Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Ο Τύμβος του Σαλγανέα



[...] οἱ μὲν τὸν τοῦ Σαλγανέως τάφον πρὸς τῷ Εὐρίπῳ τῷ Χαλκιδικῷ τοῦ σφαγέντος ὑπὸ τῶν Περσῶν ὡς καθοδηγήσαντος φαύλως ἀπὸ Μαλιέων ἐπὶ τὸν εὔριπον τὸν στόλον· 

(Στράβων, Γεωγραφία, Βιβλίο Α', κεφ. 1.17)


Θυμάμαι πώς ένοιωσα όταν τον εντόπισα... Απαίσια!
Με σωρούς σκουπιδιών δίπλα από τους ξέχειλους κάδους απορριμμάτων στη βάση του, στον κεντρικό δρόμο, "φαγωμένος" από μπροστά, προφανώς για τις ανάγκες της οδοποιϊας και απ'τα πλάγια για τις ανάγκες ανέγερσης σπιτιών και οριοθέτησης οικοπέδων δίπλα του, ο Τύμβος του Σαλγανέα δε φανέρωνε με τίποτα την εξαιρετική του ιστορία...
Η σκέψη πως σχεδόν κάθε γωνιά της ελληνικής γης έχει να επιδείξει σημαντικό παρελθόν και πως πολλά αξιόλογα μνημεία έχουν διαλυθεί ή "καλυφθεί", δεν κατάφερε να με κάνει να νοιώσω καλύτερα.





Βγαίνοντας από το χωριό Δροσιά (Χάλια) και με κατεύθυνση προς τα Λουκίσια, αμέσως μετά το λιμανάκι με τις βάρκες, ορθώνεται -στα αριστερά σου- ακριβώς μπροστά στη θάλασσα, στους πρόποδες του Μεσσάπιου όρους, (Κτυπά) ένας χωμάτινος όγκος, παράταιρος στην ισάδα του τοπίου.
Πρόκειται λοιπόν για έναν τάφο; Έναν Τύμβο του 5ου αι.π.Χ. που "θάφτηκε" ή αμφισβητήθηκε επειδή επρόκειτο για τον τιμητικό τάφο ενός προδότη;

Σύμφωνα με τις αναφορές του Στράβωνα, οι τιμές μετά τον άδικο θάνατό του, αποδόθηκαν στο Βοιωτό Σαλγανέα από τους Πέρσες...

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή!




Μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών, το καλοκαίρι του 480 π.Χ. ο περσικός στόλος διέπλευσε την Ευβοϊκή θάλασσα από το Μαλιακό κόλπο, με πλοηγό το Σαλγανέα.
Καθώς πλησίαζαν στη χερσόνησο της σημερινής Δροσιάς, η οποία "κρύβει" τον πορθμό του Ευρίπου στη Χαλκίδα από το οπτικό πεδίο, θεώρησαν πως είχαν παγιδευτεί.
Τότε, ο Πέρσης Ναύαρχος Μεγαβάτης έσφαξε το Σαλγανέα πεπεισμένος πως τους είχε εξαπατήσει.
Όταν όμως πέρασαν τη χερσόνησο και είδαν τον πορθμό, συνειδητοποίησαν το σφάλμα τους.



Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης διέταξε να ταφεί ο αδικοσκοτωμένος Σαλγανέας και να κατασκευαστεί Τύμβος προς τιμήν του.

Ο Στράβωνας αναφέρει:

 «…πλησίον δ’ ἐστὶν ἐφ’ ὕψους κείμενον χωρίον Σαλγανεύς, ἐπώνυμον τοῦ ταφέντος ἐπ’ αὐτῷ Σαλγανέως ἀνδρὸς Βοιωτίου, καθηγησαμένου τοῖς Πέρσαις εἰσπλέουσιν εἰς τὸν διάπλουν τοῦτον ἐκ τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου, ὅν φασιν ἀναιρεθῆναι πρὶν ἢ τῷ Εὐρίπῳ συνάπτειν ὑπὸ τοῦ ναυάρχου Μεγαβάτου νομισθέντα κακοῦργον, ὡς ἐξ ἀπάτης ἐμβαλόντα τὸν στόλον εἰς τυφλὸν τῆς θαλάττης στενωπόν· αἰσθόμενον δὲ τὸν βάρβαρον τὴν περὶ αὐτὸν ἀπάτην μεταγνῶναί τε καὶ ταφῆς ἀξιῶσαι τὸν ἀναιτίως ἀποθανόντα.»
(Γεωγραφία, Βιβλίο Θ', 2.10)




Ο Τύμβος του Σαλγανέα, είναι σίγουρα ένας τεχνητός λόφος και οι ντόπιοι τον ονομάζουν «Σωρό» (ίσως από την ποσότητα του χώματος που απαιτήθηκε για να κατασκευαστεί) ή επίσης, «Τσούμπα του Σωρού».
Η λέξη «Τσούμπα» αναφέρει η Βικιπαίδεια, αποτελεί παραφθορά της λέξης «Τύμβος».
Διαβάζοντάς το, αναρωτήθηκα,  εάν η προφορική ονομασία θα μπορούσε να γραφτεί «Τσούμπα της Σορού», οπότε θα ήταν παραφθορά του «Τύμβος του λειψάνου» ή «Τύμβος του φέρετρου» σύμφωνα με την αρχική αρχαϊκή σημασία της λέξης .
Επιπλέον, αναφέρεται από το Στράβωνα και η ύπαρξη οικισμού στην ίδια περιοχή,  που ονομάστηκε Σαλγανεύς από τη δημιουργία του Τύμβου.



Η παράδοση θέλει τον τάφο του Σαλγανέα στο συγκεκριμένο σημείο και η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως κτίσματα στην περιοχή, που χρονολογούνται μέχρι τους μυκηναϊκούς χρόνους.
Πολλές φορές  περνώντας δίπλα από τον Τύμβο αισθανόμουν θλίψη που πάρα πολλοί δεν γνωρίζουν την ύπαρξή του, που δεν υπάρχει τίποτα, ούτε μια ενημερωτική ταμπέλα για το τι ακριβώς είναι αυτός ο περίεργος λόφος με το παράξενο σχήμα.



Κάνοντας το γύρο του Τύμβου, διαπιστώνει ο επισκέπτης ότι και στην  πίσω πλευρά δεν υπάρχει δίοδος από σπίτια και φραγμένες καλλιέργειες. Πόσο κρίμα αλήθεια!
Ένα σημείο –αξιοθέατο, περικλεισμένο ολόγυρα από ιδιοκτησίες, σα φυλακισμένο -αιώνια καταδίκη στον προδότη θαρρείς- με μόνα ελεύθερα τα σπαρτά του να υψώνονται με πλάγια φορά, από την ώθηση των ανέμων της θάλασσας.
Στο μπροστινό μέρος, ξεμυτίζουν τμήματα λιθοδομής στο επάνω σκαμμένο χώμα και η επίπεδη επιφάνεια της κορυφής εξάπτει τη φαντασία.





Ο Τύμβος του Σαλγανέα, δυστυχώς,  παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό σήμερα.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που ο δρόμος σας θα σας φέρει προς τα εκεί, σταθείτε στο λιμανάκι και εντοπίστε τον Τύμβο, έχοντας στο μυαλό σας όλα τα παραπάνω. Του αξίζει να βγει από την αφάνεια.
Θα μπορούσε, κάλλιστα, να είχε φυλαχθεί και μια δίοδος, ένα δρομάκι  απ’όπου, εκτός από εμάς,  θα μπορούσαν και τα παιδιά των σχολείων να έρχονται εδώ, να ανεβαίνουν στον Τύμβο, να μαθαίνουν την ιστορία τη δική του και  της περιοχής αυτής, να γνωρίζουν και να εκτιμούν περισσότερο τον τόπο μας.

Μίνα Βαμβάκου



Φωτογραφίες: Αντώνης Χατζηαποστόλου



Πηγές:
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΙΑ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΚΙΔΕΩΝ

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Aσημίνα



Ψηλή και σχετικά πολύ λεπτή για την προχωρημένη αλλά απροσδιόριστη ηλικία της, η Ασημίνα περνούσε δίπλα σου και σ’έκανε να αναρωτηθείς αν ήταν άνθρωπος ή άγγελος που βρέθηκε στη γη κατά λάθος.
Εξέφραζε την τελειότητα στα παιδικά μου μάτια εκείνη την εποχή και πραγματικά η μορφή της αντιστεκόταν στη σκληράδα της καθημερινότητας και το μονότονο κύλισμα του χρόνου!

Οι αργές της, ήρεμες κινήσεις, ο ανάλαφρος βηματισμός της, το λεπτό άρωμα που σκορπούσε διακριτικά ολόγυρα και η πάντα προσεγμένη της εμφάνιση ως την παραμικρή λεπτομέρεια, σε έκαναν να σκεφτείς πως κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι νεράιδες…
Όχι, δεν ήταν όμορφη με την κοινή έννοια! Η μύτη της ήταν μεγάλη, οι ρυτίδες είχαν αρχίσει να σκιάζουν τη φυσιογνωμία της, αλλά όλα αυτά περνούσαν απαρατήρητα, καθώς υποκλίνονταν στα καλλίγραμμα, πάντα βαμμένα χείλη και σ’εκείνα τα πελώρια, πανέμορφα μάτια κάτω από τα γραμμωτά τόξα των φρυδιών της!
Τι μάτια, θεέ μου! Πάντα άψογα βαμμένα! 



Στ’αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, δε θυμάμαι το χρώμα τους! Σκούρα ήταν θαρρώ…
Όμως θυμάμαι, σα να το βλέπω τώρα δα, εκείνο το βλέμμα τους το νεραϊδένιο! Ένα βλέμμα που όταν σε κοίταζε γινόσουν το κέντρο όλου του κόσμου, ενώ μια πρωτόγνωρη θαλπωρή σε τύλιγε και σε πότιζε αγάπη…

Κι όταν κάποιες στιγμές ξεμάκραινε εγώ συνέχιζα να το παρακολουθώ σιωπηλά, έτσι όπως διαπερνούσε τοίχους, περνούσε μέσα από αντικείμενα, μορφές και σχήματα…
Πόσο ήθελα εκείνες τις στιγμές, να ήμουν μέσα στα μάτια της και να βλέπω τα οράματά της!

Ήταν οι στιγμές των αναστεναγμών…
Λεπτεπίλεπτες εισπνοές κι εκπνοές-ψίθυροι, τόσο λυτρωτικοί, σα να εισέπνεε κάθε τι αρνητικό από την ατμόσφαιρα και το μετάλλαζε σε νοσταλγική γλύκα με την ανάσα της! 
Λες και ήταν μια μυστηριακή τελετή κατά την οποία βύθιζε την ψυχή της σε θετική ενέργεια κι έσβηνε από πάνω της κάθε χαραγματιά πόνου από το παρελθόν!

Κι όταν στρεφόταν πάλι προς το μέρος μου, με το χαμόγελό της με παράσερνε σε ηλιόλουστα λιβάδια και μοσχοβολιές.

Έπειτα, ήταν και η φωνή της! 
Εκείνη η βελούδινη μελωδία που σε κανένα πεντάγραμμο δεν θα μπορούσε να καταγραφεί! 
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό αγγελικό, χωρίς καμμία οξύτητα ή ίχνος σκληράδας.  
Ήταν η γλυκολαλιά της ένα  κελαρυστό τραγούδισμα που σ’έκανε να το αποζητάς έντονα τις στιγμές που σιωπούσε…

Η νονά μου, πρώτη ξαδέρφη του μπαμπά μου, γεννήθηκε στη Μικρά Ασία και ορφάνεψε σε πολύ μικρή ηλικία. Για να γλιτώσει το μένος του πολέμου και της καταστροφής του ΄22, κατέφυγε στους παππούδες της στην Αίγυπτο κι έπειτα ήρθε στην Αθήνα να βρει τους υπόλοιπους πρόσφυγες συγγενείς.
Αργότερα παντρεύτηκε, μετανάστευσαν για κάποια χρόνια στον Καναδά, αλλά  επέστρεψαν στην Αθήνα. 
Μετακόμισαν κι εκείνοι γύρω στο ΄70 στη Χαλκίδα και η Ασημίνα ήταν από τις πρώτες – αν όχι η πρώτη γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, που κυκλοφορούσε με παντελόνι στον Καράμπαμπα! 
Απέπνεε έναν ξεχωριστό αέρα κομψότητας και φινέτσας για τα δεδομένα μιας απόμερης συνοικίας, μιας μικρής επαρχιακής πόλης και απέκλειε κάθε διάθεση για αρνητικό σχόλιο,  αποσπώντας αντίθετα, ένα κράμα αποδοχής, θαυμασμού και σεβασμού απ’όλους.

Δεν είχε την τύχη ν’αποκτήσει παιδιά.
Όμως, θαρρείς πως ακόμα κι αυτό το γεγονός συνέβαλε θετικά στην ιδιαίτερα γοητευτική της προσωπικότητα και παρουσία, εκμηδενίζοντας κάθε αίσθημα αδικίας.
Την επισκεπτόμουν καθημερινά τα καλοκαιρινά πρωινά που δεν είχα σχολείο και απολάμβανα ψήγματα μαγείας, ομορφιάς και μια άλλη διάσταση! Ένα χωροχρόνο μοναδικό! Κάθε γωνιά κι ένα ταξίδι ονειρικό, μέσα από μπιμπελό και ενθύμια από τις γωνιές των τριών ηπείρων που είχε ζήσει, τοποθετημένα με τάξη και αρμονία.

Στη μικρή της κουζίνα, την παρακολουθούσα να ελέγχει και αν χρειαζόταν, να διορθώνει προσεκτικά το μακιγιάζ της στο κρεμαστό καθρεφτάκι πάνω από τη βρύση. Ναι! Υπήρχαν καθρέφτες σε πολλά σημεία, όχι από ναρκισσισμό, διάθεση για αυτο-επιβεβαίωση ή θαυμασμό,αλλά από επιθυμία να διατηρεί ανά πάσα στιγμή προσεγμένη την εμφάνισή της.

Την έβλεπα όση ώρα έφτιαχνε το καφεδάκι μας κι αυτό ως μέρος μιας τελετουργικής διαδρομής…
Λέω «καφεδάκι μας», διότι παρ’όλο που ήμουν πολύ μικρή πάντα έβαζε και σ’εμένα λίγο, για να βουτήξω τα κουλουράκια της, καθισμένη μαζί της, σ’εκείνο το μικρό τραπέζι κουζίνας για δύο με το χαρούμενο τραπεζομάντηλο.
Συχνά, σταματούσε να μου μιλάει και απευθυνόταν στα φασαριόζικα  παπαγαλάκια της, ένα πράσινοκίτρινο κι ένα γαλάζιο, στο κλουβί που κρεμόταν δίπλα στην ξύλινη βιτρίνα-πιατοθήκη με τα alka seltzer σε πρώτη ζήτηση, στο κάτω ραφάκι.

Σε κάθε αλλαγή εποχής και σε κάθε εορταστική περίοδο, ανανέωνε ανάλογα τη διακόσμηση και φυσικά, δεν έχανα την ευκαιρία να πετάγομαι να δω τις αλλαγές, ειδικά τα Χριστούγεννα!
Δεκαετία των ΄70s και τοποθετούσε στα τζάμια νάυλον διαφάνειες με παραστάσεις των Χριστουγέννων, σε στυλ βιτρό. Ο ήλιος συνηγορούσε, περνώντας από μέσα τους και μετέτρεπε το δωμάτιο σ΄ένα γιορτινό καλειδοσκόπιο σκορπίζοντας μωβ, ροζ, τυρκουάζ, πράσινες, βυσσινιές και χρυσαφένιες πινελιές μέχρι τον απέναντι τοίχο!  
Από την τραπεζαρία και τα μικρότερα τραπεζάκια του σαλονιού, σε σωστές αποστάσεις, ξεπετάγονταν πράσινες εορταστικές τούφες από φακές φυτεμένες μέρες πριν, σε βαμβάκι μέσα σε τασάκια και πιατάκια!


Αμέτρητες οι εικόνες που συνέθεσαν έναν υπέροχο πίνακα στον καμβά της παιδικής μου ηλικίας…

Όλα ανέδιδαν την προσωπικότητά της μέσα σ'εκείνο το φροντισμένο σπιτάκι.

Μια προσωπικότητα διακριτική κι ευγενική, μιας γυναίκας γλυκύτατης, που δεν κρατούσε πικρίες για τα άσχημα που είχε υπομείνει στωικά στη ζωή της. 
Μια αιθέρια ύπαρξη που η αθωότητά της κατάφερε να δώσει μια άλλη διάσταση στον όρο "ανωτερότητα" και έτσι διατήρησε την παιδικότητα στην ψυχή της μέχρι τα βαθειά της γεράματα!


Η Ασημίνα έζησε τα τελευταία της χρόνια στην Αθήνα μαζί με το σύζυγό της ως το τέλος και έφυγε υπερπλήρης ημερών. 

Κατάφερε στο ανάλαφρο πέρασμά της από ετούτη τη ζωή, ν’αφήσει βαρύτιμο ίχνος ζωής μιας εξαιρετικής και ενάρετης γυναίκας στις μνήμες και τις καρδιές των ανθρώπων που τη γνώρισαν! 

Για μένα ήταν και θα είναι για πάντα η νεραϊδονονά μου...

Μίνα Βαμβάκου