Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Το χρονικό ενός ηλιοβασιλέματος

Έτσι όπως έγερνε ο Ήλιος, με συνεπήρε ένα σκίρτημα σαν προαίσθηση, μια λαχτάρα επιτακτική για να μείνω.
Απόθεσα τις τέσσερις αισθήσεις μου να γίνουν ένα με τα λειασμένα βότσαλα, αφήνοντας μόνο τη νεραϊδένια αλμύρα στη γεύση και ως άλλος θεατής υπερπαραγωγής σε μεγάλη οθόνη, άφησα την όραση μόνη να κάνει την καταγραφή στην ψυχή. 



Κι αμέσως, σε συμφωνία μυστική, το αναιδέστατο πορτοκαλί άρχισε όλο πρόκληση ν'αγκαλιάζει το θαλασσί τ'Ουρανού που καθρεφτιζόταν στα γαλήνια νερά της Θάλασσας και γλύκαινε τις πέτρες στ'ακρογιάλι... 
Τα βουνά κείτονταν νωχελικά απέναντι, περιμένοντας κι αυτά με τη σειρά τους τη συνέχεια.
Ένα υπερθέαμα που ποτέ δεν τα κάνει να πλήττουν!




Όταν ο ήλιος χάιδεψε τον ορίζοντα, μια ρόδινη απόχρωση φλόγισε τη Φύση, όπως ο έρωτας ροδίζει τις “μαλακές παρειές νεάνιδων” κάθε που αντικρύζουν τον αγαπημένο τους... 
Ανάσες αλμύρας κοφτές και μια ανεπαίσθητη αύρα γεμάτη ανυπομονησία διάχυτη ολόγυρα.
Προβλήματα, έγνοιες και λύπες χάθηκαν στη διαδοχή των χρωμάτων και των εικόνων!




Και σαν μισοκρύφτηκε ο Έρωτας Ήλιος πίσω από τις θολές κορυφογραμμές, το ρόδινο φούντωσε και τύλιξε την Κάμαρα Πλάση, σ'ένα αγκάλιασμα χαοτικό, σκηνικό τρυφερής αποπλάνησης... 
Μια πανδαισία εξοργιστική που ξελόγιασε το νου και τον παρέσυρε σε μονοπάτια ονειρικά, μακριά από τη σφαίρα της πραγματικότητας.
Κι εκεί στο τέρμα, σε σάλα παραμυθένια, τα συναισθήματα άρχισαν να στροβιλίζονται σε χορούς ανάλαφρους, μεθυστικούς!






Η Θάλασσα αναρρίγησε ενδίδοντας στο άγγιγμα το τρυφερό, σα γυναίκα που μετά από χρόνια αφήνεται πάλι ν'απολαύσει σαν πρώτη φορά την αρχέγονη χαρά της ζωής... 
Ρόδινο, μωβ, σιέλ απαλό κι ελπιδοφόρο γκρίζο σαν πανάκριβα αρώματα τύλιξαν την καρδιά κι εκείνη αναγάλλιασε χαμογελώντας ξανά.
Καθρέφτισε μέσα της το άπειρο του αγαπημένου της Ουρανού και γίνηκαν ένα!








Καθώς ο πύρινος δίσκος προχώρησε στο βύθισμά του, τα χρώματα γίνηκαν για τη Φύση τα ιερά βότανα και το μύρο του Φοίνικα πριν τυλιχτεί στην πυρκαγιά για ν'αναγεννηθεί μετά, μέσα από τις στάχτες του... 
Κι ήρθε το κόκκινο να τυλίξει στις φλόγες του τη γραμμή του ορίζοντα.
Ένα πυροτέχνημα στο βαθύ μπλε της ένωσης του αρσενικού Ουρανού με τη νεράιδα Θάλασσα!









Δυο προαιώνιοι εραστές που κι απόψε απόκαμαν ικανοποιημένοι στη γαλήνια κλίνη της νύχτας με στολίδι πάνωθέ τους ένα άλλο ζευγάρι, την Αφροδίτη και το Δία, να τους νανουρίζουν με μια μελωδία μυστικιστική...

Ένα τραγούδι αέναο κι ερωτικό, που τους ποτίζει με λήθη για να είναι κάθε φορά η πρώτη τους φορά.

Κρυφός θεατής δίχως τύψεις, απόμεινα εκεί σαν συνέχεια του βράχου, σα στοιχείο μεταλλικό σε μαγνήτη ισχυρό κι ένοιωθα κι εγώ ένα μέρος του όλου!





Και πριν ο Δίας κι η Αφροδίτη ολοκληρώσουν το ντουέτο τους, ήρθε απρόθυμα η Σελήνη να σηματοδοτήσει το τέλος του έργου.
Τράβηξε απαλά τη σκοτεινή κουρτίνα πίσω της για ν'αφήσει τη Θάλασσα και τον Ουρανό να κοιμηθούν ήσυχα, ώστε να βρουν τα όνειρα πρόσφορο το έδαφος και να τους ταξιδέψουν. 
Σα να την άκουσα να ψιθυρίζει “καληνύχτα” και με ραβδάκι το χλωμό της το φως, σκόρπισε στο διάβα της μυριάδες κόκκους μαγικούς που λαμποκοπούσαν κι εύχονταν με αγγελικές φωνές να ξεκινήσει όμορφα η επόμενη μέρα!
Θαρρώ πως έφτασαν ως εμένα...


Μίνα Βαμβάκου


Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

Αγκαλιάσματα...


Άφησε το αυτοκίνητο κάτω απ'τη σκιά της λεύκας και με κινήσεις μηχανικές βγήκε, κλείδωσε και κατηφόρισε στο γνώριμο μονοπάτι. Σε κάθε της βήμα τα πετραδάκια διαμαρτύρονταν αντικρούοντας τις ανάκατες σκέψεις της. Ποτέ άλλωτε το μυαλό της δεν ήταν τόσο σκορπισμένο όπως τώρα και η απογευματινή αύρα το ξανέμιζε μαζί με τα χρυσοκάστανα μαλλιά της... Κατέβηκε στην απόμερη παραλία και απόσωσε το κορμί της σα δυσβάσταχτο φορτίο πάνω στα λεία δροσερά ακόμα βότσαλα.

Ένα μπουκέτο χρυσορόδινο φως στόλιζε τον ορίζοντα κι έσπρωχνε μελωδικά την εικόνα της μέρας να εγκατασταθεί στο πρωινό. Τα σκούρα νερά ξυπνούσαν τεμπέλικα και γκρίνιαζαν στις αποχρώσεις της αυγής που παρέλαυναν πάνωθέ τους. Δυο-τρεις γλάροι παράβγαιναν σε παιχνιδιάρικη πτήση, αντικατοπτρίζοντας στα λευκά τους φτερά, όλη τη χρωματική πανδαισία της φύσης εκείνη την ώρα.

Μα τίποτα απ'όλα τούτα δεν άγγιζε τη νέα γυναίκα! Με βλέμμα σκοτεινό κι ανταριασμένο πίσω από τους φακούς των γυαλιών της, έβγαλε από την τσέπη της μια σελίδα χαρτί, την ξεδίπλωσε κι άρχισε να τη διαβάζει για δεύτερη φορά...

Ο Στράτος είχε μπει στη ζωή της αναπάντεχα, αρκετούς μήνες πριν, όταν εκείνη είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή και άφηνε τη μια μέρα να διαδέχεται την άλλη, σα μηχάνημα σε γραμμή παραγωγής που δούλευε ασταμάτητα, στον ίδιο μονότονο ρυθμό. Οι απώλειες και οι ήττες που είχε βιώσει στη μέχρι τώρα ζήση της, είχαν αποδυναμώσει τις αντοχές της.

Δύσκολα παιδικά χρόνια ως παιδί νόθο, αφού ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει τη μητέρα της όταν έμαθε ότι περίμενε παιδί. Στερήσεις στο σχολειό και στο σπίτι και να βλέπει κάθε μέρα τη μάνα να παλεύει μόνη, να αγωνίζεται συνεχώς, χωρίς αποτέλεσμα. Να την ακούει τα βράδυα, πότε να βογγάει από την κούραση και πότε να κλαίει από απογοήτευση... Μα, μεταξύ τους, το δέσιμο γερό κι ας ήταν ντυμένο με τους κανόνες της σιωπής! Τον πατέρα που την αρνήθηκε, για να μην τον μισήσει και δηλητηριάσει την ψυχή της, τον αντικατέστησε με ένα φανταστικό πρόσωπο, ζεστό μα θολό, που -μαθές- είχε πεθάνει πριν γεννηθεί!



Ώσπου έφυγε κι η μάνα, πριν την ώρα της, ένα χειμώνα βαρύ, από ένα κρύωμα που αψήφησε για να μη χάσει τα μεροκάματα... Κι η Σοφία έμεινε μόνη, ένα χρόνο πριν τελειώσει το σχολείο! Αγωνίστηκε με ευκαιριακές δουλειές, τέλειωσε αργότερα το Νυχτερινό και κατάφερε να βρει και καλύτερη δουλειά.

Όμως, λες κι οι Μοίρες πάνω απ'την κούνια της την είχαν ράνει ανόρεχτα, οι αναποδιές δεν έπαυαν να τη δοκιμάζουν κάθε φορά που πήγαινε να πάρει μιαν ανάσα! Πότε με προβλήματα στη δουλειά, πότε με ανθρώπους που την εκμεταλλεύονταν... Κι εκείνες οι μνήμες της μάνας, κι εκείνη η θλίψη για τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, τη στοίχειωναν!

Απλά επιβίωνε...

Εικοσιτριών χρονών κι είχε χτίσει γύρω της ένα τείχος προστασίας μέσα στο οποίο είχε εγκλωβιστεί και η ίδια, στερώντας τον εαυτό της από ανθρώπους, όνειρα και χαρές.
Δουλειά-σπίτι, σπίτι-δουλειά...

Και στη δουλειά μόνη, κλεισμένη σ'ένα στενόχωρο γραφείο και στο σπίτι πάλι μόνη, κλεισμένη στους τοίχους του.


Το τηλέφωνο σπάνια χτυπούσε και οι κουβέντες της λιγοστές, ίσα-ίσα για τ'απαραίτητα. 
Γύρω της άλλαζαν μόνο τα ρολόγια, οι μέρες και οι εποχές με τα καιρικά τους φαινόμενα..

Μόνο ένα μέρος υπήρχε που επισκεπτόταν χειμώνα-καλοκαίρι, όποτε ένοιωθε την ανάγκη να πάρει κουράγιο για να συνεχίσει να ζει: η παραλιούλα της! Μια απόμερη μικρή παραλία που χωρούσε-δε χωρούσε δέκα ανθρώπους, αθέατη από το δρόμο και μ'ένα μονοπάτι καλά κρυμμένο από τη φύση. Εκεί πήγαιναν τις Κυριακές των καλοκαιριών, πρωί-πρωί, με τη μητέρα της. Ήταν η μόνη διασκέδασή τους όλου του χρόνου... Κι όπως της είχε εξομολογηθεί η μάνα κάποτε, εκεί συναντούσε τον πατέρα της! Αφότου την έχασε, πήγαινε πολύ συχνά εκεί. Τα βράχια δεξιά, πήραν τη μορφή της μάνας. Κι εκείνος ο ψηλός βράχος αριστερά της, γίνηκε η πατρική φιγούρα που πεθυμούσε από παιδί, το φανταστικό θολό πρόσωπο που δεχόταν το μερίδιό του στην αγάπη της. Έτσι, τα καλοκαίρια που κολυμπούσε εκεί, η θάλασσα γινόταν η αγκαλιά των γονιών της και οι κραυγές των γλάρων τα φιλιά τους. Έτσι δυνάμωνε! Κι ανηφόριζε το μονοπάτι στην επιστροφή με τα πνευμόνια γεμάτα αέρα, το μυαλό καθαρό και την ψυχή γεμάτη κουράγιο.



Ήταν ένα πρωινό πέντε μήνες πριν, που πήγαινε στη δουλειά, στο πλακόστρωτο δίπλα στην εκκλησία του εμπορικού κέντρου, όταν εκείνος μιλώντας στο κινητό του και ψάχνοντας στην τσάντα του δεν την είδε κι έπεσε με ορμή πάνω της! Εκείνη πάλι, περπατούσε σκυφτή και δεν πρόσεξε τον άντρα που προχωρούσε κατά πάνω της. Έχασε την ισορροπία της κι έπεσε άτσαλα, ενώ ο Στράτος, στην προσπάθειά του να τη συγκρατήσει, έπεσε κι εκείνος μαζί της! Το μόνο που κατάφερε να κάνει ήταν να βάλει το χέρι του πίσω από το κεφάλι της για να μην το χτυπήσει στις πλάκες. Το κινητό του μαζί με τα γυαλιά της έγιναν κομμάτια και τα χαρτιά απ'την τσάντα του σκορπίστηκαν γύρω τους, σαν αστείο επισφράγισμα στο σκηνικό... Παύση!

-  Είστε καλά; Χίλια συγνώμη! Είμαι αδικαιολόγητος! της είπε αμέσως μετά, με έκδηλη ταραχή στη
   φωνή, τις κινήσεις και το βλέμμα του.

-  Ννναι... Καλά... Καλά είμαι... απάντησε εκείνη, σαστισμένη από το σοκ της πτώσης.

Κι έτσι γνωρίστηκαν. Τα σπασμένα γυαλιά της που ανέλαβε να αποκαταστήσει ο Στράτος, ήταν η αφορμή για να ξανασυναντηθούν. Και συνατήθηκαν ξανά! Και ξανά...
Και η Σοφία άρχισε να χαμογελά, να φροντίζει τον εαυτό της, να χαίρεται, να εμπιστεύεται, να ερωτεύεται!
Εκείνος πάλι, έδειχνε να χαίρεται τη συντροφιά της, να της ανοίγει νέες πόρτες στα ενδιαφέροντά της, να την προσέχει, να της τονώνει την αυτοπεποίθηση, να της χαρίζει καινούργια όνειρα!

Σήμερα, ξύπνησε χαρούμενη και φρόντισε την εμφάνισή της περισσότερο απ'ό,τι συνήθως!
Φόρεσε και το καινούριο κόκκινο φόρεμά της επειδή ο Στράτος της είχε πει χθες το απόγευμα ότι θα περνούσε να την πάρει μετά τη δουλειά να πάνε μαζί για φαγητό.
Αλλά κι επειδή σήμερα, θα του ανακοίνωνε και την εγκυμοσύνη της!

Το βράδυ είχε κάνει το τεστ και κρατήθηκε με χίλια ζόρια να μην τον πάρει τηλέφωνο να του το πει τηλεφωνικώς! Είχε νοιώσει έναν αδιόρατο φόβο όταν είδε το αποτέλεσμα, αλλά δεν τον άφησε να της διαλύσει τη χαρά! Εξάλλου, είχε τυφλή εμπιστοσύνη στο Στράτο...

Ο ίδιος αυτός φόβος ήταν που γιγαντώθηκε κι έγινε ταφόπλακα στο διάβα της, όταν πηγαίνοντας στην πόρτα για να φύγει, είδε στο πάτωμα ένα άσπρο χαρτί Α4 διπλωμένο στα δυο, σπρωγμένο κάτω από τη χαραμάδα...

Πάγωσε!
Έσκυψε και το πήρε...
Το διάβασε...

Το χρώμα έφυγε από πάνω της! Έφυγε από παντού! Το άσπρο του χαρτιού έβαψε το δέρμα της, το πάτωμα, τους τοίχους γύρω της και η ίδια έγινε μια κουκίδα μαύρη μαζί με τα αντικείμενα στο χώρο, σαν τα γράμματα που ήταν γραμμένα με μαύρο στυλό πάνω στο χαρτί!

Δίπλωσε το χαρτί στα τέσσερα και το έβαλε στην τσέπη του κόκκινου φουστανιού της.
Άφησε την τσάντα της στο τραπεζάκι και πήρε από το τασάκι τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

Και νάτην τώρα καθισμένη με το κόκκινο φουστάνι πρωί-πρωί στα βότσαλα και με τα κλειδιά και το άσπρο χαρτί στο χέρι.

“Αγαπημένη μου Σοφία,
Ξέρω ότι έχεις περάσει πολλά στη ζωή σου! Όμως είσαι πολύ δυνατή διότι κατάφερες να επιβιώσεις από πολύ δυσκολότερες καταστάσεις!
Ήσουν ό,τι πιο αληθινό έχω ζήσει και στ'αλήθεια είσαι ένας άνθρωπος που πάντα θα θαυμάζω.
Εγώ αποδεικνύομαι κατώτερός σου αφού δεν είχα τη δύναμη να σε συναντήσω και να σου μιλήσω πρόσωπο με πρόσωπο....

Χθες το βράδυ, ήρθε και με βρήκε η Αντριάνα. Νόμιζα ότι είχα τελειώσει μαζί της μετά από τόσους μήνες. Αλλά όταν την είδα μπροστά μου, σχεδόν ετοιμόγεννη να κλαίει, δεν κάθησα να το σκεφτώ. Έχω χρέος απέναντι στη νέα ζωή που θα γεννηθεί! Και είμαι σίγουρος ότι δε θα ήθελες να στερηθεί κι αυτό το παιδί τον πατέρα του...

Ξέρω ότι σε απογοητεύω, Σοφία, αλλά ξέρω επίσης, ότι θα φανείς δυνατή και θα τα καταφέρεις!
Ελπίζω σύντομα να συναντήσεις κάποιον που θα σου αξίζει πραγματικά! Περισσότερο απ'όσο εγώ...
Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος! Εύχομαι να μην κρατήσει πολύ η λύπη σου και να βρεις σύντομα την ευτυχία που σου αξίζει.
Σ'ευχαριστώ που ομόρφυνες τη ζωή μου όλον αυτόν τον καιρό!
Με αγάπη
Στράτος”



Δε δάκρυσε καν... Δε σκέφτηκε καν...
Η άδεια παλάμη της σύρθηκε απαλά πάνω στην κοιλιά της. Ένοιωσε τη θάλασσα να την καλεί σε λυτρωτικά αγκαλιάσματα και τους βράχους δεξιά κι αριστερά να της χαμογελούν με αγάπη!

Ακούμπησε το χαρτί στα βότσαλα χωρίς να το κοιτάξει και άφησε πάνω του τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Έπειτα σηκώθηκε, έβγαλε τα παπούτσια και στάθηκε ακίνητη. Κι άρχισε να γελά! Σιγανά στην αρχή κι ύστερα ολοένα και πιο δυνατά, πιο τραγικά ώσπου οι γλάροι τρόμαξαν και σώπασαν στο άκουσμά της!



Έτσι γελώντας, προχώρησε στο νερό! Δεν την ενόχλησε η χαμηλή θερμοκρασία του. Η ίδια ήταν πιο παγωμένη! Σταμάτησε να γελά κι άρχισε να κλαίει. Να κλαίει σύμφωνα με τους γνώριμους κανόνες της σιωπής και να κολυμπάει. Η αλμύρα των δακρύων της ενώθηκε με την αλμύρα του υγρού στοιχείου γύρω της.

Κι εκεί που το βαθύ μπλε της θάλασσας ξαπλώνει κάτω από το γαλάζιο τ'ουρανού και το φιλά, έπαψε να κολυμπά κι αφέθηκε στα ρεύματα...
Μια κατακόκκινη κουκίδα παράταιρη στις εναλλαγές του μπλε!
Το κόκκινο φουστάνι φούσκωσε λες και το έμβρυο μέσα της, αφού δεν θα γεννιόταν ποτέ, μεγάλωσε απότομα για να το γνωρίσει!
Και το κορμί γύρισε μπρούμυτα στην αγκαλιά της θάλασσας...
Κι από τα βάθη της, ήρθε η μάνα και την πήρε στη δική της αγκαλιά!
Και τότε οι γλάροι ξεκίνησαν πάλι με τα κρωξίματά τους να τους στέλνουν φιλιά...

Mίνα Βαμβάκου




Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Το βουνό και η θάλασσα του Παραδείσου





Κι όπως είσαι ξαπλωμένος πάνω στα λεία βότσαλα της μικρής παραλίας κι αφήνεσαι στις ευεργετικές ιδιότητες του καλοκαιρινού ήλιου, τη στιγμή που νοιώθεις ότι κοντεύεις να χάσεις την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, ανασηκώνεις το βλέμμα για να επαναφέρεις το νου σου στην πραγματικότητα.



Εδώ όμως, αντικρύζοντας αυτή την εικόνα, το μυαλό αρνείται να υπακούσει!
Αντίθετα, αρπάζει τις σκέψεις από το χεράκι και τις συνοδεύει σε μια λυτρωτική άνοδο...
Αποδέχονται το κάλεσμα του βουνού και ξεκινούν: βηματίζουν στα βότσαλα, ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του μονοπατιού, διασχίζουν την άσφαλτο κι αρχίζουν μια εξωπραγματική αναρρίχηση προς την κορυφή και το γαλάζιο τ'ουρανού!

Το Μεσσάπιο όρος, ο Κτυπάς, η ψηλότερη κορυφή της οροσειράς που διαχωρίζει την περιοχή της Θήβας μ'εκείνην της Χαλκίδας και κατηφορίζει ως την Αυλίδα, υψώνεται 1021 μέτρα πάνω από τα νερά του Βόρειου Ευβοϊκού και την περιοχή της αρχαίας Ανθηδώνας. 


Η πλευρά του Κτυπά προς Λουκίσια,
όπως φαίνεται από την πλαζ Αλυκές Δροσιάς.

Ο Παυσανίας στα Βοιωτικά αναφέρει:
“...οὗτοι μὲν τοιοῦτο παρέχονται τὸ εἶδος, τῆς δὲ Βοιωτίας τὰ ἐν ἀριστερᾷ τοῦ Εὐρίπου Μεσσάπιον ὄρος καλούμενον καὶ ὑπ' αὐτῷ Βοιωτῶν ἐπὶ θαλάσσης πόλις ἐστὶν Ἀνθηδών...”

Ο δε Στράβωνας στα Γεωγραφικά:
“...ἐν δὲ τῇ Ἀνθηδονίᾳ Μεσσάπιον ὄρος ἐστὶν ἀπὸ Μεσσάπου, ὃς εἰς τὴν Ἰαπυγίαν ἐλθὼν Μεσσαπίαν τὴν χώραν ἐκάλεσεν.”


Αργότερα επικράτησε η ονομασία Κτυπάς (και Χτυπάς) και το νησάκι κάτωθέ του Κτυπονήσι (σήμερα γνωστό ως Εγγλεζονήσι).
Η παράδοση υποστηρίζει ότι η ονομασία Κτυπάς δόθηκε επειδή σ'αυτό το σημείο θανατώθηκε από τους Πέρσες ο (ντόπιος) πλοηγός τους, Σαλγανέας, επειδή ο Ξέρξης θεώρησε ότι τους οδήγησε σε αδιέξοδο. 

Στον κύκλο, ο Τύμβος του Σαλγανέα.
Η λήψη είναι από το Εγγλεζονήσι.

Εικάζεται πως ο χωμάτινος λόφος που υπάρχει έως σήμερα στους πρόποδες του Κτυπά (ο Τύμβος του Σαλγανέα) έγινε από τους Πέρσες, όταν ανακάλυψαν την ύπαρξη διόδου στον πορθμό και επέστρεψαν για να τον ενταφιάσουν εκεί με τιμές.

Σπουδαίο ρόλο έπαιξε ο Κτυπάς και στην αλυσίδα των φρυκτωριών (μετάδοσης μηνυμάτων με φωτιές από κορυφή σε κορυφή). Στο έργο του "Αγαμέμνων" ο Αισχύλος αναφέρει πως η Κλυταιμνήστρα ειδοποιήθηκε για την πτώση της Τροίας μέσω φρυκτωρίας που ξεκίνησε από την Ίδη και συνεχίστηκε μέσω του Ερμαίου (Λήμνος), Άθω, Μάκιστου (Καντήλι Εύβοιας), Μεσσάπιου (Κτυπά), Βοιωτικής κορυφής, κορυφής του Κιθαιρώνα, μεταδόθηκε στο Αιγίπλαγκτον (Γεράνεια Αττικής), στο Αραχναίο όρος και έφτασε στην πρωτεύουσα των Μυκηνών.

Το Μεσσάπιον όρος όπως φαίνεται λίγο πριν την Αρτάκη!
 
Το επιβλητικό βουνό καλυπτόταν από πυκνά πευκοδάση και αποτελούσε οικιστικό περιβάλλον πλούσιας πανίδας, ακόμη και μεγάλων θηλαστικών (τσακαλιών και λύκων).
Από το 1944, με τον πρώτο εμπρησμό των Γερμανοϊταλικών δυνάμεων κατοχής στο βουνό για τον εντοπισμό αντιστασιακών τμημάτων και μετά από άλλες πυρκαγιές στις επόμενες δεκαετίες, οι πλαγιές του Κτυπά αποψιλώθηκαν.

Το βουνό όπως φαίνεται από την Έξω Παναγίτσα, Χαλκίδας.

Με την καλλίγραμη δυναμική του, η γνώριμη και αγαπημένη στους ντόπιους φιγούρα του Κτυπά είναι αναγνωρίσιμη τόσο από τη Βοιωτική πλευρά όταν βγαίνεις από την Εθνική Οδό στο Σχηματάρι, όσο και από τα βόρεια παράλια της Ευβοϊκής Χαλκίδας, απ'όπου μάλιστα απολαμβάνουν πανέμορφα ηλιοβασιλέματα στη θέα του...
Για τους κατοίκους των γύρω περιοχών αποτελεί επιπλέον και σημείο μετεωρολογικής πρόγνωσης, αφού όταν είναι φορτωμένος από σύννεφα έρχεται βροχή στη Χαλκίδα...

Ο Κτυπάς από την Ακρόπολη του Μεγάλου Βουνού, πάνω από την Αυλίδα.
Διακρίνεται και το Εγγλεζονήσι στους πρόποδές του, καθώς επίσης και το Καντήλι, δεξιά απέναντι, στην Εύβοια.


Μα το πιο ελκυστικό κομμάτι του βουνού είναι εκείνο που τσαλαβουτάει στα κρυστάλλινα νερά του Βόρειου Ευβοϊκού!
Λίγο έξω από τη Δροσιά (Χάλια) του Δήμου Ανθηδώνος και μόλις τελειώσει η γνωστή και κοσμοπολίτικη πλαζ Αλυκές, με κατεύθυνση προς τα Λουκίσια, αρχίζει μια ακτογραμμή μοναδική, σαν πλούσιες πτυχές ενός βασιλικού χιτώνα, που αντιστοιχούν σε πολλές μικρές και μεγαλύτερες παραλίες!



Με την άγρια αλλά φιλόξενη και απαράμιλλη ομορφιά τους, με νερά καθάρια και με εξαίσια θέα, σε μαγνητίζουν αμέσως μόλις τις αντικρύσεις! Οι περισσότερες είναι προσβάσιμες από στεριάς, μέσα από μικρά κατηφορικά μονοπάτια, από φυσικά ή τεχνητά σκαλοπάτια λίγων μόνο μέτρων.
Μικροί παράδεισοι, ως επί το πλείστον με μεγάλα ή μικρότερα, λεία βότσαλα, είναι σκέτη πρόκληση για όσους αγαπούν τα κρύα και καθαρά νερά, την εξερεύνηση του βυθού, το ψάρεμα από στεριάς, αλλά και για όσους αποζητούν κάτι πιο ήσυχο, φυσικό και παρθένο, σε αντίθεση με τις πολύβουες κοσμικές πλαζ... 

 
Ένα από τα πολλά μονοπάτια που σε οδηγούν σ'ένα μικρό παράδεισο.
Παρκάρεις και κατεβαίνεις..
.

Από το βυθό σε πολλά σημεία (και σε μερικά ορατό), αλλά και από τα βράχια πριν τη θάλασσα αναβλύζει παγωμένο γλυκό νερό από τα έγκατα του Κτυπά. Ένας επιπλέον λόγος -εκτός της παλίρροιας και των ρευμάτων- που η θάλασσα εκεί παραμένει κρύα και σε περιόδους καύσωνα.

Οι κορυφογραμμές σμίγουν στον ορίζοντα
και ο βόρειος Ευβοϊκός φαντάζει σα μια μαγευτική λίμνη...


Τέλος, η θέα μπροστά σου, σε αποζημιώνει για την έλλειψη πράσινου και σκιάς.
Η ματιά σου απλώνεται μεθυστικά στο τμήμα από το γραφικό  Εγγλεζονήσι που είναι κοντύτερά σου ή και σ'ολόκληρο το καταπράσινο νησί, αν είσαι στις παραλίες απέναντί του. 
Στο βάθος δεσπόζει το όρος Καντήλι και όταν είσαι πιο αριστερά, αχνοφαίνονται και οι κορυφογραμμές της Βόρειας Εύβοιας.
Χαμογελάς παρακολουθώντας τα παιχνιδίσματα των γλάρων στο πήγαιν' έλα τους, πότε ακολουθώντας ψαρόβαρκες που περνούν και πότε βουτώντας στον τροφοδότη υδάτινο όγκο...



Οι αποχρώσεις των τοπίων από την κορφή του Κτυπά, ως τις παραλίες του, τη θάλασσά του και απέναντι, είναι απειράριθμες και λικνίζονται στα τερτίπια του ήλιου με τα σύννεφα και τον ουρανό!
Αμέτρητες όψεις που σου κόβουν την ανάσα από το ελπιδοφόρο χάραμα ως την επέλαση της νύχτας,  σου υπόσχονται πως δε θα πάψουν ποτέ να σε ξαφνιάζουν υπέροχα!

Μίνα Βαμβάκου

(Πηγές στοιχείων: 
Βικιπαίδεια, 
Δήμος Χαλκιδέων)