Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Βουρλά-Αθήνα: Διαδρομή 180 μοιρών...

Από το αρχείο Δημήτρη Θωμαδάκη: Ότι απόμεινε από ένα ακόμη ελληνικό σπίτι στα Βουρλά! Πηγή: Flickr.

Ήταν ένα θολό πρωινό.
Η Ευθαλία βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο μεγάλο δωμάτιο με τα σκαλιστά έπιπλα. Όχι πολύ καιρό πριν, το ίδιο αυτό δωμάτιο ζωντάνευε κάθε Σαββατόβραδο. Τα γέλια, οι κουβέντες, οι παιδικές φωνούλες και το κροτάλισμα των μαχαιροπήρουνων στο μακρύ τραπέζι με συνδαιτυμόνες συγγενείς και φίλους, αποτελούσαν την πιο χαρούμενη εβδομαδιαία ρουτίνα όλων!

Το βλέμμα της έπεσε πάνω στ'ασημικά κι απλώθηκε στη σκονισμένη επιφάνεια του μπουφέ που ακουμπούσαν.
Να πω στο Ρηνιώ ν'αφήσουν αύριο μόνο τον Ιμπραήμ στο φύλαγμα της σοδειάς και να συγυρίσουν λίγο το σπίτι μαζί με την Αϊσέ!”

Η σκέψη αυτή αναδύθηκε παράταιρα από το τρικυμισμένο της μυαλό σαν εξισορροπιστής και προστάτης των λογικών της. Πάσχιζε για λίγη ψυχραιμία, ίσα-ίσα να μπορέσει να οργανώσει τα πράγματα! Ο χρόνος πίεζε επικίνδυνα και ο Περικλής κείτονταν ανήμπορος, παραπληγικός! Κόντευε χρόνος από τότε που ένα εγκεφαλικό επεισόδιο τον άφησε με παραλυσία στα κάτω άκρα και το αριστερό χέρι! Κι ένα πρόβλημα στα κέντρα ομιλίας, τον δυσκόλευε στην επικοινωνία με το περιβάλλον. 
 
Έπρεπε μόνη της να κάνει κουμάντο και να σώσει την οικογένειά τους!
Ήταν λίγες μέρες μετά το Δεκαπενταύγουστο και διαλυμένα τμήματα του Ελληνικού Στρατού περνούσαν σχεδόν καθημερινά από τα Βουρλά! Ράγιζε η ψυχή σου να βλέπεις τους εξαθλιωμένους Έλληνες στρατιώτες να προσπαθούν να φτάσουν στα παράλια για να φύγουν! Η Ευθαλία έβλεπε πως το κακό ήταν μπροστά στην πόρτα τους και κινδύνευε η ζωή τους.
Και σωστά έκρινε! Ο Σεπτέμβρης του '22 θα έμπαινε σκορπώντας θανατικό και τρόμο! Στα Βουρλά  θα διαδραματιζόταν μια από τις χειρότερες τραγωδίες!  Στις 31 Αυγούστου ο ελληνικός στρατός μετά την ήττα στο Ντουμλούπιναρ θα άρχιζε να υποχωρεί άτακτα δίνοντας την ευκαιρία στις κεμαλικές ορδές να σπέρνουν τον όλεθρο καθώς θα προχωρούσαν προς τα παράλια... Ολάκερος ο ελληνισμός της Μικρασίας απειλούνταν με αφανισμό! 
 
Από το αρχείο Δημήτρη Θωμαδάκη: Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας ήταν μια δεύτερη Νάξος, με πληθυσμό στις αρχές του 20ου αιώνα πάνω από 30.000 Έλληνες. Οι Ναξιώτες των Βουρλών ήταν συντριπτικά οι περισσότεροι από τους εκεί Έλληνες. Από τους 30.000 Έλληνες κατοίκους την περίοδο 1900-1907 οι 20.000 ήταν Ναξιώτες. Ναξιώτες αναφέρονται ανάμεσα στους πρώτους οικιστές και δημιουργούς αυτής της πανέμορφης πόλης! Πηγή: ΟΙ ΚΟΡΕΔΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ (Έρευνα Ν. Ι. Λεβογιάννης) (από το υπό έκδοση βιβλίο του «Νεότερη Ιστορία της Νάξου», τ. Β΄)
Έπρεπε να βιαστεί! Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου και η μόνη λύση ήταν να φύγουν! Αλλά με ό,τι μπορούσε να χωρέσει σε δυο ντορβάδες. Όλα θα τ'άφηναν πίσω και θα κρατούσαν μόνο μια αμυδρή ελπίδα πως ίσως κάποτε γυρίσουν στη γη τους! Κι ας είχαν καεί όλα τ'αποκτήματα πάνω της!
Τα πράγματα ξαναφτιάχνονται, οι άνθρωποι όχι...
Κι είχε πέντε παιδιά!

Θες από προαίσθηση, θες από τη μοίρα -ευτυχώς- είχε στείλει τη δεκατετράχρονη Μαρία στους παππούδες της, τον Ιούνιο, στην Αίγυπτο και τους είχε ήδη μηνύσει να την κρατήσουν ως τον Οκτώβρη μαζί τους.
Εκείνοι της πρότειναν να φιλοξενήσουν και την Ελένη που ήταν δεκαεννιά χρονών αλλά δεν είχε μέχρι τώρα προλάβει να τη στείλει.

Ήταν μια κούκλα η Ελένη και έστιβε το μυαλό της πώς θα μπορούσε να τη φυγαδεύσει με ασφάλεια, ώσπου τη λύση της την έδωσε ο μεγάλος, ο Ευάγγελος που είχε κλείσει τα εικοσιένα:
Μητέρα, το κανόνισα με το Μίλτο! Εξοικονόμησε ρούχα στρατιωτικά, και θα τη ντύσουμε με αυτά για κάλυψη! Θα τη συνοδεύσουμε εμείς, επίσης ντυμένοι! Θα πάρω και το ένα όπλο του πατέρα και θα είμαστε εντάξει! Χρειαζόμαστε μόνο τρία άλογα και εφόδια για το δρόμο. Όλα θα πάνε καλά!”

Δόξα τω Θεώ, παιδί μου! Η θεία σου συμφώνησε να έρθει κι ο Μίλτος;”

Ναι και μάλιστα χάρηκε γιατί θα τον έστελνε ούτως ή άλλως στην άλλη ξαδέρφη τους στην Αίγυπτο, οπότε ανακουφίστηκε που θα μας έχει παρέα!”

Μπράβο, τζιγιέρι μου!” φώναξε η Ευθαλία και πήγε στο μπουφέ κι άνοιξε το συρτό. “Έλα 'δω! Να, πάρε αυτές τις λίρες και κανόνισε για τ'άλογα! Πες και στο Ρηνιώ να σας ετοιμάσει ό,τι χρειάζεστε κι οι τρεις για το δρόμο και να τα φορτώσετε με τον Ιμπραήμ! Μόνο βιάσου. Αν γίνεται να φύγετε νύχτα!”
Ο Ευάγγελος την αγκάλιασε χαμογελώντας.

Όλα θα πάνε καλά, θα δεις! Με τον πατέρα, όμως, τι θα γίνει;” τη ρώτησε καθώς αποτραβήχτηκε.

Είναι η μεγαλύτερη έγνοια μου” απάντησε η Ευθαλία και το φεγγαρένιο της πρόσωπο χλώμιασε ακόμα πιο πολύ καθώς συννέφιασε.

Δεν μπορεί να ταξιδέψει, μητέρα!” Τουλάχιστον, όχι μέσα σ'αυτήν την αναμπουμπούλα! Ξέρεις τι γίνεται κάτω στη Σκάλα; Περιμένει πολύς κόσμος και όταν είναι ν'ανέβουν σε καράβι, επικρατεί πανικός! Αδύνατον να τον πάρεις μαζί σου! Ανησυχώ και για εσένα με τα δυο μικρά! Πώς θα τα καταφέρεις;”

Μη νοιάζεσαι για μένα! Εξάλλου η Σοφία κοντεύει δεκάξι! Ολόκληρη κοπέλα! Δεν είναι μωρό! Και το Μανόλη δε θα τον αφήσω από το χέρι μου! Μη θαρρείς! Κι αυτός έχει μήνες που έκλεισε τα δέκα! Άντε, τώρα, να σε χαρώ! Πήγαινε για τ'άλογα γιατί μεσημεριάζει! Και ενημέρωσε τώρα το Ρηνιώ. Είναι στις αποθήκες!”

Μόλις ο Ευάγγελος βγήκε από τη σάλα, η πενηντατετράχρονη γυναίκα σωριάστηκε στη βελούδινη πολυθρόνα πίσω της...
Έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια και προσπάθησε να συγκροτήσει ξανά το μυαλό της.

Είχαν ήδη λυθεί κάμποσα προβλήματα!
Τι απομένει;
Η καλοκαιρινή σοδειά αποθηκευόταν σε πιθάρια και στις μεγάλες αποθήκες.
Τα πιο πολλά κοσμήματα θα τα έθαβε το βράδυ δίπλα στην αρχαία ελιά που είχαν διατηρήσει τα πεθερικά της.
Τα πιο πολύτιμα θα τα έραβε στο μπλε φουστάνι που θα φορούσε η Σοφία.
Τις λίρες στο δικό της μαύρο φουστάνι, με το μεγάλο ποδόγυρο, στο στρίφωμα. Κι αυτά το βράδυ θα τα έκανε...
Θα άφηνε αρκετές λίρες στο Ρηνιώ, την ψυχοκόρη τους, μέχρι να φύγει κι εκείνο. 
Κι ακόμα περισσότερες λίρες θα έδινε στην Αϊσέ και τον άντρα της, τον Ιμπραήμ που θα έμεναν εδώ να κρατάνε το σπίτι και την περιουσία, μιας και δεν ήταν Έλληνες να φοβούνται για τη ζωή τους.
Θα συγκέντρωνε όλα τα απαραίτητα έγγραφα και πιστοποιητικά να πάρει μαζί της, τρόφιμα και παγούρια με νερό για το ταξίδι στο πλοίο. Ά! Και βάλσαμο να πάρει μαζί της...
Μέχρι να τα ετοιμάσει όλα αυτά, θα σκεφτόταν και τι άλλο θα τους ήταν απαραίτητο!
Η νύχτα προβλεπόταν άγρυπνη...

Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς, αλλά η προσπάθειά της να φανεί προνοητική, σκόνταφτε σ'έναν απροσπέλαστο τοίχο:
Τι θα γινόταν όταν αποβιβάζονταν στον Πειραιά;
Τι τους περίμενε εκεί;
Ένα μαύρο σύννεφο απελπισίας σύρθηκε μέσα της...
Όχι! Δεν θα τ'άφησε να τη λυγίσει! Κάθε πράγμα στην ώρα του!
Και δόξα τω θεώ, της έκοβε! 
Οι γονείς της ήρθαν από τη Νάξο αλλά η ίδια ήταν γέννημα θρέμμα Βουρλιώτισσα. Ήταν από τις πρώτα κορίτσια που μορφώθηκαν στο Παρθεναγωγείο της Σμύρνης! Μιλούσε Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Τούρκικα, Αραβικά και λίγα ρώσικα! 
Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό της! 
Είχε επίσης και μια μικρή ρευστή περιουσία στο στρίφωμά της! 
Θα τα κατάφερνε!  

Όμως...
Τι θα έκανε με τον Περικλή;
......................................



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ



 To σκαλιστήρι δεν έκανε πολλή φασαρία και η αρχαία ελιά στο πίσω μέρος του κτήματος απείχε πολλές δεκάδες μέτρα, ώστε ο θόρυβος να μην την προδώσει.
Στο σπίτι τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί, αλλά στα κτίσματα του υπηρετικού προσωπικού, δεξιά, υπήρχε φως κι ας ήταν περασμένα μεσάνυχτα.


Ο μικρός λάκκος είχε βαθύνει αρκετά και η Ευθαλία σταμάτησε να σκάβει. Έσκυψε και πήρε στα χέρια της το μεταλλικό κουτί.
Το άνοιξε για τελευταία φορά και ξεδίπλωσε το τσόχινο περιτύλιγμα στο εσωτερικό του. Μέσα του, κάτω από ένα μπιλιέτο με το όνομα της οικογένειας, στραφτάλισαν στο φως του φεγγαριού δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, αλυσίδες με παντατίφ, βραχιόλια, περιδέραια και μανικετόκουμπα, ένα σωρό κοσμήματα χρυσά και ασημένια, γνώριμα κι αγαπημένα όλα, δώρα και κειμήλια! Τα περισσότερα ήταν των πεθερικών της και αφού δεν μπορούσε να τα πάρει μαζί της, όφειλε να τα κρύψει στη γη τους, τη γη των πατέρων τους. Ίσως μια μέρα, η ίδια ή κάποιο απ'τα παιδιά της ερχόταν να τα πάρει! Ίσως...

Η καρδιά της σφίχτηκε σα γροθιά από το αίσθημα του ξεριζωμού!
Ό,τι είχαν αβγατίσει και δημιουργήσει με μόχθο τόσα χρόνια, θα παραδίδονταν στο έλεος της καταστροφής! Όλα θα ρήμαζαν...
Κι ό,τι γλίτωνε; Τι θα γινόταν; Θα περνούσε σε άλλα χέρια;
Άλλοι θα διαφέντευαν το αρχοντικό τους, τα κτήματα, τις σοδειές τους;

Φωτογραφία από το αρχείο της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας.


Όχι! Δεν την ένοιαζε η υλική αξία τους που θα χανόταν! Αυτό που δεν μπορούσε ο νους της να συλλάβει -και δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί- ήταν αυτή η απότομη απομάκρυνση και ο βίαιος αποχωρισμός από τούτους εδώ τους οικείους χώρους που είχαν χαράξει μέσα της άπειρες νοσταλγικές μνήμες εδώ και τόσα χρόνια!
Πώς θα κουβαλούσε μέσα της αυτόν τον κρυφό πόνο; Πώς θα άντεχε να την κατατρώει σ'ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της, ο νόστος;

Ξανατύλιξε το πανί κι έκλεισε το κουτί. Με ευλάβεια, το άφησε στο νωτισμένο χώμα που είχε αποκαλυφθεί στην καλοκαιρινή νύχτα.

Η γυαλάδα του μέταλου, ο ήχος του σαν ακούμπησε τη γη και η έντονη μυρωδιά του χώματος τράβηξαν μ'ένα αόρατο χέρι την κουρτίνα της στωικότητας μέσα της, αφήνοντας να φανεί σ'όλο της το μέγεθος, η συναισθηματική τρικυμία που μαινόταν στα φυλλοκάρδια της. 
Ένα “κλικ” κι ιδού η αλήθεια!
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μεγάλα, μελιά μάτια...
Μαζί μ'αυτό το κουτί, έθαβε όλες τις ευτυχισμένες στιγμές σε τούτο τον τόπο! 
Σε τούτο το λάκκο φυλάκιζε όλη της την προηγούμενη ζωή και η ίδια κατέβαινε μονομιάς όλα τα σκαλοπάτια που την είχαν ανεβάσει ως το σήμερα. Γυρνούσε σαν από όνειρο σε μια άδεια πραγματικότητα! Σ'ένα άγνωστο τίποτα! Αναγκαζόταν ν'απογυμνώσει τον εαυτό της από κάθε τίτλο, κάθε προνόμιο και ο,τιδήποτε τη συνέδεε με το παρελθόν! 
Ένα τοσοδά σεντουκάκι, η πατρώα γη, εκείνη κι οι αχτίδες του φεγγαριού...
Το μηδενικό των χρονικών στιγμών που ζούσε της αποκάλυπτε κάποιες από τις μυτερές του γωνίες βαμμένες σε γλυκές αποχρώσεις!

Η επερχόμενη συμφορά είχε αμέτρητες πτυχές και ο αφανισμός τις φλέρταρε όλες άγρια.
Ένας λυγμός έξυσε τα σωθικά της και ένα βουβό κλάμα λευτέρωσε όσα προσπαθούσε τόσες μέρες να κρύψει μέσα της: Έγνοιες, φόβους, τρόμο κι αγωνία όχι μόνο για όσα διαδραματίζονταν αλλά και για όσα διακυβεύονταν! 
Ήταν ένα αναπόφευκτο ξέσπασμα, ένα λυτρωτικό άδειασμα για να βρει ξανά την ψυχραιμία και τη δύναμη να ανταπεξέλθει στις περιστάσεις.
Όσο κι αν πονάει η αλήθεια, δεν παύει να σε προκαλεί να την τιθασεύσεις και να την ξεπεράσεις. Κι αν το μυαλό δεν είναι καθαρό, αν η ψυχή λυγίσει και δεν καταφέρει να ανασηκωθεί, είσαι χαμένος από χέρι. Κι εσύ κι όσοι εξαρτώνται από σένα.

Άρχισε με μανία να ρίχνει το χώμα σκεπάζοντας για πάντα ό,τι αγαπημένο αναγκαζόταν να απεμπολήσει βίαια, που φυσικά, δεν ήταν τα πετράδια και τα πολύτιμα μέταλα που περιείχε το κουτί που παράχωνε...

Η φουσκοθαλασσιά μέσα της κάποια στιγμή ηρέμησε κι αποτέλειωσε τούτο το θλιβερό νυχτερινό της καθήκον.
Καθήκον! Ανάθεμα κι αν ήξερε αν είχε νόημα αυτό που μόλις έκανε! Συναισθηματικές παρορμήσεις προφανώς την οδήγησαν! 
Ανόητα όνειρα και φρούδες ελπίδες για μια πιθανή επιστροφή τους. 
Ή μήπως ήταν μια μορφή δικαίωσης της οικογένειάς της και των προγόνων τους για όποιον ξένο τα έβρισκε κάποτε; 
Ένας ιδιόρυθμος τίτλος ιδιοκτησίας ως επιβεβαίωση της άδικης μοίρας μήπως;
Της ακούστηκε κάπως ματαιόδοξο αυτό. 

Ώ, δε βαριέσαι! Όποιος τά'βρει, χαλάλι του! Η αξία των δικών της ανθρώπων δε μετριόταν με τα χρυσαφικά όλου του κόσμου! 
Και την πραγματική του αξία, ο καθένας μας, την κουβαλάει μέσα του και την αξιοποιεί όπου κι αν πάει, όπου κι αν βρεθεί!
Θέ μου, σ'χώρα με!
Ίσως να ήταν καλύτερα να έδινε και τα κοσμήματα στην Αϊσέ!

Α, φτάνει πια! Συγκεντρώσου! Έχεις δουλειές να κάνεις!” μονολόγησε!
Στράφηκε αποφασιστικά προς το σπίτι κι άρχισε να ενεργοποιεί ισχυρά τον αμυντικό της μηχανισμό, να αποθηκεύει δυνάμεις και να επιστρατεύει το οργανωτικό της πνεύμα! Και, δόξα νά'χει ο Πανάγαθος, είχε ισχυρά κίνητρα για  όλα αυτά: Μπορεί να έχανε ο,τιδήποτε αντιπροσώπευε τη ζωή της μέχρι τώρα, μα είχε την οικογένειά της! Τον άντρα της και τα παιδιά της!
Και δεν υπολόγιζε τίποτα προκειμένου να τους διασώσει.

Από το αρχείο της Ένωσης Βουρλιωτών Μ. Ασίας: Στις 4 Οκτωβρίου γιορτάζει. η Θαυματουργός εικόνα της ΠΑΝΑΓΙΑΣ της ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ εκ Βουρλών Μικράς Ασίας, η επονομαζόμενη «ΒΟΥΡΛΙΩΤΙΣΣΑ». Πολιούχος και προστάτιδα της Νέας Φιλαδέλφειας, φυλάσσεται ως πολύτιμο θησαύρισμα από του έτους 1927 εις τον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Ν.Φιλαδέλφεια.(Επί της οδού Βρυούλων)


Μπήκε στο σπίτι, άναψε τη λάμπα και κατευθύνθηκε στον ξενώνα όπου είχε νωρίτερα ξεχωρίσει τα απαραίτητα έγγραφα.
Ήταν ένα δωμάτιο για τους μουσαφίρηδες που το είχε προνοητικά διακοσμήσει. 
Τα δυο μεγάλα σιδερένια ντιβάνια, το μασίφ χειροποίητο κομό με τα συρτά ανάμεσά τους, το σεκρετέρ απέναντι με την ασορτί καρέκλα του και ο χαμηλός σοφράς μπροστά στο τζάκι στον πλαϊνό τοίχο, με τις δυο αναπαυτικές πολυθρόνες δεξιά και αριστερά του, δημιουργούσαν μια ζεστή ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα ελκυστική στους γνωστούς, συγγενείς και φίλους που κατά καιρούς φιλοξενούσαν. 
Όμως, ψηλά στον τοίχο απέναντι από τα κρεββάτια και σχεδόν σε όλο του το μήκος, είχαν εσκεμμένα εγκαταστήσει ένα περίτεχνα σκαλιστό μονοκόματο ράφι που εκτελούσε χρέη εικονοστασιού, με συγκεντρωμένες όλες τις εικόνες του σπιτιού! 
Έτσι απέφευγαν τους Τούρκους επίσημους που ήταν υποχρεωμένοι ως προύχοντες να φιλοξενήσουν κάθε φορά που αυτοί έρχονταν στα Βουρλά! Απλούστατα, τους οδηγούσαν τον ξενώνα και μετά από λίγο εκείνοι άλλαζαν γνώμη και δεν διανυκτέρευαν στο σπιτικό τους... Ακόμα θυμάται έναν Μουτεσαρίφη, στις αρχές -αχ, πώς τον έλεγαν- Ετάνμπεη; Αυτός, εξαντλημένος από ταξίδι, είχε πέσει να κοιμηθεί και σηκώθηκε να φύγει άρον-άρον καταμεσίς της νύχτας τρομοκρατημένος! Τους είπε πως κούνησε το δόρυ του ο Άη Γιώργης, πάνω από τ'άλογο στην εικόνα και τον απείλησε!
Το βλέμμα της υψώθηκε προς τις εικόνες και πλημμύρισε από το χαμόγελο που της έφερε αυτή η σκέψη. Ένα χαμόγελο που τα χείλη αδυνατούσαν να σχηματίσουν.

Περιεργάστηκε τις εικόνες μια-μια, σα να τις αποχαιρετούσε! Ασυναίσθητα, ακούμπησε τη λάμπα στο χαμηλό τραπέζι, έπεσε στα γόνατα, σταύρωσε τα χέρια ικετευτικά, χαμήλωσε το κεφάλι κι έκλεισε τα μάτια.

Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου!” μουρμούρισε και απηύθυνε σιωπηλά την υπόλοιπη έκκληση-προσευχή της, ως μάνα, σύζυγος κι Ελληνίδα...
Ήταν μόνο λίγος χρόνος που κύλησε μέσα σε μια μυσταγωγία μισοσκόταδου και σιωπής, χρόνος που δεν μπορούσε να μετρηθεί με γήινες μονάδες!
Και προς το τέλος ανάβλυσε από τα κατάστηθά της ένας αναστεναγμός βαρύς, σαν επιθανάτιος ρόγχος!
Φώτισέ με, Παναγιά μου!” ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή, όταν τα μάτια της άνοιξαν και καρφώθηκαν πύρινα, ψηλά στην εικόνα, στο κέντρο. 
Νόμισε πως η Μορφή της Μεγαλόχαρης που κρατούσε το Θείο Βρέφος της χαμογέλασε!
Μια εισπνοή ζωής την αντάμειψε με κουράγιο και σηκώθηκε να συνεχίσει το έργο της.

Έπρεπε να φτιάξει τις λίρες μασούρια και να τις περάσει στα στριφώματα, τώρα που δεν την έβλεπε κανείς. Τους ντορβάδες μπορούσε να τις ετοιμάσει αύριο ή το πολύ μεθαύριο. Ο Ευάγγελος με την Ελένη είχαν φύγει πριν σουρουπώσει και για τα υπόλοιπα χρειαζόταν δυο-τρεις μέρες ακόμη. 


Από το αρχείο της Ένωσης Βουρλιωτών Μ. Ασίας.
Οι επιθέσεις είχαν κλιμακωθεί και τόσο οι Τούρκοι στρατιώτες όσο και οι Τσέτες πλησίαζαν επικίνδυνα στα Βουρλά! Φοβόταν πως δεν θα είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της! 
Ξημέρωνε η Τρίτη 23 Αυγούστου. Το πρωί θα κατέβαινε στη Σκάλα να μάθει ακριβώς πώς μπορούσε να φύγει με τα παιδιά για Πειραιά και να το κανονίσει όσο πιο σύντομα γινόταν. Στο Ελληνικό Προξενείο, εδώ στα Βουρλά δεν κατάφερε να βγάλει άκρη.

Όσο για τον Περικλή, είχε βρει την καλύτερη δυνατή λύση!

......................................


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ


Τα Βουρλά


Tα Βουρλά (ή ο Βουρλάς και όχι Βρίουλλα ή Βρύουλλα όπως λανθασμένα πιστευόταν παλιότερα) αποκαλούνται Ούρλα (Urla) από τους Τούρκους.

Μετά τη Σμύρνη ήταν η ισχυρότερη πόλη στη Χερσόνησο της Ερυθραίας στη Μικρά Ασία και άρρηκτα συνδεδεμένη με τις αρχαίες Κλαζομενές που προϋπήρχαν στην ίδια περιοχή. 
Διακρίθηκε για την αντίστασή της στους κατά καιρούς διωγμούς και παρουσίασε μεγάλη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη. Πληθυσμιακά, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των παραλίων της Μικράς Ασίας, έχοντας πολύ μικρή διαφορά με το Αϊβαλί.

Ετυμολογικά, η ονομασία της πόλης δεν έχει σχέση με τα βρύα (βούρλα) όπως πολλοί μελετητές του παρελθόντος λανθασμένα πίστεψαν -ο τονισμός της λέξης άλλωστε είναι η πρώτη ισχυρή απόδειξη για το άτοπο της άποψης.
Επίσης, δεν σχετίζεται με τα Βρίουλα του Στράβωνα και των Βυζαντινών Επισκοπών, αφού εκείνα βρίσκονταν σε άλλη περιοχή.

Τα Βουρλά, σύμφωνα με εμπεριστατωμένες μελέτες, το όνομά τους το οφείλουν σε μια σημαντική Βυζαντινή οικογένεια, τους Βρουλλάδες ή Βουρλάδες. Επομένως, είτε αποτελούσαν “πρόνοια”, τιμάριο, της αρχοντικής αυτής οικογένειας, είτε υπήρχε πιθανώς εκεί κάποιο μεγάλο κτήμα τους.
Τα ανήκοντα στον Βουρλά λοιπόν οδήγησαν στην ονομασία “ο Βουρλάς” και από την έκφραση “τα του Βουρλά” έδωσαν το καθιερωμένο πλέον “τα Βουρλά”.

Γεωγραφικά, βρίσκονται στο κέντρο της Ερυθραίας Χερσονήσου, σε απόσταση 40 περίπου χιλιομέτρων από τη Σμύρνη και 50 από τον Τσεσμέ, στο δυτικό άκρο της χερσονήσου, απέναντι από τη Χίο.
Το 1894 ολοκληρώθηκε ο μεγάλος αμαξιτός δρόμος Σμύρνης-Τσεσμέ, ο οποίος προχωρούσε παραλιακά ώσπου έστριβε κάθετα, ανηφόριζε ως τα Βουρλά κι από εκεί συνέχιζε δυτικά προς τον Τσεσμέ.

Όλη η περιοχή κάτω από τα Βουρλά μέχρι τη θάλασσα και δεξιά κι αριστερά, φιλοξενούσε τότε την περίφημη, πολύ εύφορη πεδιάδα των Βουρλών. Τη διέκοπτε περήφανα και σαν ζωγραφιά, χαμηλά προς τη Σκάλα, ο λόφος του Προφήτη Ηλία με το ομώνυμο εκκλησάκι στην κορφή του.
Σ'αυτήν την τοποθεσία φαίνεται πως βρισκόταν το νεκροταφείο των Κλαζομενών από τα αρχαιολογικά ευρήματα -και τις θαυμαστές Σαρκοφάγους- που έφεραν στο φως οι καλλιέργειες των αμπελιών!

Ένας άλλος λόφος δεξιά, “οι Εφτά Μύλοι”, έκρυβε τα Βουρλά από το οπτικό πεδίο. Μα μόλις τον προσπερνούσες, ανοιγόταν εμπρός σου μια πανοραμική θέα! Σα μια ζωγραφιά δουλεμένη πάνω σε δυο λόφους ακουμπούσε αρχοντικά η πόλη στεφανωμένη στην κορυφογραμμή με τ'ανοιγμένα λευκά πανιά Δέκα Μύλων που περιστρέφονταν στο φως του ήλιου και την αγκαλιά των ανέμων. 
Το στολισμό της πόλης συμπλήρωναν στη δεξιά της πλευρά οι Τρεις Μύλοι και στο αριστερό άκρο της, τα Δυο Μυλαράκια.

Στο κέντρο των Βουρλών υψωνόταν αγέρωχη, η μορφή του μαρμάρινου καμπαναριού του Αγίου Γεωργίου και δίπλα του δέσποζε επιβλητικά με την κλασσική αρχιτεκτονική του οντότητα, το εξαίσιο κτίριο της Αναξαγορείου Σχολής των Βουρλών.

Η Αναξαγόρειος Σχολή των Βουρλών.


Δυο σύμβολα του πνεύματος και του πολιτισμού, δυο σύμβολα της Ελλάδας στην καρδιά της πόλης, αναδείκνυαν τα Βουρλά ως σπουδαίο κέντρο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. 

Στην Αναξαγόρειο Σχολή τα τελευταία χρόνια φοιτούσαν 2000 παιδιά, 1200-1300 αγόρια και 600-700 κορίτσια. 
Σύμφωνα με τον Ελληνικό Οδηγό της Σμύρνης του 1900 (*) τα Βουρλά κατοικούνταν από 35.00 Χριστιανούς, 4.000 Τούρκους, 800 Ιουδαίους και λίγους Αρμένιους.
Και στα Βουρλά (όπως και στη Χαλκίδα) συνυπήρχαν αρμονικά σε γενικές γραμμές, τρεις διαφορετικές θρησκείες στην ίδια πόλη...

Κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η αμπελουργία – σταφιδοπαραγωγή (σουλτανίνα και ροζακιά). Όλοι οι κάτοικοι ασχέτως επαγγελματικής δραστηριότητας είχαν και μερικά στρέμματα με αμπέλια για σταφίδα.
Η ελαιοπαραγωγή ήταν αρκετά σημαντική και είχε αναπτυχθεί και μια μικρή καπνοκαλλιέργεια. Η κτηνοτροφία ήταν μάλλον περιορισμένη, αρκετή όμως για να καλύπτει τις ανάγκες της περιοχής. Κάθε οικογένεια είχε δυο κατσίκες, μερικές όρνιθες (οι Βουρλιώτες δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη “κότες”), μπαξέδες (λαχανόκηπους) και μποστάνια. 
Και φυσικά, το χονδρικό εμπόριο και μάλιστα το εξαγωγικό (κυρίως της σταφίδας) ήταν σε μεγάλη ακμή στα Βουρλά.

Επίνειο και λιμάνι τους, η Σκάλα, σε απόσταση μόλις 4 χιλιομέτρων, με 500 περίπου μόνιμους κατοίκους στα χρόνια μέχρι το Σεπτέμβρη του '22, ως επί το πλείστον Έλληνες. 

Η Σκάλα των Βουρλών.

Στη θάλασσα του Σμυρναϊκού κόλπου, απέναντι από τη Σκάλα βρίσκονται αραδιασμένα έξι μικρά νησάκια κι ένα μεγαλύτερο, τα “Nησιά των Βουρλών”, Isles of Vourla όπως τα αναφέρει ο Pitton de Tournefort στο βιβλίο του “Relation” και στο χάρτη που συνέταξε κατά την επίσκεψή του στη Μικρά Ασία το 1700-1702 
 Στο μεγαλύτερο από αυτά τα νησιά αναφέρει ένας άλλος περιηγητής, ο Richard Chandler στο βιβλίο του “Τravels πως υπήρχαν οι αρχαίες Κλαζομενές από ευρήματά του. Ο ίδιος ήταν εντεταλμένος να ερευνήσει τα ερείπια και τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και την Ανατολή, και κατά την επίσκεψή του στην περιοχή το 1764-1765 ανακάλυψε το "δρόμο" που ένωνε το νησί με τη στεριά και είχε κατασκευάσει ο Μ. Αλέξανδρος. Αργότερα, προφανώς λόγω επιδρομών Τήνιων και άλλων πειρατών, η αρχαία πόλη μεταφέρθηκε στη στεριά στην ευρύτερη περιοχή των Βουρλών.

Επανερχόμενοι στην εποχή πριν την καταστροφή, στην αποβάθρα της Σκάλας, εκτός από τα πέντε-έξι ψαράδικα καϊκια και φορτηγά, καθημερινά πλεύριζε και ένα καραβάκι που εκτελούσε τα δρομολόγια Βουρλά-Σμύρνη και Βουρλά-Καράμπουρνα.
Αυτό το μικρό λιμάνι μεταμορφωνόταν σε σπουδαίο “πόρτο” από τον Αύγουστο έως και το Γενάρη, την εποχή δηλαδή της εξαγωγής των σταφίδων. Δυο φορές την εβδομάδα αγκυροβολούσαν στ'ανοιχτά ένα-δυο μεγάλα φορτηγά ολλανδικά, γερμανικά ή αγγλικά και τη φόρτωσή τους αναλάμβαναν μαούνες (φορτηγίδες) ή καϊκια. 


 Σακιά, “κασάκια” (μικρά ξύλινα κιβώτια) που μεταφέρονταν από τα πέντε ή έξι εργοστάσια επεξεργασίας και τυποποίησης της σταφίδας, στοιβάζονταν στην προκυμαία και οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή, από πρόσχαρους εργάτες ντόπιους και από τα γύρω χωριά που έρχονταν για να καλύψουν τις ανάγκες των εξαγωγών, επιστάτες και παιδιά που παρακολουθούσαν τις φορτώσεις και άφηναν τη φαντασία τους να ταξιδέψει μ'αυτά τα μεγάλα πλοία σε χώρες μακρινές, άγνωστες και θελκτικές...




Σημείωση:
Ο αξιόλογος Βουρλιώτης λόγιος Νίκος Μηλιώρης (1896-1983) στο βιβλίο του “Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας” το οποίο επανεκδόθηκε από την Ένωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας (Εκδόσεις ΜΠΑΛΤΑ) στον πρώτο του τόμο “Ιστορικά” χωρίζει σε περιόδους την πορεία του Ελληνισμού των Βουρλών ως εξής:

Α' – ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (Αρχή των Βουρλών,ως κοινότητα ή ενορία της επισκοπής των Κλαζομενών, κέντρο των Γενοβέζων -και ελλείψει πηγών- πιθανώς γύρω στο 1200)

Β' – ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ, 1400 – 1600 (Εξισλαμίσεις και μερική έξοδος των χριστιανών προς τη Σάμο, την Ύδρα κ.α.)

Γ' – ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ, 1600 – 1821 (Προσέλευση μεταναστών από την κυρίως Ελλάδα: Πελοπονήσιοι, Νάξιοι, Τσιριγώτες, Αθηναίοι. Η πρώτη ακμή των ελληνικών Βουρλών. Ίδρυση Αναξαγορείου Σχολής και ανακαίνιση της εκκλησίας της Παναγίας.)

Δ' – ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, 1821-1830 (Τα “Φόβια”. Βιαιοπραγίες των Τούρκων και δράση ελληνικών ανταρτικών ομάδων.)

Ε' – ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ, 1830-1897 (Εκτεταμένη και συνεχής εγκατάσταση Ναξίων. Μεγάλη ανάπτυξη αμπελουργίας. Δεύτερη ακμή του Ελληνισμού στα Βουρλά.)

ΣΤ' – ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1897 – 1922 (Κρίσεις, αγώνες, διωγμοί. Η απελευθέρωση. Το τραγικό τέλος και η προσφυγιά.)

(*) “Ελληνικός Οδηγός 1900 των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επαγγελμάτων της Σμύρνης και των περιχώρων εκδιδόμενος υπό Παν. Φαρδούλη και Σία. Έτος Πρώτον. Εκ του Τυπογραφείου “Αμαλθείας”, σελ. 135-138.”

Πηγή στοιχείων και φωτογραφιών για το παρόν κείμενο είναι το βιβλίο “Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας” του Νίκου Μηλιώρη.

...................


ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ





Μια περίεργη ατμόσφαιρα σερνόταν στα σοκάκια των Βουρλών εκείνο το πρωί! Από τα βλέμματα των ανθρώπων και τις σπασμωδικές κινήσεις τους ανάβλυζε μια τρομαγμένη αμηχανία που επηρέαζε θαρρείς τα ζωντανά, σκύλους, γάτες όρνιθες και όλα μπερδεύονταν σ'ένα καζάνι ταραχής χωρίς προφανή αφορμή.
Ήταν το προαίσθημα του κακού που ερχόταν και μάταια το κοντράριζε η ελπίδα πως κάτι θα γινόταν και θα ανέκοπτε την ολέθρια πορεία του.  
Ήταν η βεβαιότητα πως τίποτα δε θα γινόταν όπως πριν και φυσικά, η αδυναμία να συλλάβει ο νους ένα αύριο παντελώς άγνωστο!
Από παντού αναδυόταν ερεβώδης ο φόβος του θανάτου...

Η Ευθαλία προχώρησε γρήγορα, σταυροκοπήθηκε καθώς πέρασε μπροστά από την Παναγιά. Ο ψηλός μαντρότοιχος περιστοίχιζε τριγωνικά την εκκλησία και τον περίβολό της και δεν επέτρεπε στους διαβάτες να την ιδούν ούτε από απόσταση, με το σκεπτικό να μην προκαλεί το θρησκευτικό φανατισμό των μουσουλμάνων.

Τα ερείπια της εκκλησίας της Παναγιάς των Βουρλών, μετά την καταστροφή.

Δυο στενά παρακάτω χτύπησε την πόρτα ενός καλοδιατηρημένου παλιού διόροφου σπιτιού! Είχε μηνύσει στη Μάρθα από ψες με το Ρηνιώ, πως θα περνούσε πρωί-πρωί να την επισκεφτεί.

Η Μάρθα είχε παντρευτεί τον χήρο αδελφό της Ευθαλίας και μεγάλωνε την κόρη του, την Ασημίνα. Ο γάμος τους όμως δεν ευτύχησε να κρατήσει πολύ, αφού πριν κλείσει χρόνος καλά-καλά, ο άντρας της σκοτώθηκε σε μια συμπλοκή στα γεγονότα της Φώκαιας, το '14.
Ο Βασίλης, είχε ξαναπαντρευτεί γρήγορα, όχι μόνο επειδή το παιδί του ήταν μικρό και χρειαζόταν γυναικεία φροντίδα, αλλά κι επειδή τον έτρωγε μέσα του ένα κακό προαίσθημα με όσα διαδραματίζονταν τα τελευταία χρόνια στο πολιτικό σκηνικό. Κι ευτυχώς που προνόησε προμαντεύοντας σωστά τα μελλούμενα και ήταν τυχερός τουλάχιστον σ'αυτό: η Μάρθα ήταν μια γυναίκα με μεγάλη καρδιά και πολύ δυναμική!
Η ίδια, βέβαια, δεν πρόλαβε να αποκτήσει δικά της παιδιά. Ακόμα κι αν προλάβαινε από την ηλικία τότε, δεν πρόλαβε από το ριζικό. Έτσι, από μεγαλοκοπέλα που ήταν, έγινε μέσα σ'ένα χρόνο χήρα και θετή μητέρα ενός τετράχρονου παιδιού που είχε χάσει και τους δυο φυσικούς του γονείς!
Αλλοίμονο! Τούτα τα παιχνίδια της μοίρας ήταν πολύ ασήμαντα συγκρινόμενα με τον τυφώνα που θα ερχόταν...
    
  •  Μάρθα! Ξαναφώναξε η Ευθαλία, χτυπώντας και το τοπούζι, το σφαιρικό μετάλλινο χτυπητήρι της πόρτας.
  •  Έρχομαι, έρχομαι! Ήρθε αμέσως η απάντηση.
Η καλοντυμένη γυναίκα που εμφανίστηκε πίσω από την πόρτα που άνοιξε, χαμογέλασε και το πρόσωπό της φωτίστηκε.

  • Καλώς την Ευθαλία! Πέρασε μέσα. Σε περίμενα! Να φτιάξω ένα καφεδάκι;

  • Δεν είμαστε για καφεδάκια τώρα, Μάρθα μου! Πρέπει να βιαστούμε! Αύριο έρχεται πλοίο και θα γίνει πανζουρλισμός πάλι στη Σκάλα! Έχεις ετοιμάσει τα μπογαλάκια σου;

  • Έτοιμα τά'χω. Μη σεκλετίζεσαι, κοκόνα μου. Αφού η Ασημίνα είναι με τους παππούδες της στην Αίγυπτο, εγώ δε χρειάζομαι πολλά! Κάτσε να πάρεις μιαν ανάσα και να συνεννοηθούμε!
    Φεύγουμε το λοιπό;
  • Τα περιθώρια στενεύουν! Πρέπει να φύγουμε αύριο, Μάρθα! Ποιος ξέρει πότε θα ξαναστείλουν  καράβι για τον Πειραιά! Η Χίος, η Σάμος και τ'άλλα νησιά έχουνε γεμίσει με κόσμο από το Αϊβαλί, το Τσεσμέ και τη Σμύρνη. Δε μας βολεύει να πάμε πουθενά αλλού, ούτε να κάνουμε στάσεις. Εξάλλου, στον Πειραιά θα πάει από το Πορτ Σάιντ και ο αδελφός μου και αργότερα τα μεγάλα μου παιδιά. Θα μαζευτούμε στην Αθήνα.
    Το πρόσωπο της Ευθαλίας συννέφιασε, το βλέμμα της χαμήλωσε αφηρημένα στο λευκό σεμεδάκι πάνω στο τραπέζι και συνέχισε:
  • Έτρεξα πολύ αυτές τις μέρες, αλλά δε βρήκα άκρη με το Προξενείο ούτε στο Διοικητήριο μπορούσαν να με κατατοπίσουν. Δε λειτουργεί τίποτα! Όλοι έχουν λωλαθεί! Ευτυχώς που βρήκα τον Παναγιώτη του κυρ-Αντώνη του Ανδρέου, καθώς έβγαινε από τ'Αναξαγόρειο και μου έδωσε την πληροφορία για το πλοίο. 
  • Έχει κιόλα μαθευτεί, κοκόνα μου! Έρχονται κι από άλλα μέρη άκουσα, για να μπούνε σ'αυτό το πλοίο.
  • Οπότε τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα...
    Άκου λοιπόν τι πρέπει να γίνει.  
    Πολλές βάρκες έχουν εξαφανιστεί και δεν Βρήκα κάποιον άλλο γνωστό με πλεούμενο, παρά μόνο τον Καπτα-Γιώργη!
    Θα πας τώρα στο Σειρά Μαχαλά να τονε βρεις σπίτι του! Πες του ότι σε στέλνω εγώ. Κανόνισα να μας μεταφέρει στο καράβι με το δικό του βαρκάκι. Εσένα, εμένα και τα δυο παιδιά. Θα στριμωχτούμε μα είπε θα χωρέσουμε! Πάρε τούτο το πουγκί να του το δώκεις. Και να σου πει πού να τον βρούμε! 

      
  • Ήθελε και μπαξίσι πανάθεμά τον; Τόσα έχει κάνει  γιαυτόν ο Περικλής! Τι θα τα κάνει τα λεφτά ο μαγκούφης; Μήτε γυναίκα ή παιδιά, μήτε γονείς έχει!
  • Για μπουνταλά τον έχεις; Άμα δεν του τά'δινα εγώ, θα τα έπαιρνε από άλλους, Μάρθα! Τέτοιες ώρες, η δουλειά μας να γένει και δε σεκλετίζομαι για λίγες λίρες! Παζάρι στις ζωές των παιδιών μου θα κάνω; Θέλω να είμαι σίγουρη ότι θα φτάσω στο πλοίο!
  • Δίκιο έχεις, κοκόνα μου. Η παρακόρη σου, το Ρηνιώ, δε θά'ρθει μαζί μας;
  • Όχι. Την είχα έγνοια κι αυτήν! Κανόνισε με το μπάρμπα της και τη γυναίκα του να πάνε στην Ικαρία που έχουν κάτι συγγενείς. Θά'ρθουν μεθαύριο να τους πάρουν με καϊκι.
  • Κι ο Περικλής, Ευθαλία; Τι θ'απογένει;
  • Έχω κανονίσει και για 'κείνον! Θα τον μεταφέρω στο κατώι δίπλα στις πλύσεις και η Αϊσέ με τον άντρα της, αν δουν τα ζόρια, θα τον κρύψουν σ'ένα από τα μεγάλα πιθάρια που τό'χουμε άδειάσει από προχθές. Κι όταν περάσει η φούρια και ηρεμήσουν τα πράματα, έχω κανονίσει με τη Σοφία, του εξαδέλφου του, που είναι στην Αγαθοεργό Αδελφότητα Κυριών να τον ανεβάσουν σ'ένα καράβι κι εκείνον για τον Πειραιά.
  • Η Σοφία θα μείνει εδώ;
  • Επιμένει κι αυτή κι ο πατέρας της! Θα μείνουν λέει μέχρις εσχάτων! Βλέπεις, δεν έχουν παιδιά να φροντίσουν και κανέναν άλλον συγγενή για να πάνε! 
  • Χαρά στο κουράγιο τους! Μα δεν ακούνε τι γίνεται; Οι Τσέτες σφάζουνε αδιακρίτως!
  • Τέλος πάντων, εγώ πάω να σκάσω με τον άντρα μου, που δε θέλει με τίποτα να έρθει μαζί μας! Μετά τη συμφόρεση έχει παραιτηθεί τελείως. Εσύ, ξέρεις καλύτερα από τον καθένα, πως τον τελευταίο καιρό όλα από τα χέρια μου περνούσαν! Ευτυχώς με βοηθούσε ο Ευάγγελος, νά'ναι καλά το παλικάρι μου και να φτάσουν με το καλό ασφαλείς μαζί με την Ελένη μου στην Αίγυπτο! 
  • Θα φτάσουν μια χαρά, κοκόνα μου, μην ανησυχείς! Το κακό έρχεται από το βορρά...
  • Αχ, καίγεται η ψυχή μου που τον αφήνω εδώ! Τι θ'απογένει; Δεν τον έχω αποχωριστεί ποτέ! Του μίλησα πολλές φορές, τον παρακάλεσα, μα ούτε που γύριζε εκείνο το απλανές βλέμμα να με κοιτάξει! Μουρμούριζε συνέχεια “Τα παιδιά! Τα παιδιά!”...  
    Μα έχω εμπιστοσύνη στην Αϊσέ και γιαυτό κανόνισα μαζί της! Αρκεί να βάλει το χέρι της η Παναγιά, να μου τον γλιτώσει και μετά να είναι ήρεμα τα πράγματα για να τον φυγαδεύσουν!
    Και για να είμαι σίγουρη ότι δε θα χαθεί, του έχω  ετοιμάσει ένα αλαφρύ πανωφόρι και στη φόδρα του έχω ράψει τα χαρτιά του και κάμποσες λίρες. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο! Μήπως κάνω λάθος; Το μυαλό μου έχει γίνει χίλια κομμάτια κι άλλα τόσα η καρδιά μου!
    Δεν ξέρω πια τι είναι σωστό, τι είναι λάθος, τι είναι μπορετό και τι όχι. Σκέφτομαι τόσα πολλά πράγματα κι είναι σα να μη σκέφτομαι τίποτα...


  • Άκουσε Ευθαλία, καλή μου, μερικά πράγματα δε χωρούν αμφιβολίες, ούτε παραπάνω στεναχώριες! Πάνω απ'όλα πρέπει να φροντίσουμε τα παιδιά! Και δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό οι δυο μας αν κουβαλάμε κι έναν παράλυτο! Είναι αδύνατον να μετακινηθεί τώρα μ'αυτό το κακό που γίνεται κάθε μέρα στο λιμάνι! Δε θα μπορούσαμε να τον κουμαντάρουμε!
    Σκέψου κι αυτό: Δε φταίμε εμείς για την κατάσταση που επικρατεί. Είμαστε απλά υποχρεωμένοι να την αντιμετωπίσουμε με κύριο στόχο την επιβίωση και την ασφάλεια των παιδιών. Μη θαρρείς, αν κι εγώ δεν είχα εσένα, ποιος ξέρει τι θα απογινόμουν αυτές τις μέρες! Και όχι μοναχά αυτές, αλλά κάθε μέρα από τότε που έχασα το Βασίλη... Γιαυτό θα είμαι δίπλα σου και θα σε στηρίξω με όλες μου τις δυνάμεις!
    Η Ευθαλία σηκώθηκε απότομα κι αγκάλιασε τη λίγο μικρότερή της γυναίκα γοργά, πιο πολύ για να μη φανούν τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια της.
  • Έλα, Μάρθα! Το παρακάναμε! Ανασκουμπώσου! 

    Και το ίδιο γρήγορα την άφησε και κίνησε προς την πόρτα...
  • Ναι, Ευθαλία μου! Ρίχνω κάτι πάνω μου και τρέχω. 
  • Πάω κι εγώ. Θέλω να σταματήσω ν'ανάψω κι ένα κεράκι στην Παναγιά, να την αποχαιρετήσω και να προσευχηθώ να μας έχει στη σκέπη της. Έλα από το σπίτι μετά. Θα χρειαστώ και τη δική σου βοήθεια, να τακτοποιήσουμε τον Περικλή.
Και μ'αυτά τα λόγια πήρε μια βαθειάν ανάσα κι άνοιξε την πόρτα.
Ο ουρανός είχε ένα περίεργο μαβί χρώμα που μπογιάτισε το βλέμμα και την ψυχή της Ευθαλίας. Ετούτος ήταν ο τόπος της!

Κοίταξε τα σπίτια, τους δρόμους, τα δέντρα ολόγυρα... Ποιος ξέρει τι θα χανόταν και τι θά'μενε όρθιο! 
Μα δε χρειαζόταν να αναλωθεί σε περισσότερους συναισθηματισμούς τώρα!
Είχε τόσων χρόνων όμορφες μνήμες να πάρει μαζί της. Δεν ήθελε να θυμάται αυτά τα ανάστατα Βουρλά, τα σκιαγμένα και τ'ανήμπορα που έβλεπε σήμερα, την τελευταία μέρα πριν φύγει...

Το χέρι των νεότουρκων είχε χωθεί βαθειά μέσα στο καλοδουλεμένο χώμα κι ήταν έτοιμο να ξεριζώσει κάθε τι ελληνικό!



Σημ. :  Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Ένωσης Βουρλιωτών Μ. Ασίας εκτός από εκείνην των ερειπίων της Παναγίας των Βουρλών, που είναι από το βιβλίο "Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας" του Ν. Μηλιώρη. 

............................


ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ



Ήταν η ώρα που ο ήλιος έγερνε σιγά-σιγά προς τη δύση του... 
Ανήμπορος να επέμβει στη μοίρα και καταδικασμένος να βλέπει καθημερινά τα αποτρόπαια εγκλήματα που διαπράττονταν στα παράλια της Ιωνίας, ακουμπούσε κατακόκκινος από ντροπή τα φιλιά του στις αχνές κορυφογραμμές της χερσονήσου της Ερυθραίας, αποχαιρετούσε τα Βουρλά και τον Τσεσμέ πιο πέρα κι έσκυβε προς τη μητέρα Ελλάδα...


Ετούτη την ώρα του δειλού φωτισμού, η Ευθαλία, στεκόταν στο σαχνεσίνι, τον κλειστό εξώστη της μεγάλης σάλας του πρώτου ορόφου, που προεξείχε προς το δρόμο περισσότερο από ένα μέτρο από τον τοίχο του ισογείου.
Με ακουμπισμένο το μέτωπο στο χέρι της που συγκρατούσε στο πλάι το κεντημένο λευκό κουρτινάκι με τον ατραντέ και τις μπιμπιλίτσες στο τελείωμα, ατένιζε από το παράθυρο της στενής πλευράς τις κεραμοσκεπές της πόλης καθώς σκοτείνιαζαν στο χάσιμο της μέρας ολοένα και περισσότερο.

Με τη βοήθεια της Μάρθας, της Ρηνιώς, του Ιμπραήμ, της Αϊσέ, αλλά και της Σοφίας, είχαν ετοιμάσει τους χώρους που θα φιλοξενούσαν τον Περικλή κατά το επόμενο διάστημα.
Στα κατώγια που ήταν το πιο ασφαλές σημείο του σπιτιού, κατά μήκος του τοίχου της μεγαλύτερης από τις δυο υπόγειες κάμαρες, ήταν σφηνωμένα στο έδαφος κάμποσα μεγάλα πιθάρια, οι σφίδες, όπου αποθήκευαν το λάδι, τις ελιές και το πετιμέζι. Το τρίτο από αριστερά, το λιγότερο γεμάτο με περσινό πετιμέζι, το είχε αδειάσει τελείως ο Ιμπραήμ, το είχε καθαρίσει σχολαστικά και είχε βάλει μέσα στρωσίδια, ώστε να είναι έτοιμο να κρύψει μέσα του τον εφέντη σε περίπτωση απειλής.

Ανεβαίνοντας στους οντάδες, το ισόγειο, από την ξύλινη σκάλα που ήταν στον αριστερό τοίχο πριν τα πιθάρια, έβγαινες σε μια κεντρική αποθηκευτική κάμαρα ανάμεσα σ'εκείνην για τις πλύσεις και μία μικρότερη επίσης αποθηκευτική κάμαρα. Ενάμισυ μέτρο μπροστά από την καταπακτή –την γκλαβανή- είχε τοποθετηθεί μια μονή σιδερένια καριολίτσα όπου μεταφέρθηκε ο Περικλής. 

Είχαν ετοιμάσει και τις προμήθειες για το ταξίδι μαζί με τη Μάρθα που είχε πάει τώρα να κλείσει το σπίτι της και να γυρίσει πιο αργά. Θα κοιμόταν κι εκείνη εδώ, στο αρχοντικό της κουνιάδας της, για να ξεκινήσουν μαζί τα χαράματα για το δυσβάσταχτο φευγιό.

Η Ευθαλία είχε δώσει τις τελευταίες εντολές στην Αϊσέ και τον Ιμπραήμ για τον άντρα της και το σπίτι.

  • Ιμπραήμ, στηρίζομαι αποκλειστικά σ'εσένα! Όλα τα χρόνια που ζήσαμε μαζί ήταν καλά χρόνια και ήμουν τυχερή που είχα εσένα και την Αϊσέ!
    Δεν ξέρω τι θ'απογίνει το σπίτι, μα όσο μπορείς φύλαξέ το γιατί είναι και δικό σου και ξέρω πόσο το πονάς! Μπορεί να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ, μπορεί να μη γυρίσουμε ποτέ, γιαυτό κάνε ό,τι σε φωτίσει ο θεός σου!
    Μα, πρώτα απ'όλα, κοίτα να σώσεις τον κύρη μου! Η Αϊσέ φυλάει το σακάκι με τα χαρτιά του! Σιγουρέψου ότι θα μπει σε καράβι για τον Πειραιά!

  • Έγνοια σου, κοκόνα μου! Θα τον προστατέψω με όλες μου τις δυνάμεις και θα σου τονε στείλω στην Αθήνα!

  • Νά'χεις καλό, Ιμπραήμ! Και κοίτα, αν έρθουν άσχημες ώρες, σώσε όσους μπορείς! Εκείνη τη Σοφία και τον πατέρα της, κι όποιον σου ζητήσει βοήθεια! Μην την αρνηθείς! Άνθρωποι είμαστε όλοι και παίζουν τα πολιτικά τους παιχνίδια στις πλάτες μας! Χαλάλι τους τα σπίτια και τα κτήματα! Οι άνθρωποι όμως, είναι άνθρωποι, όχι σφαχτάρια!

  • Ησύχασε, κοκόνα Ευθαλία! Ησύχασε και δε θα αρνηθώ τη βοήθειά μου σε κανένα κατατρεγμένο! Εσύ κοίτα τώρα να σιγουρέψεις το ταξίδι. Έχεις δυο παιδιά να σώσεις και να σωθείς κι εσύ για να τα μεγαλώσειςΕίσαστε οικογένεια για μένα και θέλω να γλιτώσετε! Και μη νοιάζεσαι για τον εφέντη. Εγώ θα του βρεθώ όπως μου βρέθηκε κι εκείνος από τα μικράτα μας!

Ένα αγκάλιασμα επισφράγισε τη σύντομη συζήτηση. Κι ετούτη η αγκαλιά δεν ήταν αγκαλιά αφέντρας-υπηρέτη, ούτε ακριβώς αποχαιρετιστήρια αγκαλιά...
Ήταν μια παραδοχή του κακού που τους στερούσε τη σιγουριά της καθημερινότητάς τους, που τους ανάγκαζε να απαρνηθούν όσα οριοθετούσαν τη στρωμένη τους ζωή.
Ήταν και μια άρνηση σ'αυτό το αβυσσαλέο άγνωστο που έχασκε μπροστά τους, το αλυσοδεμένο από αισθήματα μελλοντικής απουσίας κι ενός νόστου για κάτι που έχει χαθεί διά παντός...

Η Αϊσέ δίπλα τους έκλαιγε σιωπηλά.
Κι όταν η Ευθαλία άνοιξε και σ'εκείνην την αγκαλιά της, η αγαπημένη της Τουρκάλα τραγούδησε πάνω της τον πόνο του αποχωρισμού και την αγάπη του ιδιόμορφου δεσίματος που είχαν οι δυο γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια, μέσα από ένα μακρόσυρτο λυγμό, γεμάτο σκαμπανεβάσματα και συνοδευμένο από ρυάκια δακρύων!

Με τους ώμους κατεβασμένους, η Ευθαλία τους άφησε για να τακτοποιήσει έπειτα τα παιδιά στα καμαράκια τους. Την περίμεναν και τα δύο. Τους εξήγησε ότι έπρεπε να κοιμηθούν νωρίς, γιατί θα ξυπνούσαν πριν χαράξει.



Ο Μανόλης υπάκουσε με μεγάλη προθυμία και μάλιστα ήταν ανήσυχος! Μια ευχάριστη ανυπομονησία τον είχε κυριεύσει επειδή θα έμπαινε σ'ένα μεγάλο καράβι και θα ταξίδευε σε νέους τόπους, στην Ελλάδα, που πάντα κέντριζε το ενδιαφέρον και την περιέργειά του όταν μιλούσαν γιαυτήν στο σχολείο!


Η Σοφία από την άλλη μεριά, είχε μια συγκρατημένη αυτοκυριαρχία που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα έσπαζε σα γυαλί, χωρίς να μπορείς να υπολογίσεις πόσο μακριά θα πετάγονταν τα θρύψαλλα! Δεν της έπαιρνες κουβέντα όταν ήταν έτσι. Δεν ήξερε και τι να της πει... Έγειρε απλά, της φίλησε τα πιασμένα μαλλάκια και την καληνύχτισε. Χωρίς άλλη κουβέντα, βγήκε έξω από το δωμάτιο του κοριτσιού, κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη σάλα και πέρασε στο σαχνεσίνι. 



Και τώρα, που η μέρα κόντευε να σβήσει, ένοιωσε την ανάγκη, όσο ακόμα είχε φως, να περιδιαβεί το αρχοντικό των πεθερικών της που τόσο θαύμαζε και είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που πέρασε, νύφη, το κατώφλι του.
Λες κι ήθελε να το αποχαιρετήσει, λαμπαδιάζοντας αναμνήσεις από κάθε γωνιά του για να τις φυλάξει έτσι φωτισμένες από την αναζωπύρωση, βαθειά στην ψυχή της! 


Κι έτσι γεμάτη από όμορφες θύμησες, στολισμένες με γέλια και χαρές θα πήγαινε να καθήσει δίπλα στον άντρα της, να του μιλήσει, να του ξομολογηθεί τους φόβους της, να του υποσχεθεί πως θα κρατηθεί μάνα και πατέρας στα παιδιά ώσπου να ξανασμίξουν και να του αποσπάσει όρκους πως κι εκείνος με τη σειρά του θα παλαίψει να πάει κοντά τους με την πρώτη ευκαιρία!

(Φωτογραφίες: Μίνα Βαμβάκου)


......................................


ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ


Το αρχοντικό των πεθερικών της Ευθαλίας ήταν κτισμένο κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα και διέφερε κατά πολύ από τα πιο μοντέρνα κτίσματα που υιοθετούσαν την αρχιτεκτονική των αστικών σπιτιών της Σμύρνης όπως είχε αυτή διαμορφωθεί τον επόμενο αιώνα.

Το σπίτι ετούτο είχε πολλές τούρκικες επιρροές με χαρακτηριστικότερη το σαχνεσίνι, αυτόν τον υπέροχο εξώστη που πρόσδιδε στο κτίσμα μιαν άλλη επιβλητικότητα. Ήταν ένα κλειστό περίτεχνο μπαλκόνι που λίγα σπίτια διέθεταν, τα πιο παλαιά των Βουρλών, στις πρώτες συνοικίες γύρω από την Παναγιά, τον Άη Γιώργη, την Απάνω και Κάτω Λόντζα και στο Μανιάτ Μαχαλά. 
Εξωτερικά διακοσμημένο με όμορφα μοτίβα από κατασκευής του, όμοια με το επικάλυμμα των αντηρίδων του, αποτελούσε ένα όμορφο κιόσκι όπου η Ευθαλία περνούσε αρκετές ώρες κεντώντας με τα κορίτσια της, ή καθόταν με επισκέπτριες, χαζεύοντας παράλληλα την κίνηση έξω στο δρόμο...




Πόσα απογεύματα γεμάτα χάχανα σ'αυτόν τον κλειστό εξώστη ξεπήδαγαν από την μνήμη της! Πόσες παιδικές φωνίτσες βούιζαν σα μελίσσι στ'αυτιά της!
Πόσες φορές κρυφοκοίταζε από τα παραθύρια του, προσμένοντας με λαχτάρα τον κύρη της να επιστρέψει.
Και πόσα πρωινά γεμάτα αγωνία συζητούσε στο ίδιο σημείο με τον άντρα της για τις ταραχές που κατά καιρούς ξεσπούσαν τα τελευταία χρόνια!

Μα έδιωξε τις δυσάρεστες αναμνήσεις που συνοφρύωσαν το πρόσωπό της! 
Ήθελε απόψε ν'αφήσει το νου της να πλανηθεί στα ωραία και τα χαρούμενα που είχε ζήσει εδώ! Να φυτέψει στην καρδιά της με όλη τους τη μοσχοβολιά, ετούτες τις τελευταίες εικόνες...

Πόσο καμάρωνε για το σπιτικό της σαν έβλεπε τους διαβάτες να το χαζεύουν, καθώς περνούσαν απ'έξω!
Η σκέψη αυτή φώτισε τη στιγμή και χάραξε ένα χαμόγελο στην ψυχή της.
Εκείνο που από μακριά μαγνήτιζε το μάτι των περαστικών και πλησιάζοντας, τους έκανε να κοντοσταθούν να την χαζέψουν, ήταν η βαρειά δίφυλλη ξύλινη πόρτα!
Καπλαντισμένα με χοντρή λαμαρίνα, τα δύο θυρόφυλλά της, τα κανάτια, είχαν το μέταλλο στερεωμένο με μεγάλα σιδερένια καρφιά που σχημάτιζαν ένα περίτεχνο διακοσμητικό μοτίβο.
Στη μέση περίπου των θυρόφυλλων, όπως στα περισσότερα σπίτια, βέβαια, κρέμονταν δύο μεγάλοι, χοντροί μεταλλικοί χαλκάδες. Σ'αυτούς στερέωναν πρόχειρα τα ζωντανά ή ασφάλιζαν το σπίτι περνώντας αλυσίδα με λουκέτο τον Αύγουστο, όταν μετακόμιζαν στο εξοχικό τους, τον κούλα, απ'όπου οργάνωναν το μάζεμα και την επεξεργασία της σταφίδας.

Στο ένα θυρόφυλλο, πιο ψηλά υπήρχε το τοπούζι, ένα σφαιρικό μετάλλινο χτυπητήρι, δηλαδή ένα ρόπτρο. Το χτύπημα του επισκέπτη ακουγόταν ως το τέρμα της πίσω αυλής, πάνω από εκατό μέτρα μακριά...

Διαβαίνοντας την εξώπορτα έμπαινες σε μια μεγάλη αυλή, στρωμένη με ασπρόμαυρες φωκιανές πλάκες. Η πλακόστρωτη αυτή αυλή ήταν σκεπαστή κι εκτεινόταν όσο και το μπροστινό τμήμα του επάνω κτίσματος που την κάλυπτε.
Στ'αριστερά, μια μεγάλη ξύλινη σκάλα, με σκαλιστή κουπαστή, οδηγούσε στον όροφο.
Εμπρός σου και κάμποσα μέτρα πιο πέρα, μια αψιδωτή καμάρα σε έβγαζε στην πίσω αυλή. Σ'εκείνο το σημείο αντιλαμβανόσουν το μέγεθος του κτιρίου που ήταν σε σχήμα γάμα, καθώς και την έκταση του τεράστιου οικοπέδου...

Η Ευθαλία πήρε μια βαθειά ανάσα, βγήκε από το σαχνεσίνι και ξεκίνησε την αποχαιρετιστήρια βόλτα της στο αρχοντικό.

Πριν διασχίσει τη μεγάλη σάλα που δέχονταν κόσμο, ακούμπησε τη ματιά της στο ζωγραφισμένο ταβάνι και το θαύμασε ξανά σα νά'ταν η πρώτη φορά.
Ένα έργο τέχνης μοναδικό, αποτύπωνε το εξαίσιο σχέδιο σε ανθοστόλιστη κορνίζα, με ένα κεντρικό μοτίβο και αγγελικές μορφές στις τέσσερις γωνιές! 

Ταβάνι Βουρλιώτικου σπιτιού που έχει διατηρηθεί!


Οι συνδυασμοί των χρωμάτων το αναδείκνυαν μ'έναν τρόπο απίστευτο, δίνοντάς του μια αίγλη πολυπρόσωπη, καθώς το φως της μέρας περνούσε σταδιακά από πάνω του! 
Το αποκορύφωμα ήταν το βράδυ, όταν στο φως της λάμπας αποκόμιζες την εντύπωση ότι οι μορφές του ζωντάνευαν και τα άνθη που το κοσμούσαν λικνίζονταν σε κάποιο απόκοσμο αεράκι!
Άραγε θα το εκτιμούσαν όπως του αρμόζει, όσοι θα το αντίκρυζαν στο μέλλον;
Ένας αναστεναγμός βαθύς συνόδεψε την απορία της και βιάστηκε ν'απομακρυνθεί.

Αφού έκλεισε την πόρτα της σάλας πίσω της, πέρασε στο χαγιάτι στο οποίο σ'έβγαζε η ξύλινη σκάλα της αυλής όταν την ανέβαινες.

Απέναντι ακριβώς από τη σάλα, βρισκόταν η κουζίνα του αρχοντικού! Ευρύχωρη και φωτεινή, στη μια της άκρη συγκέντρωνε την οικογένεια για τα γεύματα τις καθημερινές και στην άλλη της άκρη απλώνονταν εργονομικά όλα τα απαραίτητα για την προετοιμασία των φαγητών.
Τα πάντα ήταν διαρμισμένα στη θέση τους άψογα, τα σκεύη στη σειρά τοποθετημένα στο πατάρι πάνω από από την πιατοθήκη και το ψηλό τζάκι με τις εστίες του για το μαγείρεμα πεντακάθαρο. Η ματιά της χάιδεψε το μαρμάρινο νεροχύτη, τις εσοχές στον τοίχο -τις θυρίδες- με τα διάφορα χρηστικά εργαλεία και τα διάφορα μπαχάρια της, τα σκαλιστά ντουλάπια...

Μυρωδιές του παρελθόντος από τσουκάλια που άχνιζαν σε μέρες γιορτινές την πλημμύρισαν! Η ξύλινη κουτάλα για τις μαρμελάδες, θαρρείς πως της χαμογέλασε από απέναντι και το πεσκιράκι που κρεμόταν δίπλα, σα να κουνήθηκε αποχαιρετώντας την!
Αλήθεια ήταν; Μήπως ήταν της φαντασίας της; Ή μήπως τα δάκρυα που απείλησαν να ξεχυθούν από τα βλέφαρά της ήταν εκείνα που τρεμούλιασαν τις εικόνες καθώς τις θόλωσαν;

Για εκείνη τη μοναδική στιγμή ευχήθηκε να είχε μαγικές δυνάμεις, να μπορούσε να τα κάνει όλα τόσο δα μικρούτσικα, να τα χώσει στην τσέπη που είχε ζωσμένη στο μεσοφόρι της και να τα πάρει μαζί της!

Μπα σε καλό μου!” μονολόγησε “αντικείμενα είναι! Δεν τά'χεις ανάγκη!” καταστάλαξε και δόξασε το Θεό για τις όμορφες στιγμές που την αξίωσε να ζήσει σ'αυτό το σπίτι τόσα χρόνια τώρα!

Σύμβολο των Βουρλών, λόγω της πλουσιας παραγωγής σταφίδας και του τεράστιου εξαγωγικού εμπορίου που είχε αναπτυχθεί...


Γύρισε την πλάτη της στην κουζίνα και προχώρησε προς τη σκάλα. Σε λίγο θα νύχτωνε για τα καλά κι ήθελε να προλάβει να ζωγραφίσει στην καρδιά της τις τελευταίες εικόνες του σπιτιού της με τα χρώματα του δειλινού που γλυκαίνουν την όψη όλων των πραγμάτων, ακόμα κι εκείνη την πικρή όψη που έχει ο πόνος του αποχωρισμού...


(Φωτογραφίες: Μάνος Κιλημάντζος)

.......................



ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ





Τα παιδικά χρόνια της Ευθαλίας


πατέρας της Ευθαλίας, ο Μανώλης, δάσκαλος στο επάγγελμα, είχε έρθει στα Βουρλά από το Φιλώτι της Νάξου, αμέσως μόλις παντρεύτηκε την Ασημίνα, γύρω στα 1860, αναζητώντας συνθήκες καλύτερης διαβίωσης.
Του άρεσε η κοινωνία των Βουρλών, η ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων, η νοικοκυροσύνη και η λεβεντιά τους! Γιατί οι Βουρλιώτες εκτός από νοικοκυραίοι και προκομένοι, ήταν φιλόξενοι, αγωνιστές και περήφανοι για τον τόπο τους.

Αν τα Βουρλά άντεξαν περισσότερο χρονικά από άλλες ελληνικές πόλεις της Μικρασίας στις κατά καιρούς επιθέσεις των Τούρκων, μέσα στα δύσκολα χρόνια από το 1908 και μετά, που άρχισε να επιβάλεται το σχέδιο εξόντωσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ήταν εξαιτίας αυτής της αγωνιστικότητας και της παλικαριάς των Βουρλιωτών! Κι αυτά τα ίδια στοιχεία αποτέλεσαν και πάλι την αιτία που η πόλη τους κατακάηκε και καταστράφηκε, περισσότερο ακόμα κι από την ίδια τη Σμύρνη...
Έστησαν λοιπόν οι νιόπαντροι το σπιτικό τους στα Βουρλά, στη συνοικία Γιαλού, επειδή από αυτό το κομμάτι της πόλης είχες λίγη θέα προς τη θάλασσα του Σμυρναϊκού κόλπου. Το λατρεμένο γαλανό υγρό στοιχείο που κάθε νησιώτης κουβαλάει στο κύτταρό του και το αποζητά ως ιδιαίτερη πηγή δύναμης, ήθελε και ο Μανώλης να βλέπει, έστω κι από μακριά!
Σύντομα, ξεκίνησε να διδάσκει στο “Σχολείον της Παναγίας” (έτσι ονομαζόταν τότε η Αναξαγόρειος Σχολή των Βουρλών, επειδή όφειλε την ίδρυση και λειτουργία της στις εισφορές και τις χορηγίες της εκκλησίας) και μέσα στα επόμενα χρόνια απέκτησαν τα παιδιά τους! Το Βάσο, την Ευθαλία και τον Κώστα!

Η Ευθαλία, από μικρό παιδί ρουφούσε με ξεχωριστή ευκολία κάθε γνώση και ο πατέρας της, έχοντας αντιληφθεί το χάρισμά της, την τροφοδοτούσε νοιώθοντας περισσή χαρά!
Έτσι, το καλοκαίρι του 1874 μετακόμισαν στη Σμύρνη, αφού βρήκε δουλειά ως δάσκαλος, με στόχο όλα του τα παιδιά να μορφωθούν κατάλληλα. Τα αγόρια στην Ευαγγελική Σχολή όπου δίδασκε και ο ίδιος και ήταν αποκλειστικά σχολείο Αρρένων. Τη δε μοναχοκόρη του την έγραψε στο Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής -το πρώτο σχολείο Θηλέων- το οποίο στεγαζόταν σε οίκημα στον περίβολο του μητροπολητικού ναού. Είχε ήδη γίνει και πλήρες Γυμνάσιο. 
Και αργότερα μετονομάστηκε σε Κεντρικόν Παρθεναγωγείον.


 Τότε, κατά τη δεκαετία του 1870 είχε τεθεί το ζήτημα της “κορασιακής αγωγής”, μια γενικότερη ιδεολογική μάχη μεταξύ των πολέμιων της ανώτερης μόρφωσης των κοριτσιών και μιας ομάδας γυναικών, οι οποίες αγωνίζονταν για το δικαίωμά τους στη μόρφωση. 

Ουσιαστικά, αφορούσε σε μεταρρυθμίσεις που προτείνονταν για το πρόγραμμα σπουδών των κοριτσιών. 
Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα Νέα Σμύρνη αναφέρει:

«Τα Γαλλικά, αι Γεωμετρίαι και αι θεωρητικαί Αριθμητικαί, τα υψηλά θεολογικά μαθήματα και οι ακατάλληλοι διά γυναίκας συγγραφείς πρέπει να εξοβελισθώσι πλέον των παρθεναγωγείων αντικαθιστάμενα δι’ άλλων μαθημάτων καταλλήλων προς μόρφωσιν καλών θυγατέρων, συζύγων και μητέρων»! 


  Παρ'όλα αυτά, το δικαίωμα των κοριτσιών στην ανώτερη μόρφωση, τελικά, αναγνωρίστηκε.
Η Ευθαλία ξεχώρισε για την έφεσή της στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Έμαθε να μιλά Γαλλικά και Αγγλικά, εκτός από τη μητρική της γλώσσα και την Τουρκική!
Μέχρι να τελειώσει και ο μικρότερος αδελφός της, ο Κώστας, τις σπουδές του, είχε την ευκαιρία να διδαχθεί και την ιταλική γλώσσα, από την ιταλίδα σύζυγο ενός γείτονα αξιωματικού και πήρε, παράλληλα και μαθήματα πιάνου.
Λάτρευε τα βιβλία, τη μουσική και στη Σμύρνη είχε επίσης την ευκαιρία να παρακολουθήσει αρκετές θεατρικές παραστάσεις...



Μεγαλώνοντας, άνθιζε και εμφανισιακά, με τα καταπράσινα εκφραστικά της μάτια, τα καστανόχρυσα μαλλιά της κι εκείνο το γλυκό της χαμόγελο που καθιστούσε αδύνατον να της αρνηθεί κανείς ο,τιδήποτε! Μα δεν το εκμεταλλευόταν αυτό, διότι οι αρχές της και η πραότητά της δεν θα της επέτρεπαν ποτέ κάτι τέτοιο.
Η οικογένειά της είχε ανελιχθεί κοινωνικά και οι συναναστροφές τους ήταν ιδιαίτερα αξιόλογες. Όπως ήταν επόμενο, άρχισαν κατά διαστήματα να έρχονται προξενιά για την όμορφη Ευθαλία, μα η ίδια αρνιόταν πολύ ευγενικά και ευτυχώς, πριν αρχίσει να δημιουργείται αρνητική εικόνα για τη στάση της, επέστρεψαν στα Βουρλά!

Οι κοινωνικές επαφές εκεί εκτυλίσσονταν σε στενότερο κύκλο, καθότι η πόλη ήταν μικρή, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε καθόλου την κοπέλα! Αντιθέτως, την ανακούφιζε καθώς είχε περισσότερο χρόνο να απολαμβάνει τα νοερά της ταξίδια μέσα από τα βιβλία της και να μαθαίνει τις εξελίξεις στον κόσμο, μέσα από τις εφημερίδες που ανελλιπώς έφερνε στο σπίτι ο πατέρας της.
Και τα χρόνια περνούσαν...
Αυτή ακριβώς τη διαπίστωση την έκανε και ο πατέρας της κι ανησυχούσε.
Ανέκαθεν, μια σωστή Βουρλιώτικη οικογένεια έπρεπε να έχει και τ'αμπέλι της!
Υιοθετώντας όλα τα ήθη και τα έθιμα της πόλης, ο Μανώλης, αν και άσχετος με τη γεωργία, αγόρασε πέντε “σκοινιά” (στρέμματα) αμπέλι όταν επανεγκαταστάθηκαν στο σπίτι τους, στα Βουρλά.
Όχι μόνο για να ενσωματωθεί εκ νέου στην τοπική κοινωνία, αλλά και γιατί πραγματικά έβλεπε με αληθινό ενδιαφέρον τη νέα του ασχολία. Ούτως ή άλλως, η φροντίδα του αμπελιού δεν απαιτούσε τη δική του χειρωνακτική εισφορά, παρά μόνον το οργανωτικό του πνεύμα. Και είχε σκοπό να προικίσει την Ευθαλία και μ'ένα καλό κομμάτι γης! Δεν ξέφευγε ο νους του από την έγνοια του για την κόρη του. Τα χρόνια περνούσαν και η Ευθαλία συνέχιζε κι εδώ στα Βουρλά ν'αρνείται προξενιά...

Το 1898 η Ευθαλία ήταν τριάντα χρονών. Μεγαλοκοπέλα για τα δεδομένα της εποχής και της κοινωνίας των Βουρλών.
Και ο γάμος ήταν το σπουδαιότερο συμβάν στη ζωή ενός Βουρλιώτη!
Τον άγαμο -τον άμοιρο όπως τον έλεγαν- τον θεωρούσαν άτομο άξιο οικτιρμού και έχαιρε μειωμένης εκτίμησης. Τα αγόρια είχαν χρέος να παντρέψουν τις αδελφές τους πρώτα κι έπειτα να παντρευτούν οι ίδιοι. Αυτό αποτελούσε βασικό λόγο αμοιρίας για κάποιους ή εξηγούσε γιατί παντρεύονταν σε μεγάλη ηλικία.

Κι ο Μανώλης ανησυχούσε και για τους γιους του που περίμεναν την αδελφή τους να αποκατασταθεί, αλλά και για τη μοναχοκόρη του που κατάφερνε με την πραότητα και τη γλυκύτητά της να καλύπτει το ατίθασο πνεύμα της και το ανυποχώρητο πείσμα της.
Ώσπου, επιτέλους, ήρθε ο έρωτας!


...........................


ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ



Το Φαρδύ Σοκκάκι στα Βουρλά.















Ο λυγερόκορμος

Την είχε ακουστά την οικογένεια του Περικλή, η Ευθαλία...
Ήταν από τις παλιότερες των Βουρλών και μεγάλο σόι.
Ξυλέμπορος αρχικά ο πατέρας, κερεστετζής όπως ήταν η ντόπια ονομασία του επαγγέλματος, αλλά τόλμησε να επεκτείνει τις δραστηριότητές του από νωρίς και στο εξαγωγικό εμπόριο της σταφίδας. Όταν ο μεγάλος τους γιος που ασχολιόταν με το ξυλεμπόριο αποφάσισε να φύγει και να μονάσει στο Άγιον Όρος, ο πατέρας του μικρού Περικλή, πούλησε την επιχείρηση με την ξυλεία και επένδυσε στο άλλο “μαγαζί” που ήδη του απέφερε περισσότερα κέρδη. 
Έτσι, ο μικρότερος γιος μεγαλώνοντας, χώθηκε για τα καλά στη δουλειά ως διάδοχός της και ίσως γιαυτό δεν τον είχε συναντήσει ποτέ της,η Ευθαλία, ούτε στη λειτουργία τις Κυριακές, ούτε σε κάποια κοινωνική συναναστροφή ως τότε.

Όμως, ο Περικλής λάτρευε τη γη και προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα του να στραφεί και στην αμπελοκαλλιέργεια. Ο Ευάγγελος, είχε καταφέρει να κάνει το μαγαζί, έναν από τους καλύτερους οίκους εξαγωγής σταφίδας και δεν ενθουσιαζόταν με την ιδέα του γιου του.


Όχι πως δεν του άρεσε του Περικλή η δουλειά στο μαγαζί, όχι! Από μικρός περνούσε πολλές ώρες εκεί, μαζί του.
Ήταν ο παππούς του ο Κυριάκος εκείνος που του είχε εμφυσήσει την αγάπη για τη σταφίδα και για τα πρώτα στάδια παραγωγής και επερξεργασίας της, από το κύλισμα, το σκάψιμο δηλαδή και το σωστό δούλεμα της γης για να γίνει σωστό αμπέλι έως το άπλωμα της σταφίδας και το μάζεμα. 



Οι πρώτες παιδικές του μνήμες ήταν γεμάτες από τα καλοκαίρια στον κουλά (το εξοχικό) του παππού, που πήγαινε με τη μητέρα του για να βοηθήσει τη γιαγιά στα μαγειρέματα των συγγενών και των εργατών που δούλευαν στα κτήματα.

Στον πατέρα του όφειλε την αγάπη για την υπόλοιπη πορεία της σταφίδας, από το μάζεμά της και μετά, ως το φόρτωμα των σακκιών στα καϊκια κάτω στη Σκάλα, που θα τα πήγαιναν στο αραγμένο πιο έξω βαπόρι.
Ήταν μεγάλη η αγάπη του για το σπουδαιότερο προϊόν του τόπου του. Ήταν κομμάτια από την ίδια του τη ζωή! Δεν υπήρχε άλλωστε Βουρλιώτης που να μην αγαπούσε τούτη την ευλογημένη παραγωγή!

Από τις πιο χαρακτηριστικές μνήμες του πιτσιρίκου από την καλοκαιρινή παραμονή στην πόλη ήταν οι μέρες της δοκιμής της σταφίδας και λίγο αργότερα,  η μεταφορά της με τις καμήλες!
Περίμενε με ανυπομονησία τους μεσίτες των ρεσπέρηδων (των γεωργών) με τη “μόστρα”, το μαντήλι που περιείχε το δείγμα από τη σοδειά που ήταν για πούλημα. Μαγνητισμένος ο μικρός Περικλής, παρατηρούσε την εικόνα του πατέρα του καθ'όλη τη διάρκεια της “εξέτασης”.

Πρώτα, ο καλοστεκούμενος άντρας κοιτούσε τη σταφίδα. Το ερευνητικό του βλέμμα, την περιεργαζόταν μερικά λεπτά κι έπειτα έπαιρνε μερικές στο χέρι και με τα δάχτυλά του τις περνούσε από μια ενδελεχή εξέταση λίγων δευτερολέπτων. 
Τέλος, έκλεινε τα μάτια και δοκίμαζε μία. 
Αμέσως μετά στρεφόταν στο γιο του, που σ'εκείνο το σημείο της δοκιμής είχε μισάνοιχτο το στόμα και θαρρούσες πως σε λίγο θα τού'τρεχαν τα σάλια!
Δεν ήταν, βεβαίως, η σταφίδα και η γεύση της που λιγουρευόταν ο μικρός! Ήταν η μυσταγωγία με την οποία ο Ευάγγελος διεξήγαγε κάθε φορά την όλη διαδικασία, ένα δέος, ανάμικτο με τη λαχτάρα του Περικλή να μυηθεί σε τούτο το τελετουργικό!

Αργότερα αναρωτιόταν μήπως ο πατέρας του υποκρινόταν επίτηδες, είτε για να εντυπωσιάσει και να προκαλέσει το παιδί του, είτε για να επιβληθεί στο μεσίτη και να κανονίσει ευνοϊκότερη για το μαγαζί τιμή. Δεν είχε τολμήσει ποτέ να τον ρωτήσει, αλλά τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του αυτή στη δοκιμή της κάθε σοδειάς ήταν ειλικρινής και ότι η εσωτερικότητα όλων του των κινήσεων συνέβαλλε ουσιαστικά στην τελική του κρίση για την ποιότητα του εκάστοτε προϊόντος.

Φυσικά έδινε μια σταφίδα και στον Περικλή για να τη δοκιμάσει πριν αρχίσει τη συνομιλία με το μεσίτη κι όταν ο τελευταίος έφευγε, άρχιζε να του αναλύει τα χαρακτηριστικά της σταφίδας, δίνοντάς του ακόμη μία για πρακτική διαπίστωση των όσων του έλεγε! 


Το άλλο που ενθουσίαζε τότε το μικρό παιδί, ήταν η μεταφορά της σοδειάς με μουλάρια ή καμήλες! Κυρίως, εκείνες οι σειρές από φορτωμένες καμήλες με τα κουδουνάκια τους!

Οι σταφίδες, αφού είχαν καθαριστεί καλά, τοποθετούνταν μέσα σε σακκιά των 100 έως 120 οκάδων (130 έως 155 κιλών περίπου) τα οποία πατούσαν πάρα πολύ καλά οι εργάτες στα χωράφια καθώς τα γέμιζαν, για δύο λόγους.
Αφ'ενός για να διευκολυνθεί μια ευγενής ζύμωση η οποία έδινε ένα καλό χρώμα στη σταφίδα και αφ'ετέρου για να μη μείνουν κενά με αέρα, ο οποίος θα προκαλούσε ζαχάρωμα.

Οι καντιρτζήδες ήταν Βουρλιώτες αγωγιάτες που χρησιμοποιούσαν τα μουλάρια τους, από τα οποία πήραν αυτή την ονομασία (καντίρ λέγεται στα τούρκικα το μουλάρι).
Τις μεγάλες σοδειές όμως, τις αναλάμβαναν Τούρκοι με τις καμήλες τους και έρχονταν στα Βουρλά την εποχή αυτή, όχι μόνο από τις γύρω περιοχές, αλλά και από τα ενδότερα της Ανατολής, ειδικά για τη μεταφορά των σταφίδων!
Αυτοί λέγονταν ντεβετζήδες (καμηλάτες) και πήγαιναν μπροστά με ένα γαϊδουράκι. Πίσω τους, δεμένες κοντά η μιά με την άλλη, ακολουθούσαν οι καμήλες, φορτωμένες. 
Η τελευταία καμήλα είχε στο λαιμό της ένα κουδουνάκι το οποίο ηχούσε έντονα, προφανώς και λόγω του ιδιόμορφου βαδίσματος της καμήλας που κινεί ταυτόχρονα τα δύο πόδια της ίδιας πλευράς...
Έτσι, εάν κάποιας το σκοινί κοβόταν, η καμήλα σταματούσε και σταματούσαν και όσες την ακολουθούσαν. Οπότε σταματούσε να ηχεί και το κουδουνάκι.

Ο Περικλής θυμόταν από τα καλοκαίρια στον παππού Κυριάκο, τις Αυγουστιάτικες νύχτες στην ύπαιθρο γύρω από τα Βουρλά.
Προς το τέλος του μήνα πριν φύγουν, έφταναν στ'αυτάκια του τα μακρινά κουδουνίσματα αυτών των ιδιόμορφων καραβανιών, που ηχούσαν ρυθμικά σαν απόκοσμη μουσική. Ένα μοναδικό τραγούδισμα που επενδυόταν από τα λαλίσματα των τριζονιών και τα αρώματα της ιωνικής γης...


Από τότε όμως που έμεναν στην πόλη και πήγαινε στο μαγαζί τους μαζί με τον πατέρα του, όταν άκουγε αυτά τα κουδουνάκια, έτρεχε μαζί με άλλα πιτσιρίκια να υποδεχτούν τις καμήλες στην άκρη της πόλης!
Κι ήταν το ίδιο κουδούνισμα, δυνατότερο, μα χωρίς να απομυθοποιείται από το φως του ήλιου, τη βουή του δρόμου και τις φωνές των ανθρώπων. Αντίθετα, έκανε τη φαντασία του να καλπάζει μέσα σε μια παράξενα γιορτινή ατμόσφαιρα, με πολύχρωμες ζωηρές εικόνες.
Σαν παιχνίδι που δεν το βαριέσαι, χάζευε την κάθε πομπή, το ξεφόρτωμα, το ζύγισμα από τους επίσημα αναγνωρισμένους κανταρτζήδες και την αποθήκευση της σταφίδας.

Κάποτε το πιτσιρικάκι μεγάλωσε κι έγινε άντρας λυγερόκορμος, ξύπνιος και δουλευτής! Στήριξε τον πατέρα του στο μαγαζί, παράλληλα όμως είχε το νου του και όποτε παρουσιαζόταν ευκαιρία, αγόραζε αμπέλια και μεγάλα κομμάτια γης, σε καλές περιοχές. Όταν πια ήρθε ο καιρός να αποσυρθεί λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, ο πατέρας του, ενέδωσε στην επιθυμία του γιου του, πούλησε το μαγαζί και τον άφησε να οργανώσει τη ζωή του, αφού η περιουσία τους θα επέτρεπε στον Περικλή να γίνει μεγαλονοικοκυραίος. 
Ο γιος του ήταν αρκετά οξυδερκής και ήταν σίγουρος πως θα προκόψει.

Έτσι κι έγινε! Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Περικλής έγινε ένας από τους πιο ισχυρούς γαιοκτήμονες και περιζήτητος γαμπρός!
Ήλπιζε ο Ευάγγελος ότι τώρα πια ίσως επιτέλους αποφάσιζε να παντρευτεί γιατί πολύ το είχε καθυστερήσει! 
1898 και με τούτα και με κείνα είχε σαρανταρίσει ο γιος του και ο ίδιος ήθελε να προλάβει να δει και κανένα εγγονάκι.

Ήταν Τρίτη απόγευμα και η Ευθαλία μαζί με την Ασημίνα, τη μητέρα της και το μεγάλο της τον αδελφό, το Βάσο επέστρεφαν από τη Σμύρνη όπου είχαν πάει για να αγοράσουν υφάσματα, με ένα από τα βαποράκια που εκτελούσαν καθημερινά τώρα πια, το δρομολόγιο Βουρλά – Σμύρνη και Σμύρνη – Βουρλά.



Ήταν μια ζεστή και φωτεινή ανοιξιάτικη μέρα. Η Ευθαλία κατέβηκε προσεκτικά στην αποβάθρα της Σκάλας των Βουρλών, γεμάτη χαρά για τα ψώνια τους. Η μητέρα της ακολούθησε, υποβασταζόμενη από το Βάσο και κατευθύνθηκαν προς το σημείο απ'όπου θα έπαιρναν άμαξα για να τους ανεβάσει στα Βουρλά. 
Κι όπως σκεφτόταν χαμογελώντας αυτά που θα έραβαν, τελείως αφηρημένη, η κοπέλα πήγε να διασχίσει το δρόμο χωρίς να προσέξει το άλογο που ερχόταν καλπάζοντας!

Ευτυχώς ο Βάσος τη συγκράτησε με το ένα του χέρι! Το άλογο ανασηκώθηκε στα δυο του πόδια από την απότομη εντολή του αναβάτη στα γκέμια και χλιμίντρισε δυνατά!
Ανασηκώνοντας τρομαγμένη το κεφάλι, η Ευθαλία, με ορθάνοιχτα τα καταπράσινά της μάτια, τον πρωτοαντίκρυσε!
Λυγερόκορμος, ήταν το μόνο που θυμάται μέσα στη σαστιμάρα της. Αυτό κι ένα σκούρο, σκοτεινό τρικυμισμένο βλέμμα να τη διαπερνά, να τη στροβιλίζει και να κάνει τη στιγμή αιωνιότητα!

Κι έπειτα τη φωνή του:

  • Είστε καλά;

Ήταν αδύνατον να του απαντήσει! Στο άκουσμα των δύο λέξεων καρδιοχτύπησε περισσότερο από πριν! 
Σιωπή... Και να μην μπορεί να τραβήξει το βλέμμα της από το δικό του και να το χαμηλώσει!

Την έσωσε πάλι ο Βάσος:
  • Ναι, σας ευχαριστούμε!
    Συγχωρείστε την απροσεξία της αδελφής μου, σας παρακαλώ, κύριε!
Τράβηξε εκείνος το βλέμμα πρώτος, συνειδητοποιώντας την αγένεια και απευθύνθηκε στο Βάσο:
  • Παρακαλώ! Κι εγώ έπρεπε να προσέξω!
    Καλό σας απόγευμα!
Και με μια κλίση του κεφαλιού, απομακρύνθηκε.

Οι τρεις τους, μπήκαν στην άμαξα και κάλυψαν τα τέσσερα χιλιόμετρα ως τα Βουρλά, σιωπηλοί.
Όταν έφθασαν σπίτι, ο Βάσος της είπε ποιος ήταν. Δεν ήξερε τον ίδιο προσωπικά, αλλά έναν εξάδελφό του και τον είχε ρωτήσει κάποτε που τους είχε δει μαζί, από μακριά, στο Φαρδύ Σοκκάκι να συνομιλούν.

Τις επόμενες μέρες, η Ευθαλία έφερνε στο νου της, συνεχώς, εκείνο το βλέμμα το σκοτεινό, το ανταριασμένο κι ένοιωθε να χάνει το μυαλό της...



(Φωτογραφίες - λαογραφικά στοιχεία:
"Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας" - Ν. Ε. Μηλιώρη &
Ένωση Βουρλιωτών Μ. Ασίας)


...........................


ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ



(Συνέχεια από το προηγούμενο)


Ερωτευμένη...


Ποτέ πριν δεν είχε επηρρεαστεί τόσο πολύ από τη συνάντησή της με έναν άντρα, η Ευθαλία. Μια δυο φορές είχε συμπαθήσει κάποιους, αλλά όταν της είχαν στείλει προξενιά είχε δυσανασχετήσει και δεν ήθελε καν να τους ξανασυναντήσει... Πίστευε ότι αν επρόκειτο να παντρευτεί ποτέ, θα ήταν από δυνατά συναισθήματα και θα το καταλάβαινε από την αρχή.
Και τώρα συνειδητοποιούσε ότι ήταν ερωτευμένη!
Οι γάμοι στα Βουρλά γίνονταν, παραδοσιακά, με προξενιά. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν τύχαινε να ερωτευτούν δυο νέοι άνθρωποι! Ακόμα και σ'αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, ο ενδιαφερόμενος απευθυνόταν σε προξενήτρες. 

Προσκλητήριο Γάμου του 1912 από την Αρτάκη Μικράς Ασίας.
Εκτίθεται στο Λαογραφικό Μουσείο Νέας Αρτάκης του Δήμου Χαλκιδέων.

  
Τα ήθη των Βουρλιωτών ήταν χρηστά και σεβαστά απ'όλους! Οι άντρες ήταν έντιμοι και ποτέ δεν εξέθεταν μια κοπέλα στην τοπική κοινωνία. Οι μόνες ερωτικές εκδηλώσεις δεν ξεπερνούσαν μερικά συγκρατημένα αλληλοκοιτάγματα σε οικογενειακές συγκεντρώσεις ή στο σχόλασμα της εκκλησίας και μερικές βόλτες του ενδιαφερόμενου στο σοκκάκι που έμενε το κορίτσι.

Η πιο τολμηρή εκδήλωση ενδιαφέροντος ήταν η “πατινάδα”, δηλαδή η βραδινή καντάδα με “παιχνίδια” (λαϊκά όργανα) στη γειτονιά της κοπέλας και μάλιστα, πολλές φορές απουσία του ενδιαφερόμενου για να αποφευχθούν τυχόν σχόλια. Σίγουρα δε θα τραγουδούσαν ποτέ κάτω από το παραθύρι της κοπέλας, αλλά, μια πατινάδα, δεν έπαυε να είναι μια πατινάδα και οι συζητήσεις φούντωναν την άλλη μέρα ως και στις γύρω γειτονιές, για τους ερωτευμένους. 
Οι κουβέντες ήταν καλοπροαίρετες, αφού ουσιαστικά προσπαθούσαν να μαντέψουν τα επόμενα αρραβωνιάσματα.
Μέχρι να επιβεβαιωθεί το παλλικάρι για την ανταπόκριση της κοπέλας, κάποια γειτόνισσα ή έμπιστη συγγενής “τον ήκανε το διαμέσο” μέχρι να προχωρήσει το προξενιό.

Είχαν περάσει τρεις μέρες από το απόγευμα του συμβάντος στη Σκάλα και η Ευθαλία αδυνατούσε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο της. Καθόταν δίπλα στο παράθυρο και κοίταζε ανάμεσα από τις παραμερισμένες κουρτίνες, πέρα μακριά, εκείνο το κομμάτι της θάλασσας που φαινόταν να λούζεται στο πορτοκαλόχρυσο χρώμα του απογεύματος.

Μια ξαφνική, παράξενη παρόρμηση την έκανε να σηκωθεί, ν'ανοίξει το παραθύρι και ν'αφήσει το ανοιξιάτικο αεράκι να μπει στο δωμάτιο! 



Με το βιβλίο στο ένα χέρι, έγειρε ελαφρά προς τα εμπρός, κλείνοντας τα μάτια και εισέπνευσε βαθειά τις ευωδιές του Μαγιού. Η χαδιάρα αύρα από τη θάλασσα ανηφόρισε, φλέρταρε με τους λόφους περνώντας κι ένα πέπλο της ήρθε και φίλησε το χαμόγελό της.
Δεν ήξερε πόσο όμορφη φαινόταν εκείνη τη στιγμή!
Δεν ήξερε επίσης, πως κάποιος το παρατηρούσε αυτό, εκείνη ακριβώς τη στιγμή!

Ο Περικλής είχε συγκρατηθεί 48 ώρες και ήταν μεγάλο διάστημα για το ανυπόμονο του χαρακτήρα του! Φυσικά, το ίδιο κιόλας βράδυ της Τρίτης, είχε μάθει ποια ήταν και πού έμενε. Και ήθελε να την ξαναδεί!
Κάτι αναποδιές όμως την επομένη, με τους εργάτες στα κτήματα, τον καθυστέρησαν και μέχρι να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες, πέρασαν δυο ολόκληρες μέρες. Έτσι σήμερα, Παρασκευή, που είχε τελείως ελεύθερο το απόγευμά του, κίνησε πεζός και γεμάτος ανυπομονησία για το Γιαλού Μαχαλά.
Τη στιγμή που πλησίαζε στη γωνία τρία σπίτια πριν το δικό της, το παράθυρο του πάνω ορόφου άνοιξε! Ασυναίσθητα, ο Περικλής κόλλησε στον τοίχο καθώς είδε την Ευθαλία να γέρνει προς τα έξω με κλειστά τα μάτια...
Την κοίταζε μαγνητισμένος, μα γνώριζε πως δεν μπορούσε να μείνει έτσι ακίνητος για πολλή ώρα... Κάποιος μπορεί να περνούσε και να τον έβλεπε!
Ξεκίνησε ξανά με αργό βηματισμό, ελπίζοντας να τον προσέξει εγκαίρως.
Ήθελε να δει την αντίδρασή της.

Έλα! Άνοιξε τα όμορφά σου μάτια!” μονολόγησε σιγανά. Λίγα μέτρα έμεναν και δε θα μπορούσε να σταθεί ακίνητος ξανά, ούτε να γυρίσει το κεφάλι καθώς θα προσπερνούσε.
Κι η προσευχή του εισακούστηκε! Η Ευθαλία άνοιξε τα μάτια και από το γαλάζιο της θάλασσας πέρα μακριά, μια κίνηση δεξιά της στον έρημο εκείνη την ώρα δρόμο, τράβηξε το βλέμμα της.

Ο λυγερόκορμος!
Τα μάτια της ορθάνοιξαν κι ετούτη τη φορά. Η ανάσα της γραπώθηκε στην εικόνα του και σταμάτησε επαναστατικά λες και θα αιχμαλώτιζε το χρόνο!
Τα δάχτυλά της μούδιασαν και το βιβλίο έπεσε με κρότο στο σανιδένιο πάτωμα.
Ήταν σα να επαναλαμβανόταν η προχθεσινή σκηνή!

Ήταν μόνος του στο δρόμο... Ήταν μόνη της στο δωμάτιο...
Το βλέμμα της αρνιόταν πεισματικά να οπισθοχωρήσει και ν'αποτραβηχτεί όπως άρμοζε σε μια καθώς πρέπει κοπέλα!
Η καρδιά της άρχισε να διαμαρτύρεται με δυνατούς χτύπους και τα πνευμόνια της αναζητούσαν απεγνωσμένα λίγο αέρα!
Τα μάγουλα ρόδισαν, σα να την τιμωρούσαν για την τολμηρή της επιμονή να τον κοιτάζει έτσι ξεδιάντροπα...

Όλα τούτα έγιναν αντιληπτά από τον Περικλή που αντιγύρισε τη στάση της αυτή, αφήνοντας το κεφάλι στραμμένο προς το μέρος της όσο πιο πολύ μπορούσε, καθώς προχωρούσε. Στο τέλος, πριν αποχαιρετήσει την εικόνα της ωραίας κοπέλας, επιβράβευσε την τόλμη της, χαρίζοντάς της ένα λαμπερό χαμόγελο!

Αυτό ήταν το αποκορύφωμα!
Και σ'αυτή την κορφή των συναισθημάτων παρέμεινε η Ευθαλία όση ώρα τον χάζευε καθώς απομακρυνόταν. Η λεβέντικη περπατησιά του τονιζόταν από το ιδιόρρυθμο βουρλιώτικο ανδρικό ντύσιμο που ξεχώριζε από το ντύσιμο του υπόλοιπου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Μαύρο σαλβάρι ως το γόνατο, πουκάμισο λινό χωρίς γυριστό λαιμό, γιλέκο (γελέκι) τσόχινο με κεντήματα που κούμπωνε σταυρωτά και μεταξωτή χρωματιστή τότε ζώνη από την οποία ο Περικλής είχε επίτηδες αφήσει να προεξέχει η ασημένια λαβή του μαχαιριού του...

Κι όταν χάθηκε πέρα στη στροφή του δρόμου, η Ευθαλία κύλησε σ'ένα χαμόγελο λυτρωτικό κι ένοιωσε να ίπταται! Να μην ακουμπάει στο έδαφος, αλλά να αιωρείται! 
Αιτία δεν ήταν μόνο το ξύπνημα της γυναικείας της φύσης που ως τότε κρυβόταν πίσω από σελίδες βιβλίων και ταξιδιών του νου στις χώρες του κόσμου που διάβαζε στις εφημερίδες! 
Ήταν η πεποίθηση που ξεπετάχτηκε μέσα από το χαμόγελό του και ήρθε και στρογγυλοκάθησε μέσα της, πως ο Περικλής θα ήταν ο άντρας της ζωής της!



Το ίδιο κιόλας βράδυ, πριν νυχτώσει καλά-καλά, στη γειτονιά της Ευθαλίας ξεχύθηκαν μελωδίες και νότες ευτυχίας:

“Στη γειτονιά σου τραγουδώ
και μην το πάρεις βάρος
ένας μου φίλος σ'αγαπά
και τραγουδώ με θάρρος”

......................................



ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ

















1924... Άνοιξη!

Η παλιά Αθήνα σε ασύγκριτους ρυθμούς! Γεμάτη νεοκλασικά αρχοντικά σαν αυτά τα λίγα που έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα στην Πλάκα και του Ψυρρή.
Ένα ανεπανάληπτο κοινωνικό ανακάτεμα από ανθρώπους ωραίους, μερακλήδες, ωραίες κοπέλες και προσφυγοπούλες που έφεραν με τον ερχομό τους περίσσια δροσιά, ομορφιά κι έναν άλλον αέρα στην πόλη. Αμέτρητοι έμποροι, πολλοί επιστήμονες και βιοτέχνες, ένα κύμα θετικής ενέργειας που ήρθε από τη διαλυμένη Μικρασία και έκανε την πρωτεύουσα να ζωντανέψει ακόμα περισσότερο και να αφεθεί σ'ένα ιδιόμορφο πνεύμα αναζωογόνησης και διέγερσης, προάγγελο δημιουργικής εξέλιξης, με μια ανεξήγητη όρεξη για ζωή και γλέντια να πλανιέται διάχυτη παντού, κόντρα στη θλίψη που  έσερναν ακόμα πίσω τους οι περίοδοι των πολέμων και των κρίσεων.

Περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους, καθημερινά, ο Μανώλης, μεθούσε από τ'αρώματα  που ξεχύνονταν από φούρνους, μαγειρεία και ζαχαροπλαστεία!! Σιροπιαστά και μεζεκλίκια μιας άλλης κουζίνας τον λίγωναν και το στόμα του στέγνωνε από λαχτάρα στη σκέψη τους!
Προσφυγάκι κι αυτό, ήρθε πριν δυο χρόνια, ξεριζωμένος και μέχρι να τους δώσουν το προσφυγικό στην Καισαριανή, δεινοπάθησαν!



Δεν τον ένοιαζε που έχασαν ολόκληρη περιουσία στην πατρίδα, ούτε τον πείραζε που έχασε τις ανέσεις με τις οποίες είχε μεγαλώσει ως τα δέκα του χρόνια! Μετά από όσα είχαν δει τα μάτια του εκείνες τις μαύρες μέρες και έχοντας ζήσει την αγωνία και το φόβο μέχρι να μπουν σ'εκείνο το ελπιδοφόρο καράβι, χαιρόταν που ήταν ζωντανός και που είχε κοντά του την αγαπημένη του μητέρα και τις αδελφές του!

Δόξα τω Θεώ, είχαν βρει κάποιους ρυθμούς και οι λίρες που κατάφερε η μητέρα του, η κοκόνα Ευθαλία, να ράψει στο στρίφωμα του φουστανιού της, ήταν η σιγουριά τους, το μέλλον τους.
Ήδη παζάρευε ένα μεγάλο οικόπεδο στην πρώτη παράλληλο της λεωφόρου και έψαχνε για καλό μηχανικό να του αναθέσει το χτίσιμο του καινούργιου τους σπιτιού! Ο ίδιος, είχε γραφτεί φέτος στο Γυμνάσιο, στη Βαρβάκειο Σχολή και μάλιστα ήταν καλός μαθητής. Όλα έδειχναν να βαίνουν καλώς...

Μόνο ο πατέρας του έλειπε... Ήταν η κρυφή του έγνοια αν ήταν ακόμα ζωντανός και τι είχε απογίνει! Έχοντας μείνει παραπληγικός από ένα βαρύ εγκεφαλικό, μερικούς μήνες πριν την Καταστροφή, ήταν αδύνατον να τους ακολουθήσει εκείνη τη μέρα που όλοι έτρεχαν και σπρώχνονταν στο λιμάνι στη Σκάλα των Βουρλών!!! Η μητέρα του συνεννοήθηκε με τους υπηρέτες στο αρχοντικό και τον έκρυψαν κάτω στο υπόγειο σ'ένα από τα πελώρια πιθάρια που αποθήκευαν τις σοδειές. Τουλάχιστον μέχρι να περάσει το κακό. Τους έδωσε γερό μπαξίσι και τους άφησε και αρκετές λίρες να τον φυγαδεύσουν με την πρώτη ευκαιρία μόλις ηρεμούσαν τα πράγματα... Δεν είχε χρόνο για να σκεφτεί κάτι καλύτερο. Είχε και την ευθύνη να γλιτώσει και τα δυο μικρά της παιδιά που δε θεωρούσε σωστό να τα στείλει κι αυτά στην Αίγυπτο όταν πριν λίγους μήνες έστειλε τα τρία μεγαλύτερα στους παππούδες τους!



Επέστρεφε από το σχολείο και σήμερα αισθάνθηκε την ανάγκη να περπατήσει λίγο περισσότερο. Δύσκολα πέρασε η μέρα στη Βαρβάκειο! Δεν ήθελε να ακολουθήσει τη συνηθισμένη διαδρομή, επειδή ήθελε να σκεφτεί και να ηρεμήσει την ανταριασμένη του ψυχή.
Χθες το βράδυ είχε δει τον πατέρα του στον ύπνο του. Ήταν ένα μπερδεμένο όνειρο. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι βρισκόταν στο περιβόλι τους, στην πατρίδα με τις δύο αδερφές του και μετά είδε τον πατέρα του να τους αγκαλιάζει και να τους φιλάει έναν-έναν!



Τον άγγιξε τόσο βαθειά αυτό το όνειρο που σηκώθηκε από τα χαράματα με μια δυνατή νοσταλγία και ένα τεράστιο κενό μέσα του για το δικό του μπαμπά... Δεν είπε τίποτα σε κανέναν και όταν ήρθε η ώρα, ξεκίνησε κανονικά για τη Σχολή.

Σήμερα δε θα στεκόταν στο Φαρμακείο του Μαρινόπουλου, στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Πατησίων, όσο κι αν του άρεσε να χαζεύει τον τροχονόμο και τα αυτοκίνητα όταν σταματούσαν στα σήματά του. Σήμερα τα βήματά του τον κράτησαν στην οδό Αθηνάς, και προχώρησε πιο πέρα, χαμένος σε θύμησες και σκέψεις που απέκλειαν έξω του, το ανθρώπινο βουητό που ερχόταν από τα λογής-λογής μαγαζάκια...

Ένα δυνατό κορνάρισμα τον πρόλαβε τη στιγμή που ετοιμαζόταν να διασχίσει έναν κάθετο δρόμο και αλαφιασμένος πισωπλάτισε. Ακολούθησε με τη ματιά του το αυτοκίνητο που απομακρύνθηκε, έλεγξε το δρόμο προσεκτικά αυτή τη φορά και ...και τότε τον είδε!!!



(Φωτογραφίες: Θανάσης Γαστεράτος)

.........................

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Mίνα Βαμβάκου