχετα και κατάφερνε να σώσει την κατάσταση κάθε φορά! Εκείνη ήταν επίσης που μπορούσε να χαζεύει τριγύρω και να βολιδοσκοπεί δήθεν τυχαία, τις κινήσεις των νεαρών! Ήταν πανέξυπνη και της άρεσε που ήταν τόσο σημαντική για τις φίλες της!!!

Το πέτρινο γεφύρι με τις τοξωτές καμάρες, όπως φαίνεται από τη Βοιωτική ακτή (τον Καράμπαμπα ή Κάνηθο) σε 3D πιστή απεικόνιση από το Γιάννη Ζήκο, για να βρεθείτε ευκολότερα κι εσείς στο σκηνικό όπου τα κορίτσια του μυθιστορήματος συζητούσαν τις λεπτομέρειες του σχεδίου τους... :)
Περνώντας την Πύλη και περπατώντας πάνω στο μακρύ πέτρινο γεφύρι με τις τοξωτές καμάρες, άρχιζαν τα πνιχτά γελάκια που ξεσπάθωναν σε τρανταχτά γέλια πιο κάτω στο τέρμα της διαδρομής! Εκεί, σε απόσταση ασφαλείας από τους νεαρούς, έστηναν το δεύτερο πηγαδάκι για να πάρουν πληροφορίες από την Ελίζα, να χαλαρώσουν λίγο και να προετοιμαστούν για την τελευταία "έφοδο"...
Σχεδόν πάντα, κάθονταν προσεκτικά στο χαμηλό πέτρινο πεζούλι και χάζευαν τα ρηχά νερά και τις βαρκούλες που χωρούσαν να περάσουν κάτω από τις καμάρες.

Από την πρώτη μέρα είχαν αναγνωρίσει τους τρεις νέους, αφού η κοινωνία της καστροπολιτείας ήταν μικρή και όλως παραδόξως, είχαν καταλήξει ποιος άρεσε σε ποιαν χωρίς να συμπέσουν σε ίδιο πρόσωπο.
Η Ελεωνόρα είχε εντυπωσιαστεί από το δυναμικό παράστημα του Παύλου, σε βαθμό που επεσκίαζε τους άλλους δύο. Ήταν εξάλλου και ο μεγαλύτερος της παρέας.
Η Μαρίνα από την αρχή είχε νοιώσει μια ακατανίκητη έλξη για τον Αντρέα που έδειχνε πιο εξωστρεφής, κινητικός κι ενδιαφέρων από τους άλλους δύο και ταίριαζε πολύ με το δικό της σπιρτόζικο και ανήσυχο ταπεραμέντο. Η χαμηλών τόνων Άννα είχε ξεχωρίσει την ευγενική φυσιογνωμία του Νικόλαου από μακριά και από κοντά επίσης, επειδή ο δικός του αναστεναγμός έφτανε στ΄αυτιά της σαν ένας γλυκός ψίθυρος...

Το μεγάλο θέμα των κοριτσιών όμως, ήταν ποια άρεσε στον καθέναν από εκείνους!!!
Κι εδώ παρενέβαινε ουσιαστικά η Ελίζα! Μόνο εκείνη μπορούσε να τις απαλλάξει από την αγωνία! Εάν τα ζευγάρια θα είχαν τη σωστή αντιστοιχία!!! Για σήμερα λοιπόν, είχαν καταστρώσει ολόκληρη στρατηγική για να λυθεί το πρόβλημα!

Στο πρώτο πέρασμα, θα επικέντρωνε την προσοχή της στον Παύλο που ήταν ο μεγαλύτερος. Γιαυτό θα προχωρούσαν σε συγκεκριμένες δυάδες. Μπροστά η Άννα με τη Μαρίνα και πίσω, δεξιά προς το μέρος των νεαρών η Ελεωνόρα με την Ελίζα αριστερά της να της μιλά, για να έχει το κεφάλι στραμμένο προς τον Παύλο. Έτσι θα μπορούσε άνετα να δει εάν εκείνος θα κοιτούσε την Ελεωνόρα. Σε περίπτωση που ίσχυε κάτι τέτοιο, στην επάνοδο, θα κρατούσε δίπλα της τη Μαρίνα και θα παρατηρούσε τις αντιδράσεις του Αντρέα! Αν όλα πήγαιναν κατ'ευχήν, σήμερα θα ξεκαθάριζαν τα πράγματα!!

-"Εμπρός, κορίτσια! Προχωρείστε!!" σιγοψιθύρισε η Ελίζα και οι δύο δυάδες άρχισαν να περπατούν πάνω στην ξύλινη Γέφυρα.

Η Ελίζα έπιασε αγκαζέ την Ελεωνόρα και άρχισε να διηγείται αδιάφορα τη βόλτα που είχαν κάνει χθες με τον πατέρα της στο Προάστειο. Τη στιγμή που έφταναν μερικά μέτρα από τον Παύλο, τον είδε να κοιτά την Ελεωνόρα χαμογελώντας και αφήνοντας το συνήθη δυνατό αναστεναγμό!!! Αυτό ήταν!!! Το ένα τρίτο του προβλήματος λύθηκε!! Άρχισε από τη χαρά της να τραβάει τη φίλη της βιαστικά καθώς περνούσαν κάτω από την Πύλη!

-"Την κοίταξε!! Την κοίταξε!!! Ζήτωωωωω!!!"

-"Είσαι σίγουρη;;" αναζήτησε με αγωνία την επιβεβαίωση η Ελεωνόρα καθώς τα γελάκια ήταν νευρικά και τσιριχτά, στην προσπάθειά των κοριτσιών να μην αρχίσουν να φωνάζουν από χαρά!!!

-"Ναι, σου λέω!!!" αποκρίθηκε η Ελίζα και συνέχισε απτόητη: "Τώρα θα πάρω αγκαζέ τη Μαρίνα! Ο Νικόλας δεν είναι εκδηλωτικός και νομίζω θα καταλάβω καλύτερα τον Αντρέα!"

Η Μαρίνα προσπάθησε να καταλαγιάσει την αγωνία και κάρφωσε το βλέμμα στα νερά που κυλούσαν βιαστικά προς το νότο.
Θυμόταν ακόμα μια γκραβούρα του ίδιου γεφυριού και των κάστρων του πορθμού, πριν γκρεμίσουν το 1843 τον Πύργο και τα τείχη της Ευβοϊκής ακτής για να κάνουν τη διαπλάτυνσή του κατά 20 μέτρα! Πόσο πιο μεγαλειώδης ήταν τότε ο Πορθμός!! Παραμυθένιος!! Πόσο πιο όμορφο φαινόταν τούτο εδώ το γιοφύρι!!! Και τώρα να θέλουν να τα γκρεμίσουν όλα!! Άραγε μετά από 100 χρόνια θα ήξεραν οι Χαλκιδέοι τι έχασαν;; Ένοιωθε πολύ τυχερή που μπορούσε να θαυμάζει τα μνημεία της πόλης και απέφευγε να σκέφτεται τις μέρες που θα έβλεπε να τα γκρεμίζουν...

-"Έλα, Μαρίνα! Φτάνει η αυτοσυγκέντρωση, καλή μου! Πάμε γιατί έχω κι εγώ αγωνία" μουρμούρισε δίπλα της η Άννα και την απέσπασε από τη δυσάρεστη τροπή των σκέψεών της.

-"Μα, ναι! Φυσικά! " της χαμογέλασε και συνέχισε: "Λοιπόν! Έχω μια ιδέα!! Στοιχηθείτε και ας κάνουμε κάτι πρωτότυπο πριν ξεκινήσουμε! Ας επικεντρώσουμε το βλέμμα, εκεί, στο μαρμάρινο έμβλημα της Πύλης και ας παρακαλέσουμε τον πτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου να μας φέρει γούρι! Τι λέτε;;"

Νέα χάχανα ξέσπασαν στην προτροπή της Μαρίνας και αφού έστρωσαν τα φορέματά τους και σινιαρίστηκαν, πήραν θέσεις μάχης!

Η Ελεωνόρα με την Άννα μπροστά, προχωρούσαν κάπως πιο γρήγορα και τη στιγμή που έφτανε η Μαρίνα με την Ελίζα στους τρεις νέους... Ώ, του θαύματος!!!
Ο Αντρέας έκανε θαρρετά ένα βήμα εμπρός και απόθεσε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο στο γαντοφορεμένο με δαντέλα χέρι της Μαρίνας, εκείνο που κρατούσε την αχνοκίτρινη ομπρελίνα!! Τα δυο κορίτσια έκπληκτα κοντοστάθηκαν και μέσα στην όλη σαστιμάρα, η Μαρίνα σήκωσε τα μάτια όλο τόλμη για να τον δει να υποκλίνεται ελαφρά μπροστά της λέγοντας: "Σκλάβος σας"!!!

Η Ελίζα συνήλθε πρώτη και τράβηξε ελαφρά τη Μαρίνα. Εκείνη στράφηκε προς τα εμπρός, αφού πρώτα του χάρισε το πιο φωτεινό της χαμόγελο...

Εκείνο τον Ιούνη έγιναν τρεις αρραβώνες στην πόλη, σκορπίζοντας μαγευτικές νότες ευτυχίας παντού μέσα στα πανύψηλα τείχη κι εκείνα με τη σειρά τους, αγκάλιασαν την αγάπη που φούντωνε στην πολιτεία μέσα τους!
Την κράτησαν φυλαχτό για τις μέρες που θα έπεφταν στο βωμό του εκσυγχρονισμού και της υποτιθέμενης προόδου...

Περισσότερο από επτά αιώνες, τείχη, γεφύρια και κάστρα κόσμησαν τη Χαλκίδα, την πρόβαλαν με φινέτσα, τη φύλαξαν, την προστάτευσαν από την ισοπέδωση στην άλωση και ενώ περίμεναν μια εν καιρώ ανταπόδωση της φροντίδας που είχαν προσφέρει απλόχερα, γνώρισαν την ερήμωση, την πλήρη εγκατάλειψη, τη φθορά και τον τελικό τους αφανισμό...

Εκτός από το Φρούριο του Καράμπαμπα, έξω από την πόλη, μια χούφτα φωτογραφίες όλη κι όλη η πολιτιστική κληρονομιά που έμεινε στις επόμενες γενιές!
Ας αποτελέσουν αυτές, τουλάχιστον, απαρχή για μια νέα στάση των ανθρώπων στο μέλλον και αντιμετώπιση με τον ανάλογο σεβασμό των υπόλοιπων μνημείων της περιοχής.


    Η.  ΕΛΕΝΗ

    Χαλκίδα, 1877...

    Κοίταξέ την” ψιθύρισε με θαυμασμό η Ελεωνόρα στη Μαρίνα, κοιτάζοντας το κορίτσι που περπατούσε στην απέναντι πλευρά του χωμάτινου δρόμου. “ Τί όμορφη που είναι! Σα Νεράιδα!”

    - “Πραγματικά! Μπορεί να είναι από πολύ φτωχή οικογένεια, η Ελένη, αλλά τα ρούχα της είναι πάντοτε καθαρά και είναι άφθαστη στις δουλειές του σπιτιού.

    - Ναι, το ξέρω! Την παρατηρώ όταν έρχεται και βοηθάει τη μητέρα μου στη μπουγάδα. Δε μιλάει πολύ, αλλά πάντα χαμογελάει και εκπέμπει μια πραότητα και μια ευγένεια που σε καθηλώνει...”
Η συζήτηση των δύο κοριτσιών σταμάτησε εκεί, αφού εκείνες έστριψαν αριστερά προς την Αγία Παρασκευή, ενώ η Ελένη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα μακριά ταφταδένια φορέματα των κοριτσιών θρόιζαν σε κάθε τους βημα και τα γυαλιστερά τους χρώματα παιχνίδιζαν με τις αχτίδες του πρωινού ήλιου.




Το βάδισμά της Ελένης ήταν αργό και ανάλαφρο, τόσο αιθέριο που σου έδινε την εντύπωση πως δεν πατούσε στη γη! Τα μακριά της, ολόσγουρα και χρυσοκίτρινα σα μεστωμένα στάχυα μαλλιά, δεμένα χαλαρά μ'ένα διακριτικό φιόγκο, επέτρεπαν στις άκρες τους να κυματίζουν απαλά, πίσω στη μέση της, σαν το λίκνισμα των νερών του Ευρίπου την ώρα που αρχίζουν να ηρεμούν. Μερικές ατίθασες μπούκλες αρνούνταν να υπακούσουν! Ξεπηδούσαν δίπλα στο πρόσωπο με τα εξαίσια χαρακτηριστικά και στο πλάι του λεπτού της λαιμού, κάνοντας το λευκό της δέρμα να μοιάζει διάφανο...
Το βλέμμα της αν και χαμηλωμένο, θαρρείς πως είτε δεν κοιτούσε πουθενά, ή έβλεπε κάτι που κανείς άλλος δεν μπορούσε να δει! Μεγάλα πράσινα μάτια σα χάντρες, με μια ελαφριά και απόκοσμη θολούρα, λες και προσπαθούσαν να κρύψουν αντάρες μυστικές της ψυχής ή του νου.

Κατευθυνόταν προς το αγαπημένο της μέρος, έξω από την καστροπολιτεία, από την άλλη μεριά της θάλασσας. Όπως κάθε φορά, στάθηκε ακριβώς στη μέση της γέφυρας κι ακούμπησε στην κουπαστή.
Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο βόρειο Ευβοϊκό, στα λίγα διάσπαρτα σκαριά με τα λευκά πανάκια τους που τον στόλιζαν, στις ακτές δεξιά κι αριστερά του και στις κορυφογραμμές στο βάθος απέναντι που σου έδιναν την εντύπωση ότι η θάλασσα ήταν κλειστή, σα λίμνη. Ήταν και τα νερά γαλήνια τούτη την ώρα! Κανένα ρεύμα, καμμιά δίνη... Το στενό του Ευρίπου ησύχαζε πριν αρχίσει πάλι το αέναο παιχνίδι του.
Το χρώμα της θάλασσας στο βάθος αντέγραφε το γαλανό τ'ουρανού κι όσο έφτανε κοντά της σκούραινε μέσα από μιαν απαλή διαβάθμιση. Εκεί που στεκόταν ήταν το βαθύτερο σημείο και το σκούρο μπλε έπαιζε με μαβιές και σκοτεινές πράσινες και αποχρώσεις.

(Φψτογραφία από την ομάδα στο Facebook "Παλιές Φωτογραφίες Χαλκίδας")


Από παιδί θυμάται πόσο πολύ τη μαγνήτιζαν τα νερά της Χαλκίδας! Ακόμα κι όταν τσαλαβουτούσε τα ποδαράκια της στα ρηχά, την πλημμύριζαν πολύ παράξενα συναισθήματα που την έκαναν να στέκεται ακίνητη, να σκύβει και να κοιτά τον πυθμένα, την άμμο, τα πετραδάκια. Μπορούσε να “βλέπει” τη σάρκα του νερού μέσα από τις αχτίδες του ήλιου και τους βαθύτερους κυματισμούς της.
Ένιωθε τότε και το δικό της σώμα να ρευστοποιείται, να γίνεται ένα με τη θάλασσα και να απλώνεται κι η ίδια απέραντα μαζί της...

Έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας με τη ματιά της, μάταια, να διαπεράσει τον υδάτινο όγκο όσο πιο πολύ μπορούσε και να διακρίνει το βυθό. Πόσο θάθελε να βουτήξει! Να μπορούσε να έχει αέρα για να τον εξερευνήσει, να τον περιεργαστεί και γνωρίσει τα μυστικά του!
Στο λύγισμα, τα μαλλιά της κρεμάστηκαν στο κενό και το λαμπερό τους καθρέφτισμα ήρθε να ραγίσει τη σκούρα επιφάνεια.

...

Oι Νηρηίδες είχαν ξεχυθεί στον Εύριπο εδώ και ώρες! Είχαν χορέψει αμέτρητους κυκλικούς χορούς στα νερά του και στροβιλίστηκαν αιθέρια, με τα ολόλευκα ενδύματά τους και τα πέπλα τους σαν αδράχτια γεμάτα ολομέταξη κλωστή! Χαρούμενα δελφίνια τις σιγοντάριζαν όλη την ώρα, καθώς εκείνες κινούνταν με χάρη μέσα στο υδάτινο περιβάλλον, λες κι ήταν κοριτσόπουλα σε κάποιο λιβάδι που τ'αεράκι φούσκωνε τα φορέματά τους. Όταν κάποτε κουράστηκαν διέταξαν τα ρεύματα να κωπάσουν και μαζεύτηκαν σιγά-σιγά στο στενότερο σημείο του πορθμού να ξαποστάσουν.
Καθισμένες στο βυθό, τον φώτιζαν με τη θεϊκή ομορφιά τους, σιγοτραγουδούσαν και γελούσαν, νανουρίζοντας τη θάλασσα με ήχους μελωδικούς, ήχους μυστηριακούς...

Ετούτη η γωνιά από ολάκερο το βασίλειο του παππού τους, του Ωκεανού, ήταν το αγαπημένο τους παιχνίδι και δικό τους δημιούργημα:
Έξι ώρες πάνω, μια στάση, έξι ώρες κάτω, και τανάπαλιν. Μέσα στο μήνα καθόριζαν κι ένα ανακάτεμα παλαβό και ακατάστατο, ιδανικό για το πιο απίθανο τρεχαλητό με τα άλλα πλάσματα του βυθού!
Ο Νηρέας και η Ωκεανίδα δεν κατάφεραν να αποτρέψουν καμμία από τις πενήντα κόρες τους από αυτό το ανόητο σχέδιό τους για τα νερά του Ευβοϊκού!
Η ομορφιά του τόπου, οι ακτές, τα βουνά, οι πηγές και τα ποτάμια που μέσα από δάση κι εύφορη γη ξεχύνονταν σ'ετούτον τον τόπο, ήταν ο παράδεισός τους.

Η ώρα της νηνεμίας ήταν οι πιο όμορφες! Ωραία και τα παιχνίδια με τα ρεύματα, διασκεδαστικό το κρυφτοκυνηγητό και ο ανταγωνισμός, αλλά ετούτη την ώρα που σιώπαινε η κίνηση των νερών, όλη η θάλασσα γινόταν ένα σεντόνι απαλό, που τις τύλιγε λυτρωτικά, όπως ένας μεσημεριάτικος υπνάκος, δροσερός, το κατακαλόκαιρο.

Μια χρυσαφένια λάμψη χάραξε, ξαφνικά, τον υδάτινο ουρανό τους, σκίασε τις μελωδίες τους και όλες κοίταξαν ψηλά. Πρώτη η Αμφιτρίτη ανασηκώθηκε κι άρχισε ν'ανεβαίνει σιγανά προς την επιφάνεια. Την ακολούθησε από κοντά, η Γαλάτεια και η Ερατώ. Ήθελαν να δουν τι ήταν αυτό το χρυσάφι που χαράκωσε το βαθύ τους μπλε. Η Δωτώ δεν κρατήθηκε κι ανηφόρισε κι εκείνη πίσω τους.

........

Η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί και τα μάτια της Ελένης ήταν ακόμα προσηλωμένα στα ήρεμα νερά. Ξάφνου, σαν κάτι να στραφτάλισε κάτωθέ τους! Λευκές κουκίδες ή ασημένιες; Κάποιο κοπάδι ψαριών μήπως; Μα... Δεν απομακρύνονταν! Μεγάλωναν! Τι ήταν αυτό; Τα φρύδια έσμιξαν στην απορία και τα βλέφαρα μισόκλεισαν εντείνοντας την προσπάθεια να διακρίνει καλύτερα. Οι κουκίδες μεγάλωναν κι άλλο...

........

Μια λυγερόκορμη κοπέλα ακουμπισμένη στη γέφυρα να κοιτάζει τη θάλασσα!
Αυτή η εικόνα της και μόνο, ήταν αρκετή για να γοητεύσει το Θόδωρο!
Είχε νωρίτερα δέσει τη βάρκα του έξω από τα τείχη στο λιμανάκι και είχε μπει στην καστροπολιτεία για τον καθιερωμένο καφέ του. Μια παρόρμηση τον έσπρωξε ν'ανέβει πρώτα μια βόλτα στα τείχη και να χαζέψει από εκεί τη γαληνεμένη θάλασσα, τους πύργους στη μέση με τα δυο γεφύρια, το φρούριο στον απέναντι λόφο. Τη λάτρευε αυτήν την πόλη!


Φωτογραφία από ανάρτηση στο διαδίκτυο (Χρ. Ρούσσης)


Την είδε αμέσως μόλις ανέβηκε τα μεγάλα πέτρινα σκαλοπάτια και δεν τράβηξε το βλέμμα! Όλα τ'άλλα γύρω της θάμπωσαν... Δεν το σκέφτηκε καν! Γύρισε και κατέβηκε πάλι τα σκαλιά. Ήθελε να την προλάβει!

.......

Μια θνητή! Μια πανέμορφη θνητή! Πώς τολμούσε να συναγωνιστεί τις Νηρηίδες!
Η Αμφιτρίτη συννέφιασε! Δίπλα της και οι άλλες τρεις. Η Δωτώ μόλις την είδε καταδύθηκε, ανήσυχη, να ενημερώσει και τις υπόλοιπες. Σε λίγο όλες ήρθαν κοντά στην επιφάνεια να δουν τη θνητή που μπορούσε να γοητεύσει όπως εκείνες! Στ'αλήθεια ήταν όμορφη! Και κάτι τέτοιο δεν το επέτρεπαν!
Ξαναβυθίστηκαν όλες μαζί απότομα και θορυβημένες ξεκίνησαν για την παραλία όπου κατέληγαν οι πηγές της Αρέθουσας. Όταν νύχτωνε θα συσκέπτονταν για το πρόβλημα!
Τα νερά άρχισαν να ταράζονται από τις κινήσεις τους και το θεϊκό θυμό...

.......

Οι κουκίδες ήταν τώρα σαν τόπια! Ήταν πολλές και δεν ήταν ολόλευκες!
Ένα δυνατό καρδιοχτύπι έκοψε την ανάσα της Ελένης! “Δεν είναι ψάρια! Κάτι άλλο είναι!”
Μα μέχρι να προλάβει να συνειδητοποιήσει αυτό που έβλεπε -ό,τι κι αν ήταν- χάθηκε το ίδιο ξαφνικά από το οπτικό της πεδίο! Μόνο το χτυποκάρδι απόμεινε. Τραβήχτηκε ένα βήμα πίσω. Τα νερά άρχισαν να κινούνται, χαλώντας την ήρεμη επιφάνεια. Τι ήταν αυτό που είδε; Δεν ήταν της φαντασίας της! Την τρόμαξε η εικόνα που χαράχτηκε στο μυαλό της. Γύρισε απότομα να φύγει κι έπεσε πάνω σ'έναν κύριο! Άφησε, άθελά της, μια φοβισμένη κραυγή και αναπήδησε! Ο Θόδωρος την έπιασε από τα μπράτσα για να μην πέσει! Πράσινα μάτια πελώρια από μιαν απροσδιόριστη αναστάτωση, χείλη τρομαγμένα, μισάνοιχτα και κοφτή, λαχανιασμένη ανάσα.

Δεσποινίς!” πρόλαβε μόνο να της πει εκείνη τη στιγμή, μαγεμένος από την ομορφιά της και ήταν εκείνη η ίδια στιγμή που αποφάσισε να την κάνει γυναίκα του.

Με συγχωρείτε” του ψέλλισε η Ελένη και άρχισε να τρέχει προς την πλατεία Ομονοίας...


.......................


άμισυ μήνα αργότερα, ο Θόδωρος παντρεύτηκε την Ελένη. 

Χήρος, εδώ και πέντε χρόνια, ζούσε μαζί με τον δεκάχρονο γιο του, το Νικόλα. Ψαράς έμπειρος, με μεγάλη πελατεία μέσα κι έξω από την καστροπολιτεία, ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατος κι από τότε που χήρεψε, ερχόταν η αδελφή του καθημερινά, για μερικές ώρες, ίσα-ίσα για λίγο νοικοκυριό, το μαγείρεμα και τη μπουγάδα.

Η οικογένεια της Ελένης τον καλοδέχτηκε και όλοι στη Χαλκίδα χάρηκαν για την καλή τύχη της κοπέλας. 

Ούτε καν φαντάζονταν τι επρόκειτο ν'ακολουθήσει...

...........

Μόλις είχε μπει ο Ιούνης και ο Θόδωρος θα πήγαινε για ψαριά έξω από την καστροπολιτεία. 
Το παιδί θα κοιμόταν στη θεία του και θα έπαιρνε την Ελένη μαζί του! Όχι τόσο για βοήθεια, αλλά γιατί την ήθελε κοντά του! Τρεις μήνες απύθμενης ευτυχίας με τη νέα γυναίκα του, φούντωναν τη λατρεία του για κείνη κι έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τη βλέπει να λάμπει δίπλα του... Την ήθελε πλάι του, ετούτη τη ζεστή νυχτιά, από τις πρώτες του φετεινού καλοκαιριού. Ήθελε να γίνουν ένα με τη φύση, ήθελε να στείλει τη χαρά του στ'άστρα τ'ουρανού και να ευχαριστήσει το θεό για το μοναδικό του ριζικό!

Έριξε τα δίχτυα του κάτω απ'το λιγοστό φως του νέου φεγγαριού, κρυφοκοιτάζοντας τη γυναίκα του, που απόψε ήταν ανεξήγητα σιωπηλή.


- Ελένη;  Σε βλέπω λίγο ανήσυχη. Φοβάσαι τα σκοτεινά νερά μήπως;

Ανασήκωσε το κεφάλι της.

- Όχι, Θοδωρή μου...

- Σε λίγο θα βγούμε στην παραλία.

Του χαμογέλασε δειλά...

Ο Θόδωρος έκανε όσο πιο γρήγορα γινόταν και σε λίγο άρχισε να τραβά κουπί προς την ακτή, δίπλα από τις πηγές της Αρέθουσας.

Ο νους της Ελένης τριγύριζε στην κουβέντα που είχε με την Ελεωνόρα, λίγες μερες μετά το γάμο της, όταν την είχε επισκεφθεί για να της ευχηθεί! Τα δώρα της την είχαν χαροποιήσει ιδιαίτερα. Ήταν ένα ολόλευκο μεταξωτό μακρύ μεσοφόρι με δαντελένιες τιράντες και την ίδια μπορντούρα στο τελείωμά του, ένα φίνο καπελίνο στο μπλε χρώμα της θάλασσας, για τις βόλτες της κι ένα λινό τραπεζομάντηλο φαγητού, κεντημένο στο χέρι κοφτό με φιλτιρέ, ριζοβελονιά και ανεβατό σε ένα περίτεχνο λουλουδιαστό σχέδιο.
Η συζήτηση είχε οδηγηθεί εκείνη τη μέρα, στους μύθους που συνόδευαν ετούτη εδώ την περιοχή.

Οι πηγές στα σπλάχνα του βουνού που διαγραφόταν στο σχεδόν αφέγγαρο ουρανό απέναντί τους, έριχναν τα νερά τους στην αριστερή άκρη της παραλίας, όπου σε κάποια σημεία λίμναζαν κι έντυναν το βυθό με υδρόβια φυτά. Σε πολλά σημεία τα βούρλα υψώνονταν παρέες-παρέες κρύβοντας τα ποταμάκια από τα νερά των πηγών.
Εκεί, της είχε πει η Ελεωνόρα, κατοικούσαν οι νεράιδες που έβγαιναν από τις σπηλιές του βουνού μαζί με το κελαρυστό, καθάριο νερό και κατηφόριζαν χορεύοντας ως τη θάλασσα! Οι γεροντότεροι έλεγαν πως ήταν πανέμορφες και δεν ήθελαν καμμία θνητή νά'ναι ομορφότερη από εκείνες. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονταν πως τις είχαν δει να τσαλαβουτούν στη θάλασσα όταν είχε ολόγιομο φεγγάρι.

Το βλέμμα της Ελένης κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Το σκοτάδι δεν την άφηνε να διακρίνει τίποτα, αλλά είχε την εικόνα στο μυαλό της από ένα μεσημέρι που είχαν περάσει πάλι από εκεί με τη βάρκα. Ήταν μια από τις περιοχές που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Θοδωρής.
Μια περίεργη ανησυχία την κυρίευσε, χωρίς να καταλαβαίνει την αιτία.
Ξανακοίταξε τον άντρα της. Απόψε φορούσε το μεταξωτό μεσοφόρι κάτω από το απλό φόρεμά της γιατί ήθελε να είναι όσο πιο όμορφη γινόταν απόψε για 'κείνον...
Ο ρυθμικός ήχος των κουπιών στα ήσυχα νερά την ηρέμησε και παράξενη ανησυχία μετατράπηκε σε μια γλυκειά αναστάτωση.

Ο Θόδωρος τράβηξε τη βάρκα στην αμμουδιά, βοήθησε την Ελένη να κατέβει και ξεφόρτωσε τα πράγματα. Κολάτσισαν και ήπιαν από το κρασί που είχε απομείνει από την περσινή σοδειά του. Έπειτα, άπλωσαν τα στρωσίδια στην ασπριδερή αμμουδιά κι ο Θοδωρής έστριψε λίγο καπνό να φουμάρει. Η Ελένη ζεσταμένη από το κρασί και τη νυχτιά, έβγαλε το φόρεμα κι έμεινε με το λευκό μεσοφόρι. Ασυναίσθητα, σηκώθηκε και προχώρησε κάμποσα βήματα προς τη μεριά της εκβολής των πηγών.
Πάλι εκείνη η αλλόκοτη ανησυχία την επισκέφθηκε. Προσπάθησε να εντείνει το βλέμμα της προς το σημείο που τέλειωνε το ανοιχτόχρωμο κομμάτι της αμμουδερής γης. Στεκόταν ακίνητη εκεί, χωρίς να δίνει σημασία στο κύλισμα του χρόνου.
Ο έναστρος ουρανός στο βάθος σκούραινε στα σημεία που υψώνονταν τα φυτά, διαγράφοντας το περίγραμμά τους. Τότε της φάνηκε σαν κάτι να κίνησε τις άκρες τους, παρ'όλο που δε φυσούσε η παραμικρή αύρα! Άρχισε να οπισθοχωρεί αργά. Σα νά'δε μικρά φωτάκια ανάμεσά τους και καρδιοχτύπησε!
Γύρισε απότομα κι έτρεξε πίσω στον άντρα της.
Εκείνος, την παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα με ολοφάνερη λατρεία.
Ο έρωτας αποκτούσε υπόσταση στη θέα της, δίνοντάς του φτερά να κοιτάξει τη ζωή από πρωτόγνωρα πελάγη ευτυχίας!
Κατάλαβε πως κάτι τη φόβισε.
Την πήρε στην αγκαλιά του να την καθησυχάσει κι ένας όρκος μυστικός ξεπήδησε εκείνη τη στιγμή από τα σωθικά του, πλημμυρίζοντας καρδιά και ψυχή, να κάνει τα πάντα για να μην τη χάσει ετούτη την ομορφιά ποτέ από δίπλα του.

......................

Οι Νηρηίδες θύμωσαν αφάνταστα! Πίσω από τα ακίνητα φυτά την ξαναείδαν να κοιτάζει ορθή προς το μέρος τους, να λάμπει με τα λυτά της μαλλιά απλωμένα πάνω στο λευκό μεταξένιο της ρούχο και να κλέβει από τη δική τους αίγλη! Φθόνησαν την αγάπη που τύλιγε το ζευγάρι κι όταν άκουσαν το μυστικό όρκο του άντρα, εξοργίστηκαν! Βεβήλωναν τον έρωτα του Αλφειού για την Αρέθουσα και το σμίξιμό τους! Δε θα επέτρεπαν σε κανέναν θνητό να τον ξεπεράσει!

- “Δεν είναι παρά δυο θνητοί! Όμως εμείς, διαθέτουμε δύναμη θεϊκή και θα τους το υπενθυμίσουμε!” τσίριξε η Αμφιτρίτη κι άρχισαν όλες μαζί να καταστρώνουν δολοπλόκο σχέδιο...

......................


Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά σέρνοντας μαζί της τους ήχους του νυχτερινού καλοκαιριού που άνθιζε και νανουρίζοντας συνεχώς το αγκαλιασμένο ζευγάρι στο βαθύ του ύπνο...
Στα πέρατα των βουνών ο ουρανός αχνορόδιζε καθώς ετοιμαζόταν να προσφέρει στη Χαλκίδα μια καινούργια ζεστή μέρα και η προαιώνια καθημερινή μάχη του ήλιου να διαλύσει το σκοτάδι ήταν έτοιμη να ξεσπάσει.
Οι πενήντα Νηρηίδες περικύκλωσαν αποφασιστικά τους κοιμισμένους θνητούς και απλώνοντας τα χέρια μπροστά άρχισαν να χτυπούν ένα αόρατο κυκλικό γυαλί που τις χώριζε από εκείνους. Οι χτύποι ενώνονταν με πνιχτά ουρλιαχτά και ακατάληπτα λόγια. Τα οργισμένα βλέμματά τους διατρυπούσαν σαν πύρινες φλόγες την πύλη του ορατού με τον αόρατο κόσμο!

......................

Η Ελένη ανακάθισε απότομα, ουρλιάζοντας!
Ο Θόδωρος πετάχτηκε τρομοκρατημένος από την κραυγή της! Την είδε με τα μάτια ορθάνοιχτα και το δεξί της χέρι απλωμένο να δείχνει μπροστά τους.

- “Ελένη! Ελένη!” την ταρακούνησε. “Τι συμβαίνει;”

- “Νά'τες! Νά'τες!”

- “Ησύχασε! Δεν είναι τίποτα! Ένα κακό όνειρο ήταν!

- “Εκεί είναι! Δες τες! Δες τες, πώς κάνουν!

Έκλεισε τα μάτια της και κάλυψε τ'αυτιά της με τις παλάμες της! Το κορμί της καταρρακωνόταν από ανεξήγητα ρίγη κι ο Θόδωρος σάστισε. Δεν ήξερε τι να κάνει! 
Την αγκάλιασε σφιχτά σε μια προσπάθεια να την προστατέψει και να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.

- “Ηρέμησε, Ελένη μου! Τίποτα δεν είναι! Κανείς δεν είναι εδώ εκτός από μας!”

- “Διώξ'τεες!” συνέχισε να τσιρίζει με το πρόσωπο κρυμμένο στο στέρνο του.

“Δε θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει, αγάπη μου! Σώπασε, εδώ είμαι εγώ!” Συνέχισε να την κρατά έτσι σφιγμένη πάνω του, ώσπου να σταματήσει το κορμί της να σφαδάζει... Το μυαλό του προσπαθούσε να σκεφτεί τρόπους να τη συνεφέρει! Είχε να μαζέψει και τα δίχτυα.

............

Είχε χαράξει για τα καλά... 
Οι Νηρηίδες αποτραβήχτηκαν στην άκρη της παραλίας, μα παρέμειναν εκεί, ορθές, με τα πρόσωπα στραμμένα προς το μέρος των θνητών. Στα κουκλίστικα πρόσωπά τους, εμφανή χαμόγελα ικανοποίησης έδιναν με περισσή ψύχρα μια επιθετική χροιά στην όψη τους.

...........

Ο Θόδωρος τη σήκωσε και την έβλεπε ανήσυχος που κοιτούσε σκιαγμένη προς τις εκβολές των πηγών. Την έντυσε και μάζεψε, όπως-όπως, τα σκεπάσματα και τις προμήθειες προσπαθώντας να καλύπτει με το σώμα του, τη θέα προς την άκρη της παραλίας που φόβιζε την Ελένη. Εκείνη, κρυβόταν πίσω απ'την πλάτη του, όλη αυτήν την ώρα, κρατώντας σφιχτά στις γροθιές της το ρούχο του. Έσκυβε κάθε φορά που έσκυβε κι εκείνος και ανασηκωνόταν πάλι μαζί του.
Κόντρα στο ροδαλό φως της ανατολής, μαύρη απελπισία τον κατέκλυσε! Με τον μπόγο στο ένα χέρι και στους ώμους της γυναίκας του το άλλο, την οδήγησε στη βάρκα.

- “Εκεί είναι όλες τους! Δε φεύγουν! Μας παρακολουθούν!” του είπε με τρεμάμενη φωνή, κρυφοκοιτάζοντας προς το ίδιο μέρος.

- “Μη φοβάσαι, Ελένη μου! Έλα... Μπες στη βάρκα να μαζέψουμε την ψαριά και πάμε στο σπίτι μας.”

- “Θά'ρθουν κι εκεί; Πες μου, θά'ρθουν κι εκεί;” ψιθύρισε φοβισμένη. Το βλέμμα της ήταν ακόμα καλυμμένο από το ίδιο σκέπασμα τρόμου που είχε από το πρωί.

- “Μην ταράζεσαι! Σου είπα πως δε θ'αφήσω κανέναν να σε πειράξει!”

Μόλις μπήκε στο πλεούμενο, κουλουριάστηκε σα μωρό στο βαθύτερο σημείο με το πρόσωπο χωμένο στα χέρια της. Ο Θοδωρής δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε! Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε! Αλλά, ό,τι κι αν ήταν, σίγουρα δεν ήταν καθόλου καλό...
Έσπρωξε τη βάρκα, μπήκε μέσα και κίνησε να μαζέψει τα δίχτυα. Η ψαριά ήταν καλή. Η Ελένη όμως δεν ήταν καθόλου καλά! Κατά διαστήματα ανασηκωνόταν, κοιτούσε προς την παραλία και ξαναγινόταν ένα κουβαράκι φοβισμένο.

Όταν κόντευε να τελειώσει την άκουσε να φωνάζει υστερικά, σ'ένα νέο ξέσπασμα:

- “Μπήκαν στο νερό! Μπήκαν στο νερό! Θά'ρθουν από κοντά; Διώξ'τες! Διώξ'τες, σου λέω! Θα μου κάνουν κακό!”

Ο Θόδωρος κόντευε να τρελλαθεί! Παράτησε τα δίχτυα και έσκυψε πάνω της, τρυφερά:

- “Ησύχασε, Ελένη μου γλυκειά! Εδώ είμαι εγώ, μη φοβάσαι! Σε λίγο φεύγουμε για το σπιτάκι μας και όλα θα τελειώσουν!”


Μα δεν τελείωσαν όπως ήλπιζε ο καημένος...
Η Ελένη είχε παραφρονήσει! Το επιβεβαίωσε ο γιατρός.


Ο Θοδωρής έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Λες κι η Μοίρα τον τιμώρησε για τον όρκο του κι επειδή καυχιόταν για την τύχη του να έχει την Ελένη για γυναίκα του. Μόνο τρεις μήνες πρόλαβε να τη χαρεί κι έπειτα, εκείνη έχασε τα λογικά της!
Σάλεψαν εκείνο το πρωινό που είδε τις νεράιδες. Εκείνη την τελευταία μαγική νύχτα, ένα μήνα πριν.
Από τότε τις έβλεπε συνεχώς μπροστά της, να την απειλούν, να την τρομάζουν και δεν της έμεινε καθόλου νους για ο,τιδήποτε άλλο! Χρειαζόταν συνεχώς έναν άνθρωπο δίπλα της. Με δυσκολία την τάιζαν και τη φρόντιζαν.

Μόνο η ομορφιά της άνθιζε παράταιρα κι έδινε κουράγιο στο Θόδωρο να αγωνίζεται να βρει γιατρειά.
Μα τίποτα δεν κατάφερνε να βελτιώσει την κατάστασή της! Ούτε γιατροσόφια, ούτε γητειές. Τίποτα!
Όλα αποδεικνύονταν μάταια...

Σχεδόν ένας ολόκληρος μήνας είχε περάσει. Η ζωή τους είχε αλλάξει άρδην. Στράφηκε λοιπόν, στην τελευταία του ελπίδα: τη Θεία βοήθεια!
Την ερχόμενη Παρασκευή, στις 30 του Ιούνη, θα την πήγαινε στα Πολιτικά. Ήταν το Πανηγύρι των Αγίων Αναργύρων...

..............................


Ποτοποιϊα Χατζηπαναγιώτου, παραλία Χαλκίδας, 1870... Το 1904 στη θέση του χτίστηκε το Μέγαρο Κότσικα.
Από ανάρτηση της Ε. Χατζηκλητίου, στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας".


Δευτέρα 25 Ιουνίου 1877. Ο Θόδωρος από χθες είχε ξεκινήσει τις προετοιμασίες για το ταξίδι τους στα Πολιτικά. Τρόφιμα, στρωσίδια και ρούχα για την Ελένη, το παιδί και τον ίδιο, τοποθετήθηκαν στη βάρκα. Ο καιρός τις προηγούμενες ημέρες ήταν αρκετά άστατος αλλά σήμερα, η θάλασσα ήταν ήρεμη. Μακάρι να ήταν και η Ελένη του, ήρεμη. Το μονίμως φοβισμένο γυάλινο βλέμμα της, ολημερίς, ο σκυφτός βηματισμός της πάνω-κάτω, τα κλάμματα που άρχιζαν και σταματούσαν απότομα, καθώς και οι ασυναρτησίες που μουρμούριζε κάθε φορά που "έβλεπε" νεράιδες μπροστά της, του ξέσκιζαν την καρδιά! Μόνο τη νύχτα ησύχαζε κάπως, αποκαμωμένη από την ένταση που την τυρρανούσε σύγκορμα, από το χάραμα. Αρκετές φορές πεταγόταν και στον ύπνο της ουρλιάζοντας και με μεγάλη δυσκολία κατάφερνε να την ησυχάσει!

Αργά το απόγευμα ξεκίνησαν.

- “Όχι, όχι στη θάλασσα! Όχι!!” φώναξε η δύστυχη γυναίκα, μόλις πλησίασαν στη μικρή αμμουδιά που ήταν αγκυροβολημένη η βάρκα τους κι έκανε να φύγει. Ο Θόδωρος τη συγκράτησε και προσπάθησε να τη μεταπείσει.

- “Θυμάσαι που σου είπα ότι θα πάμε στην εκκλησία; Μη στενοχωριέσαι, Ελένη μου! Θα σε προσέχω! Είναι και ο Νικόλας μαζί μας, μην τον τρομάζεις! Όλα θα πάνε καλά, θα δεις! Ο Θεός είναι μεγάλος και θα μας γλιτώσει από το μαρτύριο! Έλα... πάμε...”

Από ανάρτηση του Μ. Stone, στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας".


- “Κι εγώ θα σε προσέχω Ελένη!” συμπλήρωσε το μικρό παιδί. “Θα είμαι συνέχεια κοντά σου! Θά'χεις δυο άντρες να σε φυλάνε!”

Στα λόγια του παιδιού, η καρδιά του Θόδωρου σκίρτησε. Ο γιος του είχε αγαπήσει την Ελένη από την πρώτη στιγμή όχι μόνο γιατί είχε ανάγκη την αγκαλιά μιας μάνας, αλλά και επειδή από την αρχή φάνηκε πως είχαν μεταξύ τους μια ιδιαίτερη επικοινωνία, ένα ζεστό ταίριασμα, όπως ακριβώς δυο παιδιά, δυο αγαπημένοι φίλοι.  

Του ήρθε στο νου το όνειρο που είχε δει εκείνη τη νύχτα: H Eλένη είχε ανάψει τη φωτιά στο τζάκι να μαγειρέψει και ο Νικόλας δίπλα της, στεκόταν με το τσουκάλι στα χέρια. Την ώρα που έστηνε την πυροστιά, ταρακουνήθηκε η γης, η φωτιά φούντωσε κι οι φλόγες ξεπήδησαν και τους έκαψαν τα χέρια! Ήταν η σειρά του να πεταχτεί τρομαγμένος στον ύπνο του απόψε...

Τους παρατηρούσε τώρα,  καθώς κωπηλατούσε ρυθμικά. Η Ελένη καθόταν στητή απέναντί του, με τις γροθιές της σφιγμένες πάνω στα πόδια της, κοιτώντας μ'εκείνο το φοβισμένο βλέμμα την επιφάνεια της θάλασσας, πότε αριστερά και πότε δεξιά της, ψάχνοντας την αιτία του παραλογισμού της, τις νεράιδες... Ο Νικόλας ήταν κολλημένος δίπλα της και είχε απλώσει το χεράκι του γύρω από τη μέση της, προστατευτικά, σηκώνοντας το κεφαλάκι του που και που, για να την κοιτάξει με μεγάλη έγνοια.
“Το αντράκι μου!” τον καμάρωσε κρυφά ο Θόδωρος! Του είχε στοιχίσει κι εκείνου ακριβά η αρρώστια της Ελένης. Ήταν σα να έχασε τη μάνα του και δεύτερη φορά... Ποιος φθόνησε την ευτυχία του τόσο πολύ;

Από ανάρτηση του Γ. Κοκοπίπη, στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας".


Πλησιάζοντας στην παραλία του Αγίου Μηνά έριξε άγκυρα. Θα περνούσαν τη νύχτα εκεί, πάνω στο πλεούμενο και πριν το χάραμα, θα διέσχιζαν τον Ευβοϊκό ως την παραλία των Βρυσακίων. Μετά, θα ανηφόριζαν πεζή ως την εκκλησία. Ήθελε να είναι εκεί νωρίτερα, πριν μαζευτεί όλος ο κόσμος για το πανηγύρι. Έτσι θα είχε την ευκαιρία να βρει τους ιερείς, πριν την κοσμοσυρροή, να τους μιλήσει για το κακό που τον είχε βρει και να κάνουν μια λειτουργιά για χάρη της γυναίκας του, μια δέηση μήπως γίνει το θαύμα και θεραπευτεί.
.........................

Οι πενήντα νύμφες των νερών μαζεύτηκαν στο βαθύτερο σημείο του πορθμού.
Είχε έρθει η κατάλληλη ώρα! Στο βασίλειό τους, στο μικρό τους παράδεισο, εκείνες έκαναν κουμάντο!Με ενωμένες τις δυνάμεις τους ξεκίνησαν έναν άγριο κυκλικό χορό στα βάθη του Ευρίπου. Οι δύναμη της κίνησής τους μαγνήτισε τον τρελό νοτιά κι αυτός με τη σειρά του έσυρε στο κατόπι του, πυκνά μαύρα σύννεφα στον ουρανό της καστροπολιτείας, κάνοντας τη νύχτα ακόμη πιο σκοτεινή και δυσοίωνη. Η Κυμοδόκη έφτασε ως τη βάρκα, την απαγκίστρωσε από το βυθό και την τράβηξε πιο μέσα. Οι δίνες στροβιλίζονταν στα ακατάστατα νερά και οι ήχοι των κυμάτων που παλεύανε μεταξύ τους, ανταριασμένα από τις δυνατές ριπές των ανέμων, ακούγονταν σαν ιαχές ενός ακήρυχτου πολέμου ανάμεσα στα ανθρώπινα και τα θεία, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.

...........................

Στον ύπνο του ο Θόδωρος δεν πρόλαβε να αντιληφθεί την απότομη αλλαγή της φύσης... Δεν κατάλαβε το λίκνισμα της βάρκας που γινόταν ολοένα και πιο απειλητικό. Τα σκεπάσματα, εκτός από τους τρεις τους, σκέπαζαν και την ανάσα του νοτιά καθώς μετατρεπόταν σε δυνατό βρυχηθμό...
Με την ξαφνική κραυγή της Ελένης τινάχτηκε και σαστισμένος προσπαθούσε να μεταβεί στον κόσμο της πραγματικότητας και να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε! Ο πρότερος έναστρος ουρανός είχε χαθεί, είχε γίνει ένα με το σκοτάδι της νύχτας και τη μαύρη θάλασσα! Η βάρκα του ήταν έρμαιο δυνατών κυμάτων και οι τρεις τους στο έλεος του καιρού και του Θεού! Η Ελένη γονατισμένη ούρλιαζε τραβώντας με τα δυο της χέρια το μόνο φωτεινό σημείο στο σκοτάδι, τα μακριά της μαλλιά. 
Ο Νικόλας φώναξε έντρομος “Πατέρα!” Ο Θόδωρος δεν μπορούσε να τον δει καθαρά!
Τρικυμία! Τρικυμία απρόσμενη στα νερά του Ευρίπου και στην ψυχή του! 

Έκανε μια ενστικτώδικη γρήγορη κίνηση προς το σκοινί που είχε δεμένη την άγκυρα κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένας διαβολικός συνδυασμός κυμάτων αναποδογύρισε τη βάρκα!

- “Έλένηηη!!! Νικόλα!!!”

Η πρώτη βαθειά εισπνοή μόλις αναδύθηκε από το νερό εξέπνευσε στα ονόματα των αγαπημένων του!
Οι σπασμωδικές, υγρές κραυγές τους πνίγονταν στα νερά και το σκοτάδι! Όρμησε με αγωνιώδεις απλωτές προς την κατεύθυνση που τις άκουσε. Διέκρινε το χρυσαφένιο κεφάλι της γυναίκας του και κατάφερε να την αρπάξει από το μπράτσο!

- “Νικόλαααα! Νικόλα!”

Πέρασε το χέρι του λυγισμένο, γύρω από το λαιμό της Ελένης, για να αποφύγει τις πανικόβλητες κινήσεις της που βούλιαζαν και τους δυο τους και με το ελεύθερο χέρι του κολύμπησε κόντρα, αναζητώντας το γιο του!
Εκτός από το μανιασμένο αέρα και το οργισμένο άφρισμα των κυμάτων, δεν άκουγε το παιδί του!

“Χριστέ μου, βόηθα μας!”
Δεν είχε ούτε φωνή, ούτε ανάσα να φωνάξει! Μόνο αυτή τη σκέψη, αυτήν την προσευχή! Ένα δυνατό κύμα τους κουκούλωσε και η ορμή του πρόφτασε να του πάρει την Ελένη μέσα από τα χέρια!

- “Ελένηηηηη!”


Παραδέρνοντας ανάμεσα στην αγριάδα των νερών δεν ήξερε προς τα πού να κάνει!
Μόλις γέμιζε τα πνευμόνια του με αρκετό αέρα φώναζε το παιδί του και τη γυναίκα του! Προσπαθούσε με το βλέμμα να διαπεράσει τη μαυρίλα ολόγυρά του. Καναδυό φορές νόμισε πως είδε τα ξανθά της μαλλιά, μα ήταν μόνο οι αφροί στις κορυφές των φονικών κυμάτων που κάθε τόσο κατάπιναν και τον ίδιο!

Ήταν δεινός κολυμβητής, μα άρχιζε να κουράζεται από την επίπονη προσπάθεια...
Το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης μαζί με τη διάλυση και της τελευταίας του ελπίδας να βρει τους δυο πιο πολύτιμους ανθρώπους της ζωής του και να τους γλιτώσει, τον κράτησαν στην επιφάνεια.
Κάπου στα αριστερά του είδε ένα αμυδρό φωτάκι. Ήταν το προειδοποιητικό ξυλοφάναρο για όσους έπλεαν κοντά στη βραχώδη μύτη της παραλίας του Αγίου Μηνά. Λίγο πιο ψηλα διέκρινε και το δειλό φως από τα καντηλάκια στο εκκλησάκι του Αγίου Μηνά. Κατάφερε να προσανατολιστεί...

Μετά από ώρα βγήκε στην παραλία κατάκοπος και ψυχικά διαλυμένος! Το μονάκριβο παιδί του! Η αγαπημένη του γυναίκα! Χάθηκαν κι οι δυο! Της είχε υποσχεθεί πως θα την προστάτευε και δεν θ'άφηνε να την πειράξει κανείς! Οι τύψεις άρχισαν να τον μαχαιρώνουν αλύπητα! Δεν έπρεπε να κοιμηθούν στη βάρκα! Το λάθος ήταν δικό του! Ένοιωσε να πνίγεται κι ας βρισκόταν στη στεριά! Έπεσε αποκαμωμένος στην άμμο. Τα κύματα που ξεθύμαιναν στην ακτή, σκέπαζαν κάθε τόσο τα πόδια του ειρωνικά, θαρρείς κοροϊδευτικά...

Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε! Το σκοτάδι φαινόταν να αραιώνει... Ήταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση όταν ένοιωσε ένα μουσκεμένο χάδι στο χέρι του. Γύρισε το βρεγμένο κεφάλι ελαφρά και την είδε! Λικνιζόταν ξαπλωμένη στο ρυθμό των παφλασμών της θάλασσας, καθώς οι αφροί φιλούσαν την άμμο. Το λευκό φόρεμά της σα δεύτερο δέρμα διέγραφε το λατρεμένο κορμί. Τα βρεγμένα της μαλλιά, πολύ μακρύτερα, σκούραιναν από τα μπερδεμένα ανάμεσά τους φύκια και τον άγγιζαν παρηγορητικά σε κάθε κίνηση των νερών της αλμυρής μάγισσας. Η θάλασσα που του την πήρε, την απόθεσε δίπλα του... Η δική του νεράιδα, άψυχη, στα πόδια του!
Δεν ήταν οπτασία, δεν ήταν όνειρο, ούτε καν εφιάλτης! Ήταν η πραγματικότητα...

Νοιώθοντας ανήμπορος να συνειδητοποιήσει αυτό που συνέβαινε, γονάτισε και την πήρε στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό της, αταίριαστα με τη δική του ψυχή γαλήνιο, άφηνε μια αδιόρατη υποψία χαμόγελου! Η γλυκειά του Ελένη! Τόσο παγωμένη! Ο νους του, αδυνατούσε να συλλάβει το μέγεθος της απώλειας, την οδύνη της στιγμής.

Ακριβώς τότε, πήρε την πιο βαθειά ανάσα που είχε πάρει ποτέ του! Μια συγκλονιστική κραυγή ξεπήδησε μέσα από τα σωθικά του, κόντρα στον αδυσώπητο άνεμο. Τρυπώντας τον αόρατο θόλο των θνητών, έφτασε ως τις κατοικίες των μυθικών θεοτήτων, ταξίδεψε μέσα από τα σύννεφα κι απλώθηκε στα ουράνια, ίσαμε το Θεό. Μια κραυγή μακρόσυρτη, πιο απελπισμένη κι από εκείνη ενός θηρίου την ώρα που πληγώνεται από θανατηφόρα βέλη...
Άδειασε το κορμί. Σωριάστηκε πάνω στην Ελένη του.
Ένα βουβό αντρίκιο κλάμα, χωρίς φωνή, μα με λυγμούς που τράνταζαν σπαρακτικά το σκληραγωγημένο σώμα, φανέρωσαν την κομματιασμένη του ψυχή και δικαίωσαν τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης...
..............

Η αυγή αδιάφορη ξαναχάραξε τον ουρανό. Οι άνεμοι επιτέλεσαν το έργο που τους ανέθεσαν οι Νύμφες και αποχώρησαν, επιτρέποντας στη θάλασσα να καλμάρει με την επίτευξη του στόχου τους.
Τα νέφη χάθηκαν πριν προλάβουν καν να δακρύσουν... Οι Νηρηίδες, ικανοποιημένες, αποσύρθηκαν στο αγαπημένο τους στενό κάτω από τη γέφυρα της Χαλκίδας, αφήνοντας τους θνητούς της κατοίκους να κάνουν τον απολογισμό του νυχτερινού νεραϊδένιου τους καπρίτσιου.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Η ιστορία της Ελένης βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα ΕΥΒΟΙΑ τον Ιούλιο του 1877.
Ο δεκάχρονος Νικόλας, δε βρέθηκε ποτέ! Ο Θόδωρος κατάφερε να μη χάσει τα δικά του συλλοϊκά, αλλά σπάνια τον άκουγαν να μιλάει από τότε......

Εκτός από τη σύζυγο και το γιο του αλιέα, Θεόδωρου Βούλγαρη, την ίδια νύχτα πνίγηκαν ακόμη δύο άτομα. Ο Σωτήριος Γ. Ρούσος 18 ετών και ο Αθανάσιος Δρυμούσης που καταγόταν από τη Σαλαμίνα, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει από την παραλία των Βρυσακίων με τη βάρκα του πρώτου. Οι σοροί τους, επίσης δεν βρέθηκαν πουθενά.




Από ανάρτηση του Ι. Βενιζέλου, στην ομάδα "Φωτογραφίες Παλιάς Χαλκίδας".


"Στο θρόισμα των ταφτάδων"
Μίνα Βαμβάκου

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ