Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Η Merilyn, η Μαίρη και η άλλη!


Η Merilyn!
Διαχρονικό σύμβολο γυναικείας ομορφιάς με άπλετο sex appeal... Και μόνο που κοιτούσε με το λάγνο βλέμμα της το φακό ή τον συμπρωταγωνιστή της, μισανοίγοντας τα χείλη όλο πρόκληση με μια υποψία χαμόγελου, εκσφενδόνιζε -ή ακόμα εκσφενδονίζει- την αντρική φαντασία στα ύψη, κάνοντας τις κοινές θνητές να χλωμιάζουν από την αδυναμία της παραμικρής έστω σύγκρισης με κάτι απ'όσα κομματάκια τελειότητας διέθετε πάνω της, Εκείνη! Και, μάλιστα, σε μια εποχή που οι επεμβάσεις αισθητικής γυναικών δεν ήταν καν στα σπάργανα...

Η Μαίρη!
Δώρον, άδωρον! Πώς η κακομοίρα, η γυναίκα της διπλανής πόρτας, μπορεί να γίνει σύμβολο ομορφιάς με κανα-δυο κουτσούβελα ανά χείρας και σφουγγαρόπανα ανά πόδας;
Άντε και να έχει το κατιτίς της, μια δουλειά, βρε αδερφέ και να μπορεί να δίνει σε μια άλλη (αλλά πάλι γυναίκα) να της κάνει τις χοντρές δουλειές, κάθε τόσο. Μία από τα ίδια... Κάτι το άγχος ή η υφή της δουλειάς, κάτι το κυνήγι με τους δείκτες του ρολογιού ημερησίως, ίσως και μισο-νυκτίως, κάτι τα ψώνια δεξιά κι αριστερά, κάτι τα χρέη ταξιτζή που εκτελεί για να πηγαινοφέρνει τα παιδιά εδώ κι εκεί, κάτι το εσπευσμένο μαγείρεμα για την επομένη, ε... πάει! Ρυτίδιασε σ'εύλογο χρονικό διάστημα, όσες κρέμες κι αν παστώνεται τα λίγα βράδυα που δεν πέφτει ξερή για ύπνο!
Οι περισσότερες γυναίκες της μικρομεσαίας τάξης (που τείνει να γίνει πλέον μόνο μικρή τάξη) είναι, φίλοι μου, Μαίρες Παναγιωταρές! Και ισχύει το ρηθέν "μεροδούλι-μεροφάι" που το μεδούλι τους ρουφάει κι άντε μετά να λάμψουν ή να βρουν λύση στο πρόβλημα/ρητορικό ερώτημα "πώς κατάντησα έτσι;"
Οπότε, σταυροκοπιέται, μουρμουρίζει στωικά "Δε βαριέσαι... Καλά νάμαστε!" και πάει λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ν'απλώσει τα ρούχα, γκρεμίζοντας τα είδωλα της μεγάλης και της μικρής οθόνης, για χάρη της αυτοεκτίμησης, με τη δικαιολογία "ας είχα κι εγώ λεφτά και θα σου'λεγα"!

Η άλλη!
Εδώ επιβεβαιώνεται ο χρυσούς κανών της οικονομίας: Όταν η γυνή διαθέτει χρήμα, διαθέτει και χρόνο, οπότε γεμίζει την τουαλέτα της με πανάκριβα καλλυντικά όλων των ειδών, για κάθε περίσταση και λεπτό της μέρας, πλακώνεται στα τραβήγματα, στα σπα και ξεσπά για να δείχνει πάντα νέα και ωραία!
Κι ας γίνεται από τις επεμβάσεις, στην κυριολεξία, άλλος άνθρωπος  (για να μην πω μια άλλη λέξη και τη συγχίσω)!
Αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, λες και άλλαξε φυλή (προς Ασία μεριά, ως επί το πλείστον, ή Βόρειο Πόλο) χαμόγελο συγκεκριμένου μήκους επειδή από το τσίτωμα τερμάτισε και δεν πάει παραπέρα, κινητικά και ενδυματολογικά  προβλήματα για να μη φανούν οι ραφές ή μην τυχόν και φάει καμμιά τούμπα. Βλέπετε- μπορεί να δείχνει λίγο μικρότερη, στην ουσία όμως, ΔΕΝ είναι, ούτε έγινε η νέα που ήταν! Είπαμε, άλλος άνθρωπος! Μέχρι και η ξαδέρφη της, όταν την είδε, της είπε: "Ποια είστε εσείς;"

Κι ερχόμαστε στην ερώτηση κρίσεως:
Ποια απ'τις τρεις είναι ευτυχέστερη;

Η πρώτη, εκ των πραγμάτων, όχι...
Η δεύτερη ή η τρίτη;
Και οι δύο επειδή βλέπουν τα καλά μόνο;
Καμμία απ'τις δύο επειδή βλέπουν τα στραβά μόνο;

Και τι στο καλό είναι αυτή η "ευτυχία" τελικά; Ειδικά οι γυναίκες, ξέρουν;

Σκεφτείτε ό,τι θέλετε!
Αλλά, μη μου πείτε!
Φοβάμαι πως κι εσείς κάποιο πρότυπο έχετε κατά νου που σας μπερδεύει...

Μίνα Βαμβάκου

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Μια νύχτα


Τσιγάρο απ' τα χείλη σου
Ανάσα απ' τ' άρωμά σου
Γνωστός που ήμουν άγνωστος
Ήρθα να μου χαρίσεις

Στης μουσικής τα πέλαγα
Στα σύννεφα της μέθης
Η αύρα σου διαπέρασε
τα σκότη του μυαλού μου

Φώτισε βάθη απύθμενα
Στους προβολείς αισχύνη
Νά 'ταν ονείρου αερικό
Ή ευωδιά αλήθειας;

Ήρθα κοντά, περπάτησα
Δίπλα στα βήματά σου
"Ομορφιά μου" ο ψίθυρος
Που έσκυψε μπροστά σου

Μ' άκουσες, το κατάλαβες
Το είδα στη μορφή σου
Μια λάμψη που διέσχισε
Το κέντρο των ματιών σου

Δεν μίλησες, προσπέρασες
Μα ήξερα πως τάραξα
Μ' αυτές τις δύο λέξεις
Τη θλίψη της ψυχής σου

Το βλέμμα σου με άγγιζε
Στον ξέφρενο χορό μου
Σαν πάλευε η αλήθεια μου
Με το δικό σου ψέμμα

Δεν άντεξα, σου μίλησα
Έμαθα τ' όνομά σου
Να κάνω το άυλο υλικό
Να βρω άκρη στο νήμα

Πού 'μπλεξε αναπάντεχα
Αυτή η μοίρα μάγισσα
Σταυρώνοντας αλόγιστα
τους δρόμους μας τη νύχτα

Κι όταν σε χειροφίλησα
Σταμάτησε ο χρόνος
Οι μελωδίες πλήθυναν
Και σκόρπισαν το νου μου

Ήταν η πιο τρελή στιγμή
Ταξίδι σε αιώνες
Κι η πίκρα της επιστροφής
Μ' έστειλε στο παρόν μου

Δεσμοί αόρατοι, κρυφοί
Σε κάναν ψεύτικα ψυχρή
Το αλκοόλ με πείσμωσε
Και θέλησα να μάθω

Τα μυστικά σου ήθελα
Τη γεύση των χειλιών σου
Στ' αποψινό αντάμωμα
Ν' αρπάξω φυλαχτό

Τσιγάρο απ' τα χείλη σου
Τόλμησα και σου πήρα
Και το άρωμά σου θύμηση
Στο χάραμα ένας κήπος

Μια νύχτα ήταν και πέρασε
Κι ας μη σε βρω ποτέ μου
Κρατάω ετούτες τις στιγμές
Τερτίπια της ζωής μου

Τσιγάρο απ' τα χείλη σου
Ανάσα απ' τ' άρωμά σου
Γνωστός που ήμουν άγνωστος
Ήρθα να μου χαρίσεις


Μίνα Βαμβάκου

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Χαμόγελα της μνήμης











Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, η Ηρώ. Καθάριο πρόσωπο, με μεγάλα εκφραστικά σκούρα μάτια, καλογραμμένα χείλη και κατάμαυρα μαλλιά, πιασμένα κότσο. Όταν χαμογελούσε, εξέπεμπε ένα φως που νόμιζες πως σ'αγκάλιαζε ο Θεός!

Στα παιδικά μου μάτια, τότε -θά'μουν δε θά'μουν 5 χρονών- αποτελούσε μια φιγούρα ιδανική, μια γυναίκα-πρότυπο, με εξωτερική ομορφιά και ευγένεια ψυχής. Είναι εκπληκτικό πόσο δυνατή εντύπωση μπορεί να χαράξει ένας άνθρωπος σ' ένα μικρό παιδί -χωρίς να το επιδιώκει, μόνο και μόνο με την παρουσία του! Δεν τη συνάντησα πολλές φορές κι αυτές, όλες κι όλες, ήταν μέσα σε δυο-τρία χρόνια, θαρρώ. Κατάφερε, όμως, να ζωγραφίσει με μοναδικά όμορφο τρόπο το βελούδο της παιδικής μου αντίληψης και να στιγματίσει υπέροχα τις μνήμες μου.

Μεγαλώνοντας, ρωτούσα τους γονείς μου και ζητούσα από τη μητέρα μου να μου μιλήσει για 'κείνην, σπρωγμένη από μιαν απροσδιόριστη νοσταλγία και μια γλυκειά θλίψη για την απουσία της από το συγγενικό περιβάλλον. Συχνά, καταφεύγω στις λιγοστές φωτογραφίες που έχω, κοιτώ το όμορφο πρόσωπό της και το χαρτί τους γίνεται μαγικό χαλί που με ταξιδεύει...

Η Ηρώ είχε σπουδάσει αρχαιολογία και είχε εξαιρετική μουσική παιδεία. Αριστοκρατική, όμορφη και γλυκομίλητη καθώς ήταν, πώς να μην την ερωτευτεί ο Στέλιος! Ανήσυχο, καλλιτεχνικό πνεύμα κι ο ίδιος, με βαθειές ευαισθησίες, έκανε τ'αδύνατα-δυνατά και την παντρεύτηκε.

Η ατμόσφαιρα στο σπίτι τους ήταν ιδιαίτερα ζεστή, με καλόγουστη διακόσμηση και έντονες τις καλλιτεχνικές διαθέσεις και των δυο τους.
Κάποτε, σε μια εκδρομή τους στην εξοχή, είχαν συναντήσει έξω από ένα χωριό μερικά παιδάκια που έπαιζαν ξυπόλητα σ'ένα χωράφι. Η Ηρώ τότε, έκοψε μερικά στάχυα και μέτρησε τις πατουσίτσες τους. Την επόμενη Κυριακή, παρακάλεσε τον Στέλιο να πάνε ξανά εκεί. Βρήκε τα παιδιά και
τους έδωσε τα παπουτσάκια που τους είχε αγοράσει!

Σχεδόν πάντοτε, όμως, σε όλα τα ωραία πράγματα κρύβεται και κάτι άσχημο, λες και είναι αυτό το μυστικό συστατικό που τα κάνει, τελικά, τόσο ωραία και τόσο προκλητικά για να τα κατακτήσεις. Κάτι τέτοιο συνέβαινε κι εδώ. Ο Στέλιος ήξερε από την αρχή την αλήθεια και πήρε συνειδητά την απόφαση να κάνει την Ηρώ γυναίκα του.






Εκείνη έπασχε από κάποια μορφή σχιζοφρένειας και οι γιατροί δεν της επέτρεπαν να κάνει παιδιά...
Εκείνος ήθελε να της προσφέρει όσο περισσότερη χαρά γινόταν μέσα από το γάμο τους, την ίδια που θα ένιωθε κι εκείνος ζώντας στο πλάι της.
Και σ'αυτό τα κατάφεραν! Η αγάπη αρωμάτιζε το σπιτικό τους και την ένιωθα κάθε φορά που βρισκόμουν εκεί.

Και όπως είναι γνωστό, τα πάντα είναι πρόσκαιρα και πολύ περισσότερο η ευτυχία... Ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ, διότι η κατάστασή της υποτροπίασε.
Ο Στέλιος έφυγε για πάντα στο εξωτερικό κι εκείνη επέστρεψε στο πατρικό της.

Μερικά χρόνια αργότερα, η μητέρα της -μετά από ένα τραγικό συμβάν- ξεψύχησε στα χέρια της. Έπειτα από κάτι τέτοιο, δεν ξέρω αν θα υπήρχε θεραπευτική αγωγή ικανή να μπορέσει να συνεφέρει μια ήδη ραγισμένη ψυχούλα. Έτσι, λίγο πιο μετά -μοιραία- έδωσε τέλος στη ζωή της...

Για μένα, παραμένει στο βάθος της καρδιάς μου η εξαίσια μορφή της, έτσι ακριβώς όπως με κοιτάζει μέσα από τις φωτογραφίες που φυλάω, μ'εκείνο το υπέροχο, φωτεινό της χαμόγελο! Είναι η Ηρώ των παιδικών μου χρόνων, που μου έβαζε μαξιλαράκι στο σκαμπό του πιάνου για να φτάνω τα πλήκτρα και μου μάθαινε τις πρώτες μου νότες: ντο-ντο, ρε-ρε, μι-μι, ρε-ρε, ντο-ντο, ρε-ρε, μι-ρε-ντοοο...

Μπορεί σ'αυτό το παραμύθι να μην "έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα", αλλά εκεί ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό των εξοχικών μου δρόμων, ξεπετάγεται κάπου-κάπου ένας άγγελος και μου χαμογελά γλυκά από ένα αστέρι, αυτό που εκείνες τις στιγμές στραφταλίζει περισσότερο απ' όλα
τ'άλλα!

Μίνα Βαμβάκου


Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Αμπελοφιλοσοφίες νυκτός...




Ήταν από εκείνες τις φορές που το μολύβι κοντοστέκεται διστακτικό πάνω στο χαρτί, αρνούμενο να εκτελέσει τις εντολές σου. Ή όταν τα δάχτυλα παγώνουν πάνω στο πληκτρολόγιο και πεισμώνουν, μη θέλοντας να μαρτυρήσουν τις προσταγές της φαντασίας σου, σαν παιδί που σφίγγει τα χέρια σε γροθιές και χτυπά το πόδι αποφασιστικά στο πάτωμα...

Πήρα μια βαθειά εισπνοή, ακούμπησα στη ράχη της καρέκλας κι έκλεισα τα μάτια εκπνέοντας ήρεμα, συγκαταβατικά. 
Ενταξει! Νικήθηκα! Θα γράψω κάτι άλλο! Κάτι που να μη θυμίζει τη σκληράδα της πραγματικότητας και τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Ωραία! 
Δεν τό'χω, αλλά θα το βρω!
Πώς ξεκινάνε; Χμμ... Με μια ωραία εικόνα! 
Μα, βέβαια! Τι καλύτερο από τη φύση! 

Πόσο μου άρεσε τις προάλλες η Λιανή Άμμος με τα μοναδικά της παιχνιδίσματα χρωμάτων στον καμβά της θάλασσας! Πώς το καφέ έφτανε στο βαθύ μπλε, βαδίζοντας κυματιστά μέσα από πράσινες διαβαθμίσεις και κατόπιν φιλούσε το γαλανό τ'ουρανού! Πόσο ζωηρές ήταν οι αποχρώσεις μέσα στην καθαρή ατμόσφαιρα! 

Κι αργότερα, ήταν τα φυλλοβόλα μεγάλα δέντρα του δάσους στο βουνό που με ξάφνιασαν με τη χειμωνιάτικη όψη τους! Μπορεί να ήταν γυμνά, αλλά έχοντας για φόντο στο βάθος, την πλαγιά με τ'αειθαλή σκουροπράσινα αδέρφια τους, η δική τους γυμνή μορφή δέσποζε στην πρώτη σειρά με 
υπέροχα σχήματα σε καφέ πινελιές. Ο στητοί τους κορμοί θαρρούσα πως μου τραγουδούσαν τη χαρά τους για την ευλογία του χειμωνιάτικου ήλιου κι οι κλώνοι τους ακροδάχτυλα που με καλούσαν σε μια ιδιαίτερη γιορτή. Μπορεί να ήταν γυμνά, μα γιόρταζαν τη σιγουριά της άνοιξης που θα 
ακολουθήσει το χειμώνα. Απέπνεαν μια υπόσχεση που έφτασε ως τα μύχια της ψυχής μου σαν ηθικό δίδαγμα για το αέναο κλωθογύρισμα του άσχημου με το ωραίο και τις διαδοχικές εναλλαγές της λύπης με τη χαρά.

Μάλιστα... 
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτές οι εναλλαγές είναι σαν ασανσέρ ένα πράγμα. Πάνω, κάτω και τανάπαλιν. Ή νιώθεις σαν ένα μπαλάκι του τέννις που κάνει γκελ στο πάτωμα και μετά στο ταβάνι και τούμπαλιν! Να σε πιάνει ζαλάδα ώρες-ώρες. Και δυστυχώς, σ'αυτές τις διαδρομές οι ταχύτητες δεν είναι οι ίδιες. Δυστυχώς -λες και το κάνουν επίτηδες για να μας τη σπάσουν- όταν είσαι στα κάτω σου, μένουν στην πρώτη και όταν είσαι στα ψηλά, επιταχύνουν σα φρενιασμένες, οι άτιμες! Τι κρίμα να μην έχει εφευρεθεί ένα τηλεχειριστήριο να τις ρυθμίζουμε εμείς, κατά βούληση! Να περνάνε γρήγορα τ'άσχημα και να κρατάνε περισσότερο τα όμορφα...
Να έχει μόνο δύο κουμπάκια μαγικά, ένα για φρένο κι ένα για γκάζι. Και να έχει και ένα pause φυσικά, σα χειρόφρενο για να παγώνουμε το χρόνο γύρω μας, ώστε να απολαμβάνουμε ακόμη περισσότερο τις ωραίες στιγμές. Μη μου πείτε ότι δεν θα 
σας άρεσε!

Αλλά ξέρω γιατί δεν έγιναν προσπάθειες να εφευρεθεί ένα τέτοιο μαραφέτι! Γιατί νομίζετε, έ; Επειδή πολύ απλά, το θέμα γίνεται άκρως περίπλοκο όταν η ίδια κατάσταση τυχαίνει να επηρεάζει διαφορετικά δύο εμπλεκόμενους ανθρώπους. Αν για τον εναν ήταν όμορφες οι στιγμές και 
πατούσε το slow down (τη χαμηλότερη δυνατή ταχύτητα) και για τον άλλον ήταν από πληκτικές έως χάλια και πατούσε το fast forward (την υψηλότερη ταχύτητα για να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα), τι θα γινόταν, μου λέτε; Να σας πω εγώ. Της Τροίας θα γινόταν! Ο χρόνος δεν θα κυλούσε ομαλά! Σε μπλέντερ θ'ανακατευόταν! 
Οπότε, μάλλον καλύτερα που δεν έχουμε τέτοιο γκάτζετ. Ετούτο εν σοφία δεν εποίησεν τις! Κι ας βράζουμε στο ζουμί μας εμείς, ο καθένας στην κατσαρόλα του, εννοείται... 

Αν χαμογελάσατε λιγάκι, χαίρομαι! Κλείνω το καπάκι μου και σας εύχομαι καλή δύναμη για τη συνέχεια! Μην το βάζετε κάτω, λοιπόν! Βάλτε το πάνω! 



Μίνα Βαμβάκου