Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, η Ηρώ. Καθάριο πρόσωπο, με μεγάλα εκφραστικά σκούρα μάτια, καλογραμμένα χείλη και κατάμαυρα μαλλιά, πιασμένα κότσο. Όταν χαμογελούσε, εξέπεμπε ένα φως που νόμιζες πως σ'αγκάλιαζε ο Θεός!
Στα παιδικά μου μάτια, τότε -θά'μουν δε θά'μουν 5 χρονών- αποτελούσε μια φιγούρα ιδανική, μια γυναίκα-πρότυπο, με εξωτερική ομορφιά και ευγένεια ψυχής. Είναι εκπληκτικό πόσο δυνατή εντύπωση μπορεί να χαράξει ένας άνθρωπος σ' ένα μικρό παιδί -χωρίς να το επιδιώκει, μόνο και μόνο με την παρουσία του! Δεν τη συνάντησα πολλές φορές κι αυτές, όλες κι όλες, ήταν μέσα σε δυο-τρία χρόνια, θαρρώ. Κατάφερε, όμως, να ζωγραφίσει με μοναδικά όμορφο τρόπο το βελούδο της παιδικής μου αντίληψης και να στιγματίσει υπέροχα τις μνήμες μου.
Μεγαλώνοντας, ρωτούσα τους γονείς μου και ζητούσα από τη μητέρα μου να μου μιλήσει για 'κείνην, σπρωγμένη από μιαν απροσδιόριστη νοσταλγία και μια γλυκειά θλίψη για την απουσία της από το συγγενικό περιβάλλον. Συχνά, καταφεύγω στις λιγοστές φωτογραφίες που έχω, κοιτώ το όμορφο πρόσωπό της και το χαρτί τους γίνεται μαγικό χαλί που με ταξιδεύει...
Η Ηρώ είχε σπουδάσει αρχαιολογία και είχε εξαιρετική μουσική παιδεία. Αριστοκρατική, όμορφη και γλυκομίλητη καθώς ήταν, πώς να μην την ερωτευτεί ο Στέλιος! Ανήσυχο, καλλιτεχνικό πνεύμα κι ο ίδιος, με βαθειές ευαισθησίες, έκανε τ'αδύνατα-δυνατά και την παντρεύτηκε.
Η ατμόσφαιρα στο σπίτι τους ήταν ιδιαίτερα ζεστή, με καλόγουστη διακόσμηση και έντονες τις καλλιτεχνικές διαθέσεις και των δυο τους.
Κάποτε, σε μια εκδρομή τους στην εξοχή, είχαν συναντήσει έξω από ένα χωριό μερικά παιδάκια που έπαιζαν ξυπόλητα σ'ένα χωράφι. Η Ηρώ τότε, έκοψε μερικά στάχυα και μέτρησε τις πατουσίτσες τους. Την επόμενη Κυριακή, παρακάλεσε τον Στέλιο να πάνε ξανά εκεί. Βρήκε τα παιδιά και
τους έδωσε τα παπουτσάκια που τους είχε αγοράσει!
Σχεδόν πάντοτε, όμως, σε όλα τα ωραία πράγματα κρύβεται και κάτι άσχημο, λες και είναι αυτό το μυστικό συστατικό που τα κάνει, τελικά, τόσο ωραία και τόσο προκλητικά για να τα κατακτήσεις. Κάτι τέτοιο συνέβαινε κι εδώ. Ο Στέλιος ήξερε από την αρχή την αλήθεια και πήρε συνειδητά την απόφαση να κάνει την Ηρώ γυναίκα του.
Εκείνη έπασχε από κάποια μορφή σχιζοφρένειας και οι γιατροί δεν της επέτρεπαν να κάνει παιδιά...
Εκείνος ήθελε να της προσφέρει όσο περισσότερη χαρά γινόταν μέσα από το γάμο τους, την ίδια που θα ένιωθε κι εκείνος ζώντας στο πλάι της.
Και σ'αυτό τα κατάφεραν! Η αγάπη αρωμάτιζε το σπιτικό τους και την ένιωθα κάθε φορά που βρισκόμουν εκεί.
Και όπως είναι γνωστό, τα πάντα είναι πρόσκαιρα και πολύ περισσότερο η ευτυχία... Ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ, διότι η κατάστασή της υποτροπίασε.
Ο Στέλιος έφυγε για πάντα στο εξωτερικό κι εκείνη επέστρεψε στο πατρικό της.
Μερικά χρόνια αργότερα, η μητέρα της -μετά από ένα τραγικό συμβάν- ξεψύχησε στα χέρια της. Έπειτα από κάτι τέτοιο, δεν ξέρω αν θα υπήρχε θεραπευτική αγωγή ικανή να μπορέσει να συνεφέρει μια ήδη ραγισμένη ψυχούλα. Έτσι, λίγο πιο μετά -μοιραία- έδωσε τέλος στη ζωή της...
Για μένα, παραμένει στο βάθος της καρδιάς μου η εξαίσια μορφή της, έτσι ακριβώς όπως με κοιτάζει μέσα από τις φωτογραφίες που φυλάω, μ'εκείνο το υπέροχο, φωτεινό της χαμόγελο! Είναι η Ηρώ των παιδικών μου χρόνων, που μου έβαζε μαξιλαράκι στο σκαμπό του πιάνου για να φτάνω τα πλήκτρα και μου μάθαινε τις πρώτες μου νότες: ντο-ντο, ρε-ρε, μι-μι, ρε-ρε, ντο-ντο, ρε-ρε, μι-ρε-ντοοο...
Μπορεί σ'αυτό το παραμύθι να μην "έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα", αλλά εκεί ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό των εξοχικών μου δρόμων, ξεπετάγεται κάπου-κάπου ένας άγγελος και μου χαμογελά γλυκά από ένα αστέρι, αυτό που εκείνες τις στιγμές στραφταλίζει περισσότερο απ' όλα
τ'άλλα!
Μίνα Βαμβάκου