Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Διδαχές αρχών και αξιών στη Χαλκίδα της Κατοχής



Ήταν ένα ζεστό πρωινό του Ιούνη και ο Μίμης, σα θηρίο σε κλουβί, πήγαινε πέρα-δώθε στη μεγάλη κουζίνα!!! Η μητέρα του ετοίμαζε ένα λιτό φαγητό, προσπαθώντας να κάνει όσο μπορούσε περισσότερη οικονομία στη διατροφή της οικογένειας...
Η γερμανική κατοχή δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια! Το καλοκαίρι θα την έβγαζαν μια χαρά, αλλά ανησυχούσε για το χειμώνα, επειδή η κατάσταση δεν πρόκειται να άλλαζε προς το καλύτερο!!

Ο σκανταλιάρης Μίμης, μαζί με τον πατέρα του και τις αδελφές του,
με φόντο τη Χαλκίδα κατά την περίοδο της Κατοχής...


-Μάνα, έχει τίποτα να τσιμπήσω;; τη ρώτησε αφού πρώτα ήρθε δίπλα της και τη χάζεψε καθώς καθάριζε τις φακές...

-Πάρε μια φέτα ψωμί και ελιές από το μεγάλο βάζο.

-Δεν έχω και πολλές επιλογές, έτσι;;; ρώτησε με μια ανάλαφρη θλίψη στη φωνή του, το δεκατετράχρονο αγόρι...

-Να ευχαριστείς το Θεό που έχουμε κι αυτά που έχουμε και τρώμε!!!

-Αχ, βρε μάνα!!! Όλο αυτό λες!!!! γκρίνιαξε το ψηλό, αδύνατο παιδί. Πήρε τη λεπτή φέτα του ψωμιού και μια χούφτα ελιές από τη γυάλα με το κόκκινο καπάκι και συμπλήρωσε:

-Πάω μια βόλτα στη θάλασσα, να ρίξω καμμιά βουτιά!

Η ψηλή γυναίκα τον κοίταξε ανήσυχη:
-Να προσέχεις!!! Είναι άσχημοι καιροί!! Μην απομακρύνεσαι από τον κόσμο!

Απόμεινε να κοιτάζει με έγνοια το γιο της μέσα από ανοιχτό παράθυρο, πάνω από το νεροχύτη. καθώς το παλικαράκι διέσχιζε την αυλή με τις αμέτρητες γλάστρες και τον περιποιημένο κήπο...
“Αχ, αυτό το παιδί!!! Η ζωηράδα του τον βάζει συχνά σε μπελάδες... Και αναγκάζει τον πατέρα του να τον καταχερίζει τις περισσότερες φορές!“ μονολόγησε νοερά και τον χάζεψε λίγο ακόμα καθώς κατηφόριζε.
“Πώς μεγάλωσε! Σωστό αντράκι... Έχε τον καλά, Θεέ μου!!”

Κοίταξε αριστερά προς τα αντίσκηνα που είχαν στήσει οι Γερμανοί λίγο πιο κάτω. Η καρδιά της σφίχτηκε κι ο ίδιος θυμός τη συνεπήρε πάλι για τα δεινά που περνούσε η πατρίδα υπό την κατοχή τους!
“Πότε θα έβγαιναν από αυτή την αφόρητη κατάσταση; Και με ποιο τρόπο; Οι άνθρωποι δυστυχούσαν και ζούσαν κάτω από ένα συνεχή φόβο για την ίδια τους τη ζωή, για τα παιδιά τους που μεγάλωναν κάτω από άθλιες συνθήκες, επικίνδυνες για την ακεραιότητά τους και μ'ένα μέλλον από αβέβαιο έως ανύπαρκτο...”

Η φιγούρα του αγοριού της χάθηκε στην κατηφόρα και το βλέμμα τώρα απλώθηκε στη θάλασσα, πέρα μετά τη γέφυρα! Μια ματιά και μόνο αν άπλωνε πάνω της, ήταν αρκετή για να τη χαλαρώσει και να την ηρεμήσει πριν γυρίσει ξανά στις δουλειές της...


Ακόμη μια φωτογραφία της Κατοχικής Χαλκίδας
από το αρχείο της οικογένειας Κουκουράκη.




-Έι, Μίμη!!! φώναξε στο παιδί που κατηφόριζε ανέμελα, ο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερός του, Σταμάτης, που έβγαινε από την πόρτα του φτωχικού του σπιτιού!!

Ο Μίμης γύρισε προς τ'αριστερά και το πρόσωπό του φώτισε μόλις είδε το φίλο και γείτονά του!!

Πιο πέρα, ταυτόχρονα, δυο Γερμανοί σταμάτησαν την κουβέντα τους και κοίταξαν τα δυο παιδιά.

Ο Μίμης, βλέποντάς τους, συγκράτησε το χαμόγελο που έκανε να σχηματιστεί στα χείλη του και είπε χαμηλόφωνα:
-Γεια σου, Σταμάτη!
Ο ένας από τους δύο Γερμανούς φώναξε κάτι προς το μέρος τους, σ'αυτή την τραχιά και δύστροπη γλώσσα και ο Σταμάτης που είχε μάθει κουτσά-στραβά μερικές λέξεις τους τελευταίους μήνες, του είπε:

-Μας φωνάζουν να πάμε εκεί. Κάτι μας θέλουν!

-Έχω δουλειά!!! Δεν μπορώ, πες τους!! Πρέπει να φύγω! είπε ψέμματα ο Μίμης και κίνησε ξανά προς τον κατήφορο!

Η αγριεμένη απότομη φωνή του στρατιώτη τον έκανε να παγώσει στο δεύτερο βήμα του και γύρισε κοιτώντας τον θαρρετά αλλά συνοφρυωμένος και με σκοτεινιασμένη ματιά!!

-Μην κάνεις βλακείες, Μίμη!!! Θες να βρούμε κανένα μπελά;;; Κάνε το χαζό και πάμε να δούμε τι θέλουν...

Διστακτικά και νοιώθοντας να παραπαίει ανάμεσα στο φόβο και στην αποστροφή, ο Μίμης ακολούθησε το Σταμάτη...
Μετά από προσπάθειες συνεννόησης, ο Σταμάτης τον πληροφόρησε ότι θα πήγαιναν στο ναυάγιο, το “Μεμάς”, να ψαρέψουν και τους ήθελαν για βοήθεια!

-Τι βοήθεια ρε Σταμάτη;;; Να ξεδολώνουμε τα ψάρια;;;

-Δεν ξέρω, τι να σου πω! Μα δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς!!!
Τα δυο παιδιά με σκυμμένο κεφάλι, ακολούθησαν τους δυο στρατιώτες, κουβαλώντας κάτι μεγάλους μαύρους σάκκους, δυο σακούλες με ψωμιά και δυο μεγάλους άδειους κουβάδες που τους έδωσαν να μεταφέρουν.

Σε λίγη ώρα έφτασαν στα τρένα και περπάτησαν ως την προβλήτα της ΟΥΛΕΝ που ήταν το σημείο φόρτωσης και εκφόρτωσης εμπορευμάτων μπροστά από τις αποθήκες των τρένων. Εκεί τους περίμενε ο μπαρμπα-Θοδωρής με τη βάρκα του, στην οποία μπήκαν μαζί με τους Γερμανούς για να πάνε προς το ναυάγιο.
Στη σύντομη διαδρομή ο Σταμάτης κατάφερε να αποσπάσει μερικές πληροφορίες για το ψάρεμα από τον ένα Γερμανό που φαινόταν πιο ομιλητικός και εξακρίβωσε τι βοήθεια ακριβώς ήθελαν μα δεν πρόλαβε να ενημερώσει το Μίμη, παρά μόνο λίγο αργότερα.

Την ίδια χρονική περίοδο, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Ιχθυόσκαλα.
Αριστερά, στην παραλία της Χαλκίδας, διακρίνεται το παλαιό ξενοδοχείο ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ
.


Η θάλασσα σχεδόν πάντα είναι ήρεμη σ'αυτό το κομμάτι του πορθμού, μακριά από τις δίνες του φαινομένου του Ευρίπου και απλώνεται σα λιμνοθάλασσα που αντιστέκεται στους καιρούς και τους ανέμους.
Η μεγάλη διαύγεια των νερών σήμερα, έκαναν το βυθισμένο σκαρί να φαντάζει πιο κοντινό και λιγότερο τρομακτικό, αλλά το ίδιο πελώριο ώστε να κάνει τα εφηβικά μάτια να γουρλώνουν από δέος...

Το “ΜΕΜΑΣ” ήταν το φορτηγό πλοίο ενός έλληνα που το βύθισαν οι γερμανοί σε κάποιον από τους πρώτους βομβαρδισμούς στην περιοχή. Βρισκόταν στ'ανοιχτά, μπροστά από την προβλήτα της Ούλεν και επειδή τα νερά δεν ήταν πολύ βαθειά σ'εκείνο το σημείο το κεντρικό φουγάρο του πλοίου εξείχε αρκετά πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ως μακάβρια επιτύμβια στήλη...

Η βάρκα στάθηκε αρκετά πριν από το φουγάρο και οι Γερμανοί άρχισαν να πετούν στη θάλασσα κομματιασμένο το ψωμί που είχαν στις σακκούλες. Κατόπιν οδήγησαν λίγο πίσω τη βάρκα και περίμεναν λίγη ώρα για να μαζευτούν ψάρια .
Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Σταμάτης να πει στο Μίμη ότι οι δυο τους θα βούταγαν να βγάλουν τα ψάρια από το νερό!!

Τη στιγμή που ο Μίμης ετοιμαζόταν να ρωτήσει πώς θα τα έπιαναν, είδε έντρομος το Γερμανό που βρισκόταν μπροστά, να βγάζει πρώτα μια χειροβομβίδα, να αφαιρεί την περόνη, να την πετάει κάμποσα μέτρα μπροστά τους και προς τα δεξιά, μέσα στο νερό κι αμέσως μετά μια δεύτερη, στην ίδια απόσταση αλλά προς τα αριστερά του ναυαγίου!
Ο άλλος Γερμανός τους διέταξε έπειτα, να βουτήξουν να φέρουν τα νεκρά ψάρια!

Ο Μίμης πρόλαβε να δει τα νερά να σείονται και να αναβλύζουν τους κοχλασμούς πρώτα της μιας έκρηξης κι έπειτα της άλλης! Ξέχωρα από το σύντομο και υπόκωφο αλλά τρομακτικό ήχο που ακούστηκε, το θέαμα ήταν συγκλονιστικό κι αμέσως μετά συνταρακτικό, καθώς ασημένιες ανταύγειες πλημμύρισαν την επιφάνεια!
Ακολουθησαν τους προοδευτικά αυξανόμενους κύκλους των βίαια ταραγμένων νερών σα διάττοντες αστέρες σε σκοτεινό ουρανό, αλλά με αντίθετη κατάληξη!! Δε χάνονταν, αλλά έστεκαν λαμπερά στο υδάτινο στερέωμα!!! Νεκρά ψάρια στο φως του ήλιου...

Τα δυο παιδιά βούτηξαν γρήγορα κι άρχισαν να ρίχνουν στη βάρκα την πλούσια λεία!
Πολύ σύντομα η βάρκα θαρρείς κοντογέμισε και τα παιδιά ανέβηκαν πάνω, ντύθηκαν κι άρχισαν να τα τοποθετούν στους δύο κουβάδες τα μικρότερα και στις μεγάλες σακούλες τα μεγαλύτερα.

 ..........

Η ζέστη είχε αρχίσει να φουντώνει και ο ανήφορος με το φορτίο ήταν αβάσταχτος! Τα βρεγμένα ρούχα άχνιζαν πάνω στα νεανικά κορμιά και ο ιδρώτας χειροτέρευε την κατάσταση!!
Ευτυχώς ο δρόμος δεν ήταν πολύς, αλλά ο νους του Μίμη διάβαινε σε σκέψεις ανάκατες. Η εμπειρία ήταν δυσάρεστη και ο φόβος είχε καθυποτάξει το ανήσυχο πνεύμα του έφηβου. Δεν μπορούσε να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, να συνειδητοποιήσει το συμβάν σε όλη του τη διάσταση για να κρίνει ανάλογα. Για ένα ήταν τουλάχιστον σίγουρος: Ήταν σώος και αβλαβής!
Και επί πλέον, στο τέλος, όταν οι Γερμανοί τους έδωσαν από τέσσερα μεγάλα ψάρια στον καθένα, ο Μίμης έκανε μια ακόμα θετική σκέψη: Θα πήγαινε στο σπίτι το καλύτερο φαγητό του μήνα, μετά από χόρτα, όσπρια, ψευτοπίτες και χορτόσουπες!!

Μ'ένα τεράστιο χαμόγελο στο χαρούμενο πρόσωπο, λοιπόν, μπήκε στην κουζίνα φωνάζοντας:

-Μάνα!!! Κοίτα τι σού'φερα!!!!

-Τι είναι αυτά;;; Πού τα βρήκες;;; ρώτησε η κυρία Όλγα, με τα καλογραμμένα φρύδια να σμίγουν όλο απορία και με ζωγραφισμένη τη δυσπιστία στο πρόσωπό της.

-Μα, δε βλέπεις;; Ψάρια!! Ψαρούκλες!!!!

-Ποιος σου τα έδωσε, Μίμη;;;
Το παιδί εξήγησε με λίγα λόγια και η μητέρα του που τον άκουσε σιωπηλή και χωρίς να εκδηλώσει κανένα συναίσθημα, του είπε στο τέλος συγκρατημένα:

-Βάλτα στο νεροχύτη. Σε λίγο έρχεται ο πατέρας σου. Μην απομακρυνθείς...

Με την ίδια χαρούμενη διάθεση, ο Μίμης έβαλε τα ψάρια στο νεροχύτη, απλώνοντάς τα με περισσή περηφάνεια και καμάρι αφού είχε εξασφαλίσει έναν πλούσιο επιούσιο στην οικογένεια.
Έβαλε το μεγαλύτερο απ'όλα, που θα χόρταινε από μόνο του τρία άτομα, σε περίοπτη θέση στη μαρμάρινη γούρνα.

-Πάω ν'αλλάξω και θα είμαι στο δωμάτιό μου!
Η γυναίκα τον κοίταξε προβληματισμένη και όταν έμεινε μόνη της, μαζί με μια βαθειά εκπνοή άφησε και τη στενοχώρια που έκρυβε μέσα της τόση ώρα ν'απλωθεί στην έκφραση του προσώπου της.

Λίγο αργότερα βήματα ακούστηκαν από το μονοπάτι του κήπου! Ο κύριος Μιχάλης, μπήκε στο σπίτι και όπως ήταν αναμενόμενο, δεν άργησε να δει το “στολισμένο” νεροχύτη:

-Τι ψάρια είναι αυτά; ρώτησε με έντονη απορία.

-Μισό λεπτό να φωνάξω το Μίμη. Θα σου εξηγήσει ο ίδιος. Μίμηηη! Ήρθε ο πατέρας σου!

Η πόρτα του μέσα δωματίου άνοιξε και το αγόρι ήρθε στην κουζίνα χαμογελώντας!

-Καλώς ήρθες, πατέρα!!!

-Μίμη, πες στον πατέρα σου πού βρήκες τα ψάρια! είπε η γυναίκα και ο γιος τους άρχισε να επαναλαμβάνει όσα είχε πει και στην ίδια...

Ο άντρας άκουγε κι εκείνος σιωπηλός, αλλά στο πρόσωπό του έκαναν διαδοχικά την εμφάνισή τους διάφορα χρώματα: λευκό της αρνητικής έκπληξης, κίτρινο της αποστροφής, κόκκινο της ντροπής, μαβί του θυμού!!



Με αργές κινήσεις, ο περήφανος και επί δεκαετίες καταξιωμένος αξιωματικός, κλείδωσε την πόρτα της κουζίνας και ξεκρέμασε τη στρατιωτική ζώνη με την εξάρτηση από τον τοίχο δεξιά.
Αυτή τη φορά το πρόσωπο του αγοριού ήταν που κέρωσε και έμεινε έτσι μέχρι που δέχτηκε το χτύπημα στα πισινά! Έπειτα φλόγισε από τον πόνο, αλλά δεν έβγαλε άχνα!

-Αυτή ήταν για το μεγαλύτερο ψάρι! ξέσπασε ο προσβεβλημένος γονιός.
Και άλλη φορά, εάν δεχτείς έστω κι ένα κόκκο άμμου από αυτούς δε θα σε λυπηθώ καθόλου!!!
Ακούς εκεί!!! Να δωροδοκείσαι από τον εχθρό!!
Αν είναι δυνατόν ο δικός μου ο γιος να θεωρηθεί συνεργάτης των Γερμανών!!
Πάρε τώρα τα ψάρια και πήγαινε πέταξέ τα στο παρακάτω οικόπεδο!
Σήμερα θα φας μόνο ψωμί κι ελιές για τιμωρία!

Μ'αυτά τα λόγια ένα σημαντικό μάθημα ζωής και αξιοπρέπειας είχε μόλις παραδοθεί!

Μίνα Βαμβάκου

Υ.Γ.
Πρόκειται για αληθινό περιστατικό που μου διηγήθηκε ο αείμνηστος Μίμης Κουκουράκης και οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της οικογένειάς του.
Χαίρομαι που τον γνώρισα όταν ήταν εν ζωή!  


Ο κ. Μίμης Κουκουράκης σε μεταγενέστερη φωτογραφία, με φόντο τον Καράμπαμπα.