-Αργυράκοοοο!!
Αργύρηηη!!
Η φωνή της λεπτή
αλλά διαπεραστική, σα στριγγιά από χορδή
που σπάει σε μια νότα υψηλή, έφτασε στα
παιδικά μου αυτιά σαν ξυπνητήρι, μα
καθόλου δυσάρεστο, αφού το πρόσωπό μου
φωτίστηκε στο άκουσμά της!
Το ανοιχτό
παράθυρο άφηνε την καλοκαιρινή πρωινή
δροσιά να περνά αναζωογονητικά μέσα
στο δωμάτιό μου και οι συνηθισμένοι
ήχοι της γειτονιάς υποκλίθηκαν στην
ηλικιωμένη φωνή, αφήνοντάς την να
κυριαρχήσει.
Τουλάχιστον μιά
φορά την εβδομάδα είχα τα τυχερά μου!
Ήμουν ο αποκλειστικός εντεταλμένος
κλητήρας της, κάθε φορά που η κυρία Γιούλα χρειαζόταν κάτι από το Μίνι
Μάρκετ ή το φούρνο! Και ήμουν πολύ τυχερός
γιατί τα θελήματα αυτά τα χρυσοπλήρωνε!!
Θυμάμαι, πήγαινα
πρώτη Δημοτικού όταν είχε μετακομίσει
ξανά πίσω στο Δίστομο, αφού είχε
συνταξιοδοτηθεί από το Δημόσιο και είχε
βαρεθεί προφανώς τη ζωή στην πρωτεύουσα.
Ή μήπως είχε
αισθανθεί το χρόνο να την πασαλείβει
μ'ανημποριά και δεν μπορούσε ν'αναπεξέλθει
στους ρυθμούς της Αθηναϊκής καθημερινότητάς
της; Ποιος ξέρει;
Για μερικά χρόνια
όλη η πιτσιρικαρία πλάθαμε ιστορίες
για την παράξενη αυτή γυναίκα με το ξύλινο πόδι... Δεν μας άφηνε πολλά
περιθώρια μαντεψιάς και τα παιδικά
μυαλουδάκια μας οργίαζαν κι έπλεκαν
μέχρι και ιστορίες τρόμου για το τι
έκανε κλεισμένη μέσα στο σπίτι...
Τη βλέπαμε μόνο
όταν τραβούσε τη δαντελένια κουρτίνα
για να κλείσει τα παντζούρια το σούρουπο
κι αυτό αφού στηνόμασταν στο πεζοδρόμιο
απέναντι από ώρα πολλή για να την
πετύχουμε!
Κι όλοι βλέπαμε
το ίδιο: Μια λεπτοκαμωμένη φιγούρα με
μαζεμένα πάντα μαλλιά και δυο πελώρια
σκούρα μάτια να μας κοιτάνε επίμονα λες
και καταλάβαινε πως εξάπτει την περιέργειά
μας και παρουσιαζόταν επίτηδες τόσο
μυστηριώδης!
Και οι μεγάλοι
δε μας λέγανε πολλά-πολλά, μόνο ότι είχε
χτυπηθεί από τους Γερμανούς τότε στη
μεγάλη σφαγή και είχε χάσει και τη μητέρα της. Την είχε μεγαλώσει ο πατέρας της και
η ίδια δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Είχε βέβαια μερικούς πιο μακρινούς συγγενείς εδώ.
Όλον τον καιρό
από τότε που ήρθε, παρέμενε συνεχώς
κλεισμένη στο σπίτι και δε δεχόταν ποτέ
επισκέψεις. Μόνο η κυρα-Λένη έμπαινε
τα τελευταία δυο-τρία χρόνια σπίτι της
για να τη βοηθήσει με τις δουλειές
επ'αμοιβή, να της κάνει τα τακτικά,
εβδομαδιαία της ψώνια ή να της κρατήσει
συντροφιά.
Με το κύλισμα
των εποχών, των χρόνων και των επαναλήψεων
κι αφού είχαμε εξαντλήσει κάθε καλπασμό
της φαντασίας μας, βαρεθήκαμε και πάψαμε
ν'ασχολιόμαστε μαζί της... Έτσι κι αλλιώς
δε βλέπαμε και τίποτα, ούτε συνέβη κάτι
περίεργο ή διαφορετικό.
Μεγαλώναμε κι
εμείς, αρχίζανε τα σκιρτήματα της
προεφηβείας, πληθαίναν τα ενδιαφέροντά
μας, και τώρα έχοντας τελειώσει την έκτη
δημοτικού εγώ, κορδωνόμουν στους άλλους
της γειτονιάς που ήταν μικρότεροί μου,
για το Γυμνάσιο που θα πήγαινα το
Σεπτέμβρη!
Δυο μήνες πριν,
τις μέρες του Πάσχα, ήταν που στάθηκα
μπροστά στο κατώφλι της, για πρώτη -και
τελευταία όπως αποδείχτηκε- φορά, μ'ένα
περίεργο χτυποκάρδι και την αίσθηση
ότι μόλις άνοιγε την πόρτα θα έχανα τη
φωνή μου, την ανάσα μου ή θα κατάπινα τη
γλώσσα μου...
Όχι, από φόβο, όχι! Ήταν κάτι
απροσδιόριστο! Κάτι μεταξύ αμηχανίας,
λαχτάρας και δέους. Ήμουν αρκετά μεγάλος
για να επηρεαστώ από όλα εκείνα τα φοβερά
παιδιάστικα σενάρια των πρώτων χρόνων.
Αλλά... Ήμουν, αλήθεια, έτοιμος να βρεθώ
μπροστά στην πρωταγωνίστριά τους και
να την απομυθοποιήσω;
Κι αν ήταν όντως
παράξενη, κακιά και με απόπαιρνε;
Εγώ τη μπάλα
ήθελα μόνο να ζητήσω που είχε πέσει στο
πίσω μπαλκόνι της...
Τι; Δε θα μου την
έδινε;
Δεν κάθησα να
το πολυσκεφτώ! Πήρα βαθειά ανάσα και
χτύπησα το τζάμι της πόρτας αποφασιστικά.
Δεν ήθελα να την αναστατώσω με ένα
κουδούνισμα που ίσως δεν είχε ακουστεί
ποτέ ξανά σ'αυτό το σπίτι.
Ένα σούρσιμο
από παράταιρα βήματα ήρθε να με ταράξει
και μια τσιριχτή φωνή αμέσως μετά:
-Ποιος είναι;
Σα νά'λεγα το
ποίημά μου σε εθνική γιορτή και μπροστά
σε μεγάλο κοινό, άρχισα να λέω αυτό που
είχα επαναλάβει πέντ'έξι φορές καθώς
ανέβαινα αργά-αργά τη μεγάλη πλαϊνή
σκάλα! Όχι τίποτ'άλλο, αλλά θα με κορόιδευαν
και οι άλλοι αν γύριζα άπρακτος...
-Καλημέρα σας!
Είμαι ο Αργύρης της κυρα-Φρόσως απέναντι!
Συγνώμη που σας ενοχλώ αλλά έπεσε η
μπάλα μας στο μπαλκόνι σας. Ελπίζω να
μην σας προκάλεσε ζημιά ή αναστάτωση!
Σας είναι εύκολο
να μου τη δώσετε;
(Ούφ! Τα είπα!
Λέξεις προσεκτικά διαλεγμένες από πριν,
να κάνουν εντύπωση και να δώσουν ένα
σοβαρό τόνο!)
Βαθειά ανάσα
ξανά!
Ένα απότομο,
μεταλλικό και βαρύ “κλάκ”, ένα τρίξιμο
και κράτησα την αναπνοή μου!
Η πόρτα ανοίγοντας
αποκάλυψε μια μικρόσωμη γυναίκα, ντυμένη
και βαμμένη ελαφρά, σα να πήγαινε
επίσκεψη. Δεν πρόσεξα τις ρυτίδες.
Κόλλησα σ'εκείνα τα τεράστια σκούρα
μάτια που από κοντά μου φάνηκαν ακόμα
πιο μεγάλα, μα καθόλου τρομακτικά!
Με περιεργάστηκαν
από πάνω ως κάτω αργά, αλλά με πρόδηλη
ευγένεια και μια λάμψη, σαν υποψία
χαμόγελου.
-Πώς είπες σε
λένε, νεαρέ;
Η φωνή της δεν
ήταν τόσο σκληρή τώρα.
Χαλάρωσα. Χαλάρωσα
τόσο που αυθόρμητα της χαμογέλασα.
-Αργύρη, κυρία Γιούλα. Μου έχει πει το όνομά σας η μητέρα
μου.
Κράτησα το
χαμόγελο. Ήταν πολύ συμπαθητική, τελικά...
Κράτησε τη σιωπή
και τη λάμψη στα μάτια. Μάλλον με
συμπάθησε...
-Μάλιστα! Πολύ
καλά, Αργύρη. Περίμενε εδώ. Πάω να στη
φέρω.
Την παρακολούθησα
καθώς προχώρησε κουτσαίνοντας ελαφρά
προς τα πίσω δωμάτια. Στο μυαλό μου ήρθαν
εικόνες γερμανών στρατιωτών, όπλων και
θανατικού κι ένοιωσα τύψεις για τις
ιστορίες που λέγαμε όταν πρωτοήρθε στο
χωριό. Ίσως η μάνα μου να μου έλεγε
περισσότερα αν τη ρωτούσα τώρα...
Έχωσα το κεφάλι
μου από τη μισάνοιχτη πόρτα. Δεν τολμούσα
να κουνηθώ! Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε
ένα γύρο στο χώρο που μπορούσα να δω.
Δωμάτιο συγυρισμένο, έπιπλα όχι πολύ
παλιά, λίγα διακοσμητικά, ένα μεγάλο
κάδρο απέναντι πάνω από έναν καναπέ και
καμμία φωτογραφία. Πουθενά!
Και στην
ατμόσφαιρα, μια αλλόκοτη μυρωδιά
απολυμαντικού πλανιόταν έντονα...
Μια πόρτα πίσω
έκλεισε και βιάστηκα να τραβήξω έξω το
κεφάλι μου. Εμφανίστηκε στην πόρτα
κρατώντας στα χέρια μια σακούλα με τη μπάλα μέσα κι έχοντας μια επιτηδευμένη
αυστηρότητα στο πρόσωπο.
- Ορίστε! Αυτή τη φορά
σταθήκατε τυχεροί διότι δέν προξενήθηκε
καμμία ζημιά.
Αλλά
να προσέχετε, σε παρακαλώ.
-Α, ευτυχώς! Μην
ανησυχείτε! Θα φροντίσω να μην επαναληφθεί!
Σας το υπόσχομαι!
Ευχαριστώ πολύ
και πάλι μας συγχωρείτε για την αναστάτωση!
Άπλωσα το χέρι
να πάρω τη σακούλα, πλατιάζοντας το
χαμόγελό μου.
- Μισό λεπτό,
Αργύρη! Για πες μου! Το δωμάτιό σου είναι
σ'αυτό το παράθυρο, στο δρόμο απέναντι,
κάτω, δίπλα στο στύλο;
-
Μάλιστα, αυτό είναι!
- Αν καμμιά μέρα
σε χρειαστώ για κανένα θέλημα, μπορώ να
σε φωνάξω; Θα με ακούσεις;
- Βεβαίως! Στη
διάθεσή σας!
- Εντάξει, νεαρέ!
Μπορείς να φύγεις, τώρα! είπε και κρατώντας τη με τα
δύο δάχτυλα, έτεινε τη σακούλα προς το
μέρος μου.
Σα στρατιώτης
που εκτελεί διαταγή την πήρα
και κατέβηκα γρήγορα τα σκαλιά!
Για κάποιο
περίεργο λόγο είχα νοιώσει χαρούμενος.
Η παρέα μου, εν
τω μεταξύ, είχε μαζευτεί στην άκρη της
αλάνας, πίσω από τους σκουπιδοντενεκέδες
περιμένοντας την έκβαση της επιχείρησης!
Κι εγώ, τους είχα αφήσει να τσουρουφλίζονται
από την περιέργεια, γιατί με ύφος
περισπούδαστο τους είχα πει:
“Μην
τολμήσετε να ξανασουτάρετε προς τα
εκεί! Εγώ δεν ξαναπάω και, πιστέψτε με,
δεν θέλετε ούτε κι εσείς!”
Την άλλη κιόλας
μέρα, ήρθε το πρώτο κάλεσμα. Να ήταν
δοκιμαστικό, άραγε; Θά'ταν δε θά'ταν
εννιάμισυ, αλλά έτσι κι αλλιώς εγώ
ξυπνούσα νωρίς από το βιολογικό μου
ρολόι του σχολικού προγράμματος πριν
τις διακοπές.
-Αργυύρηηη!!
Πετάχτηκα πάνω
στο άκουσμα της φωνής της! Τράβηξα τη
λεπτή κουρτίνα και άνοιξα το τζάμι.
Στεκόταν στο μικρό μπαλκονάκι ακριβώς
απέναντι, το οποίο δεν επικοινωνούσε
με την πλαϊνή σκάλα που οδηγούσε στην
κύρια είσοδο του πάνω ορόφου!
- Καλημέρα, κυρία Γιούλα! Ορίστε;
- Έλα κάτω από
το μπαλκόνι να σου πω!
Βγήκα βολίδα
έξω και στάθηκα κάτω από το μπαλκόνι
της! Είδα ότι είχε δέσει ένα σκοινάκι
στο οριζόντιο κάγκελο και στην άκρη του
είχε προσαρμόσει ένα γάντζο από κρεμάστρα.
Έβαλε ένα
σακουλάκι στο γάντζο και το κατέβασε
να το πάρω λέγοντας:
- Χρειάζομαι μια
χλωρίνη και ένα μεγάλο τάηντ. Στο
σακουλάκι έχω τα χρήματα. Δε θέλω ρέστα!
Κράτησέ τα! Και όταν έρθεις, βάλε τη
σακούλα στο γάντζο και φώναξέ με να την
ανεβάσω.
Στο μεταξύ εγώ
είχα βγάλει το χαρτονόμισμα από την
αυτοσχέδια συσκευασία. Τα μάτια μου
γούρλωσαν!
- Μα... Κυρία Γιούλα! Αυτό είναι χιλιάρικο!
- Νεαρέ! Πολλά
λες! Σου είπα να κρατήσεις τα ρέστα!
Τέλος!
Πήγαινε τώρα
γιατί τα βιάζομαι! Εμπρός!
Έφυγα τρέχοντας
και δεν ήμουν σίγουρος για το λόγο που
είχαν κοκκινίσει τα μάγουλά μου! Από
χαρά ή από ντροπή για το τεράστιο
χαρτζηλίκι; Σα να είχα κερδίσει το λαχείο
ή σα να είχα κλέψει ένα πορτοφόλι;
Στο άψε-σβήσε
επέστρεψα με τα ψώνια και τα ρέστα στο
χέρι. Φώναξα την κυρία Γιούλα και κρέμασα
τη σακκούλα στο γάντζο. Μόλις βγήκε κι
έσκυψε να δει το σκοινί, βιάστηκα να της
πω:
- Κυρία Γιούλα,
δεν μπορώ να κρατήσω τόσα χρήματα! Είναι πολλά και δεν
έκανα τίποτα σπουδαίο!
- Αργύρη, δε θέλω
να με παρακούς! Είπα δε θέλω ρέστα! Τέλος!
Κι όποτε σε φωνάζω να έρχεσαι αμέσως!
Αυτό θέλω! Σύνεννοηθήκαμε; είπε πολύ
αυστηρά κι άρχισε να τραβά το σκοινάκι
χωρίς να περιμένει απάντηση.
- Μάλιστα! Σας
ευχαριστώ πολύ! Είπα κομπιασμένα αλλά
δεν ξέρω αν με άκουσε γιατί είχε ήδη
μπει μέσα...
Η έξαψη άργησε
να με αφήσει και μ'επισκεφτόταν κάθε
φορά που έπαιρνα τα χρήματα από το
γάντζο. Και την πρώτη φορά που τα ψώνια
μπορεί να ξεπερνούσαν το χιλιάρικο, το
χαρτονόμισμα στο σακουλάκι ήταν
πεντοχίλιαρο! “Κυρία Γιούλα!” είχα
τολμήσει να ψελλίσω ως διαμαρτυρία κι
η απάντηση ήρθε κοφτή!
- ΔΕ ΘΕΛΩ ΡΕΣΤΑ!
Εκείνη τη μέρα
αποφάσισα να μιλήσω στη μητέρα μου...
Ο κουμπαράς μου
είχε γεμίσει κι ένοιωθα άσχημα επειδή
όταν τον κουνούσα δεν έκανε θόρυβο από τα πολλά ...χαρτονομίσματα! Πώς θα τα
δικαιολογούσα όταν θα τον άνοιγα;
Και έπραξα σωστά.
Έδειξα στη μητέρα μου τα ρέστα από το
πεντοχίλιαρο, περίπου τρεις χιλιάδες
οκτακόσιες πενήντα δραχμές και της
εξήγησα τα καθέκαστα...
Εκείνη, προφανώς μίλησε
με την κυρία Γιούλα στο τηλέφωνο αργότερα
και το βράδυ πριν κοιμηθώ μου είπε πως δεν κατάφερε να της αλλάξει γνώμη, αλλά
μόνο πρότεινε να μαζεύω τα χρήματα και να
συνεννοούμαι με τους γονείς μου για τη
διαχείρισή τους.
Αυτό μ'έκανε να
νοιώσω πολύ ξαλαφρωμένος γιατί ήμουν
σίγουρος ότι ως το τέλος του μήνα θα
είχα μαζέψει ήδη αρκετά για να πάρω ένα
μεγάλο ποδήλατο!
Αλλά γιατί η
κυρία Γιούλα μου άφηνε τόσα χρήματα;
Και ιατί τα περισσότερα ψώνια της ήταν
καθαριστικά και απολυμαντικά;
Ερωτήματα που τριβέλιζαν το μυαλό μου....
Κατά βάθος, ένοιωθα πως η μητέρα μου
ήξερε τις απαντήσεις, αλλά για κάποιο λόγο δεν ήθελε να μου πει.
Τα έμαθα
όλα, φυσικά, πολλά χρόνια αργότερα...
(Φωτογραφίες: Νίκη Ταντάλου)
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
 |
Λίγους µήνες µετά τη Σφαγή, ο Dmitri Κessel, ανταποκριτής του περιοδικού «Life» επισκέφθηκε το Δίστοµο για ρεπορτάζ. Αποθανατίζει τη Μαρία Παντίσκα (1925-2009), να στέκεται όρθια µπροστά σε µια σκάφη και να πλένει τα µαύρα ρούχα της στην αυλή.
Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Life» στις 9 Νοεμβρίου του 1944.
|
Η Γιούλα έκλεισε την πόρτα βιαστικά μόλις το παιδί με τη μπάλα στη σακούλα άρχισε να κατεβαίνει χαμογελαστό τη σκάλα.
Είχε καταφέρει να κρύψει την ταραχή της από την απρόσμενη επίσκεψη. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε νοιώσει χαρά ή αν είχε ζηλέψει αυτήν την ανέμελη παιδικότητα που είχε εισβάλει έτσι ξαφνικά στον έως τώρα απόρθητο μοναχικό της κόσμο.
Παιδιά! Παιδιά και παιχνίδια! Έτσι πρέπει... μονολόγησε η Γιούλα. Τα παιδιά πρέπει να παίζουν και να χαίρονται!
Πήγε κατ'ευθείαν στο μπάνιο κι έπλυνε πολύ σχολαστικά τα χέρια της για να είναι σίγουρη ότι καταπολέμησε τα μικρόβια από τη βρώμικη μπάλα!
Βρωμιά... Το βλέμμα της σκοτείνιασε...
Σκούπισε βιαστικά τα χέρια κι έσυρε τον κουτσό της βηματισμό ως το “παρατήριό” της, την μπερζέρα της, με την πράσινη κομψή στόφα και τον ακριβό σκούρο ξύλινο σκελετό, μπροστά στη μπαλκονόπορτα.
Κάθησε αναπαυτικά, ακουμπώντας το γκριζόμαλο κεφάλι με τον χαμηλό περιποιημένο κότσο, στο δεξί προσκέφαλο. Πήρε μια βαθειά ανάσα και άφησε το βλέμμα της να διαπεράσει τη δαντέλα της εκρού κουρτίνας και να απλωθεί στο δρόμο, τα απέναντι σπίτια, τους λίγους περαστικούς.
Ο Αργύρης τώρα πρέπει να είχε σχεδόν τη δική της ηλικία, όταν έσβησε για πάντα το χαμόγελο από τα χείλη της... Τότε που μαζί με το χαμόγελο, έχασε την παιδικότητά της, τη μάνα της και το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή!
Οι προσωπικές της Ερινύες την ταλάνιζαν ακόμα. Αλλά είχε καταφέρει να τις τιθασεύσει και ήταν τυχερή μέσα στην ατυχία της, αφού είχε καταφέρει να κρατήσει τα λογικά της, εκείνο τον πρώτο καιρό!
Αρκετά συχνά, βέβαια, ακόμα και σήμερα ένα τρελό χτυποκάρδι την ξυπνούσε τις νύχτες από τη στάμπα εκείνης της αποτρόπαιας μνήμης, της γεμάτης από ανάκατες αισθήσεις και συναισθήματα. Αποπνικτικές μυρωδιές, αίμα, αλλοπρόσαλλο βάρος, σκοτεινό φόβο, παγερή εγκατάλειψη, θανατερή υγρασία, και βαθύ πόνο.
Ένα χάος τρομακτικό, ένα άνοιγμα σε πρωτόγνωρες διαστάσεις, όπου αλλοιωνόταν κάθε τι πραγματικό και αποκτούσε μορφή κάθε άυλο...
.
Η ματιά της πλανιόταν στον “έξω κόσμο” τελείως μηχανικά τώρα, αφού ο νους πήρε τα ηνία των αισθήσεων και όρμησε στο θυμητικό της!
Α, όχι! Θ'αντιστεκόταν! Είχε εξασκηθεί πολλά χρόνια σ'αυτό!
Σηκώθηκε με μια ζωηρή κίνηση παρά το προχωρημένο της ηλικίας της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα! Φόρεσε τα πλαστικά γάντια, πήρε από το ντουλάπι τη χλωρίνη, το τάηντ και το μπωλ με το νερό από τον πάγκο.
Τα απορρυπαντικά τελείωναν και η κυρα-Λένη δε θα ερχόταν αύριο. Καλά σκέφτηκε τον Αργύρη για τα θελήματα! Άρχισε να περνάει με ένα σφουγγάρι τις επιφάνειες προσεκτικά. Ήταν η τρίτη φορά σήμερα. Εισέπνευσε βαθειά την ευωδιά των απορρυπαντικών κι ένοιωσε να καθαρίσει μαζί με τα αντικείμενα, το μυαλό και η ψυχή της...
Σάββατο, 10 Ιουνίου 1944.
Για το Δίστομο ξημέρωνε ο Χαμός...
Το ναζιστικό τέρας διαισθανόταν την επικείμενη ήττα και ξεχυνόταν στα χωριά, προκαλώντας τους αντάρτες και ξερνώντας τα δολοφονικά του ένστικτα στον άμαχο πληθυσμό.
Το Δίστομο βρισκόταν σε νευραλγικό σημείο και τόσο στον Ελικώνα όσο και στον Παρνασσό δρούσαν πολλοί αντάρτες...
Ο πατέρας της Γιούλας μαζί με άλλους άντρες, είχε φύγει ένα σούρουπο λίγες μέρες πριν, αλλά όχι πριν ορμηνέψει τη γυναίκα του:
“Τα μαντάτα είναι άσχημα. Να έχεις το νου σου! Μόλις καταλάβεις ότι η κατάσταση γίνεται ζόρικη, πάρε το παιδί και πηγαίνετε στου Θανάση το σπίτι που είναι στην άκρη του χωριού. Μην πλησιάσετε στην πλατεία ή το μεγάλο δρόμο. Έχω συνεννοηθεί με το Θανάση. Μπορεί να είναι σακάτης, αλλά το μυαλό του είναι ξουράφι και θα σας προφυλάξει μαζί με τα δικά του θηλυκά! Ας ελπίσουμε να πάνε όλα καλά και θα γυρίσω γρήγορα! Το παιδί και τα μάτια σου!”
Την αγκάλιασε σφιχτά για κάμποσα λεπτά, σα να ήταν η τελευταία φορά! Μετά, γονάτισε, αγκάλιασε τη Γιούλα και της άφησε ένα στοργικό φιλί στα μαύρα της μαλλιά!
“Να προσέχεις! Μην το κουνήσεις ρούπι από τη μάνα σου! Και κοίτα να είσαι δυνατή! Είσαι κόρη μου!” Της έκλεισε το μάτι και χαμογέλασε πλατιά, σε μια προσπάθεια ν'αλαφρύνει την ατμόσφαιρα.
Έπειτα σηκώθηκε, φίλησε τη γυναίκα του, πήρε το σακούλι με το ψωμί και το νερό και βγήκε από το σπίτι. Κατέβηκε τη σκάλα γοργά και χάθηκε στα σκοτάδια του δρόμου και της μοίρας...
Από το πρωί του Σαββάτου, μαύρα φίδια έζωναν τη μάνα της Γιούλας! Από το παράθυρο έβλεπε τη σταματημένη φάλαγγα στον αγροτικό δρόμο και μέτρησε πάνω από πενήντα φορτηγά όσο έφτανε το μάτι της. Στο χωριό οι δρόμοι γέμισαν ξαφνικά από γερμανούς που πήγαιναν πέρα-δώθε. Μαύρες και πράσινες στολές, σε μια αλλόκοτη κινητικότητα. Χωρίς να προτείνουν όπλα και χωρίς φωνές, μα συνθέτοντας μια βουβή απειλή. Σαν τη νηνεμία στο μάτι ενός κυκλώνα...
Ήταν ώρα να φύγει!
Φόρεσε σκούρα ρούχα, πήρε τη Γιούλα και βγήκαν στην πίσω αυλή. Από κει, ήθελαν τρεις δρόμους να διασχίσουν για να φτάσουν στου Θανάση.
Σχεδόν με κρατημένη την ανάσα σε όλη την απόσταση, με σκυμμένο κεφάλι και κρατώντας σφιχτά το χέρι του παιδιού προχωρούσε ούτε πολύ γρήγορα, αλλά ούτε πολύ αργά για να μην προκαλέσει το παραμικρό και κινδυνέψει το κορίτσι!
Ήταν μια διαδρομή πέντε λεπτών που της φάνηκαν αιώνες! Κι ευτυχώς δεν έπεσε πάνω σε κανένα γερμανό!
Μόλις έφτασαν και έκλεισε η πόρτα πίσω τους, εξέπνευσε βαθειά γεμάτη ανακούφιση!
Ο Θανάσης την ενημέρωσε ότι έψαχναν για αντάρτες και πρέπει να είχαν κάποιες πληροφορίες γιατί έμαθε πως ετοιμάζονταν να πάνε στο Στείρι, το διπλανό χωριό.
Το δωμάτιο του ισογείου ήταν μικρό και χρησίμευε για καθιστικό και κουζίνα μαζί.
Είχε μπροστά – μπροστά, έναν σοφρά με καρεκλάκια γύρω του στα οποία είχαν καθίσει όλοι και στο βάθος, εκεί που ήταν ο νεροχύτης, ένα τετράγωνο τραπέζι με τέσσερις ψάθινες καρέκλες.
Στον έναν τοίχο, κάτω από το παράθυρο είχε το ντιβάνι του Θανάση, που είχε χάσει τα πόδια του από το γόνατο, σε ατύχημα όταν ήταν μικρός και δεν μπορούσε να ανέβει στον πάνω όροφο.
Στον απέναντι τοίχο, στα τρία μέτρα από την πόρτα ξεκινούσε μια ξύλινη σκάλα που έβγαινε στο πάνω δωμάτιο όπου κοίμιζαν τα παιδιά. Τρία κορίτσια είχαν, το μεγαλύτερο θά'ταν-δε θά'ταν πέντε χρονών...
Είχαν περάσει τρεις ώρες, όταν οι σατανάδες ξαναγύρισαν σκορπώντας τούτη τη φορά τον όλεθρο!
Πυροβολισμοί, ουρλιαχτά, ποδοβολητό και χτυπήματα, κραυγές, κρότοι και στριγγλιές γυναικών!
Η δολοφονική τους μανία είχε μόλις αρχίσει να σπέρνει θανατικό, σε μια θηριωδία άνευ προηγουμένου!
“Οι σατανάδες! Θα μας ξεκάνουν! Δε γίνεται να βγούμε έξω γιατί δε θα τη γλιτώσουμε! Καθήστε ήσυχα εδώ και παρακαλάτε να προσπεράσουν!”
Η φωνή του άντρα βγήκε τρεμουλιαστή, τόσο από απύθμενη οργή για τους δαίμονες, όσο και από την αγανάκτιση για την αδυναμία του να υπερασπιστεί τα γυναικόπαιδα δίπλα του.
Οι αποκρουστικοί ήχοι άρχισαν να δυναμώνουν επικίνδυνα, σηματοδοτώντας το πλησίασμα του κακού...
Τα πρόσωπα των δύο γυναικών είχαν ασπρίσει και ήταν τελείως ανέκφραστα, σε μια προσπάθεια διατήρησης της ψυχραιμίας τους. Περισσότερο όμως θύμιζαν το πρόσωπο ενός νεκρού...
Δεν ήταν παρά μια μάσκα εύθραυστη, που θαρρείς από στιγμή σε στιγμή θα έσκαζε μέσα από απερίγραπτη φρίκη!
Η γυναίκα έσφιξε το μωρό πάνω της με το ένα χέρι και με το άλλο αγκάλιασε το δίχρονο που μόλις είχε βάλει τα κλάμματα, λες και αντιλαμβανόταν την έννοια του ολέθρου. Το μεγαλύτερο κοριτσάκι νοιώθοντας πως δε χωρά στη μητρική αγκαλιά, αναζήτησε προστασία από το φόβο και το χαμένο αίσθημα ασφάλειας, σ'εκείνην του πατέρα!
Ένα τρέμουλο άρχισε να σαρώνει τη Γιούλα σα να βρισκόταν στο καταχείμωνο...
Όλες οι ιστορίες και τα γεγονότα από τους σκοτωμούς που άκουγε τα τελευταία χρόνια της κατοχής, θέριεψαν ένα κύμα τρόμου μέσα της κι ένοιωθε Ιούνη μήνα, την παγωνιά του χιονιού στο κορμάκι της...
Ακατάπαυστοι πυροβολισμοί γάζωναν τώρα αδιακρίτως στο δρόμο ακριβώς απ'έξω και τα ουρλιαχτά που έσκιζαν την ατμόσφαιρα τους τρυπούσαν τ'αυτιά! Ακατάληπτες γερμανικές εντολές, ακούγονταν πολύ δυνατά, τόσο που σκέπαζαν το επιθετικό ποδοβολητό από τις μπότες πάνω στο χώμα και τα πετραδάκια.
Ένα δυνατό χτύπημα και η αυλόπορτα του σπιτιού γκρεμίστηκε!
Ήρθαν!
Η μάνα της Γιούλας εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως κανείς άλλος εκτός από την ίδια δεν μπορεί να σώσει το παιδί της!
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να το γλιτώσει, με την αδρεναλίνη εκτοξευμένη στα ύψη, με μια αποφασιστική κίνηση αποφυγής κινδύνου και από το έμφυτο ένστικτο για επιβίωση, βούτηξε το κορίτσι της από το χέρι, το έσπρωξε προς την ξύλινη σκάλα κι άρχισε ν'ανεβαίνει κι εκείνη πίσω του!
(Φωτογραφίες: http://www.onalert.gr/stories/h-istoria-ths-fwtografias-symbolo-sfaghs-distomou/34945)
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Όλα έγιναν αστραπιαία!
Οι δολοφονικές ριπές των όπλων πρόλαβαν τη μάνα της Γιούλας στο τελευταίο πάνω σκαλοπάτι και το σώμα της, αντί να εκτιναχτεί προς τα πίσω, από τις θανατηφόρες σφαίρες που μπήχτηκαν πισώπλατα στο κορμί της, εκείνη αντίθετα έσκυψε προς τα εμπρός, αγκαλιάζοντας προστατευτικά την κόρη της που προπορευόταν και σωριάστηκε στο έδαφος, παρασύροντας αλλά ταυτόχρονα καλύπτοντας το παιδί της.
Ένα ύστατο αγκάλισμα ήταν, σωτήριο όπως αποδείχθηκε, ως παντοτινή απόδειξη του μεγαλείου της μητρικής αγάπης! Μόνο το ένα πόδι της Γιούλας εκτέθηκε στα πυρά κι αιματοκύλησε…
Οι δυο τους, αποτέλεσαν τον πρώτο στόχο των τριών φονιάδων, ίσως επειδή ήταν οι μόνες φιγούρες σε κίνηση την ώρα που με λύσσα οι γερμανοί μπήκαν στο σπίτι.
Αμέσως μετά, στράφηκαν στους υπόλοιπους.
Χωρίς ίχνος οίκτου, ούτε καν γι αυτές τις ψυχούλες, τα μικρούλια που δεν είχαν προλάβει ακόμη ν’αποκτήσουν συνείδηση του κόσμου γύρω τους, τα ζωώδη ένστικτα των σατανάδων αποκάλυψαν το μέγεθος της κτηνωδίας τους!
Πώς καταφέρνει η μανία του πολέμου να μετατρέπει ένα στρατιώτη από άνθρωπο σε κτήνος;
Οι δύο πιο σωματώδεις, αφού δολοφόνησαν εν ψυχρώ το Θανάση, έσφαξαν στην κυριολεξία τα τρία ανυπεράσπιστα μικρά, βίασαν την αλλόφρονα νεαρή μητέρα, ασυγκίνητοι από τα ουρλιαχτά της κι έπειτα την κομμάτιασαν ζωντανή κι αυτή με τις ξιφολόγχες τους!
Στην πλάτη του τετράχρονου ένας ματωμένος αγκυλωτός σταυρός, χαραγμένος με την ξιφολόγχη υπέγραφε τη θηριωδία!
Ο τρίτος αδιαφορώντας για όσα διαδραματίζονταν όλη αυτή την ώρα στον ίδιο χώρο, έκανε ένα γύρο το δωμάτιο, ανοίγοντας ντουλάπια, συρτάρια και ανασηκώνοντας χαλιά και στρώματα, ψάχνοντας να βρει κάτι αξιόλογο. Έπειτα, με παροιμιώδη αταραξία, ανέβηκε τη σκάλα, πέρασε πάω από τα δύο πεσμένα κορμιά, κι έψαξε κι εκεί για τιμαλφή.
Σ’ένα χαμηλό έπιπλο μ’ένα συρτάρι ανάμεσα στα δυο μεγάλα κρεβάτια, βρήκε μια αλυσίδα χρυσή μ’ένα σταυρό κι ένα δαχτυλίδι με μια κόκκινη πέτρα. Τα πήρε τα έχωσε στην τσέπη του και στράφηκε στα δυο πεσμένα κορμιά για τις χαριστικές βολές.
Ένα τσιτσίρισμα στα δεξιά του τον σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι. Σε μια εσοχή του τοίχου, ανάμεσα σε δυο εικονίσματα κι ένα θυμιατό, ένα καντήλι με μια τρομαγμένη φλογίτσα που τρεμόπαιζε, κατάφερε να επισκιάσει τα τελευταία ουρλιαχτά που έρχονταν από το κάτω δωμάτιο. Οι φριχτές κραυγές της γυναίκας, έσβησαν μαζί με τη φλόγα στο καντήλι.
Ποια αχτίδα φωτός, ποια θεϊκή ανάσα, ποιο ρίγος ανθρωπιάς, ποια σταγόνα θερμή της ψυχής τον άγγιξε;
Στάθηκε πάνω από την πεσμένη γυναίκα και το παιδί.
Τα μάτια της γυναίκας ήταν ορθάνοιχτα, αλλά παγωμένα, χωρίς ν’αποπνέουν κάποιο συναίσθημα. Ούτε τρόμο, ούτε αγωνία!
Ο θάνατος της φέρθηκε λυτρωτικά και από την πρώτη κιόλας στιγμή την απάλλαξε από περιττό πόνο…
Αλλά από κάτω της το κορμάκι σπαρτάραγε. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν από φόβο, από σωματικό πόνο ή από τις τελευταίες εν ζωή στιγμές!
Όχι, δε θα το έκανε αυτή τη φορά.
Σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε δυο φορές στο ξύλινο ταβάνι.
Έπειτα, κατέβηκε γοργά τη σκάλα και φώναξε και τους άλλους δυο που συνέχιζαν να πειραματίζονται και να παίζουν με τις ανθρώπινες σάρκες!
Αισθάνθηκε την ανάγκη ν’αναπνεύσει καθαρό αέρα και βγήκε έξω! Μα κι εκεί ο αέρας μύριζε αίμα και πόνο…
Το σκοτάδι δεν άργησε να πέσει, πηχτό, βαθύ κι αφέγγαρο, λες κι ήθελε να καλύψει τις αποτρόπαιες εικόνες που απλώνονταν μέσα κι έξω από τα σπίτια του χωριού, στις αυλές και στους δρόμους. Μαζί του μια απέραντη σιωπή κι αυτή ντυμένη θαρρείς στα μαύρα, ένας βουβός θρήνος…
Φύλλο δεν κουνούσε! Το καλοκαιρινό αυτό βράδυ ο τρόμος είχε παγώσει τον τόπο και το χρόνο. Και μέσα στο σπίτι του έρμου Θανάση, στην κορφή της σκάλας είχε παγώσει και τη μικρή Γιούλα!
Πεσμένη μπρούμυτα, έχανε κι έβρισκε τις αισθήσεις της με το δεκάχρονο μυαλουδάκι της να μην μπορεί να ισορροπήσει και να συλλάβει την πραγματικότητα, εκείνες τις στιγμές που συνερχόταν.
Οι αισθήσεις της μόνο δούλευαν μηχανικά, ίσα-ίσα για να σιγοντάρουν τον τρόμο που την είχε παραλύσει.
Αντικρουόμενα συναισθήματα σήκωναν κύματα στην ανταριασμένη ψυχούλα!
Ασφάλεια μέσα στην αφύσικα ξερή και παγωμένη αγκαλιά της μάνας!
Προστασία κάτω από ένα βάρος που την έπνιγε!
Δροσιά από τη ματωμένη υγρασία!
Οξύς πόνος και ανακουφιστική ζάλη…
Ο εγκέφαλος αρνιόταν να δώσει εντολή για οποιαδήποτε κίνηση ή έστω αντίδραση!
Καμμία προσπάθεια αυτοσυντήρησης, καμμιά σκέψη, καμμιά θύμηση΄ή μελωδία, κανένας θεός...
Μόνο οι αισθήσεις να λειτουργούν αυθαίρετα…
Τα χεράκια, μουδιασμένο προσκέφαλο πάνω στο σκληρό πάτωμα κι η απαίσια μυρωδιά να σέρνεται παντού γύρω της.
Βρωμιά… Κρύο… Σιωπή… Πόνος… Σκοτάδι…
Ατέλειωτες ώρες, ατέλειωτος τρόμος, ατέλειωτη δυσωδία…
Κι όταν χάραξε η νέα μέρα, δεν ένοιωσε καμμιά αισιοδοξία με την έλευση του φωτός! Αντίθετα, ήρθαν άλλες ασχήμιες ν’αντικαταστήσουν την εξάλειψη του σκοταδιού: Το βλέμμα της αντίκρυζε τα ματωμένα σανίδια και το νεκρικό κίτρινο χρώμα στο χέρι της μάνας…
Κειτόταν εκεί, καταναγκαστικός παρατηρητής, ανίκανος να κουνηθεί, ικανός μόνο να βλέπει το θάνατο, να τον ακούει στη σιωπή, να τον αγγίζει στο κρύο, να τον οσφρίζεται στις οσμές που χειροτέρευαν ολοένα περισσότερο και να νοιώθει αφόρητους πόνους…
Όλο αυτό κράτησε ως το μεσημέρι, όταν οι πρώτοι τολμηροί Διστομίτες που κατάφεραν ν’αντέξουν το φρικιαστικό θέαμα ξεκοιλιασμένων ανθρώπων και ζώων στους δρόμους, σε κάθε γειτονιά, άρχισαν να ψάχνουν για τους δικούς τους! Μαζί κι ο πατέρας της Γιούλας…
Από πίσω τους ακολουθούσαν οι πιο θαρραλέες γυναίκες που είχαν καταφύγει στα γύρω βουνά, αγωνιώντας για όσους είχαν μείνει στο χωριό. Και μόλις πλησίασαν στα πρώτα κιόλας σπίτια, ήταν εκείνες που έσπασαν τη νεκρική σιγή με θρήνους και οδυρμούς.
Οι πρώτοι ήχοι στο Δίστομο, μετά τη σφαγή! Κι αυτοί φρικιαστικοί!
Το κορίτσι λιποθύμησε ξανά…
Οινόπνευμα! Καθαρό οινόπνευμα! Κόντευε να τελειώσει! Θα φώναζε τον Αργύρη το απόγευμα κιόλας! Πήγε στο κομοδίνο δίπλα στο κρεββάτι της και πήρε γάντια μιας χρήσης από το κουτί. Σε κάθε δωμάτιο είχε κι από ένα κουτί με γάντια μιας χρήσης. Κι εκείνα της κουζίνας τέλειωναν κι έπρεπε να εφοδιαστεί άμεσα.
Φόρεσε ένα ζευγάρι κι άνοιξε το πορτοφόλι της. Ο ταχυδρόμος της είχε φέρει τη σύνταξη χθες. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα και το έβαλε στο πλαστικό σακουλάκι που είχε φέρει από την κουζίνα. Τα χαρτονομίσματα είχαν πολλά μικρόβια κι εκείνη ήταν υποχόνδρια με κάθε τι βρώμικο!
Μόλις πήγαινε πεντέμισυ θα φώναζε τον Αργύρη!
Είχαν περάσει μερικά χρόνια. Είχε γεράσει πολύ, το καταλάβαινε από το ξύλινο πόδι που την κούραζε πολύ τώρα, μα δεν είχε αλλάξει τις συνήθειές της! Μόνο το τηλέφωνο χρησιμοποιούσε πιο πολύ για να κρατάει επαφή με τους συγγενείς της και η κυρα-Λένη ερχόταν μέρα παρά μέρα γιατί η ίδια δεν είχε κουράγιο να κάνει δουλειές… Έκλεισε τα ογδόντα πριν μερικούς μήνες!
Κι ο Αργύρης είχε μεγαλώσει!
Τελείωνε το Λύκειο φέτος και ήταν σίγουρη πως θα περνούσε στο Πανεπιστήμιο. Εκτός από καλό παιδί ήταν και άριστος μαθητής! Μερικές φορές του μιλούσε από το μπαλκόνι όταν της έφερνε τα ψώνια και τον ρωτούσε για την πρόοδό του. Εκτός από ένα ακριβό λευκό και κόκκινο ποδήλατο που με καμάρι της είχε δείξει αμέσως μόλις το πήρε, στην πρώτη Γυμνασίου, ο Αργύρης της είχε πει πως αποταμίευε τα χρήματα που του άφηνε για τις σπουδές του. Κι από τότε, τον έστελνε πιο συχνά για ψώνια.
Επιτέλους, έκανε κάτι που είχε νόημα! Είχε θέσει ασυναίσθητα ένα στόχο στη ζωή της!
Για κείνην, ο Αργύρης ενσάρκωνε το παιδί που δεν είχε ζήσει η ίδια και το παιδί που δεν είχε αποκτήσει ποτέ…
Μετά την αποφράδα εκείνη μέρα, τίποτα δε φαινόταν ικανό να τη βγάλει από την ψυχρή εσωτερική της απομόνωση. Ο πατέρας της αγωνίστηκε να τη γιατρέψει πρώτα σωματικά κι έπειτα ψυχικά.
Της πήρε χρόνια…
Ουσιαστική όμως ευεργετική επίδραση πάνω της, είχε μόνο η αποστειρωμένη λευκή ατμόσφαιρα των νοσοκομείων και η αίσθηση της καθαριότητας μέσα από τη μυρωδιά των φαρμάκων και του οινοπνεύματος…
Πέρασε από νέα στάδια πόνου, πιο εξευγενισμένα αυτή τη φορά και με τον καιρό συνήθισε το ξύλινο πόδι, πάλεψε με τα τραύματα της ψυχής και κατάφερε να συγκροτηθεί, ώστε να μπορεί να δουλεύει και να αυτοσυντηρείται…
Μα ποτέ δεν κατάφερε να χαμογελάσει, να αισιοδοξήσει ή να ονειρευτεί.
Ζούσε γιατί η μοίρα όρισε να ζήσει. Πολλές φορές όμως, η ίδια σκεφτόταν ότι θα ήταν προτιμότερο να είχε πεθάνει εκείνη την ώρα μαζί με τη μητέρα της…
Δεν τη φόβιζε ο θάνατος! Τον είχε ζήσει ήδη, στη χειρότερή του μορφή, μέσα από εκείνη την εμπειρία! Μέσα από τον τρόμο, την απώλεια, τη βρωμιά, τον πόνο…
Μετά από μισό αιώνα περίπου ένοιωσε αρκετά δυνατή κι επέστρεψε στο Δίστομο.
Ο πατέρας της είχε φύγει λίγα χρόνια πριν και η ίδια θα ένοιωθε καλύτερα να ζήσει τα χρόνια που της απέμεναν στο πατρικό της. Εκείνο το σπίτι ήταν ολόκληρη η παιδική της ηλικία!
Είχε στείλει όμως πρώτα ένα διακοσμητή να της αλλάξει την επίπλωση γιατί δεν ήθελε κανένα έπιπλο από τα παλιά και καμμιά φωτογραφία!
Κι ήταν πολύ ευχαριστημένη έτσι όπως ζούσε τα στερνά της!
Κι ας έσερνε το ξύλινο πόδι στο διάβα της...
Διότι εκείνο που πραγματικά ήθελε ήταν να έχει ένα διαφορετικό τέλος εκεί που είχε μια τόσο διαφορετική αρχή…
ΤΕΛΟΣ
Μίνα Βαμβάκου
(Φωτογραφίες: Nίκη Ταντάλου)