Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Τα άδυτα της λήθης


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

H νύχτα έπεσε παγερή στο μικρό χωριό, κοντά στο δάσος. Ο αέρας μουρμούριζε ψυχρά ανάμεσα στα φυλλώματα των πεύκων και στιγμάτιζε τη σιωπή του διστακτικού χιονιού... Το κρύο είχε στείλει για ύπνο τους κατοίκους από νωρίς και τα λιγοστά φώτα πνίγονταν στο βαθύ σκοτάδι. Κι εκεί, στην άκρη του δρόμου μετά τα τελευταία σπίτια, μια σιλουέτα ξεπρόβαλε σκυφτή παίζοντας κρυφτό με το λευκό προδοτικό πέπλο που απλωνόταν παντού τριγύρω...

Οι θάμνοι που μισόκρυβαν το νυχτερινό διαβάτη τέλειωσαν και μετά από δυο λεπτά ακινησίας, άρχισε να διασχίζει με όσο πιο γρήγορο βηματισμό γινόταν, τον πρώτο δρόμο που διέκοψε τη σχεδόν αθέατη, ως τώρα, πορεία του. Οι γαλότσες γρύλλιζαν κάθε φορά που βούλιαζαν στο μισοπαγωμένο χιόνι, προδίδοντας τον αγχωμένο δρασκελισμό του άντρα.


Οι κινήσεις του δεν ήταν αναποφάσιστες. Ήξερε πού πήγαινε!

Το σπίτι στη γωνία είχε χαμηλή μάντρα και η αυλόπορτα δεν κλειδωνόταν ποτέ, αφού στο χωριό η ζωή ήταν ήσυχη και τα επίπεδα εγληματικότητας μηδαμινά!
Δυο-τρεις μόνο μικροκλοπές στο μπακάλικο, το καφενείο και το παγκάρι της εκκλησίας την τελευταία πενταετία όλες κι όλες!

Η παλαιού τύπου λάμπα του στύλου στη γωνία του δρόμου στη δεν ήταν ικανή να ανταγωνιστεί τη λάμψη του χιονιού. Αυτό από μόνο του αρκούσε για να φωτίσει την αυλή και το ίδιο το δίπατο κτίσμα.

Μόνο οι γρίλλιες στο ένα παράθυρο του επάνω ορόφου επέτρεπαν σ'ένα αχνό φως να δραπετεύει ανάμεσά τους.
Η γεροδεμένη φιγούρα προχώρησε σιγά-σιγά, από την εξώπορτα προς το πίσω μέρος της αυλής.
Κινήσεις αργές, προσεκτικές και αναγνωριστικές! Σα να εκτιμούσε την κατάσταση για να οργανώσει τον τρόπο που θα δρούσε στη συνέχεια! Και είχε συμμάχους τη νύχτα, την παγωνιά και την ερημιά...



Είχε χαράξει για τα καλά! Ένας νεκρικά χλωμός ήλιος άρχισε να ξεπροβάλει από την χιονοσκέπαστη κορυφογραμή της ανατολής και το κιτρινιάρικο γκρι της νέφωσης ολόγυρά του, θαρρείς πως ορμούσε καταπάνω του να τον κρύψει μην τυχόν και πάρει θάρρος!
Οι πρώτοι δειλοί θόρυβοι από το ξύπνημα των χωρικών έμοιαζαν με κορμί που τεντωνόταν αγουροξυπνημένο και ανήμπορο ν'αποχωριστεί τη θέρμη των σκεπασμάτων...

Ήχοι ήρεμοι, σιγανοί, δείγματα της μεγάλης δυσκολίας για τα συνήθη καθημερινά τους δρώμενα, ήχοι σαν παρακάλια στα στοιχεία της φύσης να ημερέψουν για να τους αφήσουν να δουλέψουν, να κινηθούν, να ζήσουν!

Κι εκεί, ανάμεσα στα κουρασμένα φτυαρίσματα και τα πνιχτά αγκομαχητά από κουβάλημα στην κάτω γειτονιά, μια ανατριχιαστική κραυγή ξέσκισε την ατμόσφαιρα! Ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό που πάγωσε ολάκερο το χωριό περισσότερο απ'όσο το μισό μέτρο του χιονιού και κέρωσε το χρόνο σα να έσπασαν όλα τα ρολόγια ταυτόχρονα πάνω στη γη! Και η κραυγή σταματημό δεν είχε!! Σα να μην έκανε διαλείμματα για ανάσες! Τρυπούσε τ'αυτιά, το μυαλό, έσφιγγε τις καρδιές και αναιρούσε κάθε πραγματικότητα...



Μονομιάς όλα άλλαξαν! Η ακινησία έδωσε τη θέση της σε μιαν αφύσικη ενεργητικότητα. Τίποτα δεν δρούσε πια ανασταλτικά, τίποτα δεν έμοιαζε να στέκει εμπόδιο μπροστά τους.
Άνθρωποι ξεπετάχτηκαν από πόρτες που έμειναν ορθάνοιχτες πίσω τους, κουμπώνοντας πανωφόρια ριγμένα βιαστικά πάνω από νυχτικά. Φωνές γέμισαν τους δρόμους, απευθύνοντας ερωτήσεις και προσευχές και οι νιφάδες σκιάχτηκαν κι αυτές, συρρικνώθηκαν κι αραίωσαν.

Οι πρώτοι που πλησίασαν το σπίτι του Γραμματέα είδαν στο χαραγμένο από πατήματα λευκοσκέπαστο δρομάκι, αραιές, παράταιρα βυσσινιές σταγόνες που πύκνωναν ελαφρά, καθώς τους καθοδηγούσαν στην ανοιχτή πόρτα! Αίμα!
Η κραυγή συνεχιζόταν αφύσικα, προμήνυμα πολύ άσχημο! Και ήταν πράγματι...

Η Φανή, που φρόντιζε τον κύριο Θεμιστοκλή από τότε που έχασε τη γυναίκα του, στεκόταν καταμεσής στο διάδρομο μπροστά στο έμπα της κρεββατοκάμαρας του αφεντικού της, σε κατάσταση σοκ από το αποτρόπαιο θέαμα που έβλεπε από την ανοιχτή πόρτα...

Είχε ξυπνήσει -όπως πάντα- μόλις χάραξε και αφού ντύθηκε κατευθύνθηκε προς την κουζίνα ν'αρχίσει τις ετοιμασίες της μέρας. Με το που βγήκε στο διάδρομο, ένα ψυχρό κύμα αέρα την ξάφνιασε και άναψε παραξενεμένη το φως για να δει καλύτερα. Καθώς προχώρησε παραξενεμένη είδε σκούρα στίγματα στο μπεζ χαλί από τη βάση της εσωτερικής σκάλας και προς την είσοδο του σπιτιού. Και η εξώπορτα ανοιχτή!
Η ψυχή της πιάστηκε! Eνστικτωδώς όρμησε στη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο! Σχεδόν σε κάθε σκαλοπάτι έβλεπε λεκέδες! Ήταν αίμα!
Κάτι έπαθε ο κυρ-Θεμιστοκλής! Και στον πάνω διάδρομο, μπροστά στην κρεββατοκάμαρα, έμεινε στήλη άλατος! Τότε ήταν που άρχισε να ουρλιάζει...



Ο Παυλής, που είχε τη μεγαλύτερη κτηνοτροφική μοναδα κι έμενε στο σπίτι παραδίπλα, ήταν ο πρώτος που ανέβηκε πάνω και βρήκε τη Φανή σ'αυτήν την κατάσταση! Όταν κοίταξε κι ο ίδιος μέσα στο δωμάτιο έγινε άσπρος σαν το πανί! Εκατοντάδες ζωντανά έσφαζε με τα χέρια του χρόνια τώρα, αλλά στη θέα αυτού του  ανθρώπινου κορμιού που κείτονταν μαχαιρωμένο απανωτά, στο πάτωμα δίπλα στο κρεββάτι, μέσα σε μια λίμνη αίματος του ήρθε λιποθυμιά κι ας ήταν δυο μέτρα άντρας!

Συνήλθε γρήγορα μόλις ο Γιώργης που είχε το λιοτρίβι κρατήθηκε πάνω του να μην πέσει! Μια απαίσια μυρωδιά συνόδευε το μακάβριο θέαμα...
Έπιασε τη Φανή από τους ώμους, την έστρεψε να μη βλέπει μέσα και προσπάθησε να τη συνεφέρει ταρακουνώντας την!

"Φανή! Φανή! Ηρέμησε, Φανή!"

Σαν παιχνίδι μωρουδίστικο που του πατάς το κουμπί και κλείνει, έτσι σταμάτησε τις φωνές, η γυναίκα, αλλά τα πελώρια από τρόμο ορθάνοιχτα μάτια της βασίλεψαν και σωριάστηκε στα χέρια του χάνοντας τις αισθήσεις της!

"Γιώργη, πάρτην κάτω! Βασίλη μείνε εκεί! Μην ανεβαίνεις!" είπε στο σιδερά που ερχόταν πάνω πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά. "Τράβα κάτω και μην αφήσεις κανέναν να μπει σπίτι! Βάλε κάποιον να πάρει τηλέφωνο την αστυνομία και μην πειράξετε τίποτα μέχρι να έρθουν!" του είπε αποφασιστικά.

Έξω, γυρόφερνε η λέξη “φονικό” από στόμα σε στόμα, από δρόμο σε δρόμο και οι χωριανοί μαζεύονταν απέξω, θέλοντας να δουν το αποτρόπαιο σκηνικό ή για να μάθουν λεπτομέρειες. Το κακό που είχε βρει το χωριό τους ήταν πρωτοφανές!
Καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του, πρόσθετε κάτι πιπεράτο που νόμιζε πως είπε κάποιος άλλος ή θυμόταν κάτι παράξενο από το παρελθόν που μπορεί να ερμήνευε το συμβάν!
Σε λίγο θα γινόταν το αδιαχώρητο γύρω από το σπίτι και ευτυχώς, μετά από την επιτακτική προτροπή του Παυλή και του Βασίλη, όσοι είχαν βγει πρόχειρα ντυμένοι, αποχώρησαν. Γύρισαν σπίτια τους να σουλουπωθούν,  να ενημερώσουν άλλους, και να ξαναβγούν αργότερα για να μάθουν νεότερα. Σε μισή ώρα, ο από μηχανής θεός κανόνισε ν'αρχίσει μια έντονη χιονόπτωση που έδιωξε και τους υπόλοιπους από το δρόμο έξω από το σπίτι του Γραμματέα.

..............

Εκείνη τη μέρα το χωριό είχε την τιμητική του! Για πολύ δυσάρεστο λόγο βέβαια, αλλά ήταν μια μέρα πολύ διαφορετική ακόμα κι από Κυριακή, γιορτή ή σχόλη. Τέτοιο έγκλημα ήταν πρωτοφανές σ'όλη τη γύρω περιοχή!
Τα δυο-τρία καφενεία ήταν όλα γεμάτα από τους άντρες που είχαν κάνει μόνο τα απολύτως απαραίτητα στις δουλειές τους και άραξαν εκεί, να κουβεντιάσουν για το θέμα. Οι γυναίκες μαγείρεψαν κάτι πρόχειρο και άφησαν το νοικοκυριό παραπίσω διότι το γεγονός ήταν πολύ σοβαρό. Μαζεύτηκαν κι εκείνες λοιπόν, παρέες-παρέες στα σπίτια να συζητήσουν για το έγκλημα. Οι κουβέντες έδιναν κι έπαιρναν παντού και οι φήμες οργίαζαν!

Μετά από μερικές ώρες ήρθε και η αστυνομία με τρία αυτοκίνητα πίσω από το εκχιονιστικό και μαζί τους ήρθαν και δυο δημοσιογράφοι από εφημερίδες που ο θεός κι η ψυχή τους τι άκουσαν και τι θα έγραφαν μετά...



Επειδή όμως ο χρόνος είναι ειρωνικά αδυσώπητος με τους πάντες και τα πάντα, σε λίγες μέρες κιόλας, αφησε την  καθημερινότητα να εισβάλει ξανά στη ζωή του χωριού. Λες και συνεργάστηκε κι ο καιρός κι έβγαλε έναν ήλιο ολόλαμπρο που άμβλυνε τις μνήμες κι έλιωσε τα χιόνια. Κι αυτά με τη σειρά τους, παρέσυραν μαζί με τις λάσπες των τσιμεντόδρομων και το άσχημο περιστατικό.

Μόνο σαν περνούσαν οι χωρικοί από το σπίτι του Γραμματέα, το κλωθογύριζαν στο νου τους, κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια εκείνες τις ασπροκόκκινες απαγορευτικές στην πρόσβαση κορδέλες, που είχαν βάλει γύρω-γύρω από το οίκημα και τό'καναν να μοιάζει με παρωδία τυλιγμένου δώρου...

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Μίνα Βαμβάκου