Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Διδαχές αρχών και αξιών στη Χαλκίδα της Κατοχής



Ήταν ένα ζεστό πρωινό του Ιούνη και ο Μίμης, σα θηρίο σε κλουβί, πήγαινε πέρα-δώθε στη μεγάλη κουζίνα!!! Η μητέρα του ετοίμαζε ένα λιτό φαγητό, προσπαθώντας να κάνει όσο μπορούσε περισσότερη οικονομία στη διατροφή της οικογένειας...
Η γερμανική κατοχή δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια! Το καλοκαίρι θα την έβγαζαν μια χαρά, αλλά ανησυχούσε για το χειμώνα, επειδή η κατάσταση δεν πρόκειται να άλλαζε προς το καλύτερο!!

Ο σκανταλιάρης Μίμης, μαζί με τον πατέρα του και τις αδελφές του,
με φόντο τη Χαλκίδα κατά την περίοδο της Κατοχής...


-Μάνα, έχει τίποτα να τσιμπήσω;; τη ρώτησε αφού πρώτα ήρθε δίπλα της και τη χάζεψε καθώς καθάριζε τις φακές...

-Πάρε μια φέτα ψωμί και ελιές από το μεγάλο βάζο.

-Δεν έχω και πολλές επιλογές, έτσι;;; ρώτησε με μια ανάλαφρη θλίψη στη φωνή του, το δεκατετράχρονο αγόρι...

-Να ευχαριστείς το Θεό που έχουμε κι αυτά που έχουμε και τρώμε!!!

-Αχ, βρε μάνα!!! Όλο αυτό λες!!!! γκρίνιαξε το ψηλό, αδύνατο παιδί. Πήρε τη λεπτή φέτα του ψωμιού και μια χούφτα ελιές από τη γυάλα με το κόκκινο καπάκι και συμπλήρωσε:

-Πάω μια βόλτα στη θάλασσα, να ρίξω καμμιά βουτιά!

Η ψηλή γυναίκα τον κοίταξε ανήσυχη:
-Να προσέχεις!!! Είναι άσχημοι καιροί!! Μην απομακρύνεσαι από τον κόσμο!

Απόμεινε να κοιτάζει με έγνοια το γιο της μέσα από ανοιχτό παράθυρο, πάνω από το νεροχύτη. καθώς το παλικαράκι διέσχιζε την αυλή με τις αμέτρητες γλάστρες και τον περιποιημένο κήπο...
“Αχ, αυτό το παιδί!!! Η ζωηράδα του τον βάζει συχνά σε μπελάδες... Και αναγκάζει τον πατέρα του να τον καταχερίζει τις περισσότερες φορές!“ μονολόγησε νοερά και τον χάζεψε λίγο ακόμα καθώς κατηφόριζε.
“Πώς μεγάλωσε! Σωστό αντράκι... Έχε τον καλά, Θεέ μου!!”

Κοίταξε αριστερά προς τα αντίσκηνα που είχαν στήσει οι Γερμανοί λίγο πιο κάτω. Η καρδιά της σφίχτηκε κι ο ίδιος θυμός τη συνεπήρε πάλι για τα δεινά που περνούσε η πατρίδα υπό την κατοχή τους!
“Πότε θα έβγαιναν από αυτή την αφόρητη κατάσταση; Και με ποιο τρόπο; Οι άνθρωποι δυστυχούσαν και ζούσαν κάτω από ένα συνεχή φόβο για την ίδια τους τη ζωή, για τα παιδιά τους που μεγάλωναν κάτω από άθλιες συνθήκες, επικίνδυνες για την ακεραιότητά τους και μ'ένα μέλλον από αβέβαιο έως ανύπαρκτο...”

Η φιγούρα του αγοριού της χάθηκε στην κατηφόρα και το βλέμμα τώρα απλώθηκε στη θάλασσα, πέρα μετά τη γέφυρα! Μια ματιά και μόνο αν άπλωνε πάνω της, ήταν αρκετή για να τη χαλαρώσει και να την ηρεμήσει πριν γυρίσει ξανά στις δουλειές της...


Ακόμη μια φωτογραφία της Κατοχικής Χαλκίδας
από το αρχείο της οικογένειας Κουκουράκη.




-Έι, Μίμη!!! φώναξε στο παιδί που κατηφόριζε ανέμελα, ο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερός του, Σταμάτης, που έβγαινε από την πόρτα του φτωχικού του σπιτιού!!

Ο Μίμης γύρισε προς τ'αριστερά και το πρόσωπό του φώτισε μόλις είδε το φίλο και γείτονά του!!

Πιο πέρα, ταυτόχρονα, δυο Γερμανοί σταμάτησαν την κουβέντα τους και κοίταξαν τα δυο παιδιά.

Ο Μίμης, βλέποντάς τους, συγκράτησε το χαμόγελο που έκανε να σχηματιστεί στα χείλη του και είπε χαμηλόφωνα:
-Γεια σου, Σταμάτη!
Ο ένας από τους δύο Γερμανούς φώναξε κάτι προς το μέρος τους, σ'αυτή την τραχιά και δύστροπη γλώσσα και ο Σταμάτης που είχε μάθει κουτσά-στραβά μερικές λέξεις τους τελευταίους μήνες, του είπε:

-Μας φωνάζουν να πάμε εκεί. Κάτι μας θέλουν!

-Έχω δουλειά!!! Δεν μπορώ, πες τους!! Πρέπει να φύγω! είπε ψέμματα ο Μίμης και κίνησε ξανά προς τον κατήφορο!

Η αγριεμένη απότομη φωνή του στρατιώτη τον έκανε να παγώσει στο δεύτερο βήμα του και γύρισε κοιτώντας τον θαρρετά αλλά συνοφρυωμένος και με σκοτεινιασμένη ματιά!!

-Μην κάνεις βλακείες, Μίμη!!! Θες να βρούμε κανένα μπελά;;; Κάνε το χαζό και πάμε να δούμε τι θέλουν...

Διστακτικά και νοιώθοντας να παραπαίει ανάμεσα στο φόβο και στην αποστροφή, ο Μίμης ακολούθησε το Σταμάτη...
Μετά από προσπάθειες συνεννόησης, ο Σταμάτης τον πληροφόρησε ότι θα πήγαιναν στο ναυάγιο, το “Μεμάς”, να ψαρέψουν και τους ήθελαν για βοήθεια!

-Τι βοήθεια ρε Σταμάτη;;; Να ξεδολώνουμε τα ψάρια;;;

-Δεν ξέρω, τι να σου πω! Μα δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς!!!
Τα δυο παιδιά με σκυμμένο κεφάλι, ακολούθησαν τους δυο στρατιώτες, κουβαλώντας κάτι μεγάλους μαύρους σάκκους, δυο σακούλες με ψωμιά και δυο μεγάλους άδειους κουβάδες που τους έδωσαν να μεταφέρουν.

Σε λίγη ώρα έφτασαν στα τρένα και περπάτησαν ως την προβλήτα της ΟΥΛΕΝ που ήταν το σημείο φόρτωσης και εκφόρτωσης εμπορευμάτων μπροστά από τις αποθήκες των τρένων. Εκεί τους περίμενε ο μπαρμπα-Θοδωρής με τη βάρκα του, στην οποία μπήκαν μαζί με τους Γερμανούς για να πάνε προς το ναυάγιο.
Στη σύντομη διαδρομή ο Σταμάτης κατάφερε να αποσπάσει μερικές πληροφορίες για το ψάρεμα από τον ένα Γερμανό που φαινόταν πιο ομιλητικός και εξακρίβωσε τι βοήθεια ακριβώς ήθελαν μα δεν πρόλαβε να ενημερώσει το Μίμη, παρά μόνο λίγο αργότερα.

Την ίδια χρονική περίοδο, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Ιχθυόσκαλα.
Αριστερά, στην παραλία της Χαλκίδας, διακρίνεται το παλαιό ξενοδοχείο ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ
.


Η θάλασσα σχεδόν πάντα είναι ήρεμη σ'αυτό το κομμάτι του πορθμού, μακριά από τις δίνες του φαινομένου του Ευρίπου και απλώνεται σα λιμνοθάλασσα που αντιστέκεται στους καιρούς και τους ανέμους.
Η μεγάλη διαύγεια των νερών σήμερα, έκαναν το βυθισμένο σκαρί να φαντάζει πιο κοντινό και λιγότερο τρομακτικό, αλλά το ίδιο πελώριο ώστε να κάνει τα εφηβικά μάτια να γουρλώνουν από δέος...

Το “ΜΕΜΑΣ” ήταν το φορτηγό πλοίο ενός έλληνα που το βύθισαν οι γερμανοί σε κάποιον από τους πρώτους βομβαρδισμούς στην περιοχή. Βρισκόταν στ'ανοιχτά, μπροστά από την προβλήτα της Ούλεν και επειδή τα νερά δεν ήταν πολύ βαθειά σ'εκείνο το σημείο το κεντρικό φουγάρο του πλοίου εξείχε αρκετά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ως μακάβρια επιτύμβια στήλη...

Η βάρκα στάθηκε αρκετά πριν από το φουγάρο και οι Γερμανοί άρχισαν να πετούν στη θάλασσα κομματιασμένο το ψωμί που είχαν στις σακκούλες. Κατόπιν οδήγησαν λίγο πίσω τη βάρκα και περίμεναν λίγη ώρα για να μαζευτούν ψάρια .
Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Σταμάτης να πει στο Μίμη ότι οι δυο τους θα βούταγαν να βγάλουν τα ψάρια από το νερό!!

Τη στιγμή που ο Μίμης ετοιμαζόταν να ρωτήσει πώς θα τα έπιαναν, είδε έντρομος το Γερμανό που βρισκόταν μπροστά, να βγάζει πρώτα μια χειροβομβίδα, να αφαιρεί την περόνη, να την πετάει κάμποσα μέτρα μπροστά τους και προς τα δεξιά, μέσα στο νερό κι αμέσως μετά μια δεύτερη, στην ίδια απόσταση αλλά προς τα αριστερά του ναυαγίου!
Ο άλλος Γερμανός τους διέταξε έπειτα, να βουτήξουν να φέρουν τα νεκρά ψάρια!

Ο Μίμης πρόλαβε να δει τα νερά να σείονται και να αναβλύζουν τους κοχλασμούς πρώτα της μιας έκρηξης κι έπειτα της άλλης! Ξέχωρα από το σύντομο και υπόκωφο αλλά τρομακτικό ήχο που ακούστηκε, το θέαμα ήταν συγκλονιστικό κι αμέσως μετά συνταρακτικό, καθώς ασημένιες ανταύγειες πλημμύρισαν την επιφάνεια!
Ακολουθησαν τους προοδευτικά αυξανόμενους κύκλους των βίαια ταραγμένων νερών σα διάττοντες αστέρες σε σκοτεινό ουρανό, αλλά με αντίθετη κατάληξη!! Δε χάνονταν, αλλά έστεκαν λαμπερά στο υδάτινο στερέωμα!!! Νεκρά ψάρια στο φως του ήλιου...

Τα δυο παιδιά βούτηξαν γρήγορα κι άρχισαν να ρίχνουν στη βάρκα την πλούσια λεία!
Πολύ σύντομα η βάρκα θαρρείς κοντογέμισε και τα παιδιά ανέβηκαν πάνω, ντύθηκαν κι άρχισαν να τα τοποθετούν στους δύο κουβάδες τα μικρότερα και στις μεγάλες σακούλες τα μεγαλύτερα.

 ..........

Η ζέστη είχε αρχίσει να φουντώνει και ο ανήφορος με το φορτίο ήταν αβάσταχτος! Τα βρεγμένα ρούχα άχνιζαν πάνω στα νεανικά κορμιά και ο ιδρώτας χειροτέρευε την κατάσταση!!
Ευτυχώς ο δρόμος δεν ήταν πολύς, αλλά ο νους του Μίμη διάβαινε σε σκέψεις ανάκατες. Η εμπειρία ήταν δυσάρεστη και ο φόβος είχε καθυποτάξει το ανήσυχο πνεύμα του έφηβου. Δεν μπορούσε να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, να συνειδητοποιήσει το συμβάν σε όλη του τη διάσταση για να κρίνει ανάλογα. Για ένα ήταν τουλάχιστον σίγουρος: Ήταν σώος και αβλαβής!
Και επί πλέον, στο τέλος, όταν οι Γερμανοί τους έδωσαν από τέσσερα μεγάλα ψάρια στον καθένα, ο Μίμης έκανε μια ακόμα θετική σκέψη: Θα πήγαινε στο σπίτι το καλύτερο φαγητό του μήνα, μετά από χόρτα, όσπρια, ψευτοπίτες και χορτόσουπες!!

Μ'ένα τεράστιο χαμόγελο στο χαρούμενο πρόσωπο, λοιπόν, μπήκε στην κουζίνα φωνάζοντας:

-Μάνα!!! Κοίτα τι σού'φερα!!!!

-Τι είναι αυτά;;; Πού τα βρήκες;;; ρώτησε η κυρία Όλγα, με τα καλογραμμένα φρύδια να σμίγουν όλο απορία και με ζωγραφισμένη τη δυσπιστία στο πρόσωπό της.

-Μα, δε βλέπεις;; Ψάρια!! Ψαρούκλες!!!!

-Ποιος σου τα έδωσε, Μίμη;;;
Το παιδί εξήγησε με λίγα λόγια και η μητέρα του που τον άκουσε σιωπηλή και χωρίς να εκδηλώσει κανένα συναίσθημα, του είπε στο τέλος συγκρατημένα:

-Βάλτα στο νεροχύτη. Σε λίγο έρχεται ο πατέρας σου. Μην απομακρυνθείς...

Με την ίδια χαρούμενη διάθεση, ο Μίμης έβαλε τα ψάρια στο νεροχύτη, απλώνοντάς τα με περισσή περηφάνεια και καμάρι αφού είχε εξασφαλίσει έναν πλούσιο επιούσιο στην οικογένεια.
Έβαλε το μεγαλύτερο απ'όλα, που θα χόρταινε από μόνο του τρία άτομα, σε περίοπτη θέση στη μαρμάρινη γούρνα.

-Πάω ν'αλλάξω και θα είμαι στο δωμάτιό μου!
Η γυναίκα τον κοίταξε προβληματισμένη και όταν έμεινε μόνη της, μαζί με μια βαθειά εκπνοή άφησε και τη στενοχώρια που έκρυβε μέσα της τόση ώρα ν'απλωθεί στην έκφραση του προσώπου της.

Λίγο αργότερα βήματα ακούστηκαν από το μονοπάτι του κήπου! Ο κύριος Μιχάλης, μπήκε στο σπίτι και όπως ήταν αναμενόμενο, δεν άργησε να δει το “στολισμένο” νεροχύτη:

-Τι ψάρια είναι αυτά; ρώτησε με έντονη απορία.

-Μισό λεπτό να φωνάξω το Μίμη. Θα σου εξηγήσει ο ίδιος. Μίμηηη! Ήρθε ο πατέρας σου!

Η πόρτα του μέσα δωματίου άνοιξε και το αγόρι ήρθε στην κουζίνα χαμογελώντας!

-Καλώς ήρθες, πατέρα!!!

-Μίμη, πες στον πατέρα σου πού βρήκες τα ψάρια! είπε η γυναίκα και ο γιος τους άρχισε να επαναλαμβάνει όσα είχε πει και στην ίδια...

Ο άντρας άκουγε κι εκείνος σιωπηλός, αλλά στο πρόσωπό του έκαναν διαδοχικά την εμφάνισή τους διάφορα χρώματα: λευκό της αρνητικής έκπληξης, κίτρινο της αποστροφής, κόκκινο της ντροπής, μαβί του θυμού!!



Με αργές κινήσεις, ο περήφανος και επί δεκαετίες καταξιωμένος αξιωματικός, κλείδωσε την πόρτα της κουζίνας και ξεκρέμασε τη στρατιωτική ζώνη με την εξάρτηση από τον τοίχο δεξιά.
Αυτή τη φορά το πρόσωπο του αγοριού ήταν που κέρωσε και έμεινε έτσι μέχρι που δέχτηκε το χτύπημα στα πισινά! Έπειτα φλόγισε από τον πόνο, αλλά δεν έβγαλε άχνα!

-Αυτή ήταν για το μεγαλύτερο ψάρι! ξέσπασε ο προσβεβλημένος γονιός.
Και άλλη φορά, εάν δεχτείς έστω κι ένα κόκκο άμμου από αυτούς δε θα σε λυπηθώ καθόλου!!!
Ακούς εκεί!!! Να δωροδοκείσαι από τον εχθρό!!
Αν είναι δυνατόν ο δικός μου ο γιος να θεωρηθεί συνεργάτης των Γερμανών!!
Πάρε τώρα τα ψάρια και πήγαινε πέταξέ τα στο παρακάτω οικόπεδο!
Σήμερα θα φας μόνο ψωμί κι ελιές για τιμωρία!

Μ'αυτά τα λόγια ένα σημαντικό μάθημα ζωής και αξιοπρέπειας είχε μόλις παραδοθεί!

Μίνα Βαμβάκου

Υ.Γ.
Πρόκειται για αληθινό περιστατικό που μου διηγήθηκε ο αείμνηστος Μίμης Κουκουράκης και οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της οικογένειάς του.
Χαίρομαι που τον γνώρισα όταν ήταν εν ζωή!  


Ο κ. Μίμης Κουκουράκης σε μεταγενέστερη φωτογραφία, με φόντο τον Καράμπαμπα.


Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

Μηδέν εις το πηλίκον

Αποτέλεσμα, μηδέν!

Μηδέν συν μηδέν, ίσον: μηδέν.
Μηδέν πλην μηδέν, ίσον: μηδέν.
Μηδέν επί μηδέν, ίσον: μηδέν.
Μηδέν διά μηδέν, ίσον: μηδέν.
Και μ'όλους τους αριθμούς που πάει και μπλέκεται, αλλαγή μηδέν ή πάλι μηδέν!
Μηδέν εις το πηλίκον!
Άσε πια το τι κάνει στις δυνάμεις! Των μαθηματικών και των δικών σου! Μηδέν παντού!
Στους υπολογισμούς, ευκολάκι, που λένε οι έφηβοι! Μόνο στους υπολογισμούς όμως. Αλλού; Αχταρμάς όπου εμφανιστεί!


Μα, τι στο καλό!
Ένα σκέτο, οβάλ κουλουράκι είναι!
Δεν τρώγεται με τίποτα!
Το συναντάμε συχνά, σε πολλά μέρη!
Είναι ένα κουλουράκι που τσουλάει παιχνιδιάρικα τρενάροντας στη μακρουλή πλευρά του και ισορροπώντας για λίγο στην κοντή, πριν αφεθεί ξανά στην άλλη. (Αν ήταν τσίγκινο, θα έβγαζε κι έναν ανάλογο, ρυθμικό, τενεκεδένιο ήχο: τιν - τιιιιν - τιν - τιιιιν...)
Πειραματίζεται συνεχώς στις ισάδες σε πολύ αργούς ρυθμούς, αλλά, εκεί! Το παλεύει!
Λατρεύει αφάνταστα τις κατηφόρες και τις κατεβαίνει χοροπηδώντας και  χαχανίζοντας ασύστολα...
Οι ανηφόρες, δυστυχώς, του είναι απαγορευτικές! (Έεε, κάπου έπρεπε να είναι αδύναμο!)


Δεν είναι ο τέλειος κύκλος! Θα μπορούσε να είναι το φωτοστέφανο που έπεσε από κάποιο αγγελάκι και στραπατσαρίστηκε η στρογγυλή τελειότητά του, σκάζοντας πάνω σε τσιμέντο. Διατήρησε, όμως, τις μαγικές του ιδιότητες. Ίσως να τις αύξησε κιόλας, για να ανταπεξέλθει στη γήινη πραγματικότητα!

Πάει, έρχεται, περνάει από μπροστά σου, γυρνάει, σε φέρνει γύρω, σου δίνει μια και φεύγει...
Κι εσύ μένεις να το κοιτάς άναυδος, κι όσο προσπαθείς να ξανασταθείς στα πόδια σου,  απορείς πού στο καλό τη βρίσκει τόση δύναμη να περιφέρεται έτσι, με τόση αναίδεια!
Εξωπραγματική κατάσταση!


Κοίτα το: Μια μόνιμη, τρύπια πανσέληνος πάνω στη γη! Εδώ, δίπλα σου...
Μην ταράζεσαι! Δεν αξίζει να χαλιέσαι, βρε!
Ένα μηδενικό είναι!
(Αλλά... δες πόσα καταφέρνει!)


Υ.Γ.

Η πανσέληνος βγάζει ευαισθησίες! 

Δεν είναι τρύπια, ούτε οβάλ... 




Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Στο κύλισμα




Χρόνε αδυσώπητε
και χρόνε που δικάζεις,
μ'αυτόπτες μάρτυρες λεπτά
στυγνά και τα μοιράζεις!
Και δε μιλώ για τη φθορά
που φέρνει το κύλισμά σου
στων ζωντανών την ύπαρξη
στη γη με το κάλεσμά σου.
Ούτε κι αν υπεροπτικά κολλάς
και στέκεσαι στη λύπη
να τυραγνάς ψυχές που αγωνιούν
και σέρνονται στη θλίψη.
Ούτε και όταν τις περιγελάς
σε μια χαρά τους μέσα
τρέχοντας γρηγορότερα
γιατί δεν έχεις μπέσα,
και δεν αφήνεις πιο πολύ
την αγαλλίαση να νοιώσουν
ακόμα περισσότερο
να πάρουν και να δώσουν.

Είναι που κάθε χτύπος σου μπορεί
κάτι να φανερώνει
σ'αυτούς που σε κατανοούν,
κι αισθάνονται βελόνι,
να τους τρυπάει την καρδιά
όταν διαπιστώνουν
μικρές αλήθειες εισβολείς
ψέματα να αλώνουν
κάθε φορά που γίνεσαι κριτής
και τους αποκαλύπτεις
λάθη, πράξεις, σκέψεις κρυφές
εκθέτοντας ως γλύπτης!
Κανείς θνητός δε δύναται
σωστά να σε μετρήσει.
Ούτε χαζός, ούτ'ευφυής
μπορεί να σε νικήσει.
Θεός κι εσύ, όχι μικρός,
της φύσης και των νόμων
της τέχνης, των επιστημών,
κι αδέκαστος και γνώμων.
Έτσι ανελέητα χτυπάς
μ'ασύλληπτη σοφία,
και όλων των ανθρώπινων
ορίζεις την πορεία...
Χρόνε αδυσώπητε
και χρόνε που δικάζεις!



Μίνα Βαμβάκου



Σάββατο 11 Απριλίου 2020

Ηρώ


Δεν την είχα συναντήσει πολλές φορές κι αυτές ήταν μέσα σε δυο-τρία χρόνια θαρρώ, όταν ήμουν σε προσχολική ηλικία.
Ακόμα και σήμερα, δυσκολεύομαι να κατανοήσω πώς κατάφερε να στιγματίσει τόσο έντονα τις πρώτες μου μνήμες και να χρυσοκεντήσει το βελούδο της παιδικής μου ψυχής!

Αργότερα, μεγαλώνοντας, ρωτούσα τους γονείς μου για εκείνη, σπρωγμένη από μιαν απροσδιόριστη νοσταλγία και ανάλαφρη θλίψη για την απουσία της από το συγγενικό μου περιβάλλον.
"Χώρισαν, αγάπη μου και τώρα μένει με τους γονείς της".
Αυτό ήταν αρκετό για ένα δεκάχρονο παιδί και το μόνο που του απέμενε να κάνει όποτε τη σκεφτόταν, ήταν ν'ανοίγει τα οικογενειακά άλμπουμ και να ανατρέχει στις λίγες φωτογραφίες της. Τα μαγικά εκείνα χαλιά, που το ταξίδευαν στις λιγοστές στιγμές που είχε "αποθηκεύσει" από εκείνην.

Αυτές και τα βιβλία που δώριζε στ'αδέλφια μου και σε μένα: "Μικρές Κυρίες" και "Μικροί Κύριοι" της Louisa-May Alcott,  "Τα τέκνα του Πλοιάρχου Γκραν" και "Ο Γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες" του  Ιουλίου Βερν, "Ο Μικρός Πρίγκηπας" του Antoine de Saint Exupéry, "Ο Ασπρούλης" του René Guillot, "Η Μικρή Πριγκίπισσα" της F. H. Burnett, "Τα Ωραιότερα Παιδικά Παραμύθια" του Oscar Wilde, "Τζέην Έηρ" της Charlotte Bronte, "Όλιβερ Τουίστ" του Charles Dickens, "Οι περιπέτειες του Τομ Σόγερ" και "Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν" του Mark Twain...
Ταξίδια ασύγκριτα για ένα παιδί που πρόσφατα είχε μάθει να διαβάζει.
Και τα ξαναδιάβαζα και αργότερα, καθώς ο νους και ο χαρακτήρας διαπλάθονταν μέχρι τα ανήσυχα χρόνια της εφηβείας!

Έτσι την κράτησα μέσα μου για χρόνια!
Οι πληροφορίες που αποσπούσα από τη μητέρα μου, κατά καιρούς, μου έδωσαν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την Ηρώ και δικαίωσαν κατά κάποιον τρόπο τα ενστικτώδη συναισθήματα που μου είχαν προκαλέσει οι λίγες συναντήσεις μας.

Ιστορικός-Αρχαιολόγος, με εξαίρετη μουσική παιδεία, πανέμορφη, αριστοκρατική και γλυκομίλητη καθώς ήταν, πώς να μην την ερωτευτεί εκείνος; Ανήσυχο πνεύμα, βαθειά καλλιτεχνικό και με πάμπολλες ευαισθησίες κι ο ίδιος, την προσέγγισε και περπάτησε μαζί της τα παραδείσια μονοπάτια της αγάπης!

Πάντοτε, όμως, σε κάθε ωραιότητα υπάρχει κι ένα μελανό σημείο...
Σαν εξισορρόπηση δυνάμεων ή σαν κάποια θεϊκή παρέμβαση ώστε να μην επιτευχθεί η τελειότητα και να συνεχίσει ο άνθρωπος ν'αγωνίζεται για αυτήν...

Μεγάλη πια έμαθα, πώς η Ηρώ έπασχε από κάποια μορφή σχιζοφρένειας. Εκείνος το γνώριζε και παρ'όλο που δεν θα αποκτούσε ποτέ παιδιά μαζί της, την παντρεύτηκε!

Ο έρωτας σε κάνει να υποτάσσεσαι στις επιταγές του, αδιαπραγμάτευτα και άνευ όρων, για όσες στιγμές, ώρες ή μέρες ευτυχίας βιώνεις και προσδοκείς να εισπράξεις και στο μέλλον!

Έτσι, έγινε μέλος του ευρύτερου οικογενειακού μας περίγυρου, ποτίζοντάς τον με μια γλύκα εκθαμβωτική, όλο φως μέσα από το πλατύ της χαμόγελο, τη θελκτική καλωσύνη της και τη μελιστάλαχτη, γαλήνια ομορφιά της!

Στο σπιτικό τους η ατμόσφαιρα απέπνεε μια ζεστή, ελκυστική αύρα που σε γαλήνευε με το που έκλεινες την πόρτα πίσω σου. Λες και εισερχόσουν σε μια διαφορετική διάσταση στο χωροχρόνο! Η καλόγουστη διακόσμηση
δεν διέθετε ούτε ίχνος υπερβολής και είχε πάρα πολύ έντονο το καλλιτεχνικό και πολιτιστικό στοιχείο.

Εκεί τα παιδικά μου μάτια χάθηκαν στους χρωματικούς συνδυασμούς μέσα από τη μικρή οπή  ενός καλειδοσκοπίου.
Εκεί πρωτοείδα δύο δερμάτινα κοκκινόμαυρα πουφ με χρυσαφί αιγυπτιακές παραστάσεις που έδεναν ιδανικά με το χώρο και το ξύλινο δάπεδο.
Εκεί πρωτοάγγιξα φλογέρα, κιθάρα,  πιάνο, μια τρυφερή παρέα που με καλούσε να συγχρωτιστώ και να πειραματιστώ μαζί της...

Κάποτε, μου έλεγε η μαμά μου, σε μια εκδρομή τους, σε κάποιο χωριό, το ζευγάρι είχε συναντήσει μερικά παιδάκια που έπαιζαν ξυπόλητα, σ'ένα χωματόδρομο. Έπιασαν κουβέντα μαζί τους και η Ηρώ έκοψε μερικά στάχυα από το παρακείμενο χωράφι και πήρε μέτρα από τις μικρές πατουσίτσες.
Φεύγοντας, τους είπε να ξαναέρθουν εκεί την επόμενη Κυριακή. Πήρε παπουτσάκια για όλα τους και τους τα πήγε...

Λίγα χρόνια κράτησε ο γάμος τους!
Η πάθησή της υποτροπίασε με άσχημες κρίσεις και η συμβίωση κατέστη αδύνατη...
Εκείνη δέχτηκε περίθαλψη και επέστρεψε στους γονείς της.
Εκείνος έφυγε στο εξωτερικό και δεν επέστρεψε...

Η Ηρώ υπέστη ακόμη ένα πλήγμα, όχι πολλά χρόνια αργότερα, όταν η μητέρα της ξεψύχησε στην αγκαλιά της, μετά από ένα ατύχημα μέσα στο σπίτι.
Ίσως αυτό το σοκ να αποτέλεσε και τη χαριστική βολή που την οδήγησε λίγο αργότερα να δώσει οριστικό τέλος στη ζωή της με μια μοιραία βουτιά απόγνωσης από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας...

Μια βουτιά στο κενό, για όλα τα κενά του ταλαιπωρημένου της νου!
Μια επίθεση με αυτοθυσία για να καταφέρει ένα τελειωτικό χτύπημα στην αδικία της ζωής της, προσβλέποντας στην οριστική προσωπική της λύτρωση.
Μια στρατηγική κίνηση επίθεσης στις διαλείψεις του μυαλού, στις κρίσεις που της στερούσαν την αίσθηση του χρόνου, όσων αγαπούσε και έχανε τον ίδιο της τον εαυτό!
Βούτηξε μακριά από τις τρικυμισμένες σκέψεις, τα δαιδαλώδη συναισθήματα και τις απέραντες θλίψεις που την πλημμύριζαν σαν συνερχόταν...
Μια βουτιά-κίνηση βαθύτατης απελπισίας, ένα διάβημα νενοημένο και θαρρείς γεμάτο ανυπομονησία, με στόχο να δραπετεύσει και να αναπαυτεί στην ανυπαρξία των βασάνων που ταλανίζουν τα ανθρώπινα...

Για εμένα, παραμένει  μια γλυκύτατη, πανέμορφη φιγούρα των πρώτων παιδικών μου χρόνων που κέρδισε μια πολύ ζεστή γωνιά στα μύχια της καρδιάς μου και θα υπάρχει για όσο ζω!

Μπορεί σ'αυτό το "παραμύθι" να μην "έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα", αλλά εκεί ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό των νυχτερινών μου εξοχικών διαδρομών, ξέρω ότι υπάρχει ένας άγγελος που μου χαμογελά, από κάποιο αστέρι και το κάνει να λαμπυρίζει και να ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα.
Είναι η Ηρώ, που με ανέβαζε στο σκαμπώ του πιάνου, τοποθετούσε τα μικρά μου δαχτυλάκια στα λευκά πλήκτρα και μου μάθαινε τις πρώτες νότες:
"Ντο-ντο-ρε-ρε-μι-μι-ρε-ρε
Ντο-ντο-ρε-ρε
μι - ρε - ντο"...   


Μίνα Βαμβάκου


Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Κρετίνε κορονοϊέ!


Όλα εκεί που πήγαιναν
πρίμα και πριμαβέρα
ξέσπασε κορωνοϊός,
χαστούκι από χέρα!

Πάνδημος και παγκόσμιος
άπλωσε σα χολέρα
έβγαλε προγραμματισμούς
καινούριους σε μια μέρα

Έφυγαν και χαθήκανε
άνθρωποι πονεμένοι
κι όλοι μας μονοκοπανιάς
κοιτάμε τρομαγμένοι.

Έντρομοι εκλειστήκαμε
-σύμφωνα με τα μέτρα-
σπίτια μας, υποτακτικά
και  δίχως σούρτα-φέρτα.

Μόνο για βόλτα βγαίνουμε
μόνοι μας ή με σκύλο,
(άντε συν έναν συντροφιά)
δυο μέτρα απ'το φίλο.

Ψώνια, γιατροί επιτρέπονται.
Ίσως και φαρμακείο,
έχοντας πάνω μας χαρτί,
πορείας φύλλο ίδιο!

Γράφει απάνω τ'όνομα,
ώρα, ημερομηνία
ποιός είναι ο προορισμός
και όλα τα στοιχεία.

Πάνω μας κι η ταυτότητα,
μήπως μας σταματήσουν
σ'έλεγχο αστυνομικοί
και πρόστιμο μας ρίξουν.

Μέσα στο σπίτι, δράματα
νεύρα και φασαρία...
Είν' η κλεισούρα μας βαρειά
σαγόνια καρχαρία.

Τρώνε, καταβροχθίζουνε
όρεξη μα και γέλιο.
Ψάχνουμε μια διαφυγή
και τρίζει το θεμέλιο.

Έπιπλα πεντακάθαρα,
ρούχα συμμαζεμένα.
Κάναμε όλες τις δουλειές,
τα πάντα παστρεμένα!

Όλα τα επιτραπέζια
βγήκανε στο σαλόνι.
Είδαμε φιλμ τρομακτικό
το φόβο να μειώνει.

Κάθε ταινία παίξαμε,
χόντρυνε κι η κοιλία,
τέρμα επαίξαν  μουσικές,
διαβάσαμε βιβλία...

Τι άλλο πια να κάνουμε
τώρα, δεν απομένει!
Ίντερνετ και ξερό ψωμί!
Την έχουμε βαμμένη,

έτσι και το τινάξουνε
χρήστες σ'όλο τον κόσμο!
Τότε θα νιώσουμε θαρρώ
μεγάλο νέο τρόμο!

Κι όταν όλα τελειώσουνε,
ποιος ξέρει πως θα είναι
σχέσεις, δουλειά μα κι η ζωή,
κακέ ιέ, κρετίνε!


Μίνα Βαμβάκου




Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ΠΡΟΣ:ΕΥΧΗ








Τα φιλιά τα υποτιμημένα ν'αναστήσεις,
Έρωτα!

Και στου κόρφου σου 
του ροδαλόχρωμου  τις όχθες 
ν'αποθέσεις, απαλά,
τα μπερδεμένα από  τα δάχτυλά σου
μακριά μαλλιά!


Τα ξεχασμένα χάδια των ονείρων άπλωσε, 
δίχτυ που λευτερώνει πουλιά της νιότης ξανά.
Να πετάξουν ψηλά
στ'αγέρι εκείνο της αγάπης που φύσηξε δειλά.

Θέριεψέ το με την ανάσα σου,
να ξεσηκώσει το λιμάνι το έρμο,
το μοναχό.
Να ορθώσει το τρέμουλο των νερών του 
και να γλύψει, να θρέψει πληγές.

Με το μιλητό σου, τις βροχές των δακρύων 
που λαμπυρίζουν ακόμα στο χώμα, 
έλα και σβήσε!

Και στείλε πλατύ ένα ουράνιο τόξο
στο γκρίζο τ'ουρανού της ψυχής,
σαν απ'τα έγκατα της γης,
χρυσάφι ατόφιο!

Το σώμα έχει μνήμη, μα κι η καρδιά φωτιά!
Και σαν την ξυπνήσεις, με την ορμή σου, Έρωτα,
θα δεις τα νήματα τ'αρχέγονα, 
εκείνα της αγάπης,
να λύνονται στην αγκαλιά σου...

Μίνα Βαμβάκου


Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Η Merilyn, η Μαίρη και η άλλη!


Η Merilyn!
Διαχρονικό σύμβολο γυναικείας ομορφιάς με άπλετο sex appeal... Και μόνο που κοιτούσε με το λάγνο βλέμμα της το φακό ή τον συμπρωταγωνιστή της, μισανοίγοντας τα χείλη όλο πρόκληση με μια υποψία χαμόγελου, εκσφενδόνιζε -ή ακόμα εκσφενδονίζει- την αντρική φαντασία στα ύψη, κάνοντας τις κοινές θνητές να χλωμιάζουν από την αδυναμία της παραμικρής έστω σύγκρισης με κάτι απ'όσα κομματάκια τελειότητας διέθετε πάνω της, Εκείνη! Και, μάλιστα, σε μια εποχή που οι επεμβάσεις αισθητικής γυναικών δεν ήταν καν στα σπάργανα...

Η Μαίρη!
Δώρον, άδωρον! Πώς η κακομοίρα, η γυναίκα της διπλανής πόρτας, μπορεί να γίνει σύμβολο ομορφιάς με κανα-δυο κουτσούβελα ανά χείρας και σφουγγαρόπανα ανά πόδας;
Άντε και να έχει το κατιτίς της, μια δουλειά, βρε αδερφέ και να μπορεί να δίνει σε μια άλλη (αλλά πάλι γυναίκα) να της κάνει τις χοντρές δουλειές, κάθε τόσο. Μία από τα ίδια... Κάτι το άγχος ή η υφή της δουλειάς, κάτι το κυνήγι με τους δείκτες του ρολογιού ημερησίως, ίσως και μισο-νυκτίως, κάτι τα ψώνια δεξιά κι αριστερά, κάτι τα χρέη ταξιτζή που εκτελεί για να πηγαινοφέρνει τα παιδιά εδώ κι εκεί, κάτι το εσπευσμένο μαγείρεμα για την επομένη, ε... πάει! Ρυτίδιασε σ'εύλογο χρονικό διάστημα, όσες κρέμες κι αν παστώνεται τα λίγα βράδυα που δεν πέφτει ξερή για ύπνο!
Οι περισσότερες γυναίκες της μικρομεσαίας τάξης (που τείνει να γίνει πλέον μόνο μικρή τάξη) είναι, φίλοι μου, Μαίρες Παναγιωταρές! Και ισχύει το ρηθέν "μεροδούλι-μεροφάι" που το μεδούλι τους ρουφάει κι άντε μετά να λάμψουν ή να βρουν λύση στο πρόβλημα/ρητορικό ερώτημα "πώς κατάντησα έτσι;"
Οπότε, σταυροκοπιέται, μουρμουρίζει στωικά "Δε βαριέσαι... Καλά νάμαστε!" και πάει λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ν'απλώσει τα ρούχα, γκρεμίζοντας τα είδωλα της μεγάλης και της μικρής οθόνης, για χάρη της αυτοεκτίμησης, με τη δικαιολογία "ας είχα κι εγώ λεφτά και θα σου'λεγα"!

Η άλλη!
Εδώ επιβεβαιώνεται ο χρυσούς κανών της οικονομίας: Όταν η γυνή διαθέτει χρήμα, διαθέτει και χρόνο, οπότε γεμίζει την τουαλέτα της με πανάκριβα καλλυντικά όλων των ειδών, για κάθε περίσταση και λεπτό της μέρας, πλακώνεται στα τραβήγματα, στα σπα και ξεσπά για να δείχνει πάντα νέα και ωραία!
Κι ας γίνεται από τις επεμβάσεις, στην κυριολεξία, άλλος άνθρωπος  (για να μην πω μια άλλη λέξη και τη συγχίσω)!
Αλλοιωμένα χαρακτηριστικά, λες και άλλαξε φυλή (προς Ασία μεριά, ως επί το πλείστον, ή Βόρειο Πόλο) χαμόγελο συγκεκριμένου μήκους επειδή από το τσίτωμα τερμάτισε και δεν πάει παραπέρα, κινητικά και ενδυματολογικά  προβλήματα για να μη φανούν οι ραφές ή μην τυχόν και φάει καμμιά τούμπα. Βλέπετε- μπορεί να δείχνει λίγο μικρότερη, στην ουσία όμως, ΔΕΝ είναι, ούτε έγινε η νέα που ήταν! Είπαμε, άλλος άνθρωπος! Μέχρι και η ξαδέρφη της, όταν την είδε, της είπε: "Ποια είστε εσείς;"

Κι ερχόμαστε στην ερώτηση κρίσεως:
Ποια απ'τις τρεις είναι ευτυχέστερη;

Η πρώτη, εκ των πραγμάτων, όχι...
Η δεύτερη ή η τρίτη;
Και οι δύο επειδή βλέπουν τα καλά μόνο;
Καμμία απ'τις δύο επειδή βλέπουν τα στραβά μόνο;

Και τι στο καλό είναι αυτή η "ευτυχία" τελικά; Ειδικά οι γυναίκες, ξέρουν;

Σκεφτείτε ό,τι θέλετε!
Αλλά, μη μου πείτε!
Φοβάμαι πως κι εσείς κάποιο πρότυπο έχετε κατά νου που σας μπερδεύει...

Μίνα Βαμβάκου