Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Η άκρη του νήματος



 
21 Δεκεμβρίου 2007, κάπου στην Εύβοια.
Ώρα 16:15

Τάχυνε το βήμα της στον ανηφορικό δρόμο. Ξεχάστηκε με την κουβέντα στο σπίτι της κυρα-Λένης και η ώρα πέρασε. Έπρεπε να βιαστεί για να μην τη βρει το σκοτάδι όταν θα τέλειωνε από το νεκροταφείο.
21 Δεκεμβρίου και σαν σήμερα, ένα χρόνο πριν, είχε χάσει και το τελευταίο μέλος της οικογένειάς της, τον πατέρα της...
Η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου και το σκοτάδι της είχε μπηχτεί βαθειά στην ψυχή της, κόβοντάς της και την τελευταία ρίζα που την ένωνε με το ίδιο της το παρελθόν! Ένοιωθε πως ο χαμός του, αναιρούσε κι αυτήν ακόμα την ίδια της την ύπαρξη! Σα να ματαιωνόταν κάθε αιτία κι αφορμή για τη δική της παρουσία σ'αυτόν τον κόσμο...

Ποια κακιά Μοίρα την καταράστηκε πάνω από την κούνια της, σα γεννήθηκε;
Δεν είχε προλάβει να τελειώσει την τελευταία τάξη του Λυκείου όταν η συμφορά χτύπησε την πόρτα τους.
Ο αδελφός της, ο Λάμπρος, 27 χρονών παλλικάρι, έχασε τη ζωή του σε τροχαίο, επιστρέφοντας από τη δουλειά! Κι έτσι άρχισε η κατρακύλα. Η μάνα της δεν μπόρεσε να συνέλθει από τότε. Γιατροί, φάρμακα, νοσοκομεία, σε μια άνιση μάχη να κρατήσουν τα λογικά της χαροκαμένης μάνας, ανάγκασαν τη Γιωργία να εγκαταλείψει το σχολείο και να επωμιστεί τη φροντίδα της.



Ο πατέρας, έθαψε τον πόνο στο κέντρο της ψυχής του και έγινε το ζύγι για να ισορροπήσει την απότομη και άδικη μεταστροφή της ζωής τους... Μα αυτή του η προσπάθεια τον γέρασε πριν την ώρα του και η Γιωργία τα τελευταία δέκα χρόνια τους έτρεχε και τους δυο, τους φρόντιζε και τους δυο αγόγγυστα. Τους δύο τελευταίους μήνες πριν φύγει η μάνα της για το μεγάλο ταξίδι, είχε ταλαιπωρηθεί απίστευτα καθώς πηγαινοερχόταν από το ένα νοσοκομείο στο άλλο!
Εικοσιτέσσερα χρόνια δρόμος σπαρμένος με θλίψη, νοτισμένος από τη μυρωδιά του αντισηπτικού των νοσοκομείων, κι εκείνη να τρέχει χωρίς διακοπή, χωρίς ανάσα...


  Για σχέσεις ούτε λόγος!
Θες η κλειστή κοινωνία του χωριού, θες η εμφάνισή της που δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο και την καθιστούσε επιεικώς εμφανίσιμη, θες η παντελής έλλειψη ελεύθερου χρόνου, ποιος ξέρει... Οπωσδήποτε ήταν το μόνο που δεν την είχε απασχολήσει. Ίσως επειδή η γυναικεία της φύση είχε θαφτεί στον πάγο του κυκεώνα των περιστάσεων. Άνθρωποι περνούσαν από δίπλα της, σε δρόμους, σε λεωφορεία σε κλινικές, τόσο αδιάφορα, λες και ήταν όλοι άχρωμοι, λες και όλοι φορούσαν άσπρες μπλούζες...
Έτσι, όταν λίγους μήνες μετά τη μάνα, ξεκίνησε κι ο πατέρας της για το μεγάλο ταξίδι, βρέθηκε όχι απλά μόνη, αλλά τελείως ξεκρέμαστη, σαν ξεχαρβαλωμένο καλώδιο στον τοίχο εγκαταλελειμμένου σπιτιού! Χωρίς παρελθόν, χωρίς συγγενείς, χωρίς εγώ...

Τα μνήματα ήταν δίπλα-δίπλα... Και πέντ' έξι μέτρα πιο κει, στο μαντρότοιχοτο κάτω από το ψηλό κυπαρίσσι, η μαρμάρινη οστεοθήκη με την ελαφρά ξεθωριασμένη φωτογραφία του αδελφού της. Έπρεπε να την ανανεώσει! Τη στενοχωρούσε που το πρόσωπο του Λάμπρου ερχόταν θαμπό και στο νου της από τις παιδικές και εφηβικές της μνήμες. Γιαυτό, τα βράδυα πριν πέσει αποκαμωμένη για ύπνο, ένοιωθε έντονα την ανάγκη να ξεφυλλίσει τα δύο άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες για να διώξει αυτή τη μισητή θαμπάδα που την απομάκρυνε από τη θύμησή του. Ήθελε να δει καθαρά το πρόσωπο του αδελφού της να της χαμογελάει, να την αγκαλιάζει, παιδάκι να την κρατά μωρό στην αγκαλιά του με δέος, να τον βλέπει να χορεύει σε γιορτινές στιγμές, να γελάει...
Ο πολυαγαπημένος της αδελφός που δεν πρόλαβε να θρηνήσει!
Κι έπειτα έβλεπε μέσα στα άλμπουμ τη μάνα της να την κοιτάζει χαμογελαστή και όμορφη κι έτσι ακριβώς πίεζε τα φύλλα του νου και της καρδιάς της να την κρατήσουν μέσα τους...


Τράβηξε τη ματιά της από την οστεοθήκη και με μηχανικές κινήσεις άρχισε να καθαρίζει τους δύο τάφους. Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν! Για εκείνη μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Μαζί με τόσα άλλα, είχε χάσει και το νόημα των εορτών. Η γειτόνισσά της, η κυρα-Λένη, που της παραστεκόταν από την αρχή την κάλεσε να κάνει όλες τις γιορτές μαζί τους, αφού η κόρη της είχε το μωρό και δεν μπορούσαν να έρθουν από την Αθήνα. Της είπε κι απόψε πως έπρεπε να “ξυπνήσει” επιτέλους και να κοιτάξει τον εαυτό της! Να βρει μια δουλειά και να φύγει από το χωριό!


Ό,τι είχε και δεν είχε στα σαραντα-δύο της πια, ήταν το μικρό σπιτάκι στο χωριό και κάποια χρήματα στην άκρη -όχι πολλά- μια υποτυπώδης προίκα από τους γονείς της, που τα ροκάνιζε τον τελευταίο χρόνο. Μέσα στο ψυχολογικό τέλμα που τη μάστιζε, ασυνείδητα αγωνιζόταν να ορθώσει μιαν υπόσταση, να δει τον άνθρωπο που έκλεινε μέσα του το σώμα της και δεν είχε προλάβει να τον γνωρίσει αφού δεν είχε ασχοληθεί ποτέ μαζί του! Για πόσον καιρό ακόμα θα είχε αυτή την πολυτέλεια να ψάχνει να βρει τον εαυτό της πριν τελειώσουν τα χρήματα, δεν ήξερε.
Και κάθε φορά που της μιλούσε η κυρα-Λένη και την ορμήνευε σα μάνα, όσο κι αν παραδεχόταν ότι η γυναίκα είχε δίκιο, πώς έτσι έπρεπε να πράξει, άλλο τόσο ένοιωθε άβουλη και συνέχιζε να αιωρείται σαν άυλο πλάσμα, ανίκανο να αντιδράσει...
Χαμήλωνε το κεφάλι κι έφευγε. Η οικογένειά της ήταν κλεισμένη σε μάρμαρα και μόνο σε φωτογραφίες και πιστοποιητικά μπορούσε να την αγγίξει!
Δεν είχε λόγο, δεν είχε σκοπό, ούτε κίνητρο... Δεν είχε τίποτα, αισθανόταν πως ήταν ένα τίποτα!


Όταν μεγαλώνεις απότομα από τη μια στιγμή στην άλλη, όταν μια ζωή τρέχεις για τους άλλους και δεν προλαβαίνεις να αντιληφθείς το γοργό κύλισμα του χρόνου, δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσεις τι έχασες, τι δεν έζησες, τι δε χάρηκες, ή τι θέλεις. Διότι το χειρότερο απ'όλα είναι πως δεν μπορείς καν να καταλάβεις ποιος στο καλό είσαι! Όπως όταν την ώρα που ξυπνάς μερικές φορές, δεν αναγνωρίζεις πού βρίσκεσαι ή τι ώρα της μέρας είναι. Και το πέρασμα στη συνειδητή γνώση μπορεί να σου πάρει καιρό και είναι σχεδόν πάντα οδυνηρό για τον κόσμο σου της λογικής και του συναισθήματος...


Κι η Γιωργία, μέσα από τις φωτογραφίες, τα αντικείμενα και τα έγγραφα μέσα στο σπίτι, προσπαθούσε να βρει την άκρη από το νήμα που θα τη στέριωνε στο σήμερα και το υλικό που θα γέμιζε το κενό από την απουσία του εαυτού της στο παρελθόν ως την απουσία των δικών της στο παρόν.



Ο ήλιος έδυσε κρυμμένος πίσω από κάτι σύννεφα γκρι-ροζ και το σκοτάδι σε λίγο θ'απλωνόταν παντού πιασμένο χέρι-χέρι με την υγρασία και το κρύο! Ώρα να φύγει!
 Ήθελε 10 λεπτά περπάτημα.

Έσφιξε το λαστιχάκι που κρατούσε ψηλά τα μακριά της μαύρα μαλλιά και κούμπωσε το μαύρο μπουφάν ως απάνω. Με τα χέρια στις τσέπες, η ψηλόλιγνη φιγούρα της, κατάμαυρο στίγμα στο γκρίζο άκρο της νύχτας, φάνταζε εξωπραγματική...
Ώρα 17:10
Κοίταξε το ρολόι της. 

Τα φώτα του αυτοκινήτου που έστριψε στη διασταύρωση με τον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό, έπεσαν πάνω της και την ξάφνιασαν. Ενστικτωδώς, σήκωσε το χέρι να προστατέψει τα μάτια της.
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή νόμισε πως τους είδε! Μια στιγμή παράξενη, μετέωρη σ'ένα μούδιασμα που ένοιωσε πως τη χρωμάτισε με ευωδιές και ζεστασιά! Σα να έσμιξε με τους δικούς της, μετά από κάποιο ταξίδι, σ'ένα αγκάλιασμα λυτρωτικό, σφιχτό και τρυφερό συνάμα! Στο φως των προβολέων νόμισε ότι τους είδε και τους τρεις χαμογελαστούς, ν'ανοίγουν τα χέρια τους να την υποδεχτούν! Βλέπει κανείς όνειρα ξύπνιος;

Το αυτοκίνητο φρενάρισε και η κοπέλα προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Προφανώς ήταν επηρεασμένη από την επίσκεψή της στο νεκροταφείο.

-Γεια σου Γιωργία! Τι κάνεις; της φώναξε ο οδηγός από το κατεβασμένο τζάμι.
-Καλά, Γιάννη! Η Αμαλία; Το μωρό;
-Μια χαρά είναι! Πάω να απαγάγω την πεθερά μου εκτάκτως για δυο μέρες επειδή τη χρειάζεται η Αμαλία. Θα χαρεί με την έκπληξη! Είχε πει πόσο ήθελε να ξαναδεί το μωρό! απάντησε χαρούμενα ο νέος άντρας. Θέλεις να σε πάω σπίτι; Απέναντι μένεις.
-Νά'σαι καλά, Γιάννη. Προτιμώ να περπατήσω, ευχαριστώ! Δεν είναι μακριά έτσι κι αλλιώς.
-Ναι, σωστά! Χαμογέλασε ο Γιάννης. Χάρηκα που σε είδα! Καλές Γιορτές!
-Επίσης, Γιάννη μου! Τα φιλιά μου στην Αμαλία και τη μπέμπα!

Το αυτοκίνητο συνέχισε την πορεία του προς το χωριό, το ίδιο και η Γιωργία, που ούτε καν πρόσεξε ότι υπήρχε ένα ακόμη άτομο στη θέση του συνοδηγού. Ο Κλέαρχος!

-Ποια ήταν η κοπέλα; ρώτησε ο Κλέαρχος το Γιάννη μόλις το αυτοκίνητο ξεκίνησε ξανά.
-Η Γιωργία; Ααα! Μεγάλη ιστορία! Θα στην πει η πεθερά μου όταν θα επιστρέφουμε στην Αθήνα αργότερα! Εξαιρετική κοπέλα, αλλά άτυχη...

21 Δεκεμβρίου 2008, Λονδίνο.
Ώρα 17:10
Κοίταξε το ρολόι της.

Κλικ του μυαλού στο χρόνο και το χώρο!
Κοίταξε γύρω της...

Στο τεράστιο τζάκι έκαιγε μια φλόγα ζωηρή και γιορτινή! Η διακόσμηση απέπνεε αριστοτεχνικά το πνεύμα των Χριστουγέννων. Στη λευκή μπερζιέρα δεξιά, η ίδια χωρίς να το γνωρίζει, συναγωνιζόταν σε λάμψη τη φωτιά. Στην αγκαλιά της, η Γιωργία, κρατούσε τον μόλις δύο μηνών γιό της, που πριν λίγο είχε αποκοιμηθεί. Όταν γεννήθηκε ζήτησε από τον άντρα της να τον ονομάσουν Λάμπρο και ο Κλέαρχος συμφώνησε αμέσως. Δεν της χαλούσε χατήρι!
Έστρεψε το βλέμμα της στον άντρα της. Είχε κι εκείνος αποκοιμηθεί στον καναπέ με τα τεράστια μαξιλάρια απέναντί της και το πρόσωπό του αντανακλούσε γαλήνη και φως. Η Γιωργία τον κοίταξε και χαμογέλασε με τρυφερότητα.
Αν τη ρωτούσε κάποιος εκείνη τη στιγμή τι είναι ευτυχία, θα έλεγε σαφέστατα:
“Ό,τι βλέπετε και ό,τι νοιώθω”!

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα! Ακόμη μια απότομη μεταστροφή στη ζωή της Γιωργίας, αλλά αυτή τη φορά την αποζημίωσε με το παραπάνω σα να αναγνώρισε η Μοίρα την αδικία που είχε διαπράξει στο κορίτσι αυτό, όταν της στέρησε τα νειάτα. Και της έστειλε την άκρη του νήματος που έψαχνε να βρει για να ενώσει το παρελθόν με το παρόν της και να αρχίσει να μαθαίνει τον εαυτό της...

Υ.Γ.
Η ιστορία αυτή δεν είναι ένα ρομαντικό μυθιστόρημα με χάπυ έντ, αλλά  μια αληθινή ιστορία, ελαφρά τροποποιημένη, σε άλλους καιρούς και άλλους τόπους.
Είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που η τύχη παίζει τόσο ακραία με τη ζωή ενός ανθρώπου. 
Μα, ευτυχώς, ετούτη με κακή αρχή μεν, αλλά καλό τέλος.

Μίνα Βαμβάκου



Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Από καιρούς αλλοτινούς...




Στ'ακροδάχτυλα του ονείρου στάθηκες
Φιγούρα φωτεινή σε δρόμο σκιερό
Τα χέρια απλώσαν παρακάλι στο θέαμα το ιερό
Μα τούτη η κίνηση θαρρείς σε φόβισε πολύ
και πάλι χάθηκες...

Κι είχε το ξύπνημα μια γεύση θλίψης, μια ευωδιά πικρή!
Ποιες σκέψεις δολερές της μέρας
μπλέξαν έτσι περίεργα το νου;
Τι λόγια, τι εικόνες ανέσυραν ατόφιες τις αισθήσεις
ενός καιρού αλλοτινού;




Και μόλις έγειρε η ψυχή στη γλύκα του ύπνου 
Σ'εμπασαν ήσυχα, κρυφά, τρυπώντας τα σκοτάδια
Σ'έντυσαν φως και χρώματα κι έλαμψαν όλα γύρω
Κι έγινες πλήθος και χορός, κι αγγέλων μουσική
σε μια πλατεία άδεια...

Κι όταν σ'αντίκρυσε η ματιά θαρρείς ζωντάνεψε η στιγμή
και μ'ένα ατσάλινο σπαθί έκοψε την ανάσα!
Η αλαφράδα της καρδιάς, το χαμογέλιο της χαράς φτερούγες πήραν!
Άδραξε τότες κι η φωνή απ'τη μορφή σου θαρρετά, μιαν ηλιαχτίδα
και σού'στειλε νοσταλγικά μια λέξη μόνο: "Ήρθες"!




Μα όπως κάθε ψεύτικο η φθορά γοργά το φανερώνει
Έτσι κι εσύ στ΄άκουσμα αυτό έσβησες τόσο απαλά
όπως στου ήλιου τη θωριά χάνεται κάθε αστέρι.
Και φθινοπώριασε η στιγμή ρίχνοντας τ'άβουλο κορμί,
απότομα στο τώρα.

Σαν τα παιδιά, πειραχτικά, τα όνειρα ξεπηδάνε!
Ανακατώνουν χρόνους, εποχές, ανθρώπους, ψέμματα
κι αλήθειες μαρτυράνε!
Φύλλα κάνουν τις θύμησες να τις φυσά βοριάς κι εκείνες πέφτουν!
Και παραδίνουν το δεντρί γυμνό στο χάδι του χειμώνα.

Μα, κάπου εκεί βαθειά, μια φλόγα αφήνουν τόση δα,
ζεστή να καρτερεί στο κρύο, υγρό χώμα
τον έρωτα, την ομορφιά, τη ζήση, τη χαρά
στης άνοιξης και του καλοκαιριού το σώμα!
                                             Μίνα Βαμβάκου