Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Η άκρη του νήματος



 
21 Δεκεμβρίου 2007, κάπου στην Εύβοια.
Ώρα 16:15

Τάχυνε το βήμα της στον ανηφορικό δρόμο. Ξεχάστηκε με την κουβέντα στο σπίτι της κυρα-Λένης και η ώρα πέρασε. Έπρεπε να βιαστεί για να μην τη βρει το σκοτάδι όταν θα τέλειωνε από το νεκροταφείο.
21 Δεκεμβρίου και σαν σήμερα, ένα χρόνο πριν, είχε χάσει και το τελευταίο μέλος της οικογένειάς της, τον πατέρα της...
Η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου και το σκοτάδι της είχε μπηχτεί βαθειά στην ψυχή της, κόβοντάς της και την τελευταία ρίζα που την ένωνε με το ίδιο της το παρελθόν! Ένοιωθε πως ο χαμός του, αναιρούσε κι αυτήν ακόμα την ίδια της την ύπαρξη! Σα να ματαιωνόταν κάθε αιτία κι αφορμή για τη δική της παρουσία σ'αυτόν τον κόσμο...

Ποια κακιά Μοίρα την καταράστηκε πάνω από την κούνια της, σα γεννήθηκε;
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την τελευταία τάξη του Λυκείου όταν η συμφορά χτύπησε την πόρτα τους.
Ο αδελφός της, ο Λάμπρος, 27 χρονών παλλικάρι, έχασε τη ζωή του σε τροχαίο, επιστρέφοντας από τη δουλειά! Κι έτσι άρχισε η κατρακύλα. Η μάνα της δεν μπόρεσε να συνέλθει από τότε. Γιατροί, φάρμακα, νοσοκομεία, σε μια άνιση μάχη να κρατήσουν τα λογικά της χαροκαμένης μάνας, ανάγκασαν τη Γιωργία να εγκαταλείψει το σχολείο και να επωμιστεί τη φροντίδα της.



Ο πατέρας, έθαψε τον πόνο στο κέντρο της ψυχής του και έγινε το ζύγι για να ισορροπήσει την απότομη και άδικη μεταστροφή της ζωής τους... Μα αυτή του η προσπάθεια τον γέρασε πριν την ώρα του και η Γιωργία τα τελευταία δέκα χρόνια τους έτρεχε και τους δυο, τους φρόντιζε και τους δυο αγόγγυστα. Τους δύο τελευταίους μήνες πριν φύγει η μάνα της για το μεγάλο ταξίδι, είχε ταλαιπωρηθεί απίστευτα καθώς πηγαινοερχόταν από το ένα νοσοκομείο στο άλλο!
Εικοσιτέσσερα χρόνια δρόμος σπαρμένος με θλίψη, νοτισμένος από τη μυρωδιά του αντισηπτικού των νοσοκομείων, κι εκείνη να τρέχει χωρίς διακοπή, χωρίς ανάσα...


  Για σχέσεις ούτε λόγος!
Θες η κλειστή κοινωνία του χωριού, θες η εμφάνισή της που δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο και την καθιστούσε επιεικώς εμφανίσιμη, θες η παντελής έλλειψη ελεύθερου χρόνου, ποιος ξέρει... Οπωσδήποτε ήταν το μόνο που δεν την είχε απασχολήσει. Ίσως επειδή η γυναικεία της φύση είχε θαφτεί στον πάγο του κυκεώνα των περιστάσεων. Άνθρωποι περνούσαν από δίπλα της, σε δρόμους, σε λεωφορεία σε κλινικές, τόσο αδιάφορα, λες και ήταν όλοι άχρωμοι, λες και όλοι φορούσαν άσπρες μπλούζες...
Έτσι, όταν λίγους μήνες μετά τη μάνα, ξεκίνησε κι ο πατέρας της για το μεγάλο ταξίδι, βρέθηκε όχι απλά μόνη, αλλά τελείως ξεκρέμαστη, σαν ξεχαρβαλωμένο καλώδιο στον τοίχο εγκαταλελειμμένου σπιτιού! Χωρίς παρελθόν, χωρίς συγγενείς, χωρίς εγώ...

Τα μνήματα ήταν δίπλα-δίπλα... Και πέντ' έξι μέτρα πιο κει, στο μαντρότοιχοτο κάτω από το ψηλό κυπαρίσσι, η μαρμάρινη οστεοθήκη με την ελαφρά ξεθωριασμένη φωτογραφία του αδελφού της. Έπρεπε να την ανανεώσει! Τη στενοχωρούσε που το πρόσωπο του Λάμπρου ερχόταν θαμπό και στο νου της από τις παιδικές και εφηβικές της μνήμες. Γιαυτό, τα βράδυα πριν πέσει αποκαμωμένη για ύπνο, ένοιωθε έντονα την ανάγκη να ξεφυλλίσει τα δύο άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες για να διώξει αυτή τη μισητή θαμπάδα που την απομάκρυνε από τη θύμησή του. Ήθελε να δει καθαρά το πρόσωπο του αδελφού της να της χαμογελάει, να την αγκαλιάζει, παιδάκι να την κρατά μωρό στην αγκαλιά του με δέος, να τον βλέπει να χορεύει σε γιορτινές στιγμές, να γελάει...
Ο πολυαγαπημένος της αδελφός που δεν πρόλαβε να θρηνήσει!
Κι έπειτα έβλεπε μέσα στα άλμπουμ τη μάνα της να την κοιτάζει χαμογελαστή και όμορφη κι έτσι ακριβώς πίεζε τα φύλλα του νου και της καρδιάς της να την κρατήσουν μέσα τους...


Τράβηξε τη ματιά της από την οστεοθήκη και με μηχανικές κινήσεις άρχισε να καθαρίζει τους δύο τάφους. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν! Για εκείνη μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Μαζί με τόσα άλλα, είχε χάσει και το νόημα των εορτών. Η γειτόνισσά της, η κυρα-Λένη, που της παραστεκόταν από την αρχή την κάλεσε να κάνει όλες τις γιορτές μαζί τους, αφού η κόρη της είχε το μωρό και δεν μπορούσαν να έρθουν από την Αθήνα. Της είπε κι απόψε πως έπρεπε να “ξυπνήσει” επιτέλους και να κοιτάξει τον εαυτό της! Να βρει μια δουλειά και να φύγει από το χωριό!


Ό,τι είχε και δεν είχε στα σαραντα-δύο της πια, ήταν το μικρό σπιτάκι στο χωριό και κάποια χρήματα στην άκρη -όχι πολλά- μια υποτυπώδης προίκα από τους γονείς της, που τα ροκάνιζε τον τελευταίο χρόνο. Μέσα στο ψυχολογικό τέλμα που τη μάστιζε, ασυνείδητα αγωνιζόταν να ορθώσει μιαν υπόσταση, να δει τον άνθρωπο που έκλεινε μέσα του το σώμα της και δεν είχε προλάβει να τον γνωρίσει αφού δεν είχε ασχοληθεί ποτέ μαζί του! Για πόσον καιρό ακόμα θα είχε αυτή την πολυτέλεια να ψάχνει να βρει τον εαυτό της πριν τελειώσουν τα χρήματα, δεν ήξερε.
Και κάθε φορά που της μιλούσε η κυρα-Λένη και την ορμήνευε σα μάνα, όσο κι αν παραδεχόταν ότι η γυναίκα είχε δίκιο, πώς έτσι έπρεπε να πράξει, άλλο τόσο ένοιωθε άβουλη και συνέχιζε να αιωρείται σαν άυλο πλάσμα, ανίκανο να αντιδράσει...
Χαμήλωνε το κεφάλι κι έφευγε. Η οικογένειά της ήταν κλεισμένη σε μάρμαρα και μόνο σε φωτογραφίες και πιστοποιητικά μπορούσε να την αγγίξει!
Δεν είχε λόγο, δεν είχε σκοπό, ούτε κίνητρο... Δεν είχε τίποτα, αισθανόταν πως ήταν ένα τίποτα!


Όταν μεγαλώνεις απότομα από τη μια στιγμή στην άλλη, όταν μια ζωή τρέχεις για τους άλλους και δεν προλαβαίνεις να αντιληφθείς το γοργό κύλισμα του χρόνου, δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσεις τι έχασες, τι δεν έζησες, τι δε χάρηκες, ή τι θέλεις. Διότι το χειρότερο απ'όλα είναι πως δεν μπορείς καν να καταλάβεις ποιος στο καλό είσαι! Όπως όταν την ώρα που ξυπνάς μερικές φορές, δεν αναγνωρίζεις πού βρίσκεσαι ή τι ώρα της μέρας είναι. Και το πέρασμα στη συνειδητή γνώση μπορεί να σου πάρει καιρό και είναι σχεδόν πάντα οδυνηρό για τον κόσμο σου της λογικής και του συναισθήματος...


Κι η Γιωργία, μέσα από τις φωτογραφίες, τα αντικείμενα και τα έγγραφα μέσα στο σπίτι, προσπαθούσε να βρει την άκρη από το νήμα που θα τη στέριωνε στο σήμερα και το υλικό που θα γέμιζε το κενό από την απουσία του εαυτού της στο παρελθόν ως την απουσία των δικών της στο παρόν.



Ο ήλιος έδυσε κρυμμένος πίσω από κάτι σύννεφα γκρι-ροζ και το σκοτάδι σε λίγο θ'απλωνόταν παντού πιασμένο χέρι-χέρι με την υγρασία και το κρύο! Ώρα να φύγει!
 Ήθελε 10 λεπτά περπάτημα.

Έσφιξε το λαστιχάκι που κρατούσε ψηλά τα μακριά της μαύρα μαλλιά και κούμπωσε το μαύρο μπουφάν ως απάνω. Με τα χέρια στις τσέπες, η ψηλόλιγνη φιγούρα της, κατάμαυρο στίγμα στο γκρίζο άκρο της νύχτας, φάνταζε εξωπραγματική...
Ώρα 17:10
Κοίταξε το ρολόι της. 

Τα φώτα του αυτοκινήτου που έστριψε στη διασταύρωση με τον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό, έπεσαν πάνω της και την ξάφνιασαν. Ενστικτωδώς, σήκωσε το χέρι να προστατέψει τα μάτια της.
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή νόμισε πως τους είδε! Μια στιγμή παράξενη, μετέωρη σ'ένα μούδιασμα που ένοιωσε πως τη χρωμάτισε με ευωδιές και ζεστασιά! Σα να έσμιξε με τους δικούς της, μετά από κάποιο ταξίδι, σ'ένα αγκάλιασμα λυτρωτικό, σφιχτό και τρυφερό συνάμα! Στο φως των προβολέων νόμισε ότι τους είδε και τους τρεις χαμογελαστούς, ν'ανοίγουν τα χέρια τους να την υποδεχτούν! Βλέπει κανείς όνειρα ξύπνιος;

Το αυτοκίνητο φρενάρισε και η κοπέλα προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Προφανώς ήταν επηρεασμένη από την επίσκεψή της στο νεκροταφείο.

-Γεια σου Γιωργία! Τι κάνεις; της φώναξε ο οδηγός από το κατεβασμένο τζάμι.
-Καλά, Γιάννη! Η Αμαλία; Το μωρό;
-Μια χαρά είναι! Πάω να απαγάγω την πεθερά μου εκτάκτως για δυο μέρες επειδή τη χρειάζεται η Αμαλία. Θα χαρεί με την έκπληξη! Είχε πει πόσο ήθελε να ξαναδεί το μωρό! απάντησε χαρούμενα ο νέος άντρας. Θέλεις να σε πάω σπίτι; Απέναντι μένεις.
-Νά'σαι καλά, Γιάννη. Προτιμώ να περπατήσω, ευχαριστώ! Δεν είναι μακριά έτσι κι αλλιώς.
-Ναι, σωστά! Χαμογέλασε ο Γιάννης. Χάρηκα που σε είδα! Καλές Γιορτές!
-Επίσης, Γιάννη μου! Τα φιλιά μου στην Αμαλία και τη μπέμπα!

Το αυτοκίνητο συνέχισε την πορεία του προς το χωριό, το ίδιο και η Γιωργία, που ούτε καν πρόσεξε ότι υπήρχε ένα ακόμη άτομο στη θέση του συνοδηγού. Ο Κλέαρχος!

-Ποια ήταν η κοπέλα; ρώτησε ο Κλέαρχος το Γιάννη μόλις το αυτοκίνητο ξεκίνησε ξανά.
-Η Γιωργία; Ααα! Μεγάλη ιστορία! Θα στην πει η πεθερά μου όταν θα επιστρέφουμε στην Αθήνα αργότερα! Εξαιρετική κοπέλα, αλλά άτυχη...

21 Δεκεμβρίου 2008, Λονδίνο.
Ώρα 17:10
Κοίταξε το ρολόι της.

Κλικ του μυαλού στο χρόνο και το χώρο!
Κοίταξε γύρω της...

Στο τεράστιο τζάκι έκαιγε μια φλόγα ζωηρή και γιορτινή! Η διακόσμηση απέπνεε αριστοτεχνικά το πνεύμα των Χριστουγέννων. Στη λευκή μπερζιέρα δεξιά, η ίδια χωρίς να το γνωρίζει, συναγωνιζόταν σε λάμψη τη φωτιά. Στην αγκαλιά της, η Γιωργία, κρατούσε τον μόλις δύο μηνών γιό της, που πριν λίγο είχε αποκοιμηθεί. Όταν γεννήθηκε ζήτησε από τον άντρα της να τον ονομάσουν Λάμπρο και ο Κλέαρχος συμφώνησε αμέσως. Δεν της χαλούσε χατήρι!
Έστρεψε το βλέμμα της στον άντρα της. Είχε κι εκείνος αποκοιμηθεί στον καναπέ με τα τεράστια μαξιλάρια απέναντί της και το πρόσωπό του αντανακλούσε γαλήνη και φως. Η Γιωργία τον κοίταξε και χαμογέλασε με τρυφερότητα.
Αν τη ρωτούσε κάποιος εκείνη τη στιγμή τι είναι ευτυχία, θα έλεγε σαφέστατα:
“Ό,τι βλέπετε και ό,τι νοιώθω”!

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα! Ακόμη μια απότομη μεταστροφή στη ζωή της Γιωργίας, αλλά αυτή τη φορά την αποζημίωσε με το παραπάνω σα να αναγνώρισε η Μοίρα την αδικία που είχε διαπράξει στο κορίτσι αυτό, όταν της στέρησε τα νειάτα. Και της έστειλε την άκρη του νήματος που έψαχνε να βρει για να ενώσει το παρελθόν με το παρόν της και να αρχίσει να μαθαίνει τον εαυτό της...

Υ.Γ.
Η ιστορία αυτή δεν είναι ένα ρομαντικό μυθιστόρημα με χάπυ έντ, αλλά  μια αληθινή ιστορία, ελαφρά τροποποιημένη, σε άλλους καιρούς και άλλους τόπους.
Είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που η τύχη παίζει τόσο ακραία με τη ζωή ενός ανθρώπου. 
Μα, ευτυχώς, ετούτη με κακή αρχή μεν, αλλά καλό τέλος.

Μίνα Βαμβάκου



Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Από καιρούς αλλοτινούς...




Στ'ακροδάχτυλα του ονείρου στάθηκες
Φιγούρα φωτεινή σε δρόμο σκιερό
Τα χέρια απλώσαν παρακάλι στο θέαμα το ιερό
Μα τούτη η κίνηση θαρρείς σε φόβισε πολύ
και πάλι χάθηκες...

Κι είχε το ξύπνημα μια γεύση θλίψης, μια ευωδιά πικρή!
Ποιες σκέψεις δολερές της μέρας
μπλέξαν έτσι περίεργα το νου;
Τι λόγια, τι εικόνες ανέσυραν ατόφιες τις αισθήσεις
ενός καιρού αλλοτινού;




Και μόλις έγειρε η ψυχή στη γλύκα του ύπνου 
Σ'εμπασαν ήσυχα, κρυφά, τρυπώντας τα σκοτάδια
Σ'έντυσαν φως και χρώματα κι έλαμψαν όλα γύρω
Κι έγινες πλήθος και χορός, κι αγγέλων μουσική
σε μια πλατεία άδεια...

Κι όταν σ'αντίκρυσε η ματιά θαρρείς ζωντάνεψε η στιγμή
και μ'ένα ατσάλινο σπαθί έκοψε την ανάσα!
Η αλαφράδα της καρδιάς, το χαμογέλιο της χαράς φτερούγες πήραν!
Άδραξε τότες κι η φωνή απ'τη μορφή σου θαρρετά, μιαν ηλιαχτίδα
και σού'στειλε νοσταλγικά μια λέξη μόνο: "Ήρθες"!




Μα όπως κάθε ψεύτικο η φθορά γοργά το φανερώνει
Έτσι κι εσύ στ΄άκουσμα αυτό έσβησες τόσο απαλά
όπως στου ήλιου τη θωριά χάνεται κάθε αστέρι.
Και φθινοπώριασε η στιγμή ρίχνοντας τ'άβουλο κορμί,
απότομα στο τώρα.

Σαν τα παιδιά, πειραχτικά, τα όνειρα ξεπηδάνε!
Ανακατώνουν χρόνους, εποχές, ανθρώπους, ψέμματα
κι αλήθειες μαρτυράνε!
Φύλλα κάνουν τις θύμησες να τις φυσά βοριάς κι εκείνες πέφτουν!
Και παραδίνουν το δεντρί γυμνό στο χάδι του χειμώνα.

Μα, κάπου εκεί βαθειά, μια φλόγα αφήνουν τόση δα,
ζεστή να καρτερεί στο κρύο, υγρό χώμα
τον έρωτα, την ομορφιά, τη ζήση, τη χαρά
στης άνοιξης και του καλοκαιριού το σώμα!
                                             Μίνα Βαμβάκου




Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Ο Τύμβος του Σαλγανέα



[...] οἱ μὲν τὸν τοῦ Σαλγανέως τάφον πρὸς τῷ Εὐρίπῳ τῷ Χαλκιδικῷ τοῦ σφαγέντος ὑπὸ τῶν Περσῶν ὡς καθοδηγήσαντος φαύλως ἀπὸ Μαλιέων ἐπὶ τὸν εὔριπον τὸν στόλον· 

(Στράβων, Γεωγραφία, Βιβλίο Α', κεφ. 1.17)


Θυμάμαι πώς ένοιωσα όταν τον εντόπισα... Απαίσια!
Με σωρούς σκουπιδιών δίπλα από τους ξέχειλους κάδους απορριμμάτων στη βάση του, στον κεντρικό δρόμο, "φαγωμένος" από μπροστά, προφανώς για τις ανάγκες της οδοποιϊας και απ'τα πλάγια για τις ανάγκες ανέγερσης σπιτιών και οριοθέτησης οικοπέδων δίπλα του, ο Τύμβος του Σαλγανέα δε φανέρωνε με τίποτα την εξαιρετική του ιστορία...
Η σκέψη πως σχεδόν κάθε γωνιά της ελληνικής γης έχει να επιδείξει σημαντικό παρελθόν και πως πολλά αξιόλογα μνημεία έχουν διαλυθεί ή "καλυφθεί", δεν κατάφερε να με κάνει να νοιώσω καλύτερα.





Βγαίνοντας από το χωριό Δροσιά (Χάλια) και με κατεύθυνση προς τα Λουκίσια, αμέσως μετά το λιμανάκι με τις βάρκες, ορθώνεται -στα αριστερά σου- ακριβώς μπροστά στη θάλασσα, στους πρόποδες του Μεσσάπιου όρους, (Κτυπά) ένας χωμάτινος όγκος, παράταιρος στην ισάδα του τοπίου.
Πρόκειται λοιπόν για έναν τάφο; Έναν Τύμβο του 5ου αι.π.Χ. που "θάφτηκε" ή αμφισβητήθηκε επειδή επρόκειτο για τον τιμητικό τάφο ενός προδότη;

Σύμφωνα με τις αναφορές του Στράβωνα, οι τιμές μετά τον άδικο θάνατό του, αποδόθηκαν στο Βοιωτό Σαλγανέα από τους Πέρσες...

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή!




Μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών, το καλοκαίρι του 480 π.Χ. ο περσικός στόλος διέπλευσε την Ευβοϊκή θάλασσα από το Μαλιακό κόλπο, με πλοηγό το Σαλγανέα.
Καθώς πλησίαζαν στη χερσόνησο της σημερινής Δροσιάς, η οποία "κρύβει" τον πορθμό του Ευρίπου στη Χαλκίδα από το οπτικό πεδίο, θεώρησαν πως είχαν παγιδευτεί.
Τότε, ο Πέρσης Ναύαρχος Μεγαβάτης έσφαξε το Σαλγανέα πεπεισμένος πως τους είχε εξαπατήσει.
Όταν όμως πέρασαν τη χερσόνησο και είδαν τον πορθμό, συνειδητοποίησαν το σφάλμα τους.



Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης διέταξε να ταφεί ο αδικοσκοτωμένος Σαλγανέας και να κατασκευαστεί Τύμβος προς τιμήν του.

Ο Στράβωνας αναφέρει:

 «…πλησίον δ’ ἐστὶν ἐφ’ ὕψους κείμενον χωρίον Σαλγανεύς, ἐπώνυμον τοῦ ταφέντος ἐπ’ αὐτῷ Σαλγανέως ἀνδρὸς Βοιωτίου, καθηγησαμένου τοῖς Πέρσαις εἰσπλέουσιν εἰς τὸν διάπλουν τοῦτον ἐκ τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου, ὅν φασιν ἀναιρεθῆναι πρὶν ἢ τῷ Εὐρίπῳ συνάπτειν ὑπὸ τοῦ ναυάρχου Μεγαβάτου νομισθέντα κακοῦργον, ὡς ἐξ ἀπάτης ἐμβαλόντα τὸν στόλον εἰς τυφλὸν τῆς θαλάττης στενωπόν· αἰσθόμενον δὲ τὸν βάρβαρον τὴν περὶ αὐτὸν ἀπάτην μεταγνῶναί τε καὶ ταφῆς ἀξιῶσαι τὸν ἀναιτίως ἀποθανόντα.»
(Γεωγραφία, Βιβλίο Θ', 2.10)




Ο Τύμβος του Σαλγανέα, είναι σίγουρα ένας τεχνητός λόφος και οι ντόπιοι τον ονομάζουν «Σωρό» (ίσως από την ποσότητα του χώματος που απαιτήθηκε για να κατασκευαστεί) ή επίσης, «Τσούμπα του Σωρού».
Η λέξη «Τσούμπα» αναφέρει η Βικιπαίδεια, αποτελεί παραφθορά της λέξης «Τύμβος».
Διαβάζοντάς το, αναρωτήθηκα,  εάν η προφορική ονομασία θα μπορούσε να γραφτεί «Τσούμπα της Σορού», οπότε θα ήταν παραφθορά του «Τύμβος του λειψάνου» ή «Τύμβος του φέρετρου» σύμφωνα με την αρχική αρχαϊκή σημασία της λέξης .
Επιπλέον, αναφέρεται από το Στράβωνα και η ύπαρξη οικισμού στην ίδια περιοχή,  που ονομάστηκε Σαλγανεύς από τη δημιουργία του Τύμβου.



Η παράδοση θέλει τον τάφο του Σαλγανέα στο συγκεκριμένο σημείο και η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως κτίσματα στην περιοχή, που χρονολογούνται μέχρι τους μυκηναϊκούς χρόνους.
Πολλές φορές  περνώντας δίπλα από τον Τύμβο αισθανόμουν θλίψη που πάρα πολλοί δεν γνωρίζουν την ύπαρξή του, που δεν υπάρχει τίποτα, ούτε μια ενημερωτική ταμπέλα για το τι ακριβώς είναι αυτός ο περίεργος λόφος με το παράξενο σχήμα.



Κάνοντας το γύρο του Τύμβου, διαπιστώνει ο επισκέπτης ότι και στην  πίσω πλευρά δεν υπάρχει δίοδος από σπίτια και φραγμένες καλλιέργειες. Πόσο κρίμα αλήθεια!
Ένα σημείο –αξιοθέατο, περικλεισμένο ολόγυρα από ιδιοκτησίες, σα φυλακισμένο -αιώνια καταδίκη στον προδότη θαρρείς- με μόνα ελεύθερα τα σπαρτά του να υψώνονται με πλάγια φορά, από την ώθηση των ανέμων της θάλασσας.
Στο μπροστινό μέρος, ξεμυτίζουν τμήματα λιθοδομής στο επάνω σκαμμένο χώμα και η επίπεδη επιφάνεια της κορυφής εξάπτει τη φαντασία.





Ο Τύμβος του Σαλγανέα, δυστυχώς,  παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό σήμερα.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που ο δρόμος σας θα σας φέρει προς τα εκεί, σταθείτε στο λιμανάκι και εντοπίστε τον Τύμβο, έχοντας στο μυαλό σας όλα τα παραπάνω. Του αξίζει να βγει από την αφάνεια.
Θα μπορούσε, κάλλιστα, να είχε φυλαχθεί και μια δίοδος, ένα δρομάκι  απ’όπου, εκτός από εμάς,  θα μπορούσαν και τα παιδιά των σχολείων να έρχονται εδώ, να ανεβαίνουν στον Τύμβο, να μαθαίνουν την ιστορία τη δική του και  της περιοχής αυτής, να γνωρίζουν και να εκτιμούν περισσότερο τον τόπο μας.

Μίνα Βαμβάκου



Φωτογραφίες: Αντώνης Χατζηαποστόλου



Πηγές:
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΙΑ' ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΚΙΔΕΩΝ

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Aσημίνα



Ψηλή και σχετικά πολύ λεπτή για την προχωρημένη αλλά απροσδιόριστη ηλικία της, η Ασημίνα περνούσε δίπλα σου και σ’έκανε να αναρωτηθείς αν ήταν άνθρωπος ή άγγελος που βρέθηκε στη γη κατά λάθος.
Εξέφραζε την τελειότητα στα παιδικά μου μάτια εκείνη την εποχή και πραγματικά η μορφή της αντιστεκόταν στη σκληράδα της καθημερινότητας και το μονότονο κύλισμα του χρόνου!

Οι αργές της, ήρεμες κινήσεις, ο ανάλαφρος βηματισμός της, το λεπτό άρωμα που σκορπούσε διακριτικά ολόγυρα και η πάντα προσεγμένη της εμφάνιση ως την παραμικρή λεπτομέρεια, σε έκαναν να σκεφτείς πως κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι νεράιδες…
Όχι, δεν ήταν όμορφη με την κοινή έννοια! Η μύτη της ήταν μεγάλη, οι ρυτίδες είχαν αρχίσει να σκιάζουν τη φυσιογνωμία της, αλλά όλα αυτά περνούσαν απαρατήρητα, καθώς υποκλίνονταν στα καλλίγραμμα, πάντα βαμμένα χείλη και σ’εκείνα τα πελώρια, πανέμορφα μάτια κάτω από τα γραμμωτά τόξα των φρυδιών της!
Τι μάτια, θεέ μου! Πάντα άψογα βαμμένα! 



Στ’αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι, δε θυμάμαι το χρώμα τους! Σκούρα ήταν θαρρώ…
Όμως θυμάμαι, σα να το βλέπω τώρα δα, εκείνο το βλέμμα τους το νεραϊδένιο! Ένα βλέμμα που όταν σε κοίταζε γινόσουν το κέντρο όλου του κόσμου, ενώ μια πρωτόγνωρη θαλπωρή σε τύλιγε και σε πότιζε αγάπη…

Κι όταν κάποιες στιγμές ξεμάκραινε εγώ συνέχιζα να το παρακολουθώ σιωπηλά, έτσι όπως διαπερνούσε τοίχους, περνούσε μέσα από αντικείμενα, μορφές και σχήματα…
Πόσο ήθελα εκείνες τις στιγμές, να ήμουν μέσα στα μάτια της και να βλέπω τα οράματά της!

Ήταν οι στιγμές των αναστεναγμών…
Λεπτεπίλεπτες εισπνοές κι εκπνοές-ψίθυροι, τόσο λυτρωτικοί, σα να εισέπνεε κάθε τι αρνητικό από την ατμόσφαιρα και το μετάλλαζε σε νοσταλγική γλύκα με την ανάσα της! 
Λες και ήταν μια μυστηριακή τελετή κατά την οποία βύθιζε την ψυχή της σε θετική ενέργεια κι έσβηνε από πάνω της κάθε χαραγματιά πόνου από το παρελθόν!

Κι όταν στρεφόταν πάλι προς το μέρος μου, με το χαμόγελό της με παράσερνε σε ηλιόλουστα λιβάδια και μοσχοβολιές.

Έπειτα, ήταν και η φωνή της! 
Εκείνη η βελούδινη μελωδία που σε κανένα πεντάγραμμο δεν θα μπορούσε να καταγραφεί! 
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό αγγελικό, χωρίς καμμία οξύτητα ή ίχνος σκληράδας.  
Ήταν η γλυκολαλιά της ένα  κελαρυστό τραγούδισμα που σ’έκανε να το αποζητάς έντονα τις στιγμές που σιωπούσε…

Η νονά μου, πρώτη ξαδέρφη του μπαμπά μου, γεννήθηκε στη Μικρά Ασία και ορφάνεψε σε πολύ μικρή ηλικία. Για να γλιτώσει το μένος του πολέμου και της καταστροφής του ΄22, κατέφυγε στους παππούδες της στην Αίγυπτο κι έπειτα ήρθε στην Αθήνα να βρει τους υπόλοιπους πρόσφυγες συγγενείς.
Αργότερα παντρεύτηκε, μετανάστευσαν για κάποια χρόνια στον Καναδά, αλλά  επέστρεψαν στην Αθήνα. 
Μετακόμισαν κι εκείνοι γύρω στο ΄70 στη Χαλκίδα και η Ασημίνα ήταν από τις πρώτες – αν όχι η πρώτη γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας, που κυκλοφορούσε με παντελόνι στον Καράμπαμπα! 
Απέπνεε έναν ξεχωριστό αέρα κομψότητας και φινέτσας για τα δεδομένα μιας απόμερης συνοικίας, μιας μικρής επαρχιακής πόλης και απέκλειε κάθε διάθεση για αρνητικό σχόλιο,  αποσπώντας αντίθετα, ένα κράμα αποδοχής, θαυμασμού και σεβασμού απ’όλους.

Δεν είχε την τύχη ν’αποκτήσει παιδιά.
Όμως, θαρρείς πως ακόμα κι αυτό το γεγονός συνέβαλε θετικά στην ιδιαίτερα γοητευτική της προσωπικότητα και παρουσία, εκμηδενίζοντας κάθε αίσθημα αδικίας.
Την επισκεπτόμουν καθημερινά τα καλοκαιρινά πρωινά που δεν είχα σχολείο και απολάμβανα ψήγματα μαγείας, ομορφιάς και μια άλλη διάσταση! Ένα χωροχρόνο μοναδικό! Κάθε γωνιά κι ένα ταξίδι ονειρικό, μέσα από μπιμπελό και ενθύμια από τις γωνιές των τριών ηπείρων που είχε ζήσει, τοποθετημένα με τάξη και αρμονία.

Στη μικρή της κουζίνα, την παρακολουθούσα να ελέγχει και αν χρειαζόταν, να διορθώνει προσεκτικά το μακιγιάζ της στο κρεμαστό καθρεφτάκι πάνω από τη βρύση. Ναι! Υπήρχαν καθρέφτες σε πολλά σημεία, όχι από ναρκισσισμό, διάθεση για αυτο-επιβεβαίωση ή θαυμασμό,αλλά από επιθυμία να διατηρεί ανά πάσα στιγμή προσεγμένη την εμφάνισή της.

Την έβλεπα όση ώρα έφτιαχνε το καφεδάκι μας κι αυτό ως μέρος μιας τελετουργικής διαδρομής…
Λέω «καφεδάκι μας», διότι παρ’όλο που ήμουν πολύ μικρή πάντα έβαζε και σ’εμένα λίγο, για να βουτήξω τα κουλουράκια της, καθισμένη μαζί της, σ’εκείνο το μικρό τραπέζι κουζίνας για δύο με το χαρούμενο τραπεζομάντηλο.
Συχνά, σταματούσε να μου μιλάει και απευθυνόταν στα φασαριόζικα  παπαγαλάκια της, ένα πράσινοκίτρινο κι ένα γαλάζιο, στο κλουβί που κρεμόταν δίπλα στην ξύλινη βιτρίνα-πιατοθήκη με τα alka seltzer σε πρώτη ζήτηση, στο κάτω ραφάκι.

Σε κάθε αλλαγή εποχής και σε κάθε εορταστική περίοδο, ανανέωνε ανάλογα τη διακόσμηση και φυσικά, δεν έχανα την ευκαιρία να πετάγομαι να δω τις αλλαγές, ειδικά τα Χριστούγεννα!
Δεκαετία των ΄70s και τοποθετούσε στα τζάμια νάυλον διαφάνειες με παραστάσεις των Χριστουγέννων, σε στυλ βιτρό. Ο ήλιος συνηγορούσε, περνώντας από μέσα τους και μετέτρεπε το δωμάτιο σ΄ένα γιορτινό καλειδοσκόπιο σκορπίζοντας μωβ, ροζ, τυρκουάζ, πράσινες, βυσσινιές και χρυσαφένιες πινελιές μέχρι τον απέναντι τοίχο!  
Από την τραπεζαρία και τα μικρότερα τραπεζάκια του σαλονιού, σε σωστές αποστάσεις, ξεπετάγονταν πράσινες εορταστικές τούφες από φακές φυτεμένες μέρες πριν, σε βαμβάκι μέσα σε τασάκια και πιατάκια!


Αμέτρητες οι εικόνες που συνέθεσαν έναν υπέροχο πίνακα στον καμβά της παιδικής μου ηλικίας…

Όλα ανέδιδαν την προσωπικότητά της μέσα σ'εκείνο το φροντισμένο σπιτάκι.

Μια προσωπικότητα διακριτική κι ευγενική, μιας γυναίκας γλυκύτατης, που δεν κρατούσε πικρίες για τα άσχημα που είχε υπομείνει στωικά στη ζωή της. 
Μια αιθέρια ύπαρξη που η αθωότητά της κατάφερε να δώσει μια άλλη διάσταση στον όρο "ανωτερότητα" και έτσι διατήρησε την παιδικότητα στην ψυχή της μέχρι τα βαθειά της γεράματα!


Η Ασημίνα έζησε τα τελευταία της χρόνια στην Αθήνα μαζί με το σύζυγό της ως το τέλος και έφυγε υπερπλήρης ημερών. 

Κατάφερε στο ανάλαφρο πέρασμά της από ετούτη τη ζωή, ν’αφήσει βαρύτιμο ίχνος ζωής μιας εξαιρετικής και ενάρετης γυναίκας στις μνήμες και τις καρδιές των ανθρώπων που τη γνώρισαν! 

Για μένα ήταν και θα είναι για πάντα η νεραϊδονονά μου...

Μίνα Βαμβάκου



Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

.........................................Φτάνει!




Φτάνει!
Άσε το ηλιόφως να συρθεί κι απάνω σου να γείρει!
Άνοιξε τα θυρόφυλλα και διώξε τα σκοτάδια!
Δες  τη ζωή στα πόδια σου: Σε προσκυνά κι υψώνει κλώνους  ικεσίες!
Άνοιξε!

Τι κρύβεις  μέσα σου,  καρδιά μου;
Τι χαρμολύπες κουβαλάς, τι μνήμες, τι χαϊρια;
Ό,τι κι αν ήταν πέρασε, πίσω σου να τ’αφήσεις!
Ένα κομμάτι μέταλλο, ψυχρό, πώς μπόρεσε  να σε σφαλίσει;
Κι εσύ πώς και το δέχτηκες; Δεν τ’άξιζες, γλυκιά μου...

Όποιος και να σε πόνεσε και σ’έκανε να κλείσεις, λήθη του πρέπει μοναχά,
σαν του λουκέτου τη σκουριά!
Εσύ γιατί να θλίβεσαι, γιατί να μαραζώνεις;
Η μοναξιά κι η σκοτεινιά στέκουν στου χάρου το κατώφλι!
Αρνήσου τον!  Είσαι ακόμα ζωντανή!
Πίσω ο χρόνος δε γυρνά και μην τον αφήνεις να κυλά δίχως εσύ να υπάρχεις!

Η μάνα φύση εμπρός σου πέρασε χειμώνες καλοκαίρια.
Σκόρπισε λούλουδα, βροχές, της άνοιξης τις  ευωδιές, μες την αυλή σου!
Δε σε συγκίνησε; Δε σού’δειξε το δρόμο;
Έλα! Σπάσε, επιτέλους, τα δεσμά!  
Ζεις!


Νίψου στη ροδαλή αυγή κι άνοιξ’ τα παραθύρια!

Άσε την αύρα τη θαλασσινή να μπει να τραγουδήσει
Και με το αλμυρό της τ’άρωμα, όμορφα να σε χρωματίσει.

Και του μεσημεριού το φως, να δεις μετά, γλυκά θα σε ζεστάνει!

Κι έτσι ολόλαμπρη, 
με φροντισμένη τη θωριά και στολισμένη,
δείξε στον κόσμο όσα φυλάς, 
δέξου και δώσε τους χαρά και χαμογέλα!   

Και νά’χεις τούτο πάντα κατά νου:

Όπως και με το θάνατο, ούτε απ'τη ζωή γλιτώνεις…

Μίνα Βαμβάκου


Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

"ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ" εκατόν δεκαπέντε χρόνια μετά..



Μέσα σε ένα απλό περιτύλιγμα κρυβόταν μια αξία ανεκτίμητη, ένα από τα πιο πολύτιμα δώρα που έχω λάβει ποτέ!
Είναι από εκείνα τα άψυχα πράγματα που έχουν τη δύναμη να  κάνουν τη δική σου ψυχή να ευωδιάζει, ανοίγοντάς της περίτεχνες πύλες αψιδωτές και δρόμους λουλουδάτους!
Με μάγεψε!
Ένα τετράδιο από την πρώτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα!
Ένα κειμήλιο!




Με βλέμμα αχόρταγα ερευνητικό, θαύμασα το ελαφρά ξεθωριασμένο -και λογικά ταλαιπωρημένο- βυσσινί, σκληρό, δερματόδετο εξώφυλλό του. Με τρεμάμενα δάχτυλα, σαν σε φλογερό ερωτικό πρελούδιο, χάιδεψα τα ανάγλυφα, χρυσαφένια σχέδιά του...
Δεν ξέρω πόση ώρα απόμεινα να το χαζεύω!

Στο κέντρο, με μεγάλα κεφαλαία χρυσά γράμματα δεσπόζει η λεξη "ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ".

Όχι "ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ" ούτε "ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ", αλλά "ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ"!!
Στο κάτω μέρος, με ίδια αλλά μικρότερα κεφαλαία γράμματα, διακρίνεται στη μέση της διακοσμητικής μπορντούρας η φίρμα: "Α. ΠΑΛΛΗΣ & ΣΙΑ".


Το έψαξα φυσικά, αργότερα, στο διαδίκτυο! Πρόκειται για το χαρτοπωλείο του Αθανάσιου Πάλλη της οδού Ερμού στην Αθήνα, που δεν υπάρχει σήμερα, αλλά  από το 1870 προμήθευε μεταξύ πολλών άλλων και τους μαθητές του Αρσακείου με τετράδια στις αρχές της κάθε σχολικής χρονιάς.  Κάλυπτε, παράλληλα, και τις ανάγκες της επαρχίας!


Το 1880 ο Πάλλης συνεταιρίζεται με τον Γ. Κοτζιά
και η επιχείρηση ονομάζεται «Πάλλης και Κοτζιάς»































Είναι το ίδιο χαρτοπωλείο που το 1900 στήνει ένα σύγχρονο χειροκίνητο τυπογραφείο σε ένα κτίριο της οδού Βουλής. Σε συνεργασία με γαλλικό εργοστάσιο γίνεται το πιο σύγχρονο Ελληνικό τυπογραφείο και πρωτοπορεί σε έντυπα διαφόρων ειδών, με ανάγλυφα γράμματα.

Λόγω εξαιρετικής ποιότητας, το κατάστημα Πάλλης γίνεται "αποκλειστικός προμηθευτής της Βασιλικής Αυλής" και λίγο αργότερα, τόπος συνάντησης πνευματικών ανδρών της εποχής όπως οι Κ. Παλαμάς, Γ. Δροσίνης, Αργ. Εφταλιώτης και η Π. Δέλτα. Στους πελάτες συγκαταλέγονταν  οι Ν. Λύτρας, Ν. Γύζης και Γ. Χαλεπάς. Οι νέοι θαμώνες και πελάτες του καταστήματος οδηγούν τον ιδιοκτήτη να προχωρήσει στην έκδοση και των πρώτων τετραδίων Μουσικής στην Ελλάδα!


Απροσμέτρητη η συγκίνηση που κρατούσα στα χέρια μου ένα, όχι βιβλίο, αλλά ένα  τ ε τ ρ ά δ ι ο φτιαγμένο γύρω στο 1900!
Ένα τετράδιο που μου επιφύλαξε  έναν ακόμη ρόδινο δρόμο εξερεύνησης σε ένα άλλο αγαπημένο πεδίο, τη μαγειρική εκείνης της εποχής!
Η ιδιοκτήτριά του, η Ευανθία, παντρεύτηκε το 1898 σε ηλικία 16 ετών και ήταν το τετράδιο των συνταγών της!





Το σήκωσα απαλά στα χέρια μου και το άνοιξα με θρησκευτική ευλάβεια.
Το ρολόι του παρόντος σταμάτησε μαζί με την ανάσα μου!
Στις κιτρινισμένες από τα χρόνια ενός ολόκληρου αιώνα σελίδες του, μια άλλη έκπληξη ξεπροβάλει, αιφνιδιάζοντάς με υπέροχα:

Πανέμορφα καλλιγραφικά γράμματα!

Με πέννα και μαύρο μελάνι, γράμματα απίστευτης συμμετρίας και ομορφιάς, σα ρινίσματα μαγείας, απλώνονται με τέχνη πάνω σε γραμμές χωρίς περιθώρια δεξιά κι αριστερά!
Σ'αυτό το τετράδιο με τις συνταγές Ζαχαροπλαστικής και Μαγειρικής, με το γραφικό της χαρακτήρα, η Ευανθία παρουσιάζεται ως μια νέα γυναίκα με ευαισθησίες, λεπτότητα και μόρφωση που δεν είχαν τη δυνατότητα να λάβουν όλες οι γυναίκες τότε...

Τα λεπτά γράμματα μου μιλούν σαγηνευτικά κι απ'το λόγο τους ξεπηδούν δράμια, οκάδες, υλικά, μυρωδικά, σκεύη και οδηγίες πρωτόγνωρης μαεστρίας βγαλμένα από μια κουζίνα ενός πολύ μακρινού παρελθόντος!

Και οι λέξεις! Αχ, αυτές οι λέξεις! Ίδιες νεράιδες, σε αέρινους χορούς εμπρός στα μάτια μου, μεταφέροντάς με μέσα σε ουράνιες αστεροστόλιστες αίθουσες!
Πόσο ελκυστικά παραμυθένιες ηχούν στο νου! Νότες μεθυστικές...
Λέξεις καθάρια ελληνικές και γεμάτες ευγένεια:

"Γλύκισμα διά τέιον...  Κέικ βασιλίσσης...  βούτυρον αναλυμένον...
εις ολίγον κονιάκ... λάβετε μίαν οκάν... ρίπτετε (με δασεία στο ρο)...
ανά εν τα λευκά των αυγών...  Δίπυρα σοκολάτας... Μελαχροινόν... Πουδίγκα... "

Και οι περισσότερες συνταγές κλείνουν με τη φράση "τα στέλλετε εις τον φούρνον"!
Πόσο χρονοβόρα και ακατόρθωτα φαντάζουν όλα αυτά τα παρασκευάσματα στις "ιέρειες" των σύγχρονων νοικοκυριών χωρίς τις ανέσεις των ηλεκτρικών συσκευών!




Ένοιωσα την ίδια ασυναίσθητη παρόρμηση που με καταλαμβάνει κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο: κολλάω τη μύτη μου στις σελίδες του και αφήνομαι στην αίσθηση της όσφρησης, σα να θέλω  να ολοκληρώσω την απόλαυση της ανάγνωσης προσδίδοντας στο κάθε βιβλίο μια μορφή ατομικότητας!

Τούτο δω το αιωνόβιο λεπτό χαρτί αναδίνει μια ιδιαίτερη και λεπτή ευωδιά σαν από μυρωδάτο ξύλο εξωτικό, που στη φαντασία μου ανακατεύεται με βανίλιες και μπαχάρια από τις συνταγές που ξεδιπλώνονται μπροστά μου όλο πρόκληση!


Ένα τετράδιο μια πιθαμή και κάτι, με τη δύναμη να εκσφενδονίσει τις αισθήσεις στα ύψη και να δυναμιτίσει τη φαντασία σε όσουν εκτιμούν την παλαιότητα και την ιστορία που μπορεί να κουβαλά ένα αντικείμενο...

Ένα δώρο που με γέμισε απύθμενη χαρά!

Μου χάρισε την εμπειρία να δω το υλικό, το δέσιμο, την ποιότητα και την εμφάνιση του χαρτιού της εποχής, να θαυμάσω και να απολαύσω το διάβασμα άριστων καλλιγραφικών, γραμμένων με μελάνι.

Γνώρισα μια επιχείρηση που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και διακρίθηκε και προόδευσε με πρωτοποριακές  ιδέες για πολλές δεκαετίες!

Επίσης, γνώρισα από πολύ "κοντά", μια νοικοκυρά της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, την "παρακολούθησα" να μαγειρεύει και να φτιάχνει γλυκίσματα για την οικογένειά της.





























Και παράλληλα, τελευταίο μα σκέτη πρόκληση και εξίσου σημαντικό, πέρα από ένα διαμάντι που θα έχω στη βιβλιοθήκη μου, θα έχω τη δυνατότητα να πειραματιστώ στη δική μου  κουζίνα, υπό την "καθοδήγηση" της Ευανθίας, τις δικές της συνταγές!


Υ.Γ.
Ένα απλό ευχαριστώ, κι ας είναι από τα βάθη της καρδιάς μου, είναι πολύ λίγο για ένα τόσο σπουδαίο δώρο!
Οι καλοί φίλοι που σου εμπιστεύονται ένα κειμήλιο, δεν ξεχνιούνται ποτέ, ούτε θέλεις να χαθούν από τη ζωή σου...

Μίνα Βαμβάκου

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

"Στέκαμαν" με ψεύτικο όπλο



Ήταν ένα μουντό φθινοπωρινό απόγευμα, από εκείνα που σου θυμίζουν πως έρχεται ο χειμώνας. Μια ανεπαίσθητη ψιχάλα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε βροχή εάν βάραιναν κι άλλο τα γκρίζα σύννεφα, επέτεινε την αίσθηση της ήδη έντονης ψύχρας...

Ήταν η πρώτη χρονιά της γερμανικής κατοχής στη Χαλκίδα και όλοι ένοιωθαν την ψυχή τους βαριά, ενώ μια διαρκής αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι στους επόμενους μήνες τους κρατούσε σε εγρήγορση προσπαθώντας για την ασφάλεια τη δική τους και των αγαπημένων τους προσώπων.
Όλα ήταν ρευστά! Δεν μπορούσαν να διανοηθούν τα επακόλουθα αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης και αναζητούσαν λύσεις ακόμα και για τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα που άλλοτε θεωρούσαν δεδομένα εφ'όρου ζωής...

Οι μόνοι που εξακολουθούσαν να διατηρούν την ανεμελιά τους, ήταν φυσικά τα παιδιά!! Αντιλαμβάνονταν, βέβαια, ότι τα πράγματα ήταν πολύ σκούρα επειδή παρακολουθούσαν κρυφά τις συζητήσεις των μεγάλων ή άκουγαν με σκυμμένο κεφάλι τις νουθεσίες τους και έβλεπαν καθημερινά με δέος και φόβο τους γερμανούς στρατιώτες να πηγαινοέρχονται οπλισμένοι, στους δρόμους της πόλης ή επιβιβασμένους μέσα σε εκείνα τα μεγάλα καμιόνια.
Παρ'όλα αυτά, διατηρούσαν μέσα από την αγνότητα της παιδικής τους αφέλειας εκείνη την σκανταλιάρικη διάθεση, αψηφώντας κάθε πιθανό κίνδυνο.



Έχοντας για πρότυπα είτε ήρωες από την ελληνική ιστορία και μυθολογία είτε πρωταγωνιστές από ταινίες και κόμικς που είχαν φωλιάσει στην καρδιά τους και με υποκινητή την ξέχειλη ορμή της εφηβείας, ο Μίμης και ο Σταμάτης έβαζαν το δικό τους μικρό λιθαράκι στην αντίσταση στον εχθρό που τους είχε επιβάλει την καινούρια άσχημη πραγματικότητα...



Ο ήχος του κουδουνιού σήμανε επιτέλους το πολυπόθητο σχόλασμα! Η ώρα ήταν κιόλας έξι το απόγευμα!!
Ο Μίμης μάζεψε το βιβλίο και το τετράδιό του, φόρεσε τη χοντρή ζακέτα με την κουκούλα ριγμένη πίσω και βγήκε από την τάξη με ανυπομονησία να βρει το Σταμάτη έξω στην περιφραγμένη αυλή με το χαλίκι. Το Γυμνάσιο Αρρένων στεγαζόταν στο κτίριο της οδού Σαλονικιού, ένα μικρό αδιέξοδο στενάκι, πίσω από την οδό Αβάντων και ήταν φραγμένο ολόγυρα με ψηλό τοίχο.
Φέτος, όλα ήταν διαφορετικά!! Δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου άντρες καθηγητές, γιατί είχαν στρατευθεί οι περισσότεροι και οι ώρες μαθημάτων ήταν λίγες. Έκαναν μόνο Αρχαία Ελληνικά, Μαθηματικά και Νέα Ελληνικά. Δεν υπήρχε σταθερό πρόγραμμα και συνήθως πήγαιναν σχολείο τρεις μέρες πρωί και τρεις μέρες απόγευμα...

Μα γιατί αργούσε ο Σταμάτης; Πήγαινε μια τάξη παραπάνω από τον ίδιο και μάλλον θα τους καθυστέρησε η καθηγήτριά τους!
Πήγε και κάθισε στο πεζούλι στην άκρη της αυλής δίπλα στις βρύσες κι έριξε μια ερευνητική ματιά τριγύρω. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν τον έβλεπε κανείς, άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε από την μπροστινή θήκη τρία χαρτάκια κι άρχισε να τα περιεργάζεται. Η αδελφή του, η Κατερίνα είχε αποβραδίς ετοιμάσει και για σήμερα, τρεις καταπληκτικές γελοιογραφίες με κοροϊδευτικά συνθήματα! Εκείνος είχε αναλάβει το δύσκολο μέρος: να τις ρίξει σε γερμανικά αυτοκίνητα! Το χαμόγελο πλάτιασε στο πρόσωπό του και ένα αίσθημα περηφάνειας φούσκωσε το στέρνο του!

-Μίμη, Μίμη! Έλα πάμε! Η φωνή του Σταμάτη από την μπροστινή αίθουσα απέναντι τον έκανε να τιναχτεί!

-Έρχομαι! απάντησε στο φίλο του, έκλεισε την τσάντα του κι έβαλε από ένα χαρτάκι στις τσέπες του παντελονιού και του πουκαμίσου του!

-Έτοιμος για τη σημερινή επίθεση; του ψιθύρισε ο Σταμάτης μόλις έφτασε δίπλα του!

-Δε βλέπω την ώρα! Απάντησε συνωμοτικά ο Μίμης.

Κάθε μέρα που πήγαιναν στο σχολείο τα δύο γειτονόπουλα, συζητούσαν στη διαδρομή για τις σκανταλιές της ημερήσιας διάταξης. Σήμερα ο Σταμάτης είχε φέρει μαζί του ένα ξυραφάκι που βούτηξε από τα ξυριστικά σύνεργα του πατέρα του! Μ'αυτό θα έσκιζε ό,τι έβρισκε: το πανί κάποιου φορτηγού των γερμαναράδων ή κάποιο ποδήλατό τους! Για τα ελαστικά των αυτοκινήτων και των τρίκυκλων κάποιες άλλες μέρες κουβαλούσε στις τσέπες του καρφιά...

Διάβηκαν τη στενή αλλά πανύψηλη σιδερένια αυλόπορτα του σχολείου, κατέβηκαν το κατώφλι και προχώρησαν βιαστικά προς την Αβάντων... Πρώτος σταθμός, τα Δικαστήρια! Μόλις βγήκαν στον κεντρικό δρόμο έριξαν μια ματιά προς τα επάνω. Δυο γυναίκες με ένα παιδάκι κι ένας παππούς ήταν οι μόνοι διαβάτες...

-Ωραία!! Δεν έχει πολύ κίνηση, μουρμούρισε ο Μίμης.

-Πάμε, Μίμη!



Στο πίσω μέρος του Δικαστικού Μεγάρου μόνο ένα τρίκυκλο ήταν παρκαρισμένο και δυο γερμανοί μιλούσαν αυτή την απαίσια, σκληρή γλώσσα και κατά διαστήματα γελούσαν δυνατά... Έριξαν μια ματιά στα παιδιά που πλησίαζαν και συνέχισαν την κουβέντα τους.
Τα αγόρια με σκυφτό το κεφάλι και πολύ σοβαρό ύφος έστριψαν αριστερά και πέρασαν απέναντι προς την οδό Βενιζέλου.

Μπροστά τους, δεξιά ήταν παρκαρισμένο ένα φορτηγό! Έριξαν μια ματιά πίσω τους, κοιτάχτηκαν συνθηματικά και εφάρμοσαν το συνηθισμένο τους σύστημα.
Προχώρησαν μέχρι εμπρός για να δουν εάν υπήρχε κάποιος στο τιμόνι και αφού διαπίστωσαν ότι ήταν άδειο, προχώρησαν μέχρι τη γωνία του κτιρίου για να κρυφοκοιτάξουν εάν ήταν κανείς στην άλλη μεριά.

Όλα εντάξει! Δυο-τρεις στρατιώτες ήταν στα σκαλιά των Δικαστηρίων και από την επάνω πλευρά της Λεωφόρου κανείς! Γύρισαν πίσω, τσεκάρισαν πάλι το δρόμο μπροστά τους και πήγαν σύριζα στο καμιόνι από την εσωτερική πλευρά του δρόμου. Ο Μίμης προχώρησε δυο βήματα μπροστά από το Σταμάτη και άρχισε να τραγουδά για να καλύψει τον ήχο που θα έκανε το ξυράφι που θα έσκιζε το σκληρό πανί! “Ακόμα ένα ποτηράκι”! Με σταθερή φωνή, όχι πολύ δυνατή, τραγούδησε το ρεφρέν από την περσινή επιτυχία της Κάκιας Μένδρη που του είχε κολλήσει σήμερα...

Το πρώτο μέρος, στέφθηκε με επιτυχία! Με μια γρήγορη κίνηση, ο Μίμης ολοκλήρωσε και το δεύτερο μέρος επιτυχώς, ρίχνοντας το χαρτάκι που είχε στο πουκάμισό του, μέσα στο κουβούκλιο του φορτηγού από το ανοιχτό πίσω μέρος. Αμέσως, έτρεξαν απέναντι στο κάθετο στενάκι και δε σταμάτησαν παρά μόνον όταν έφτασαν στην πρώτη διασταύρωση κι έστριψαν αριστερά προς την οδό Ερμού!
Με τρελλό χτυποκάρδι, κόκκινα μάγουλα από το τρέξιμο και μάτια που έλαμπαν από ικανοποίηση, στάθηκαν ακουμπισμένοι στη μάντρα, να καταλαγιάσουν την ένταση που τους είχε πλημμυρίσει και να συνεχίσουν κατεβαίνοντας την Ερμού για να ξαναβγούν στην Αβάντων...



Επόμενος σταθμός, ο Άγιος Νικόλαος! Εκεί τα πράγματα ήταν λίγο πιο δύσκολα!
Στο πλάι του ναού και επί της οδού Αντωνίου ήταν δύο καμιόνια, το ένα πίσω από το άλλο, με μέτωπο προς τη θάλασσα. Οι οδηγοί τους ήταν από τη μέσα πλευρά, στο πεζοδρόμιο, αλλά ευτυχώς πιο κάτω στη γωνία. Αναγκαστικά έπρεπε να δράσουν από την πλευρά του δρόμου. Εποπτεύοντας το σημείο με γυρισμένο κεφάλι, συνέχισαν ευθεία προς την Αβάντων και σταμάτησαν πιο πάνω για να αποφασίσουν πώς έπρεπε να κινηθούν.

-Θα χτυπήσουμε το πίσω φορτηγό μόνο Μίμη! Δεν μπορούμε και τα δύο.
Πρώτα θα τσεκάρουμε τους δρόμους στη γωνία μην τυχόν μας δει κανένας! Μετά, θα στρίψουμε προς τα εκεί κι εσύ θα είσαι από τη μεριά των φορτηγών. Μόλις ρίξεις το χαρτάκι, θα περάσεις δίπλα μου από την πλευρά του δρόμου και θ'αρχίσεις το τραγούδι. Εγώ θα έχω κοιτάξει στο καθρεφτάκι μήπως είναι κανείς στη θέση του συνοδηγού. Εντάξει; ρώτησε ο Σταμάτης.

-Ναι, πάμε! Εγώ θα ελέγξω αριστερά την Αντωνίου και μπροστά την Αβάντων κι εσύ πίσω μας και δεξιά στην Αντωνίου. Απάντησε ο Μίμης κι έβγαλε το χαρτάκι από τη μια τσέπη του παντελονιού του.

Με τεταμένη την προσοχή και με εξαιρετική ακρίβεια εκτελέστηκε άψογα το στρατηγικό σχέδιο δράσης! Ο Μίμης μάλιστα, με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα, έριξε και το τρίτο χαρτάκι στο εμπρός φορτηγό!!
Οι τολμηροί έφηβοι προχώρησαν κάτω προς την παραλία συνεχίζοντας το τραγούδι και οι δύο μαζί αυτή τη φορά, για να καλύψουν την αναστάτωση από το μεγάλο ρίσκο που μόλις πήραν.
Ο Σταμάτης από τη μεγάλη του χαρά, έκανε και μια διασκευή στα λόγια του τραγουδιού:

“Ακόμα ένα φορτηγάααακι, ακόμα ένα καμιονάαααακι”!

Και ξέσπασαν σε γέλια καταφέρνοντας ν'αποφορτιστούν...

Στο μεταξύ, το ψιλόβροχο άρχισε να γίνεται κάπως πιο έντονο αλλά τα παιδιά συνέχισαν με αργό βήμα, αψηφώντας τη βροχή και ψάχνοντας για μια νέα ευκαιρία. Στάθηκαν όμως άτυχοι, Στο Παλίρροια υπήρχε αρκετός κόσμος τριγύρω και παρ'όλο που έκαναν το γύρο του τετραγώνου, δεν κατάφεραν να πλευρίσουν ούτε το καμιόνι στην είσοδο του ξενοδοχείου ούτε τα ποδήλατα πιο πέρα.



- Δεν πειράζει. Μια χαρά τα καταφέραμε νωρίτερα! Είπε ο Μίμης όταν κατάλαβε ότι ο φίλος του απογοητεύτηκε. Και καλύτερα να βιαστούμε γιατί νυχτώνει και θα έχουμε πρόβλημα στη γέφυρα!

- Ναι, έχεις δίκιο. Κι αν δεν είναι ο κοντός γερμαναράς που είναι πιο ελαστικός από τους άλλους φρουρούς, θα έχουμε πρόβλημα!

Τάχυναν το βήμα τους κι ευτυχώς διέκριναν στο μισοσκόταδο τη γνωστή κοντή φιγούρα! Μόλις τους είδε ο φρουρός, τους κοίταξε κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι, τους έδειξε με το δάχτυλο το ρολόι του σα να τους μάλωνε που άργησαν και τους έκανε νόημα να περάσουν γρήγορα!


Ο Σταμάτης του χαμογέλασε, ενώ ο Μίμης τράβηξε το βλέμμα κι έσκυψε το κεφάλι.
Δεν είχαν προχωρήσει πέντε μέτρα πάνω στη γέφυρα, όταν ο Σταμάτης του είπε χαμηλόφωνα:

- Τον βλεπεις αυτόν μπροστά μας; Κοίτα να δεις τώρα πλάκα. Προχώρα πιο γρήγορα!

Μπροστά τους, προπορευόταν ένας άντρας με σκούρο αδιάβροχο και κουκούλα. “Μα τι σκέφτηκε πάλι ο τρελάρας;” αναρωτήθηκε ο Μίμης, αλλά ακολούθησε το φίλο του! Καθώς πλησίαζαν τον άντρα, είδε το Σταμάτη να βγάζει από την τσέπη του, εκείνο το ξύλινο ομοίωμα όπλου που έβαφε μαύρο την περασμένη Κυριακή! Του ήρθε να βάλει τα γέλια! Τον καημένο το διαβάτη... Τι τον περίμενε!










- ”Στέκαμαν”!!! ακούστηκε απειλητική η φωνή του Σταμάτη μέσα στην ησυχία και το μισοσκόταδο, καθώς κολούσε το ψεύτικο όπλο στο πλευρό του ανύποπτου άντρα!

Ο καημένος πάγωσε κι έκανε την κίνηση να σηκώσει τα χέρια ψηλά, γυρνώντας παράλληλα το κεφάλι προς τα πίσω. Το ξεκούμπωτο αδιάβροχο στην κίνηση άνοιξε και τα παιδιά είδαν από μέσα κουμπιά στολής και ένα όπλο κρεμασμένο στον ώμο να γυαλίζουν στο φως της λάμπας που ήταν στο τέρμα της γέφυρας! Έντρομοι και οι δυό τους άρχισαν να τρέχουν και ο Σταμάτης φώναξε:

- Μίμη χωριζόμαστε! Τρέχα ευθεία στα σπίτια και περίμενέ με στο πηγαδάκι! Εγώ πάω προς τα τρένα!



Ο γερμανός στρατιώτης συγχισμένος είχε αρχίσει κι αυτός να τρέχει κυνηγώντας τα, αλλά όταν αυτά χωρίστηκαν, σταμάτησε, προφανώς ελέγχοντας το σοκ που του προκάλεσαν. Άρχισε όμως να φωνάζει υστερικά και σίγουρα έβριζε και απειλούσε. Στάθηκαν τυχεροί που είχε δει ότι ήταν παιδιά, διαφορετικά, θα μπορούσε ακόμα και να είχε πυροβόλησει!

Ο Μίμης κρύφτηκε πίσω από το πηγάδι στην ανηφορίτσα, κυριολεκτικά τρομοκρατημένος, αλλά όταν είδε σε λίγο ότι ο γερμανός απομακρύνθηκε κατευθυνόμενος αριστερά όπως τον έβλεπε, βεβαιώθηκε ότι την είχε γλιτώσει και ο φίλος του.
Πράγματι, σε λίγο, ήρθε ο Σταμάτης στο πηγάδι λαχανιασμένος και ασυναίσθητα και οι δύο ξέσπασαν ακόμα μια φορά σε γέλια!

- Βρε, πού πέσαμε! Σε οπλισμένο γερμαναρά! Πάλι καλά, Μίμη μου, που τη γλιτώσαμε!

- Είχες δεν είχες, κατάφερες να τριτώσεις τις ανδραγαθίες σου, Σταμάτη! Κόντεψε να πάθει συγκοπή με το “Στέκαμαν” αυτός, πάντως! συμπλήρωσε γελώντας ο Μίμης. Μόνο που τώρα φοβάμαι πως κι ο κοντός θα μας έβαλε στο μάτι!

Οι δυο παιδικοί φίλοι και γείτονες, άρχισαν να ανηφορίζουν προς τα σπίτια τους πολύ βιαστικά, ελπίζοντας να μην έχουν φασαρία από τους γονείς τους που σχεδόν νύχτωσαν μετά το σχολείο.
Και πού να ήξεραν οι αυτοί οι έρμοι γονείς σε τι κίνδυνο είχαν εκτεθεί τα καμάρια τους και στις τρεις σημερινές τους σκανταλιές!



ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Βασισμένο σε προσωπικό βίωμα του κ. Μίμη Κουκουράκη και διανθισμένο με φανταστικές λεπτομέρειες και διαδρομές, στην προσπάθειά μου να “ζωντανέψω” αυτές τις σπουδαίες σκανταλιές εκείνης της δύσκολης εποχής.

Θα ήθελα λίγο να σταθώ και σ'αυτό το “Στέκαμαν” που οι παλιότεροι θυμούνται... Προέρχεται από προφορική σύντμηση της φράσης “Stick'em up, man!” (Stick them up), δηλαδή “Ψηλά τα χέρια”.

Στα τέλη της δεκαετίας του '70, αν θυμάμαι καλά, υπήρχε ένα τραγούδι που ερμήνευε ο Γιώργος Κοινούσης κι έλεγε σε κάποιο σημείο: “...Στάκαμαν να παίζαμε όλη η παρέα...”.
Τότε είχα ρωτήσει τί παιχνίδι είναι αυτό. Μου είχαν πει, λοιπόν, ότι ήταν ένα παιχνίδι ομαδικό των αγοριών (και των τότε αγοροκόριτσων υποθέτω) από τα τέλη της δεκαετίας του '50 έως τη δεκαετία του '70.
Ουσιαστικά ήταν ένα είδος κρυφτού, όπου η παρέα των αγοριών κρυβόταν σε μια περιοχή και όποιος ανακάλυπτε κάποιον, λέγοντας “Στάκαμαν” τον έβγαζε από το παιχνίδι. Νικούσε φυσικά, ο τελευταίος που θα ξετρύπωνε τον προτελευταίο!

Στις αρχές όμως της δεκαετίας του '40 δεν ήταν παιχνίδι, όπως μου εξήγησε ο κύριος Μίμης.
Ήταν απλά η φράση “Ψηλά τα χέρια” που είχαν κρατήσει τα παιδιά από τις αμερικάνικες ταινίες που είχαν δει τα χρόνια πριν την κατοχή στο σινεμά (τη δεκαετία του '30 στο ΠΑΛΛΑΣ επί της σημερινής Ελ. Βενιζέλου). Από τις ταινίες αυτές είχε υιοθετηθεί και η αμερικάνικη προφορά “Στέκαμαν” που αργότερα πέρασε στην επόμενη γενιά ως “Στάκαμαν”.
Επίσης η ίδια φράση εμφανιζόταν στα κόμικς εκείνης της εποχής.

Τέλος, οφείλω να αναφέρω πως την άλλη μέρα -όπως πληροφορήθηκα- οι γονείς του Μίμη και του Σταμάτη έμαθαν τις αταξίες εκείνης της μέρας, αλλά δεν τους καταχέρισαν.
Τους επέπληξαν φυσικά πολύ αυστηρά, επισημαίνοντάς τους όλους τους κινδύνους που είχαν διατρέξει.
Κατά βάθος όμως, είμαι σίγουροι ότι καμάρωσαν την αντρειωσύνη των αγοριών τους...


Μίνα Βαμβάκου

(Oι φωτογραφίες είναι της οικογένειας Κουκουράκη και του αρχείου της Εταιρείας Πολιτισμού.)

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Παιδάκι μου...

"THE SLEEPING ANGEL", LEON-JEAN-BASILE PERRAULT, 1897

Κορμάκι μου γλυκό!
Κακούργα η μοίρα που σε καταράστηκε πάνω απ'την κούνια σου, νεογέννητο!
Φόνισσα η θάλασσα που σ’αγκάλιασε με δόλο! Πώς μπόρεσε;

Μωρό μου!
Στο ρούχο σου, το αίμα των παιδιών όλης της γης, των άδικων θανάτων!
Βαρύ το φταίξιμο, ταφόπλακα  στις πλάτες των αδίστακτων που έστερξαν για να χαθείς!
Κι είναι πολλοί! Πάρα πολλοί! Μα πάλι δε χωράει το κρίμα.

Δύστυχη μάνα! 
Για να το σώσεις έτρεξες και χάθηκες μαζί του…
Γλίτωσες που δεν έμεινες να δεις πώς φίλαγε την άμμο παγωμένο!
Και ξέρω πως μοναχά νεκρή θα τ’άφηνες από την αγκαλιά σου!
Μάνα είμαι κι εγώ που ευτυχώ να έχω τα παιδιά μου.

Μα εσένα, αγγελούδι μου, σ’έκλαψα πολύ απ’τη στιγμή που σ’είδα
να κείτεσαι χωρίς πνοή στη μουσκεμένη άμμο.
Ήλιε, αγέρα, ουρανοί, πώς βάσταξε η καρδιά σας τη θωριά;

Παιδάκι μου!
Σ’έκλαψα που έφυγες νωρίς, έτσι κατατρεγμένο
απ’των ανθρώπων την απανθρωπιά, τη βία του πολέμου.
Σ’έκλαψα από μακριά, χωρίς να ξέρω πώς σε λένε.
Έχασες λεν αντάμα κι αδερφάκι, μα εσένα μόνον είδα.

Και λύγισα...
Έγινα μάνα σου εγώ κι έκλαψα και τους τρεις σας.
Ακόμα αρνείται ο νους να νοιώσει, να χωρέσει τις κακορίζικες στιγμές.
Αγάπη, τρόμος, αγωνία κι αγώνας για ζωή. 
Όλα στα κύματα απλωμένα…
Οι ελπίδες και τα όνειρα ρόγχος επιθανάτιος στη σκοτεινή σας  ρότα.

Καρδούλα μου!
Η εικόνα σου αυτή στοιχειώνει τις καρδιές, την ηθική, τους νόμους.
Το προσωπάκι σου έκρυψες, να βλέπει το σκοτάδι.
Κόρφος η άμμος νόμισες, να γείρεις να κουρνιάσεις;
Με αποστροφή μου μοιάζει κι ας ήσουν μικρό, αθώο και αγνό…
Σαν κεραυνός θεικός προς τους φονιάδες των παιδιών
που κόλαση τους πρέπει!
Κι αν το’βλεπαν το προσωπάκι το χλωμό, άραγε, από ντροπή θά’σκυβαν το κεφάλι;
Μα τα τέρατα είναι τέρατα, πώς να τα συγκινήσεις;
Και η Ειρήνη φαίνεται ακριβή πολύ... Ή πιο απλά, ουτοπία!

Αγγελούδι μου!
Ποιους να παραδειγμάτισες με μια θυσία ακόμα;
Τόσες πολλές υπήρξανε χωρίς κάτι ν’αλλάξει…
Άδικα θυσιάστηκες, άδικο των αδίκων!

Ψυχούλα μου!
Κι αν δεν εγνώρισα ποτέ, το γέλιο, τις χαρές σου
Κέρδισες την αγάπη μου, τη μνήμη, την καρδιά μου.
Μαζί μ’εμένα κι άλλοι πολλοί πάνω στη γη, αισθάνονται το ίδιο.
Όμως, είναι καλό αυτό; 
Είναι αμοιβή αντάξια του πρόωρου χαμού σου;
Όχι, παιδί μου, όχι!

Ας είναι το χώμα ελαφρύ του τόπου που θα σ΄έχει!
Κι εκατομμύρια φιλιά, γλυκόλογα και χάδια
Μυριάδες ταχταρίσματα, παιχνίδια, τρυφερές αγκάλες
Και νανουρίσματα γλυκά, απ’όλες τις γωνιές της γης
θα’ρθούν να σε ζεστάνουν, στο νέο σου ταξίδι.
Παιδάκι μου!

Κι είθε να γαληνέψουν οι ψυχές που ζουν και στους δυο κόσμους…

Μίνα Βαμβάκου

Ψυχούλα μου...