Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

“ΜΙΚΡΑΣΙΑ ...φεύγαμε και για σένα λέγαμε”

Ήταν μια από εκείνες τις πρώτες -ημερολογιακά μόνο- φθινοπωρινές βραδιές, ευχάριστα ζεστή, με άγγιγμα βαθειά καλοκαιρινό, να σε διαποτίζει σύγκορμα, όπως όταν σε συνεπαίρνει το άρωμα κάποιου που μόλις έχει περάσει από δίπλα σου.

Μια πανάρχαια διαδρομή, ο πεζόδρομος προς το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού, αφηνόταν νωχελικά στο βηματισμό του κάθε διαβάτη, με μια περιπαικτική θαρρείς διάθεση να τον καθυστερήσει, πλανεύοντάς τον με τις σκοτεινές φιγούρες των δέντρων που κρύβονταν εκεί που οι προβολείς και τα φώτα δεν έφταναν.
Δεν ήταν δύσκολο να πάρεις τα ηνία της φαντασίας και να καλπάσεις προς το παρελθόν, την ώρα που πλησίαζες κι έβλεπες το μνημείο της ρωμαϊκής περιόδου να υψώνεται μπροστά σου, σε αέναη ωδή προς τον έναστρο αττικό ουρανό...

Μα τα φώτα που σε υποδέχονταν πιο πάνω και οι χαρούμενες ομιλίες που πύκνωναν αποπνέοντας νότες ανυπομονησίας, σ'επανέφεραν στην πραγματικότητα. Ευτυχώς! Είχε έρθει η ώρα να εισέλθεις στο υπέροχο αυτό οικοδόμημα.



Ανάμεσα σε πολύ κόσμο, είχες την ευκαιρία να απολαύσεις -όπως ανέβαινες προσεκτικά τα μαρμάρινα σκαλοπάτια- τη θέα του εσωτερικού χώρου μέσα από την αψιδωτή πύλη της εισόδου μπροστά σου! Μαγεία!
Η επενδεδυμένη (κατά την αναπαλαίωση) με πεντελικό μάρμαρο θέση σου, περίμενε να σε υποδεχθεί φιλόξενα, καλυμμένη με το ειδικό μαξιλαράκι.

Ήταν ιδιαίτερη η χαρά να βλέπεις τις περίπου 5000 θέσεις να γεμίζουν σιγά-σιγά και το ίδιο αυξανόταν και η ικανοποίηση από τη σκέψη ότι θα μοιραζόσουν την αποψινή βραδιά με τόσο πολύ κόσμο και με αρκετούς καλούς φίλους!



Το αμέσως σημαντικότερο μετά το χώρο και τη μαγευτική ατμόσφαιρα, ήταν το θέμα της παράστασης!

Με τον τίτλο “ΜΙΚΡΑΣΙΑ ...φεύγαμε και για σένα λέγαμε” η Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνας, “τίμησε πραγματικά τις ρίζες της” όπως αναγραφόταν  στη σχετική αφίσα!



Όλοι οι καλλιτέχνες και χορευτές των Συλλόγων, επέδειξαν μοναδική σύμπνοια, συντονισμό και επαγγελματικό επίπεδο στις αποδόσεις τους! Αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους όσοι συνετέλεσαν στη διοργάνωση και παρουσίαση του εκπληκτικού αυτού προγράμματος!
Τιμήθηκαν από την παρουσία του Προέδρου τη Δημοκρατίας, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος και του κόσμου που γέμισε ασφυκτικά το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού!

Οι καρδιές όλων των απόγονων των Μικρασιατών -από δεύτερης μέχρι και τέταρτης γενιάς- που βρίσκονταν εκεί, χτύπησαν πολύ δυνατά, αφού οι αλύτρωτες πατρίδες γιγαντώθηκαν εμπρός τους, θεριεύοντας μνήμες ζοφερές αλλά κι εκείνον το μοναδικό πολιτισμό τους που διαχρονικά αποπνέει ατόφιο ελληνικό πνεύμα και ψυχή!

Μέσα από τις αφηγήσεις, τα τραγούδια από τις χορωδίες και τους ερμηνευτές, τους ήχους των παραδοσιακών οργάνων, μέσα από τους υπέροχους απ'όλες τις γωνιές της Μικρασίας χορούς, το έντονο χτυποκάρδι όλων των θεατών ήταν κοινό και η συγκίνηση στον ίδιο υψηλό βαθμό!
Αποκορύφωμα συγκινησιακό, εκείνη η ανατριχιαστικά αγγελική ερμηνεία των χιλιάδων θεατών:

“Στό'πα και στο ξαναλέω
στο γιαλό μην κατεβείς!

Κι ο γιαλός κάνει φουρτούνα
και σε πάρει και διαβείς.

Στό'πα και στο ξαναλέω
μη μου γράφεις γράμματα!

Γιατί γράμματα δεν ξέρω
και με πιάνουν κλάμματα.”

Στην απόλυτη σιωπή, οι χιλιάδες φωνές, τα χιλιάδες δάκρυα και συναισθήματα καθ'όλη τη διάρκεια του τραγουδιού αυτού, απέτισαν έναν ύψιστο φόρο τιμής στους προγόνους που μαρτύρησαν, σε όλους όσοι χάθηκαν τότε, στους παππούδες ή και πατεράδες μας που κατόπιν, στην πατρίδα Ελλάδα, πάλεψαν να ξεπεράσουν τον ξεριζωμό και να επιβιώσουν, συχνά σε αντίξοες συνθήκες, σιωπώντας περήφανα και κλείνοντας μέσα τους θάλασσες τον πόνο!
'Ηταν σαν ένα μυστικιστικό συμβόλαιο που συντάχθηκε μέσα σ'αυτές τις στιγμές και υπογράφτηκε από τη συγκίνηση στις καρδιές μας και την ιερότητα των αρχαίων μνημείων γύρω μας, κάτω από το αμείλικτο βλέμμα του Χρόνου που κυλά καταγράφοντας...
Ήταν μια ικεσία για δικαίωση και μια πίστη πως η Μικρασία θα παραμείνει ζωντανή και θα μεταλαμπαδευτεί με την ίδια αγάπη και την ίδια περηφάνεια και στις επόμενες γενιές!



Φεύγοντας, οι σκέψεις ανάκατες προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τον κυματισμό των συναισθημάτων.
Οι πολιτικές τακτικές που επιβουλεύτηκαν, έκαψαν, λήστεψαν, βίασαν, έσφαξαν, ξερίζωσαν, οι ξεκάθαρες γενοκτονίες και η υπέρτατη αδικία εις βάρος των Ελλήνων της Μικρασίας, δεν κατάφεραν να σβήσουν την ελληνικότητα αιώνων των αλύτρωτων πατρίδων και η άνθηση του εκεί ελληνικού πολιτισμού έμεινε απαράμιλλη και μοναδική!

Αυτός ο ελληνικός πολιτισμός της Μικρασίας και η άνθησή της ως το '22, έχουν αποτυπώσει τα ίχνη τους σε κάθε γωνιά της Μικρασιατικής γης και είναι εμφανέστατα στους επισκέπτες μέχρι σήμερα!
Λείπει φυσικά, το ελληνικό στοιχείο που θα τον θέριευε ακόμα πιο πολύ και θα καταστούσε τις αλύτρωτες πατρίδες, υπολογίσιμα κέντρα πνεύματος και ευημερίας, ανά την υφήλιο.

Οι ψυχές όσων βίωσαν την Καταστροφή το '22, σίγουρα φτερούγιζαν γύρω μας αυτό το βράδυ της Κυριακής στο Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού και μας συνόδευσαν ως τον κεντρικό δρόμο, με αισθήματα χαράς και δικαίωσης. Εγώ δε, ένοιωθα ιδιαίτερα συγκινημένη, διότι κουβαλούσα μαζί μου κι ένα μικρούλι βαζάκι με χώμα από τα Βουρλά...

Μίνα Βαμβάκου

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Προσκύνημα!




Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ


Δεν ήταν ακριβώς ταξίδι αναψυχής! Ήταν περισσότερο ταξίδι ανά(τασης) ψυχής και κάποιες στιγμές, θαρρώ, έλαβε χώρα ανά(σταση) ψυχής...

Ετούτη τη φορά, δε θα πάρω τα πράγματα από την αρχή.
Θα ξεκινήσω από τα δυνατά σε συναισθηματική φόρτιση, αυτά που δικαίωσαν το δικό μου προσκύνημα στον τόπο που γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά του χρόνια ο μπαμπάς μου...

Η πρώτη επίσκεψη στα Βουρλά ήταν το Σάββατο στις 18 του Ιούνη. Ψυχοσάββατο και πριν τη συνεστίαση στη μνήμη των παππούδων και πατεράδων στη Σκάλα, το επίνειο των Βουρλών, σταματήσαμε για μια τιμητική σύντομη επίσκεψη στην προγονική πόλη.

Έτσι, για να έχουμε όλοι μια εικόνα κι ένα βαθύτερο, συνειδητό αναστεναγμό όταν αργότερα θα τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας με τη Γενί Ρακί, μ'εκείνο το γιομάτο ποτήρι των ψυχών τους, στο κέντρο του τραπεζιού...
Μια παρέα Βουρλιωτών δεύτερης και τρίτης γενιάς, 94 χρόνια μετά το Διωγμό κατεβήκαμε τα σκαλιά του πούλμαν και πατήσαμε το πόδι μας στην πολύβουη πλατεία των Βουρλών!


Κάποιοι έρχονταν για πολλοστή φορά κι είχαν πρόσωπα φωτισμένα διότι "ένοιωθαν πως επέστρεφαν σπίτι τους".
Η πρώτη εντύπωση, κατά κάποιο τρόπο, εμένα με ξένισε!


Η φαντασία μου, από τις ιστορίες που είχα διαβάσει και τις φωτογραφίες που είχα δει, δε με είχε προϊδεάσει για την εικόνα που έβλεπα γύρω μου!

Ούτε περίμενα να δω τέτοια προάστεια, με ομοιόμορφα, σύγχρονα πολυτελή συγκροτήματα εξοχικών κατοικιών με κεραμίδια που διέκρινα από μακριά όπως ερχόμασταν...

Όμως, αφού προχωρήσαμε στο κέντρο και από την πρώτη στιγμή που περπατήσαμε στο Φαρδύ Σοκάκι, κάθε βήμα ήταν κι ένα τρανταχτό χτυποκάρδι!
Μια κοφτή ανάσα και μια ριπή αισθήσεων που στάζανε βάλσαμο στην ψυχή!




Προσθήκη λεζάντας

Αν και δεν έχω ανακαλύψει ακόμα σε ποια ακριβώς συνοικία των Βουρλών -με τους 35.000 κατοίκους- βρισκόταν το σπίτι του παππού μου, του Περικλή, παρ'όλ'αυτά, είναι βέβαιο ότι ο μπαμπάς μου τους είχε περπατήσει αυτούς τους δρόμους...

Το Φαρδύ Σοκάκι ήταν σκαμμένο, προφανώς -κι ευτυχώς- για να γίνει πεζόδρομος και σκέφτηκα πως το χώμα στο χαμηλωμένο επίπεδο ίσως να ήταν από τα χρόνια εκείνα!

Το αισθανόμουν να χώνεται στα σανδάλια μου κι αυτή η αφή ήταν ένας ψίθυρος, ένα μυστηριακό καλωσόρισμα εκείνης της άλλης εποχής, πριν το '22!

Η καρδιά μου βούλιαζε από χαρά σε κάθε δρασκελισμό!

Ένοιωσα να γίνομαι ένα με το χώρο και ο χρόνος να με περικλείει μέσα του, απογυμνωμένος από αριθμούς και μετρήματα.

Σα να υπήρχε μία μονάχα διάσταση κι εγώ ν'απλώνομαι απ'άκρη σ'άκρη της...

Οι ομιλίες δίπλα μου άρχισαν να ξεμακραίνουν κι έφτανε στ'αυτιά μου ένας αχνός απόηχος. Δεν έβγαινε ήχος από τα δικά μου χείλη από φόβο μη διασπαστεί αυτή η μαγική κατάσταση που με αγκάλιαζε μέσα στο ανυποψίαστο φως του δειλινού!


Εμπρός μου ξεδιπλωνόταν σιγά-σιγά, θλιμμένο αλλά ατόφιο και ολοζώντανο, το ελληνικό στοιχείο!

Το βλέμμα καρφωνόταν αχόρταγα στα κτίρια που εμφανίζονταν δεξιά κι αριστερά του δρόμου, επιζητώντας θαρρείς την προσοχή μου, λες κι ήθελαν να μου συστηθούν, να με γνωρίσουν, να μου πουν τις ιστορίες τους...
Ανακαινισμένα ή ετοιμόρροπα, κατοικημένα ή ακατοίκητα, ερημωμένα ή αφρόντιστα, όλα αρτιμελή αρχιτεκτονικά, ανάβλυζαν μέσα από τη σκόνη τους και την εγκατάλειψη περίσσια αρχοντιά!

Δείγματα πολιτισμού κι εκείνης της μοναδικής ελληνικότητας που σε κάνει να νοιώθεις περήφανος για την καταγωγή σου!

Πόρτες με περίτεχνα μεταλλικά σκαλίσματα, μαρμάρινα χαραγμένα ή ζωγραφιστά υπέρθυρα, τοιχογραφίες, σκεπαστοί εξώστες, αρμονικές γραμμές και οι είσοδοι ειδικά σχεδιασμένες για να προστατεύουν και ν'απωθούν κάθε τι το εχθρικό!


Ήταν, τα περισσότερα, σπίτια φατόρων και συναφλήδων!
Των πλούσιων επιχειρηματιών, εμπόρων  και μεγαλογαιοκτημόνων που κρατούσαν τα ηνία της οικονομίας των Βουρλών και συνέβαλαν ουσιαστικά στη μεγάλη άνθηση της πόλης!








Σε άλλες γειτονιές, σπίτια ρεσπέρηδων (γεωργών) ξεπρόβαλαν με απλούστερη αρχιτεκτονική, μα εδώ, ετούτα τα αρχοντικά σε καθήλωναν να παρατηρήσεις κάθε τους λεπτομέρεια!



Στην τσάντα μου, μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή και η κάμερα του κινητού μάταια περίμεναν να τα χρησιμοποιήσω... Δεν ήθελα!

Ήθελα μόνο τα μάτια μου να αιχμαλωτίζουν ετούτες τις εικόνες σ'αυτήν την πρώτη μου βόλτα! Γιατί μόνο η δική μου ματιά μπορούσε εκείνη την ώρα να ανοίξει πανιά στην ψυχή, ώστε να κοινωνήσει το νέκταρ από τις ψυχές των προγόνων...



Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Στη δεύτερη επίσκεψη, την επόμενη Τρίτη, είχα όλη την ευχέρεια και συγκινησιακή ψυχραιμία να εγκλωβίσω στην καρδιά μου γωνιές, δρομάκια, σπίτια, ανθρώπους και την ατμόσφαιρα των Βουρλών του τότε και του σήμερα.

Στο δυνατό του Ιωνικού ήλιου φως, που ποτέ του δεν υποτάχτηκε σε κανέναν, περπάτησα στην αγορά, άκουσα έναν τουρκοκρητικό να μιλά τα κρητικά με τη γνήσια προφορά τους!





Στην Κρήνη, σταμάτησα και χάζεψα τον πλάτανο, στο σημείο που μαρτύρησε ο Βουρλιώτης Άγιος Νεκτάριος...



Ο παλιός κορμός στέκει αδειανός, προστατεύοντας δυο νέους που ξεπετάχτηκαν μέσα του, μα η πόλη παραμένει αδειανή από την ελληνική ψυχή και την αίγλη που είχε κάποτε...



Στο Φαρδύ Σοκάκι, εκτός από τα παλιά αρχοντικά του Κορρέ, του Κωνσταντινίδη και κάποια άλλα, αναπαλαιώνεται και το κτίριο που λειτουργούσε εκείνη την εποχή ως σινεμά!
  
Σε μια βόλτα που προσπαθούσα να γεφυρώσω έναν αιώνα και δυο γενιές, πέρασα και από το Γενί Τζαμί (το νέο Τζαμί), το Εσκί Τζαμί (το παλιό) και τον Ντερέ, το ποτάμι που διέρρεε την πόλη, τώρα με λιγοστό νερό...




 Προχωρώντας, εκεί που τελειώνει το ελαφρά ανηφορικό Φαρδύ Σοκάκι, στην κορυφή, άφησα το βλεμμα να πλανηθεί απέναντι στο χώρο όπου περίπου βρισκόταν η Παναγία των Βουρλών.

Η μητρόπολη, της οποίας το πανηγύρι το δεκαπενταύγουστο παρακολουθούσαν εκτός από τους ντόπιους και χιλιάδες προσκυνητών από άλλα μέρη!

Η Παναγιά η Βουρλιώτισσα ήταν σεβαστή και από τους τούρκους...

Πιο πίσω και αριστερά, πρέπει να υψωνόταν η Αναξαγόρειος Σχολή.
Το βλέμμα προσπάθησε να "φτιάξει" το ολόγραμμα του εξαίρετου κτιρίου της, διαλύοντας τα χαμηλά κτίρια που κείτονταν εκεί μπροστά στο οπτικό μου πεδίο!

Στο νου μου ήρθε η πληροφορία που είχα διαβάσει, ότι κατά τη σχολική χρονιά 1921-1922 στο αρρεναγωγείο φοιτούσαν 1.064 μαθητές και στο παρθεναγωγείο 618 μαθήτριες!


Ακόμη αριστερότερα, το κτίριο της αστυνομίας, στην περιοχή όπου βρισκόταν το νοσοκομείο των Βουρλών, από το οποίο είχε πάρει και το όνομά της η περιοχή, τα "Σπιτάλια".




Μια πολύ ευτυχής στιγμή, ήταν και η γνωριμία μου με τον Αρίφ και τη σύζυγό του, την Εμινέ.

 
Δυο κατοίκους των Βουρλών που με αγάπη και σεβασμό στους προκατόχους του σπιτιού τους, έχουν στήσει ένα μικρό μουσείο με τα ελληνικά ευρήματα της αυλής τους!
















ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ανηφόρισα σοκάκια κι έφτασα στο Σερίν Μαχαλέ -τη Δροσερή Συνοικία- με τη γούρνα και τις βρύσες και τη χαραγμένη πέτρα από το 1885...


Κάπου εκεί μου φάνηκε πως μια αχτίδα λαμπύρισε παράξενα κι απόθεσε ένα δεκάχρονο πιτσιρίκο εκεί, στην ίδια γη! Τον άφησε να δροσιστεί στις βρύσες, να τρεχοβολήσει ανάμεσά μας, μαζί μ'άλλα δυο-τρία παιδιά, τουρκάκια κι ελληνόπουλα, τσιρίζοντας και χαχανίζοντας!

Και θαρρώ πως εκεί, στην απέναντι μάντρα σταμάτησε, γύρισε με κοίταξε παιχνιδιάρικα, μου έστειλε ένα ευτυχισμένο πλατύ χαμόγελο-φιλί, έπειτα γύρισε, καβάλησε την αχτίδα του και ανέβηκε ξανά στον ουρανό!
Το έκανα για μένα αλλά και για σένα αυτό το ταξίδι, μπαμπά...

Μίνα Βαμβάκου



Υ.Γ.
Θέλω να ευχαριστήσω από καρδιάς την Ένωση Βουρλιωτών Μ. Ασίας για την πραγματοποίηση ενός από τα πιο πολυπόθητα όνειρά μου! Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τον πρόεδρό της, Φώτη Καραλή και το γραμματέα, Μάνο Κιλημάντζο, που πλούτισαν με τη γνώση, τις πληροφορίες και την αγάπη τους, αυτό το σπουδαίο για μένα βίωμα! Εύχομαι να συνεχίσουν το εξαιρετικό έργο τους,  και να αναγνωριστεί και να συνεχιστεί η αξιολογη πορεία της Ένωσης.

(Φωτογραφίες: Μίνα Βαμβάκου, Μάνος Κιλημάντζος)


Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Κόκκινη κλωστή (μπερ)δεμένη...

...μέσ'τους μύθους τυλιγμένη
δώσ' της κλώτσο να γυρίσει
μήπως κι απορίες λύσει!

 Ελληνική συνοικία βρισκόταν στους πρόποδες του Σίπυλου υπό το άγρυπνο βλέμμα της Νιόβης.


Μια φορά κι έναν καιρό, στη μακρινή αρχαία χώρα, τη Φρυγία, που βρισκόταν στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, ζούσε ο βασιλιάς Τάνταλος και η σύζυγός του, Διώνη. Παιδιά τους, ο Πέλοπας και η πανέμορφη Νιόβη.
Τη μεγάλωναν στα πούπουλα την πριγκηπέσσα τους (όχι, δεν θα την πω συντρόφισσα!) και την είχαν στα ώπα-ώπα! Πού να φαντάζονταν, όμως, την τύχη της μονάκριβής τους!

Η Νιόβη μας, λοιπόν, πήγε και παντρεύτηκε έναν επίσης πολύ ωραίο άντρα από τη Θήβα, τον Αμφίονα που την έφερε στην πόλη του στη Βοιωτία! 
Τι νομίζατε; Πως μόνο οι άντρες πάνε 'σώγαμπροι στα πεθερικά; 

Απέκτησαν μαζί πολλά παιδιά, όλα δίδυμα ζευγάρια και φυσικά εξαιρετικής ομορφιάς! Ονομάζονταν Νιοβίδες!
Οι αρχαίες γραφές αναφέρουν ότι η Νιόβη γέννησε από 12 έως 20 παιδιά. (Χαρά στο κουράγιο της!)
Η επικρατέστερη βέβαια, άποψη είναι εκείνη που αναφέρει ότι έκανε δεκατέσσερα παιδιά, 7 αγόρια και 7 κορίτσια. Δίδυμα – ξεδίδυμα, οι επτά τοκετοί είναι επτά τοκετοί! Και ήταν και πριγκίπισσα!! Χαλάλι η πληροφορία ότι, πιθανότατα, οι επτά πύλες της Θήβας είχαν τα ονόματα των κοριτσιών της!
Όλα καλά μέχρι εδώ, θα μου πείτε! 
Και θα έχετε δίκιο!

Γιαααα να πιάσουμε λίγο και τον Αμφίονα! Έτσι, για να έχετε μια πλήρη άποψη επί του όλου θέματος.
Βλέπετε, το σόι του είχε μια γούνα που χρειαζόταν πολλά ράμματα.
Ο Αμφίονας, που λέτε, εκτός από ωραίος ήταν κι εκείνος πρίγκηψ παρακαλώ και είχε χρηματίσει και αντιβασιλέας! Και το κυριότερο, κατά μία άποψη, ήταν και γιος του Δία! Η μαμά του η Αντιόπη ήταν κι αυτή πανέμορφη, θεά όπως λέμε σήμερα!
(Μα τι καλούπια είχαν οι αρχαίοι κι έβγαιναν όλοι κούκλοι και κούκλες;;)
Ήταν μάλιστα κόρη του βασιλιά της Θήβας Νυκτέα, με θεϊκές καταβολές κι αυτός, αφού ήταν και εγγονός του Ποσειδώνα! Τι άλλο θ'ακούσουμε, θεέ μου! 

Τη λιμπίστηκε, λοιπόν την τύπισσα, ο Ζιους, μεταμορφώθηκε σε Σάτυρο και της άλλαξε τα φώτα!
Κατ'άλλους, ο “ηλεκτρολόγος” ήταν ο Εποπέας, βασιλιάς της Σικυώνας που αφού την ...χμ... τακτοποίησε, επέστρεψε στη χώρα του!
Αλλά η Αντιοπίτσα, είχε καθυστέρηση και σε λίγους μήνες δεν μπορούσε να δικαιολογήσει πια το “τοπικό” πάχος!
Ο πατέρας της έγινε πυρ και μανία! Τού'ρθε ντουβρουτζάς, που λένε, του ανθρώπου. Την πήρε στο κυνήγι κι ας ήταν στην κατάσταση που ήταν!
Έτσι, η δύστυχη, την κοπάνησε και πήγε στη Σικυώνα να βρει το “μάστορα” για να την αποκαταστήσει!

...ἡ δὲ ὡς ἔγκυος ἐγένετο, τοῦ πατρὸς ἀπειλοῦντος εἰς Σικυῶνα ἀποδιδράσκει πρὸς Ἐπωπέα καὶ τούτῳ γαμεῖται. Νυκτεὺς δὲ ἀθυμήσας ἑαυτὸν φονεύει, δοὺς ἐντολὰς Λύκῳ παρὰ Ἐπωπέως καὶ παρὰ Ἀντιόπης λαβεῖν δίκας.” Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη, Γ', 5.5.
 
Ο μπάρμπας της ο Λύκος, όπως διαβάσατε εδώ, υποσχέθηκε στο μπαμπά της, Νυκτέα και δικό του αδελφό, λίγο πριν αυτοκτονήσει, ότι θα τιμωρούσε “την καθώς δεν πρέπει” Αντιόπη και τον Εποπέα.
Τη βρήκε λοιπόν την ανηψιά και όπως την έσερνε γκαστρωμένη πίσω στη Θήβα, την πιάσανε οι πόνοι και, οι αθεόφοβοι, τη βάλανε να γεννήσει μέσα σε μια σπηλιά κοντά στις Ελευθερές! 

Εγώ με όσα διάβασα, δεν είμαι σίγουρη ποιανού ήταν τελικά τα παιδιά! Γιατί πρέπει να σας πω ότι η Αντιόπη γέννησε δίδυμα! Το Ζήθο και τον Αμφίονα! Και όπως καταλάβατε, ...εξαιρετικής ομορφιάς και οι δύο! Αλίμονο!
Ο άκαρδος, όμως, θείος παράτησε τα νεογέννητα στον Κιθαιρώνα, όπου τα βρήκε και τα μεγάλωσε ένας βοσκός, χωρίς να ξέρει από πού κρατάει η σκούφια τους!
Ο Ζήθος και ο Αμφίονας ήταν είπαμε το ίδιο πανέμορφοι εμφανισιακά ως δίδυμοι, αλλά η μέρα και η νύχτα από πλευράς χαρακτήρα! Σαν από άλλο γαλαξία, ένα πράγμα!

Ο Ζήθος ήταν πιο μπρουτάλ, πρακτικό μυαλό, μπρατσαράς και δουλευτής ενώ ο δικός μας, ο Αμφίονας, ήταν του φιλολογικού κυρίως και εξαιρετικό μουσικό ταλέντο. Γι αυτό, ο θεός Ερμής του δίδαξε να παίζει αριστοτεχνικά την επτάχορδη λύρα! Μα παντού ν'ανακατεύονται αυτοί οι θεοί! Και μετά τα κάνουν σαν τα μούτρα τους και προσπαθούν έπειτα να συμμαζέψουν τ'ασυμμάζευτα...

Η Άνοιξη (περ. 1478), Ζωγραφική σε ξύλο, Πινακοθήκη Ουφίτσι, Φλωρεντία.
Το κέντρο της σύνθεσης καταλαμβάνει η Αφροδίτη με τον τυφλό Έρωτα να πετάει πάνω από το κεφάλι της.
Τα άλλα πρόσωπα από αριστερά προς δεξιά: ο Ερμής, οι Τρεις Χάριτες,
η Φλόρα (η Θεά των λουλουδιών και της άνοιξης, η νύμφη Χλωρίς και ο Ζέφυρος ο δυτικός άνεμος.


Η καημένη η μάνα, η Αντιοπίτσα, δεν είχε ησυχάσει όμως όλα αυτά τα χρόνια! Την έτρωγε ο καημός! Ως δεινή κοπανατζού, με την πρώτη ευκαιρία -κι ας άργησε νά'ρθει- την ξανακοπάνησε από τη Θήβα για να βρει τα παιδιά της.
Εννοείται, βεβαίως βεβαίως, ότι τα βρήκε και τ'αναγνώρισε! Δεν είχαν γεννηθεί πολλά δίδυμα εκείνη την εποχή στη Βοιωτία φαίνεται!
Διότι όλοι ήταν όμορφοι τότε, όπως είπαμε πιο πριν! Υποθέτω και ο βοσκός...
Τα δυο παλικάρια, ή μάλλον το ένα παλικάρι, ο πρακτικός, ο φουσκωτός και ο άλλος, ο φιλόσοφος, ο θεωρητικός, νόμισαν ότι η μανδάμ είχε κάποια βίδα στον εγκέφαλο λασκαρισμένη και δεν την πίστεψαν. Ώσπου επενέβη ο από μηχανής θεός, δηλαδή ο Δίας - πιθανός πατέρας- και έβαλε τα πράγματα στη θέση τους! 

Αμέσως μετά, μάνα και γιοι, αγκαλιασμένοι κίνησαν για τη Θήβα, ξεπάστρεψαν τον κακό θείο, πήραν τη βασιλεία στα χέρια τους, έγιναν οι θρυλικοί ήρωες της Βοιωτίας κι όλα γίναν' μέλι-γάλα!
Μάλιστα, έχτισαν και τα πρώτα τείχη της “Επτάπυλης” Θήβας.
Ο Ζήθος -κλασικά-, κουβάλαγε τις κοτρώνες και για να μη νομίζετε, παρακαλώ, ότι ο Αμφίονας ήταν τεμπελχάνας, σας πληροφορώ ότι δούλευε κι αυτός!
Έπαιζε τη μαγική του λύρα και οι βράχοι σηκώνονταν ως άλλες κόμπρες υπό τον ήχο αυλού και μπαίνανε στη θέση που έπρεπε να μπουν! Τζαστ λάηκ δατ!

Μη νομίζετε! Είχε την κούρασή του και το παίξιμο του μουσικού οργάνου!
Αφήστε που, αν του ξέφευγε του Αμφίονα καμμιά “πράσινη” (λάθος νότα, ντε!), μπορεί να του ερχόταν ο βράχος στο δόξα πατρί!


Με τούτα και μ'εκείνα, τα χρόνια περνούσαν και έκαναν και τις δικές τους οικογένειες τα παιδιααά!
Ο Ζήθος, εκτός του ότι πήρε, λέει μέρος και στον Τρωικό πόλεμο ως ένας από τους αρχηγούς των Βοιωτών, παντρεύτηκε τη Θήβη (που κάτι πήρε τ'αυτί μου σε μια εκδοχή ότι τη φυστίκωνε κι αυτήν ο Δίας).
Ο Αμφίονας ενυμφεύθη δόξα και τιμή, τη Νιόβη από τα βάθη της Ανατολής! Αυτή είπαμε: ήταν παρθένος (όχι στο ζώδιο), πριγκίπησα -επιμένω- και καλομαθημένη...
Για τον καημένο το Ζήθο, όσο κι αν έψαξα, δεν ανακάλυψα αν τεκνοποίησε. Εμ, με τόσο κουβάλημα βράχων και τόσα ποντίκια από το βόδι-βίλδινγκ, θα ατόνισε το έρμο το σπέρμα!
Ενώ, ο άλλος, ο δικός μας, ο Αμφίονας! Από το πολύ καθησιό της μουσικής και της φιλοσοφίας, γυμναζόταν πάνω στην αχόρταγη Νιόβη που είχε μαζί του ανακαλύψει τον "παράδεισο" και της κατάφερε μια ντουζίνα συν δύο κουτσούβελα!

Πάμε τώρα στο παρασύνθημα...

Η Νιόβη μας κάπου το παράκανε. Θα μου πείτε, ποια μάνα δεν κοκορεύεται για τα βλαστάρια της!
Αλλά που πας και τα βάζεις, κυρά μου, με δυο θεούς;
Και η Λητώ που είχε απωθημένα με την αντίζηλο, την  Ήρα, θα το άφηνε να περάσει έτσι; Αμ, δε...
Μια μέρα, λοιπόν, η Νιόβη καυχήθηκε για την ομορφιά των διδύμων της που γεννούσε ο σύζυξ και έτικτε η ίδια και αμόλησε την κοτσάνααα:

- Α, χρυσή μου, “ένα μόνο ζεύγος διδύμων έναντι των τόσων δικών μου, έχει να επιδείξει η Λητώ, η εκλεκτή του Δία”. Ενώ εγώ με τον Αμφίονά μου! Κοίτα 'δω! Κοίτα 'δω ομορφιές!

Τι ήταν να το πει η ευλογημένη;

Προφανώς, το είπε σε κάποια κουτσομπόλα γειτόνισσα, η οποία το έκανε βούκινο και ο ήχος ταξίδεψε ως τα εύθικτα αυτιά της Λητούς που το είχε και το απωθημένο με τον προκομμένο, το μουρντάρη το Δία, και είχε για καμάρι μοναδικό την Άρτεμη και τον Απόλλωνά της! 
Τι περιμένατε; Έγινε έξω φρενών!
Ποια ήταν αυτή η ανατολίτισσα που τολμούσε να μειώσει τα θεϊκά της παιδιά;
Ααα, όχι! Δε θα το άφηνε έτσι αυτό! Μια και δυο, φωνάζει τα δίδυμά της, τους καθίζει κάτω και τους πρήζει τ'αυτιά για την τρισκατάρατη. Ε, όσο νά'ναι, θίχτηκαν κι αυτά, μη πικράνουν και τη μάνα, βουτάνε το τόξο και τη φαρέτρα με τα αλάθητα βέλη τους και πήγαν και ξέκαναν τα Νιοβιδάκια! 



Η Άρτεμις στόχευσε τα κορίτσια και ο Απόλλωνας τα αγόρια, μάλλον για να μην υπάρξει καμμία παρεξήγησις!
Κι αυτοί οι θεοί, βρε παιδί μου! Τέτοια ζήλεια πια! Καθόλου υπεράνω;;; 

Πιθανότατα, δεν ήξεραν τον ακριβή αριθμό των στόχων ή δε μέτρησαν καλά και τους ξέφυγαν δύο: ο Αμύκλας και η Μελίβοια.
Το κακόμοιρο το Μελιβοιάκι, από το ταράκουλο που έπαθε, άλλαξε πατρίδα και πήγε στο Άργος για να χαθούν τα ίχνη της και μάλιστα άλλαξε ταυτότητα για σίγουρα αποτελέσματα. Από τούδε και στο εξής θα λεγόταν Χλωρίς!
Επέλεξε αυτό το όνομα, γιατί από την τρομάρα της είχε χλωμιάσει τόσο που άρχισε να κιτρινοπρασινίζει και να θυμίζει βρούβες...

Η τύχη της ήταν λίγο περίεργη. Παντρεύτηκε μεν το Νηλέα και απέκτησε μαζί του 12 γιους, τους Νηλειδείς. Καρπερή κι η Χλωρίδα! Τα γονίδια, τα γονίδια... 
Όμως, κληρονόμησε και την κακοτυχία, αφού ο Ηρακλής τους σκότωσε στην κατάληψη της Πύλου, εκτός από έναν, το Νέστορα. Πολλές συμπτώσεις...


Και σα να μην της έφταναν όσα είχε περάσει, λόγω της χλωμής ομορφιάς της -η ομορφιά διετηρήθη παρά την πρασινίλα- τη βίασε ο αλήτης ο Ζέφυρος (ο δυτικός άνεμος) και επειδή ως γνωστόν δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα τα προφυλακτικά, ή τα αντισυλληπτικά γενικότερα, κατέστη έγκυος για δέκατη τρίτη φορά κι έπειτα από εννέα μήνες, η Χλωρίδα γέννησε ένα υγιέστατο και νοστιμότατο αγοράκι, τον Καρπό! 
Είπαμε: καρπερή!
 
Αλλά... τι σου είναι αυτή η Φύσις, όμως, ε;

Ή μάλλον, τι σου είναι οι μυθολογικές αλληγορίες! 


Κατάφεραν μέχρι και να μεταπηδήσουν αργότερα τη Χλωρίδα στη ρωμαϊκή μυθολογία και να την κάνουν Φλώρα, θεότητα της χλωρίδας! Τουλάχιστον, γλίτωσε και δεν την ξεπάστρεψε η Άρτεμις...

Επανερχόμεθα στο παρασύνθημα!
Τα κακόμοιρα τα σκοτωμένα δίδυμα, τα Νιοβιδάκια, έμειναν εννιά μέρες άταφα! Διότι ο Δίας, που ως συνήθως εξυπηρετεί όχι πάντα τα καλά, αλλά οπωσδήποτε τα συμφέροντα, αντί να υπερασπιστεί τα -κατά τη μία εκδοχή- εγγόνια του ή αν θέλετε, τ'ανήψια της Θήβης, της πρώην ερωμένης του, ή έστω βρε αδερφέ, τα τετρακισέγγονα του παλιόφιλού του, του θεού Ποσειδώνα, αυτός συναίνεσε στην τιμωρία και τη χειροτέρεψε! Δεν ήθελε να πάει και κόντρα στη Λητώ, γιατί της είχε και μια κάποια αδυναμία, πώς να το κάνουμε!
Έτσι λοιπόν, ο επικεφαλής του δωδεκάθεου έκανε πέτρα όποιον τολμούσε να πλησιάσει τα θύματα για να τα θάψει.
Στα εννιάμερα όμως, ο Παυσανίας μας μαρτύρησε ότι αποφάσισαν οι θεοί να πάνε οι ίδιοι να τα θάψουν. Τι να έκαναν; Ο Δίας το είχε παρακάνει με τις πέτρες και η μορφολογία του εδάφους στην περιοχή εκείνη είχε αρχίσει να αλλοιώνεται κατά πολύ!


Οι φήμες λένε ότι αμέσως μετά από το κακό, ο Αμφίονας αυτοκτόνησε από τη στενοχώρια του και η μπάλα πήρε και τον Ζήθο, γιατί κατά 'πως φαίνεται, τ'αγαπούσε πολύ τ'ανήψια του!
Η Νιόβη μας, χαροκαμένη μάνα πια, είχε σαλτάρει δικαιολογημένα! Μπορεί να μην αυτοκτόνησε, αλλά ο πόνος της ήταν πολύ βαρύς για το κακό της ριζικό! Έχοντας χάσει όλη της την οικογένεια, όπως λέει ο Σοφοκλής, έφυγε και πήγε στην πατρίδα της, μήπως βρει γιατρειά στον καημό της!
Σταμάτησε σ'ένα βουνό, όμως, το Σίπυλο, γιατί της ήταν αδύνατον να πάψει να θρηνεί!
“Άδακρυς πόνου” όπως έγραψε ο Αισχύλος, δηλαδή είχε στερέψει από δάκρυα πια και φωνή δεν έβγαινε από μέσα της! Μόνο μια βραχνή ανάσα...
Και επειδή ήταν πάντα της μοσχοαναθρεμμένη, δεν είχε τη δύναμη ν'αυτοκτονήσει ούτε ήθελε πια να πάει στο παλάτι των γονιών της.
Ικέτευε λοιπόν εκεί, σ'εκείνο το βουνό, νύχτα-μέρα το Δία να τη λυπηθεί και να τη λυτρώσει από τον αφόρητο πόνο.

Ε, νισάφι πια κι αυτός ο Δίας, δεν είχε πια νόημα να τραβάει το σκοινί, ίσως δεν είχε πια ουσία και η τιμωρία, οπότε, τη λυπήθηκε! 


 
Την έκανε τη Νιόβη μια τελευταία πέτρα για να κλείσει το σερί του και για να μείνει και κάτι στους αιώνες. Την έκανε έναν ωραιότατο τεράστιο προεξέχοντα βράχο με μορφή γυναίκας και πάντα να στάζει νερό, ως φόρο τιμής για τα δάκρυα της Νιόβης που είχαν στερέψει...

Κι αναρωτιέμαι η κοινή θνητή:
Όλα αυτά, γιατί; (Ρητορική ερώτηξις!)
Για μια κουβέντα μιας μάνας που αγαπούσε και καμάρωνε τα παιδιά της.
Και για το ανθρώπινο μειονέκτημα της ζήλειας δυο θεών!

Πάντως, ψάχνοντας τον ένα μύθο, τσουπ, μπλεκόταν κι ένας άλλος, παρακλάδι! Διαβάζοντας κι αυτόν, συναντούσες και κάποιον άλλο! 
Τελικά, μικρός που είναι ο κόσμος! Ισχύει...
Και φυσικά, ισχύει και στη μυθολογία... 

Όπως και όλα αυτά τα μπερδέματα: το στοιχείο του καλού μ'εκείνο του κακού, μίση, έρωτες, πάθη, γέλια, κλάμματα, τιμωρίες, φυλακές, αυτοκτονίες, βιασμοί...
Σεξ σίγουρα, ακόμα και ντραγκζ, καθόλου πάντως, ροκ εν ρολ!

Το ρεζουμέ:
Μπερδεμένο κουβάρι τα θεία και τ'ανθρώπινα, το δίκιο κι η αδικία, ολ όβερ δε γουέρλντ, στην ιστορία, στους μύθους και εις τους αιώνας των αιώνων...
Αμήν!


Μίνα Βαμβάκου

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Ίχνη μιας ακόμη αποικίας της Χαλκίδας στις αρχαίες Κλαζομενές!


Η Χαλκίδα κατά την αρχαιότητα δημιούργησε αποικίες από τη Θράκη ως την Ιταλία και Σικελία.
Γνωστότερες αποικίες στην Ιταλία είναι η Νάξος (ιδρύθηκε το 757 π.Χ. Και είναι η σημερινή Giardini Naxos, με την οποία η Χαλκίδα έχει αδελφοποιηθεί), Μεσσήνη ή Ζάγκλη (σημερινή Messina), Ρήγιον (σημερινή Reggio Calabria), η Κύμη (αποικία των Χαλκιδέων και της Κύμης) και οι Πηθικούσσες (σημερινή Ischia, στο ομώνυμο νησάκι, αποικία των Χαλκιδέων και της Ερέτριας).

Κατά την ελληνιστική εποχή πάλι, άποικοι από τη Χαλκίδα, ίδρυσαν ομώνυμη πόλη στη Συρία, κατά διαταγή του Σελεύκου Α', από την οποία άποικοι ίδρυσαν μιαν άλλη Χαλκίδα στην κοιλάδα του Λιβάνου και ακόμη μία Χαλκίδα, στην Αραβία.

Κάποιες αποικίες με το πέρασμα των χρόνων είτε θα εγκαταλείφθηκαν, πιθανόν να κατακτήθηκαν, να υπέστησαν φυσικές καταστροφές ή οι κάτοικοί τους να ενσωματώθηκαν στις γύρω μεγαλύτερες πόλεις με ευνοϊκότερους όρους διαβίωσης.
Ερείπια μιας τέτοιας αποικίας των αρχαίων Χαλκιδέων επισκέφτηκε το 1765 ο Richard Chandler (1738–1810), αρχαιοδίφης, ειδικός στην κλασσική αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη και ταξιδευτής.
Από το Ναό του Απόλλωνα στα Δίδυμα της Μικράς Ασίας.
(Οι φτερωτοί λέοντες θυμίζουν το σύμβολο 
της Ενετικής Χαλκίδας...)



Ο Chandler ταξίδεψε στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα, τη διετία 1764-1765, κατόπιν εντολής μιας oμάδας (Society) άγγλων αρχαιόφιλων με την ονομασία Dilletanti για να εξερευνήσει αρχαιολογικούς χώρους και να μελετήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τότε οι υπάρχουσες αρχαιότητες. Τον συνόδευαν ο αρχιτέκτονας Νickolas Revett και ο ζωγράφος William Pars για τη σωστή καταγραφή των αρχαιοτήτων.

Στη Μικρά Ασία, ο Chandler με την ομάδα του είχε ως έδρα τη Σμύρνη, αλλά λόγω επιδημίας πανώλης που είχε ξεσπάσει εκείνη την περίοδο, αποφάσισε να μεταφερθεί το Μάρτη του 1765 στα Βουρλά, στο σπίτι ενός Ιταλού γιατρού, απ'όπου θα μπορούσε να εξερευνήσει τη χερσόνησο της Ερυθραίας (απέναντι από τη Χίο), αναζητώντας τα ερείπια των αρχαίων Κλαζομενών. 



Απέναντι από τη Χίο, στο κόκκινο πλαίσιο, η χερσόνησος της Ερυθραίας (σήμερα Karaburun).


Ξεκίνησε την έρευνά του από το άνοιγμα του Ισθμού και πάνω σ'ένα λόφο βρήκε μια παλιά δεξαμενή και έναν κοινό τοίχο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Νίκος Ε. Μηλιώρης, στο βιβλίο του “Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας” (Τόμος Α' – Ιστορικά):
“Ο Chandler υποθέτει πως αυτός ήταν ο τόπος των αρχαίων Χαλκιδέων, ενός συνοικισμού αποίκων από τη Χαλκίδα της Ευβοίας, ο οποίος βρισκόταν μέσα στην περιοχή των Κλαζομενών”. 

 Στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος η Χαλκίδα με τα Βουρλά, άρα και οι αρχαίες Κλαζομενές, είναι φυσικό αυτή η περιοχή να προσέλκυε αποικιστές από την πόλη μας. Οι ίδες περίπου κλιματολογικές συνθήκες, η μορφολογία του εδάφους (ισθμός, κόλπος, βουνά), αλλά και αυτή ακόμη η βλάστηση, αποτέλεσαν αποφασιστικούς παράγοντες για τη δημιουργία αποικίας.


Και στους κατοπινούς αιώνες, ειδικά τον 17ο και 18ο, στην ίδια περιοχή της Μικράς Ασίας μετανάστευαν και Ευβοείς, εκτός από Κρήτες, Πελοποννήσιους και Ναξίους. 

Αλλά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πολλοί κάτοικοι της Χερσονήσου της Ερυθραίας ήρθαν από εκεί, πρόσφυγες, στη Χαλκίδα και γενικότερα στην Εύβοια.

Και όπως έλεγε ο Βουρλιώτης πατέρας μου (που είχε μνήμες από τα μέρη εκείνα αφού το '22 ήταν 10 χρονών),  κάθε φορά που πηγαίναμε στο Φρούριο του Καράμπαμπα, όταν κοιτούσε από τα κανόνια του ανατολικού προμαχώνα, η θέα της Χαλκίδας, του Βόρειου αλλά και του Νότιου Ευβοϊκού του θύμιζαν την πατρίδα...

Μίνα Βαμβάκου



Πηγές: “Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας - Ν. Ε. Μηλιώρης,1957
             (επανέκδοση της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας, 2014)
             και Wikipedia

Φωτογραφίες: από το βιβλίο Ionian Antiquities by Chandler-Revett-Pars, 1769
                        (architectural drawings by Nicholas Revett and drawings by William Pars)

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Του μεσημεριού


Mια θάλασσα σπαρτά
Που τον αφρό της τυραγνά τ'αγέρι!
Κι εσύ να θες να κυλιστείς στην αγκαλιά της
Να χορέψεις
Στην ξεγνοιασιά να βουτηχτείς παιδί
Να σβύσεις πόθους, σκέψεις σκοτεινές
θύμησες που πονούν κι ανείπωτους καημούς
Σειρήνες.
Ακόμα κι αν φοβάσαι το βυθό
Και τρέμεις όσα κρύβει
Το φίδι του Μαγιού ξεχνάς
Λυγάς, ενδίδεις...
Αφήνεσαι...


Άξαφνα τότε,
στον άνεμο άνεμος κι εσύ
Σα γλάρος που η ευωδιά της γης
Ως άλλη αλμύρα
σε τράβηξε σιμά της να γευτείς
του ονείρου σου τη γλύκα
Πετάς!

Δες κάτωθέ σου:
Τα στάχυα αργοσαλεύουνε
Χάδι στο πέρασμά σου!
Γεννιέσαι πάλι, τώρα δα,
Σε μυρωδάτο ψίθυρο και σε καθάρια ανάσα
Χαμογελάς!
Ο χρόνος συρρικνώνεται
Στου αέρα τη μεστή πνοή
Και στης ματιάς σου την εικόνα!
Κοίτα, πώς  άλλαξες!
Λάμπεις! Ο ήλιος σε φθονεί!
Στο δρόμο σου -με ολόισια τώρα την ψυχή-
μπορείς να επιστρέψεις...
Το χρυσαφένιο στρώμα το θαλασσινό, τ'αγρού,
Ήταν η αιτία.


Μίνα Βαμβάκου

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ΕΡΩΣ



Ανέμους κυνηγούσε στων ματιών του τις άκρες,

σπρωγμένη από βλέμμα σκοτεινό!

Κώδικες  πανάρχαιους, μυστικούς

που αναμοχλεύαν μύριες ευχές ανομολόγητες και ονείρατα θεριεύαν!
   
Στο φλοίσβο της ανάσας του, γλυκά παραδινόταν,

λυγούσε στο ψιθύρισμα το ερωτικό!

Λόγια-θηλειές του πόθου ξαμολιούνταν

στ'αλαφιασμένα στενοσόκκακα του νου,

καρπολογώντας φίλημα, λαχτάρα...
   
Hθελημένα έρμαιο στο λάγνο κάλεσμά του!

Κύμβαλα οι χτύποι της καρδιάς, στενάγματα αλαλάζαν!

Διάφανα πέπλα νεραϊδένια τ'ακροδάχτυλά του

τη μεταλλάζανε σε Νύμφη μυθική, Σειρήνα στο κορμί του…
   
Τα σωθικά φλογίζονταν, φουντώνοντας στο σκότος μια πυρά 

που φώτιζε σαν ήλιος!


Κόμποι πάθους σφιχτοί τα χάδια, χορεύοντας τρελά, τα δυο κορμιά ενώναν.

Και στο τραγούδισμα της ουράνιας ηδονής, όλα σωπαίναν, σβήναν!

Αίφνης, του έρωτα το θεϊκό απαύγασμα ερχόταν,

φέρνοντας την αρχέγονη χαρά, 

την πολυπόθητη της ευτυχίας γεύση!

Στοιχειό αγαπημένο, στήριγμα του νου μετά,

στην άδικη οδύνη και πικρή 

εκείνου του μικρού θανατικού που σηματοδοτεί το τέλος…

Το ταιριαστό αγκάλιασμα,  ζωή και θάνατος συνάμα!







Mίνα Βαμβάκου
 

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

ΔΙΣΤΟΜΟ: Μ'ένα ξύλινο πόδι...



-Αργυράκοοοο!! Αργύρηηη!!

Η φωνή της λεπτή αλλά διαπεραστική, σα στριγγιά από χορδή που σπάει σε μια νότα υψηλή, έφτασε στα παιδικά μου αυτιά σαν ξυπνητήρι, μα καθόλου δυσάρεστο, αφού το πρόσωπό μου φωτίστηκε στο άκουσμά της!
Το ανοιχτό παράθυρο άφηνε την καλοκαιρινή πρωινή δροσιά να περνά αναζωογονητικά μέσα στο δωμάτιό μου και οι συνηθισμένοι ήχοι της γειτονιάς υποκλίθηκαν στην ηλικιωμένη φωνή, αφήνοντάς την να κυριαρχήσει.
Τουλάχιστον μιά φορά την εβδομάδα είχα τα τυχερά μου! Ήμουν ο αποκλειστικός εντεταλμένος κλητήρας της, κάθε φορά που η κυρία Γιούλα χρειαζόταν κάτι από το Μίνι Μάρκετ ή το φούρνο! Και ήμουν πολύ τυχερός γιατί τα θελήματα αυτά τα χρυσοπλήρωνε!!

Θυμάμαι, πήγαινα πρώτη Δημοτικού όταν είχε μετακομίσει ξανά πίσω στο Δίστομο, αφού είχε συνταξιοδοτηθεί από το Δημόσιο και είχε βαρεθεί προφανώς τη ζωή στην πρωτεύουσα.
Ή μήπως είχε αισθανθεί το χρόνο να την πασαλείβει μ'ανημποριά και δεν μπορούσε ν'αναπεξέλθει στους ρυθμούς της Αθηναϊκής καθημερινότητάς της; Ποιος ξέρει;

Για μερικά χρόνια όλη η πιτσιρικαρία πλάθαμε ιστορίες για την παράξενη αυτή γυναίκα με το ξύλινο  πόδι... Δεν μας άφηνε πολλά περιθώρια μαντεψιάς και τα παιδικά μυαλουδάκια μας οργίαζαν κι έπλεκαν μέχρι και ιστορίες τρόμου για το τι έκανε κλεισμένη μέσα στο σπίτι... 

Τη βλέπαμε μόνο όταν τραβούσε τη δαντελένια κουρτίνα για να κλείσει τα παντζούρια το σούρουπο κι αυτό αφού στηνόμασταν στο πεζοδρόμιο απέναντι από ώρα πολλή για να την πετύχουμε! 


Κι όλοι βλέπαμε το ίδιο: Μια λεπτοκαμωμένη φιγούρα με μαζεμένα πάντα μαλλιά και δυο πελώρια σκούρα μάτια να μας κοιτάνε επίμονα λες και καταλάβαινε πως εξάπτει την περιέργειά μας και παρουσιαζόταν επίτηδες τόσο μυστηριώδης!

Και οι μεγάλοι δε μας λέγανε πολλά-πολλά, μόνο ότι είχε χτυπηθεί από τους Γερμανούς τότε στη μεγάλη σφαγή και είχε χάσει και τη μητέρα της. Την είχε μεγαλώσει ο πατέρας της και η ίδια δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Είχε βέβαια μερικούς πιο μακρινούς συγγενείς εδώ.

Όλον τον καιρό από τότε που ήρθε, παρέμενε συνεχώς κλεισμένη στο σπίτι και δε δεχόταν ποτέ επισκέψεις. Μόνο η κυρα-Λένη έμπαινε τα τελευταία δυο-τρία χρόνια σπίτι της για να τη βοηθήσει με τις δουλειές επ'αμοιβή, να της κάνει τα τακτικά, εβδομαδιαία της ψώνια ή να της κρατήσει συντροφιά.



Με το κύλισμα των εποχών, των χρόνων και των επαναλήψεων κι αφού είχαμε εξαντλήσει κάθε καλπασμό της φαντασίας μας, βαρεθήκαμε και πάψαμε ν'ασχολιόμαστε μαζί της... Έτσι κι αλλιώς δε βλέπαμε και τίποτα, ούτε συνέβη κάτι περίεργο ή διαφορετικό. 
Μεγαλώναμε κι εμείς, αρχίζανε τα σκιρτήματα της προεφηβείας, πληθαίναν τα ενδιαφέροντά μας, και τώρα έχοντας τελειώσει την έκτη δημοτικού εγώ, κορδωνόμουν στους άλλους της γειτονιάς που ήταν μικρότεροί μου, για το Γυμνάσιο που θα πήγαινα το Σεπτέμβρη!

Δυο μήνες πριν, τις μέρες του Πάσχα, ήταν που στάθηκα μπροστά στο κατώφλι της, για πρώτη -και τελευταία όπως αποδείχτηκε- φορά, μ'ένα περίεργο χτυποκάρδι και την αίσθηση ότι μόλις άνοιγε την πόρτα θα έχανα τη φωνή μου, την ανάσα μου ή θα κατάπινα τη γλώσσα μου... 
Όχι, από φόβο, όχι! Ήταν κάτι απροσδιόριστο! Κάτι μεταξύ αμηχανίας, λαχτάρας και δέους. Ήμουν αρκετά μεγάλος για να επηρεαστώ από όλα εκείνα τα φοβερά παιδιάστικα σενάρια των πρώτων χρόνων. 

Αλλά... Ήμουν, αλήθεια, έτοιμος να βρεθώ μπροστά στην πρωταγωνίστριά τους και να την απομυθοποιήσω; 
Κι αν ήταν όντως παράξενη, κακιά και με απόπαιρνε;
Εγώ τη μπάλα ήθελα μόνο να ζητήσω που είχε πέσει στο πίσω μπαλκόνι της...
Τι; Δε θα μου την έδινε;

 
Δεν κάθησα να το πολυσκεφτώ! Πήρα βαθειά ανάσα και χτύπησα το τζάμι της πόρτας αποφασιστικά. Δεν ήθελα να την αναστατώσω με ένα κουδούνισμα που ίσως δεν είχε ακουστεί ποτέ ξανά σ'αυτό το σπίτι.

Ένα σούρσιμο από παράταιρα βήματα ήρθε να με ταράξει και μια τσιριχτή φωνή αμέσως μετά:

-Ποιος είναι;

Σα νά'λεγα το ποίημά μου σε εθνική γιορτή και μπροστά σε μεγάλο κοινό, άρχισα να λέω αυτό που είχα επαναλάβει πέντ'έξι φορές καθώς ανέβαινα αργά-αργά τη μεγάλη πλαϊνή σκάλα! Όχι τίποτ'άλλο, αλλά θα με κορόιδευαν και οι άλλοι αν γύριζα άπρακτος...

-Καλημέρα σας! Είμαι ο Αργύρης της κυρα-Φρόσως απέναντι! Συγνώμη που σας ενοχλώ αλλά έπεσε η μπάλα μας στο μπαλκόνι σας. Ελπίζω να μην σας προκάλεσε ζημιά ή αναστάτωση!
Σας είναι εύκολο να μου τη δώσετε;

(Ούφ! Τα είπα! Λέξεις προσεκτικά διαλεγμένες από πριν, να κάνουν εντύπωση και να δώσουν ένα σοβαρό τόνο!)

Βαθειά ανάσα ξανά!

Ένα απότομο, μεταλλικό και βαρύ “κλάκ”, ένα τρίξιμο και κράτησα την αναπνοή μου!
Η πόρτα ανοίγοντας αποκάλυψε μια μικρόσωμη γυναίκα, ντυμένη και βαμμένη ελαφρά, σα να πήγαινε επίσκεψη. Δεν πρόσεξα τις ρυτίδες. Κόλλησα σ'εκείνα τα τεράστια σκούρα μάτια που από κοντά μου φάνηκαν ακόμα πιο μεγάλα, μα καθόλου τρομακτικά! 

Με περιεργάστηκαν από πάνω ως κάτω αργά, αλλά με πρόδηλη ευγένεια και μια λάμψη, σαν υποψία χαμόγελου.

-Πώς είπες σε λένε, νεαρέ;

Η φωνή της δεν ήταν τόσο σκληρή τώρα.
Χαλάρωσα. Χαλάρωσα τόσο που αυθόρμητα της χαμογέλασα.

-Αργύρη, κυρία Γιούλα. Μου έχει πει το όνομά σας η μητέρα μου.

Κράτησα το χαμόγελο. Ήταν πολύ συμπαθητική, τελικά...
Κράτησε τη σιωπή και τη λάμψη στα μάτια. Μάλλον με συμπάθησε...

-Μάλιστα! Πολύ καλά, Αργύρη. Περίμενε εδώ. Πάω να στη φέρω.

Την παρακολούθησα καθώς προχώρησε κουτσαίνοντας ελαφρά προς τα πίσω δωμάτια. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες γερμανών στρατιωτών, όπλων και θανατικού κι ένοιωσα τύψεις για τις ιστορίες που λέγαμε όταν πρωτοήρθε στο χωριό. Ίσως η μάνα μου να μου έλεγε περισσότερα αν τη ρωτούσα τώρα...

Έχωσα το κεφάλι μου από τη μισάνοιχτη πόρτα. Δεν τολμούσα να κουνηθώ! Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε ένα γύρο στο χώρο που μπορούσα να δω. Δωμάτιο συγυρισμένο, έπιπλα όχι πολύ παλιά, λίγα διακοσμητικά, ένα μεγάλο κάδρο απέναντι πάνω από έναν καναπέ και καμμία φωτογραφία. Πουθενά!
Και στην ατμόσφαιρα, μια αλλόκοτη μυρωδιά απολυμαντικού πλανιόταν έντονα...
Μια πόρτα πίσω έκλεισε και βιάστηκα να τραβήξω έξω το κεφάλι μου. Εμφανίστηκε στην πόρτα κρατώντας στα χέρια μια σακούλα με τη μπάλα μέσα κι έχοντας μια επιτηδευμένη αυστηρότητα στο πρόσωπο.

- Ορίστε!  Αυτή τη φορά σταθήκατε τυχεροί διότι δέν προξενήθηκε καμμία ζημιά. Αλλά να προσέχετε, σε παρακαλώ.

-Α, ευτυχώς! Μην ανησυχείτε! Θα φροντίσω να μην επαναληφθεί! Σας το υπόσχομαι!
Ευχαριστώ πολύ και πάλι μας συγχωρείτε για την αναστάτωση!

Άπλωσα το χέρι να πάρω τη σακούλα, πλατιάζοντας το χαμόγελό μου.

- Μισό λεπτό, Αργύρη! Για πες μου! Το δωμάτιό σου είναι σ'αυτό το παράθυρο, στο δρόμο απέναντι, κάτω, δίπλα στο στύλο;



- Μάλιστα, αυτό είναι!

- Αν καμμιά μέρα σε χρειαστώ για κανένα θέλημα, μπορώ να σε φωνάξω; Θα με ακούσεις;

- Βεβαίως! Στη διάθεσή σας!

- Εντάξει, νεαρέ! Μπορείς να φύγεις, τώρα! είπε και κρατώντας τη με τα δύο δάχτυλα, έτεινε τη σακούλα προς το μέρος μου.
Σα στρατιώτης που εκτελεί διαταγή την πήρα και κατέβηκα γρήγορα τα σκαλιά!

Για κάποιο περίεργο λόγο είχα νοιώσει χαρούμενος.

Η παρέα μου, εν τω μεταξύ, είχε μαζευτεί στην άκρη της αλάνας, πίσω από τους σκουπιδοντενεκέδες περιμένοντας την έκβαση της επιχείρησης! Κι εγώ, τους είχα αφήσει να τσουρουφλίζονται από την περιέργεια, γιατί με ύφος περισπούδαστο τους είχα πει: 
“Μην τολμήσετε να ξανασουτάρετε προς τα εκεί! Εγώ δεν ξαναπάω και, πιστέψτε με, δεν θέλετε ούτε κι εσείς!”



Την άλλη κιόλας μέρα, ήρθε το πρώτο κάλεσμα. Να ήταν δοκιμαστικό, άραγε; Θά'ταν δε θά'ταν εννιάμισυ, αλλά έτσι κι αλλιώς εγώ ξυπνούσα νωρίς από το βιολογικό μου ρολόι του σχολικού προγράμματος πριν τις διακοπές.

-Αργυύρηηη!!

Πετάχτηκα πάνω στο άκουσμα της φωνής της! Τράβηξα τη λεπτή κουρτίνα και άνοιξα το τζάμι. Στεκόταν στο μικρό μπαλκονάκι ακριβώς απέναντι, το οποίο δεν επικοινωνούσε με την πλαϊνή σκάλα που οδηγούσε στην κύρια είσοδο του πάνω ορόφου!

- Καλημέρα, κυρία Γιούλα! Ορίστε;

- Έλα κάτω από το μπαλκόνι να σου πω!



Βγήκα βολίδα έξω και στάθηκα κάτω από το μπαλκόνι της! Είδα ότι είχε δέσει ένα σκοινάκι στο οριζόντιο κάγκελο και στην άκρη του είχε προσαρμόσει ένα γάντζο από κρεμάστρα.
Έβαλε ένα σακουλάκι στο γάντζο και το κατέβασε να το πάρω λέγοντας:

- Χρειάζομαι μια χλωρίνη και ένα μεγάλο τάηντ. Στο σακουλάκι έχω τα χρήματα. Δε θέλω ρέστα! Κράτησέ τα! Και όταν έρθεις, βάλε τη σακούλα στο γάντζο και φώναξέ με να την ανεβάσω.

Στο μεταξύ εγώ είχα βγάλει το χαρτονόμισμα από την αυτοσχέδια συσκευασία. Τα μάτια μου γούρλωσαν!

- Μα... Κυρία Γιούλα! Αυτό είναι χιλιάρικο!
- Νεαρέ! Πολλά λες! Σου είπα να κρατήσεις τα ρέστα! Τέλος!
Πήγαινε τώρα γιατί τα βιάζομαι! Εμπρός!

Έφυγα τρέχοντας και δεν ήμουν σίγουρος για το λόγο που είχαν κοκκινίσει τα μάγουλά μου! Από χαρά ή από ντροπή για το τεράστιο χαρτζηλίκι; Σα να είχα κερδίσει το λαχείο ή σα να είχα κλέψει ένα πορτοφόλι;

Στο άψε-σβήσε επέστρεψα με τα ψώνια και τα ρέστα στο χέρι. Φώναξα την κυρία Γιούλα και κρέμασα τη σακκούλα στο γάντζο. Μόλις βγήκε κι έσκυψε να δει το σκοινί, βιάστηκα να της πω:

- Κυρία Γιούλα, δεν μπορώ να κρατήσω τόσα χρήματα! Είναι πολλά και δεν έκανα τίποτα σπουδαίο!

- Αργύρη, δε θέλω να με παρακούς! Είπα δε θέλω ρέστα! Τέλος! Κι όποτε σε φωνάζω να έρχεσαι αμέσως! Αυτό θέλω! Σύνεννοηθήκαμε; είπε πολύ αυστηρά κι άρχισε να τραβά το σκοινάκι χωρίς να περιμένει απάντηση.

- Μάλιστα! Σας ευχαριστώ πολύ! Είπα κομπιασμένα αλλά δεν ξέρω αν με άκουσε γιατί είχε ήδη μπει μέσα...

Η έξαψη άργησε να με αφήσει και μ'επισκεφτόταν κάθε φορά που έπαιρνα τα χρήματα από το γάντζο. Και την πρώτη φορά που τα ψώνια μπορεί να ξεπερνούσαν το χιλιάρικο, το χαρτονόμισμα στο σακουλάκι ήταν πεντοχίλιαρο! “Κυρία Γιούλα!” είχα τολμήσει να ψελλίσω ως διαμαρτυρία κι η απάντηση ήρθε κοφτή!

- ΔΕ ΘΕΛΩ ΡΕΣΤΑ!

Εκείνη τη μέρα αποφάσισα να μιλήσω στη μητέρα μου...
Ο κουμπαράς μου είχε γεμίσει κι ένοιωθα άσχημα επειδή όταν τον κουνούσα δεν έκανε θόρυβο από τα πολλά ...χαρτονομίσματα! Πώς θα τα δικαιολογούσα όταν θα τον άνοιγα;

Και έπραξα σωστά. Έδειξα στη μητέρα μου τα ρέστα από το πεντοχίλιαρο, περίπου τρεις χιλιάδες οκτακόσιες πενήντα δραχμές και της εξήγησα τα καθέκαστα...


Εκείνη, προφανώς μίλησε με την κυρία Γιούλα στο τηλέφωνο αργότερα και το βράδυ πριν κοιμηθώ μου είπε πως δεν κατάφερε να της αλλάξει γνώμη, αλλά μόνο πρότεινε να μαζεύω τα χρήματα και να συνεννοούμαι με τους γονείς μου για τη διαχείρισή τους.
Αυτό μ'έκανε να νοιώσω πολύ ξαλαφρωμένος γιατί ήμουν σίγουρος ότι ως το τέλος του μήνα θα είχα μαζέψει ήδη αρκετά για να πάρω ένα μεγάλο ποδήλατο!

Αλλά γιατί η κυρία Γιούλα μου άφηνε τόσα χρήματα; 
Και ιατί τα περισσότερα ψώνια της ήταν καθαριστικά και απολυμαντικά;  
Ερωτήματα που τριβέλιζαν το μυαλό μου....

Κατά βάθος,  ένοιωθα πως η μητέρα μου ήξερε τις απαντήσεις, αλλά για κάποιο λόγο δεν ήθελε να μου πει.

Τα έμαθα όλα, φυσικά, πολλά χρόνια αργότερα...

(Φωτογραφίες: Νίκη Ταντάλου)



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ



Λίγους µήνες µετά τη Σφαγή, ο Dmitri Κessel, ανταποκριτής του περιοδικού «Life» επισκέφθηκε το Δίστοµο για ρεπορτάζ. Αποθανατίζει τη Μαρία Παντίσκα (1925-2009), να στέκεται όρθια µπροστά σε µια σκάφη και να πλένει τα µαύρα ρούχα της στην αυλή.

Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Life» στις 9 Νοεμβρίου του 1944.










Η Γιούλα έκλεισε την πόρτα βιαστικά μόλις το παιδί με τη μπάλα στη σακούλα άρχισε να κατεβαίνει χαμογελαστό τη σκάλα.
Είχε καταφέρει να κρύψει την ταραχή της από την απρόσμενη επίσκεψη. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε νοιώσει χαρά ή αν είχε ζηλέψει αυτήν την ανέμελη παιδικότητα που είχε εισβάλει έτσι ξαφνικά στον έως τώρα απόρθητο μοναχικό της κόσμο.

Παιδιά! Παιδιά και παιχνίδια! Έτσι πρέπει... μονολόγησε η Γιούλα. Τα παιδιά πρέπει να παίζουν και να χαίρονται!
Πήγε κατ'ευθείαν στο μπάνιο κι έπλυνε πολύ σχολαστικά τα χέρια της για να είναι σίγουρη ότι καταπολέμησε τα μικρόβια από τη βρώμικη μπάλα!

Βρωμιά... Το βλέμμα της σκοτείνιασε...

Σκούπισε βιαστικά τα χέρια κι έσυρε τον κουτσό της βηματισμό ως το “παρατήριό” της, την μπερζέρα της, με την πράσινη κομψή στόφα και τον ακριβό σκούρο ξύλινο σκελετό, μπροστά στη μπαλκονόπορτα.
Κάθησε αναπαυτικά, ακουμπώντας το γκριζόμαλο κεφάλι με τον χαμηλό περιποιημένο κότσο, στο δεξί προσκέφαλο. Πήρε μια βαθειά ανάσα και άφησε το βλέμμα της να διαπεράσει τη δαντέλα της εκρού κουρτίνας και να απλωθεί στο δρόμο, τα απέναντι σπίτια, τους λίγους περαστικούς.

Ο Αργύρης τώρα πρέπει να είχε σχεδόν τη δική της ηλικία, όταν έσβησε για πάντα το χαμόγελο από τα χείλη της... Τότε που μαζί με το χαμόγελο, έχασε την παιδικότητά της, τη μάνα της και το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή!

Οι προσωπικές της Ερινύες την ταλάνιζαν ακόμα. Αλλά είχε καταφέρει να τις τιθασεύσει και ήταν τυχερή μέσα στην ατυχία της, αφού είχε καταφέρει να κρατήσει τα λογικά της, εκείνο τον πρώτο καιρό!
Αρκετά συχνά, βέβαια, ακόμα και σήμερα ένα τρελό χτυποκάρδι την ξυπνούσε τις νύχτες από τη στάμπα εκείνης της αποτρόπαιας μνήμης, της γεμάτης από ανάκατες αισθήσεις και συναισθήματα. Αποπνικτικές μυρωδιές, αίμα, αλλοπρόσαλλο βάρος, σκοτεινό φόβο, παγερή εγκατάλειψη, θανατερή υγρασία, και βαθύ πόνο.
Ένα χάος τρομακτικό, ένα άνοιγμα σε πρωτόγνωρες διαστάσεις, όπου αλλοιωνόταν κάθε τι πραγματικό και αποκτούσε μορφή κάθε άυλο...
.
Η ματιά της πλανιόταν στον “έξω κόσμο” τελείως μηχανικά τώρα, αφού ο νους πήρε τα ηνία των αισθήσεων και όρμησε στο θυμητικό της!

Α, όχι! Θ'αντιστεκόταν! Είχε εξασκηθεί πολλά χρόνια σ'αυτό!
Σηκώθηκε με μια ζωηρή κίνηση παρά το προχωρημένο της ηλικίας της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα! Φόρεσε τα πλαστικά γάντια, πήρε από το ντουλάπι τη χλωρίνη, το τάηντ και το μπωλ με το νερό από τον πάγκο. 
Τα απορρυπαντικά τελείωναν και η κυρα-Λένη δε θα ερχόταν αύριο. Καλά σκέφτηκε τον Αργύρη για τα θελήματα! Άρχισε να περνάει με ένα σφουγγάρι τις επιφάνειες προσεκτικά. Ήταν η τρίτη φορά σήμερα. Εισέπνευσε βαθειά την ευωδιά των απορρυπαντικών κι ένοιωσε να καθαρίσει μαζί με τα αντικείμενα, το μυαλό και η ψυχή της...

Σάββατο, 10 Ιουνίου 1944. 
Για το Δίστομο ξημέρωνε ο Χαμός...
Το ναζιστικό τέρας διαισθανόταν την επικείμενη ήττα και ξεχυνόταν στα χωριά, προκαλώντας τους αντάρτες και ξερνώντας τα δολοφονικά του ένστικτα στον άμαχο πληθυσμό.
Το Δίστομο βρισκόταν σε νευραλγικό σημείο και τόσο στον Ελικώνα όσο και στον Παρνασσό δρούσαν πολλοί αντάρτες...


Ο πατέρας της Γιούλας μαζί με άλλους άντρες, είχε φύγει ένα σούρουπο λίγες μέρες πριν, αλλά όχι πριν ορμηνέψει τη γυναίκα του:
“Τα μαντάτα είναι άσχημα. Να έχεις το νου σου! Μόλις καταλάβεις ότι η κατάσταση γίνεται ζόρικη, πάρε το παιδί και πηγαίνετε στου Θανάση το σπίτι που είναι στην άκρη του χωριού. Μην πλησιάσετε στην πλατεία ή το μεγάλο δρόμο. Έχω συνεννοηθεί με το Θανάση. Μπορεί να είναι σακάτης, αλλά το μυαλό του είναι ξουράφι και θα σας προφυλάξει μαζί με τα δικά του θηλυκά! Ας ελπίσουμε να πάνε όλα καλά και θα γυρίσω γρήγορα! Το παιδί και τα μάτια σου!”

Την αγκάλιασε σφιχτά για κάμποσα λεπτά, σα να ήταν η τελευταία φορά! Μετά, γονάτισε, αγκάλιασε τη Γιούλα και της άφησε ένα στοργικό φιλί στα μαύρα της μαλλιά!
“Να προσέχεις! Μην το κουνήσεις ρούπι από τη μάνα σου! Και κοίτα να είσαι δυνατή! Είσαι κόρη μου!” Της έκλεισε το μάτι και χαμογέλασε πλατιά, σε μια προσπάθεια ν'αλαφρύνει την ατμόσφαιρα.
Έπειτα σηκώθηκε, φίλησε τη γυναίκα του, πήρε το σακούλι με το ψωμί και το νερό και βγήκε από το σπίτι. Κατέβηκε τη σκάλα γοργά και χάθηκε στα σκοτάδια του δρόμου και της μοίρας...

Από το πρωί του Σαββάτου, μαύρα φίδια έζωναν τη μάνα της Γιούλας! Από το παράθυρο έβλεπε τη σταματημένη φάλαγγα στον αγροτικό δρόμο και μέτρησε πάνω από πενήντα φορτηγά όσο έφτανε το μάτι της. Στο χωριό οι δρόμοι γέμισαν ξαφνικά από γερμανούς που πήγαιναν πέρα-δώθε. Μαύρες και πράσινες στολές, σε μια αλλόκοτη κινητικότητα. Χωρίς να προτείνουν όπλα και χωρίς φωνές, μα συνθέτοντας μια βουβή απειλή. Σαν τη νηνεμία στο μάτι ενός κυκλώνα...

Ήταν ώρα να φύγει!
Φόρεσε σκούρα ρούχα, πήρε τη Γιούλα και βγήκαν στην πίσω αυλή. Από κει, ήθελαν τρεις δρόμους να διασχίσουν για να φτάσουν στου Θανάση.
Σχεδόν με κρατημένη την ανάσα σε όλη την απόσταση, με σκυμμένο κεφάλι και κρατώντας σφιχτά το χέρι του παιδιού προχωρούσε ούτε πολύ γρήγορα, αλλά ούτε πολύ αργά για να μην προκαλέσει το παραμικρό και κινδυνέψει το κορίτσι!

Ήταν μια διαδρομή πέντε λεπτών που της φάνηκαν αιώνες! Κι ευτυχώς δεν έπεσε πάνω σε κανένα γερμανό!
Μόλις έφτασαν και έκλεισε η πόρτα πίσω τους, εξέπνευσε βαθειά γεμάτη ανακούφιση!
Ο Θανάσης την ενημέρωσε ότι έψαχναν για αντάρτες και πρέπει να είχαν κάποιες πληροφορίες γιατί έμαθε πως ετοιμάζονταν να πάνε στο Στείρι, το διπλανό χωριό.

Το δωμάτιο του ισογείου ήταν μικρό και χρησίμευε για καθιστικό και κουζίνα μαζί. 
Είχε μπροστά – μπροστά, έναν σοφρά με καρεκλάκια γύρω του στα οποία είχαν καθίσει όλοι και στο βάθος, εκεί που ήταν ο νεροχύτης, ένα τετράγωνο τραπέζι με τέσσερις ψάθινες καρέκλες.
Στον έναν τοίχο, κάτω από το παράθυρο είχε το ντιβάνι του Θανάση, που είχε χάσει τα πόδια του από το γόνατο, σε ατύχημα όταν ήταν μικρός και δεν μπορούσε να ανέβει στον πάνω όροφο. 
Στον απέναντι τοίχο, στα τρία μέτρα από την πόρτα ξεκινούσε μια ξύλινη σκάλα που έβγαινε στο πάνω δωμάτιο όπου κοίμιζαν τα παιδιά. Τρία κορίτσια είχαν, το μεγαλύτερο θά'ταν-δε θά'ταν πέντε χρονών...

Είχαν περάσει τρεις ώρες, όταν οι σατανάδες ξαναγύρισαν σκορπώντας τούτη τη φορά τον όλεθρο!
Πυροβολισμοί, ουρλιαχτά, ποδοβολητό και χτυπήματα, κραυγές, κρότοι και στριγγλιές γυναικών!
Η δολοφονική τους μανία είχε μόλις αρχίσει να σπέρνει θανατικό, σε μια θηριωδία άνευ προηγουμένου!



“Οι σατανάδες! Θα μας ξεκάνουν! Δε γίνεται να βγούμε έξω γιατί δε θα τη γλιτώσουμε! Καθήστε ήσυχα εδώ και παρακαλάτε να προσπεράσουν!”
Η φωνή του άντρα βγήκε τρεμουλιαστή, τόσο από απύθμενη οργή για τους δαίμονες, όσο και από την αγανάκτιση για την αδυναμία του να υπερασπιστεί τα γυναικόπαιδα δίπλα του.

Οι αποκρουστικοί ήχοι άρχισαν να δυναμώνουν επικίνδυνα, σηματοδοτώντας το πλησίασμα του κακού...
Τα πρόσωπα των δύο γυναικών είχαν ασπρίσει και ήταν τελείως ανέκφραστα, σε μια προσπάθεια διατήρησης της ψυχραιμίας τους. Περισσότερο όμως θύμιζαν το πρόσωπο ενός νεκρού...
Δεν ήταν παρά μια μάσκα εύθραυστη, που θαρρείς από στιγμή σε στιγμή θα έσκαζε μέσα από απερίγραπτη φρίκη!

Η γυναίκα έσφιξε το μωρό πάνω της με το ένα χέρι και με το άλλο αγκάλιασε το δίχρονο που μόλις είχε βάλει τα κλάμματα, λες και αντιλαμβανόταν την έννοια του ολέθρου. Το μεγαλύτερο κοριτσάκι νοιώθοντας πως δε χωρά στη μητρική αγκαλιά, αναζήτησε προστασία από το φόβο και το χαμένο αίσθημα ασφάλειας, σ'εκείνην του πατέρα! 

Ένα τρέμουλο άρχισε να σαρώνει τη Γιούλα σα να βρισκόταν στο καταχείμωνο... 
Όλες οι ιστορίες και τα γεγονότα από τους σκοτωμούς που άκουγε τα τελευταία χρόνια της κατοχής, θέριεψαν ένα κύμα τρόμου μέσα της κι ένοιωθε Ιούνη μήνα, την παγωνιά του χιονιού στο κορμάκι της...


Ακατάπαυστοι πυροβολισμοί γάζωναν τώρα αδιακρίτως στο δρόμο ακριβώς απ'έξω και τα ουρλιαχτά που έσκιζαν την ατμόσφαιρα τους τρυπούσαν τ'αυτιά! Ακατάληπτες γερμανικές εντολές, ακούγονταν πολύ δυνατά, τόσο που σκέπαζαν το επιθετικό ποδοβολητό από τις μπότες πάνω στο χώμα και τα πετραδάκια.
Ένα δυνατό χτύπημα και η αυλόπορτα του σπιτιού γκρεμίστηκε!
Ήρθαν!

Η μάνα της Γιούλας εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως κανείς άλλος εκτός από την ίδια δεν μπορεί να σώσει το παιδί της! 

Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να το γλιτώσει, με την αδρεναλίνη εκτοξευμένη στα ύψη, με μια αποφασιστική κίνηση αποφυγής κινδύνου και από το έμφυτο ένστικτο για επιβίωση, βούτηξε το κορίτσι της από το χέρι, το έσπρωξε προς την ξύλινη σκάλα κι άρχισε ν'ανεβαίνει κι εκείνη πίσω του!

(Φωτογραφίες: http://www.onalert.gr/stories/h-istoria-ths-fwtografias-symbolo-sfaghs-distomou/34945)


ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ



Όλα έγιναν αστραπιαία!
Οι δολοφονικές ριπές των όπλων πρόλαβαν τη μάνα της Γιούλας στο τελευταίο πάνω σκαλοπάτι και το σώμα της, αντί να εκτιναχτεί προς τα πίσω, από τις θανατηφόρες σφαίρες που μπήχτηκαν πισώπλατα στο κορμί της, εκείνη αντίθετα έσκυψε προς τα εμπρός, αγκαλιάζοντας προστατευτικά την κόρη της που προπορευόταν και σωριάστηκε στο έδαφος, παρασύροντας αλλά ταυτόχρονα καλύπτοντας το παιδί της.
Ένα ύστατο αγκάλισμα ήταν, σωτήριο όπως αποδείχθηκε, ως παντοτινή απόδειξη του μεγαλείου της μητρικής αγάπης!  Μόνο το ένα πόδι της Γιούλας εκτέθηκε στα πυρά κι αιματοκύλησε…
Οι δυο τους, αποτέλεσαν τον πρώτο στόχο των τριών φονιάδων, ίσως επειδή ήταν οι μόνες φιγούρες σε κίνηση την ώρα που με λύσσα οι γερμανοί μπήκαν στο σπίτι.



Αμέσως μετά, στράφηκαν στους υπόλοιπους.
Χωρίς ίχνος οίκτου, ούτε καν γι αυτές τις ψυχούλες, τα μικρούλια που δεν είχαν προλάβει ακόμη ν’αποκτήσουν συνείδηση του κόσμου γύρω τους, τα ζωώδη ένστικτα των σατανάδων αποκάλυψαν το μέγεθος  της κτηνωδίας τους!
Πώς καταφέρνει η μανία του πολέμου να μετατρέπει ένα στρατιώτη από  άνθρωπο σε κτήνος; 
Οι δύο πιο σωματώδεις, αφού δολοφόνησαν εν ψυχρώ το Θανάση, έσφαξαν στην κυριολεξία τα τρία ανυπεράσπιστα μικρά, βίασαν την αλλόφρονα νεαρή μητέρα, ασυγκίνητοι από τα ουρλιαχτά της κι έπειτα την κομμάτιασαν ζωντανή κι αυτή με τις ξιφολόγχες τους!
Στην πλάτη του τετράχρονου ένας ματωμένος αγκυλωτός σταυρός, χαραγμένος με την ξιφολόγχη υπέγραφε τη θηριωδία!

Ο τρίτος αδιαφορώντας για όσα διαδραματίζονταν όλη αυτή την ώρα στον ίδιο χώρο, έκανε ένα γύρο το δωμάτιο, ανοίγοντας ντουλάπια, συρτάρια και ανασηκώνοντας χαλιά και στρώματα, ψάχνοντας να βρει κάτι αξιόλογο. Έπειτα, με παροιμιώδη αταραξία, ανέβηκε τη σκάλα, πέρασε πάω από τα δύο πεσμένα κορμιά, κι έψαξε κι εκεί για τιμαλφή. 
Σ’ένα χαμηλό έπιπλο μ’ένα συρτάρι ανάμεσα στα δυο μεγάλα κρεβάτια, βρήκε μια αλυσίδα χρυσή μ’ένα σταυρό κι ένα δαχτυλίδι με μια κόκκινη πέτρα. Τα πήρε τα έχωσε στην τσέπη του  και στράφηκε στα δυο πεσμένα κορμιά για τις χαριστικές βολές.

Ένα τσιτσίρισμα στα δεξιά του τον σταμάτησε. Γύρισε το κεφάλι. Σε μια εσοχή του τοίχου, ανάμεσα σε δυο εικονίσματα κι ένα θυμιατό, ένα καντήλι με μια τρομαγμένη φλογίτσα που τρεμόπαιζε, κατάφερε να επισκιάσει τα τελευταία ουρλιαχτά που έρχονταν από το κάτω δωμάτιο. Οι φριχτές κραυγές της γυναίκας, έσβησαν μαζί με τη φλόγα στο καντήλι.

Ποια αχτίδα φωτός, ποια θεϊκή ανάσα, ποιο ρίγος ανθρωπιάς, ποια σταγόνα θερμή της ψυχής τον άγγιξε;




Στάθηκε πάνω από την πεσμένη γυναίκα και το παιδί.
Τα μάτια της γυναίκας ήταν ορθάνοιχτα, αλλά παγωμένα, χωρίς ν’αποπνέουν κάποιο συναίσθημα. Ούτε τρόμο, ούτε αγωνία!
Ο θάνατος της φέρθηκε λυτρωτικά και από την πρώτη κιόλας στιγμή την απάλλαξε από περιττό πόνο…
Αλλά από κάτω της το κορμάκι σπαρτάραγε. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν από φόβο, από σωματικό πόνο ή από τις τελευταίες εν ζωή στιγμές!
Όχι, δε θα το έκανε αυτή τη φορά.
Σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε δυο φορές στο ξύλινο ταβάνι.

Έπειτα, κατέβηκε γοργά τη σκάλα και φώναξε και τους άλλους  δυο που συνέχιζαν να πειραματίζονται και να παίζουν με τις ανθρώπινες σάρκες!
Αισθάνθηκε την ανάγκη ν’αναπνεύσει καθαρό αέρα και βγήκε έξω! Μα κι εκεί ο αέρας μύριζε αίμα και πόνο…

  
Το σκοτάδι δεν άργησε να πέσει, πηχτό, βαθύ κι αφέγγαρο, λες κι ήθελε να καλύψει τις αποτρόπαιες εικόνες που απλώνονταν μέσα κι έξω από τα σπίτια του χωριού, στις αυλές και στους δρόμους. Μαζί του μια απέραντη σιωπή κι αυτή ντυμένη θαρρείς στα μαύρα, ένας βουβός θρήνος…

Φύλλο δεν κουνούσε! Το καλοκαιρινό αυτό βράδυ ο τρόμος είχε παγώσει τον τόπο και το χρόνο. Και μέσα στο σπίτι του έρμου Θανάση, στην κορφή της σκάλας είχε παγώσει και τη μικρή Γιούλα!
Πεσμένη μπρούμυτα, έχανε κι έβρισκε τις αισθήσεις της με το δεκάχρονο μυαλουδάκι της να μην μπορεί να ισορροπήσει και να συλλάβει την πραγματικότητα, εκείνες τις στιγμές που συνερχόταν.
Οι αισθήσεις της μόνο δούλευαν μηχανικά, ίσα-ίσα για να σιγοντάρουν τον τρόμο που την είχε παραλύσει.
Αντικρουόμενα συναισθήματα σήκωναν κύματα στην ανταριασμένη ψυχούλα!
Ασφάλεια μέσα στην αφύσικα ξερή και παγωμένη αγκαλιά της μάνας!
Προστασία κάτω από ένα βάρος που την έπνιγε!
Δροσιά από τη ματωμένη υγρασία!
Οξύς πόνος και ανακουφιστική ζάλη…

Ο εγκέφαλος αρνιόταν να δώσει εντολή για οποιαδήποτε κίνηση ή έστω αντίδραση!
Καμμία προσπάθεια αυτοσυντήρησης, καμμιά σκέψη, καμμιά θύμηση΄ή μελωδία, κανένας θεός...
Μόνο οι αισθήσεις να λειτουργούν αυθαίρετα…
Τα χεράκια, μουδιασμένο προσκέφαλο πάνω στο σκληρό πάτωμα κι η απαίσια μυρωδιά να σέρνεται παντού γύρω της.
Βρωμιά… Κρύο… Σιωπή… Πόνος… Σκοτάδι…
Ατέλειωτες ώρες, ατέλειωτος τρόμος, ατέλειωτη δυσωδία…

Κι όταν χάραξε η νέα μέρα, δεν ένοιωσε καμμιά αισιοδοξία με την έλευση του φωτός! Αντίθετα, ήρθαν άλλες ασχήμιες ν’αντικαταστήσουν την εξάλειψη του σκοταδιού: Το βλέμμα της αντίκρυζε τα ματωμένα σανίδια και το νεκρικό κίτρινο χρώμα στο χέρι της μάνας…



Κειτόταν εκεί, καταναγκαστικός παρατηρητής, ανίκανος να κουνηθεί, ικανός μόνο να βλέπει το θάνατο, να τον ακούει στη σιωπή, να τον αγγίζει στο κρύο, να τον οσφρίζεται στις οσμές που χειροτέρευαν ολοένα περισσότερο και να νοιώθει αφόρητους πόνους…

Όλο αυτό κράτησε ως το μεσημέρι, όταν οι πρώτοι τολμηροί Διστομίτες που κατάφεραν ν’αντέξουν το φρικιαστικό θέαμα ξεκοιλιασμένων ανθρώπων και ζώων στους δρόμους, σε κάθε γειτονιά, άρχισαν να ψάχνουν για τους δικούς τους! Μαζί κι ο πατέρας της Γιούλας… 
Από πίσω τους  ακολουθούσαν οι πιο θαρραλέες γυναίκες που είχαν καταφύγει στα γύρω βουνά, αγωνιώντας για όσους είχαν μείνει στο χωριό. Και μόλις πλησίασαν στα πρώτα κιόλας σπίτια, ήταν εκείνες που έσπασαν τη νεκρική σιγή με θρήνους και οδυρμούς.
Οι πρώτοι ήχοι στο Δίστομο, μετά τη σφαγή! Κι αυτοί φρικιαστικοί!
Το κορίτσι λιποθύμησε ξανά…


 Οινόπνευμα! Καθαρό οινόπνευμα! Κόντευε να τελειώσει! Θα φώναζε τον Αργύρη το απόγευμα κιόλας! Πήγε στο κομοδίνο δίπλα στο κρεββάτι της και πήρε γάντια μιας χρήσης από το κουτί. Σε κάθε δωμάτιο είχε κι από ένα κουτί με γάντια μιας χρήσης. Κι εκείνα της κουζίνας τέλειωναν κι έπρεπε να εφοδιαστεί άμεσα.
Φόρεσε ένα ζευγάρι κι άνοιξε το πορτοφόλι της. Ο ταχυδρόμος της είχε φέρει τη σύνταξη χθες. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα και το έβαλε στο πλαστικό σακουλάκι που είχε φέρει από την κουζίνα. Τα χαρτονομίσματα είχαν πολλά μικρόβια κι εκείνη ήταν υποχόνδρια με κάθε τι βρώμικο! 
Μόλις πήγαινε πεντέμισυ θα φώναζε τον Αργύρη!

Είχαν περάσει μερικά χρόνια. Είχε γεράσει πολύ, το καταλάβαινε από το ξύλινο πόδι που την κούραζε πολύ τώρα, μα δεν είχε αλλάξει τις συνήθειές της! Μόνο το τηλέφωνο χρησιμοποιούσε πιο πολύ για να κρατάει επαφή με τους συγγενείς της και η κυρα-Λένη ερχόταν μέρα παρά μέρα γιατί η ίδια δεν είχε κουράγιο να κάνει δουλειές… Έκλεισε τα ογδόντα πριν μερικούς μήνες!

Κι ο Αργύρης είχε μεγαλώσει! 
Τελείωνε το Λύκειο φέτος και ήταν σίγουρη πως θα περνούσε στο Πανεπιστήμιο. Εκτός από καλό παιδί ήταν και άριστος μαθητής! Μερικές φορές του μιλούσε από το μπαλκόνι όταν της έφερνε τα ψώνια και τον ρωτούσε για την πρόοδό του. Εκτός από ένα ακριβό λευκό και κόκκινο ποδήλατο που με καμάρι της είχε δείξει αμέσως μόλις το πήρε, στην πρώτη Γυμνασίου, ο Αργύρης της είχε πει πως αποταμίευε τα χρήματα που του άφηνε για τις σπουδές του. Κι από τότε, τον έστελνε πιο συχνά για ψώνια. 
Επιτέλους, έκανε κάτι που είχε νόημα! Είχε θέσει ασυναίσθητα ένα στόχο στη ζωή της!
Για κείνην, ο Αργύρης ενσάρκωνε το παιδί που δεν είχε ζήσει η ίδια και το παιδί που δεν είχε αποκτήσει ποτέ…

Μετά την αποφράδα εκείνη  μέρα, τίποτα δε φαινόταν ικανό να τη βγάλει από την ψυχρή εσωτερική της απομόνωση. Ο πατέρας της αγωνίστηκε να τη γιατρέψει πρώτα σωματικά κι έπειτα ψυχικά.
Της πήρε χρόνια…
Ουσιαστική όμως ευεργετική επίδραση πάνω της, είχε μόνο η αποστειρωμένη λευκή ατμόσφαιρα των νοσοκομείων και η αίσθηση της καθαριότητας  μέσα από τη μυρωδιά των φαρμάκων και του οινοπνεύματος…

Πέρασε από νέα στάδια πόνου, πιο εξευγενισμένα αυτή τη φορά και με τον καιρό συνήθισε το ξύλινο πόδι, πάλεψε με τα τραύματα της ψυχής και κατάφερε να συγκροτηθεί, ώστε να μπορεί να δουλεύει και να αυτοσυντηρείται…
Μα ποτέ δεν κατάφερε να χαμογελάσει, να αισιοδοξήσει ή να ονειρευτεί. 
Ζούσε γιατί η μοίρα όρισε να ζήσει. Πολλές φορές όμως, η ίδια σκεφτόταν ότι θα ήταν προτιμότερο να είχε πεθάνει εκείνη την ώρα μαζί με τη μητέρα της…
Δεν τη φόβιζε ο θάνατος!  Τον είχε ζήσει ήδη, στη χειρότερή του μορφή, μέσα από εκείνη την εμπειρία! Μέσα από τον τρόμο, την απώλεια, τη βρωμιά, τον πόνο…

Μετά από μισό αιώνα περίπου ένοιωσε αρκετά δυνατή κι επέστρεψε στο Δίστομο. 
Ο πατέρας της είχε φύγει λίγα χρόνια πριν και η ίδια θα ένοιωθε καλύτερα να ζήσει τα χρόνια που της απέμεναν στο πατρικό της. Εκείνο το σπίτι ήταν ολόκληρη η παιδική της ηλικία!
Είχε στείλει όμως πρώτα ένα διακοσμητή να της αλλάξει την επίπλωση γιατί δεν ήθελε κανένα έπιπλο από τα παλιά και καμμιά φωτογραφία!



Κι ήταν πολύ ευχαριστημένη έτσι όπως ζούσε τα στερνά της! 
Κι ας έσερνε το ξύλινο πόδι στο διάβα της...
Διότι εκείνο που πραγματικά ήθελε ήταν να έχει ένα διαφορετικό τέλος εκεί που είχε μια τόσο διαφορετική αρχή… 

ΤΕΛΟΣ

Μίνα Βαμβάκου

(Φωτογραφίες: Nίκη Ταντάλου)