Άφησε το αυτοκίνητο
κάτω απ'τη σκιά της λεύκας και με κινήσεις
μηχανικές βγήκε, κλείδωσε και κατηφόρισε
στο γνώριμο μονοπάτι. Σε κάθε
της βήμα τα πετραδάκια διαμαρτύρονταν
αντικρούοντας τις ανάκατες σκέψεις
της. Ποτέ άλλωτε το μυαλό της δεν ήταν
τόσο σκορπισμένο όπως τώρα και η
απογευματινή αύρα το ξανέμιζε μαζί με
τα χρυσοκάστανα μαλλιά της... Κατέβηκε
στην απόμερη παραλία και απόσωσε το
κορμί της σα δυσβάσταχτο φορτίο πάνω
στα λεία δροσερά ακόμα βότσαλα.
Ένα μπουκέτο χρυσορόδινο
φως στόλιζε τον ορίζοντα κι έσπρωχνε
μελωδικά την εικόνα της μέρας να
εγκατασταθεί στο πρωινό. Τα σκούρα νερά
ξυπνούσαν τεμπέλικα και γκρίνιαζαν
στις αποχρώσεις της αυγής που παρέλαυναν
πάνωθέ τους. Δυο-τρεις γλάροι παράβγαιναν σε
παιχνιδιάρικη πτήση, αντικατοπτρίζοντας
στα λευκά τους φτερά, όλη τη χρωματική
πανδαισία της φύσης εκείνη την ώρα.

Μα τίποτα απ'όλα τούτα
δεν άγγιζε τη νέα γυναίκα! Με βλέμμα
σκοτεινό κι ανταριασμένο πίσω από τους
φακούς των γυαλιών της, έβγαλε από την
τσέπη της μια σελίδα χαρτί, την ξεδίπλωσε
κι άρχισε να τη διαβάζει για δεύτερη
φορά...
Ο Στράτος είχε μπει στη
ζωή της αναπάντεχα, αρκετούς μήνες πριν,
όταν εκείνη είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον
για τη ζωή και άφηνε τη μια μέρα να
διαδέχεται την άλλη, σα μηχάνημα σε
γραμμή παραγωγής που δούλευε ασταμάτητα,
στον ίδιο μονότονο ρυθμό. Οι απώλειες
και οι ήττες που είχε βιώσει στη μέχρι
τώρα ζήση της, είχαν αποδυναμώσει τις
αντοχές της.
Δύσκολα παιδικά χρόνια
ως παιδί νόθο, αφού ο πατέρας της είχε
εγκαταλείψει τη μητέρα της όταν έμαθε
ότι περίμενε παιδί. Στερήσεις στο σχολειό
και στο σπίτι και να βλέπει κάθε μέρα
τη μάνα να παλεύει μόνη, να αγωνίζεται
συνεχώς, χωρίς αποτέλεσμα. Να την ακούει
τα βράδυα, πότε να βογγάει από την κούραση
και πότε να κλαίει από απογοήτευση...
Μα, μεταξύ τους, το δέσιμο γερό κι ας
ήταν ντυμένο με τους κανόνες της σιωπής!
Τον πατέρα που την αρνήθηκε, για να μην
τον μισήσει και δηλητηριάσει την ψυχή
της, τον αντικατέστησε με ένα φανταστικό
πρόσωπο, ζεστό μα θολό, που -μαθές- είχε
πεθάνει πριν γεννηθεί!
Ώσπου έφυγε κι η μάνα,
πριν την ώρα της, ένα χειμώνα βαρύ, από
ένα κρύωμα που αψήφησε για να μη χάσει
τα μεροκάματα... Κι η Σοφία έμεινε μόνη,
ένα χρόνο πριν τελειώσει το σχολείο!
Αγωνίστηκε με ευκαιριακές δουλειές,
τέλειωσε αργότερα το Νυχτερινό και
κατάφερε να βρει και καλύτερη δουλειά.
Όμως, λες κι οι Μοίρες
πάνω απ'την κούνια της την είχαν ράνει
ανόρεχτα, οι αναποδιές δεν έπαυαν να τη
δοκιμάζουν κάθε φορά που πήγαινε να
πάρει μιαν ανάσα! Πότε με προβλήματα
στη δουλειά, πότε με ανθρώπους που την
εκμεταλλεύονταν... Κι εκείνες οι μνήμες
της μάνας, κι εκείνη η θλίψη για τον
πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, τη στοίχειωναν!

Απλά επιβίωνε...
Εικοσιτριών χρονών κι είχε χτίσει γύρω
της ένα τείχος προστασίας μέσα στο οποίο
είχε εγκλωβιστεί και η ίδια, στερώντας
τον εαυτό της από ανθρώπους, όνειρα και
χαρές.
Δουλειά-σπίτι,
σπίτι-δουλειά...
Και στη δουλειά μόνη,
κλεισμένη σ'ένα στενόχωρο γραφείο και
στο σπίτι πάλι μόνη, κλεισμένη στους τοίχους
του.
Το τηλέφωνο σπάνια χτυπούσε και οι
κουβέντες της λιγοστές, ίσα-ίσα για
τ'απαραίτητα.
Γύρω της άλλαζαν μόνο τα
ρολόγια, οι μέρες και οι εποχές με τα
καιρικά τους φαινόμενα..
Μόνο ένα μέρος υπήρχε
που επισκεπτόταν χειμώνα-καλοκαίρι,
όποτε ένοιωθε την ανάγκη να πάρει
κουράγιο για να συνεχίσει να ζει: η
παραλιούλα της! Μια απόμερη μικρή παραλία
που χωρούσε-δε χωρούσε δέκα ανθρώπους,
αθέατη από το δρόμο και μ'ένα μονοπάτι
καλά κρυμμένο από τη φύση. Εκεί πήγαιναν
τις Κυριακές των καλοκαιριών, πρωί-πρωί,
με τη μητέρα της. Ήταν η μόνη διασκέδασή
τους όλου του χρόνου... Κι όπως της είχε
εξομολογηθεί η μάνα κάποτε, εκεί
συναντούσε τον πατέρα της! Αφότου την
έχασε, πήγαινε πολύ συχνά εκεί. Τα βράχια
δεξιά, πήραν τη μορφή της μάνας. Κι
εκείνος ο ψηλός βράχος αριστερά της,
γίνηκε η πατρική φιγούρα που πεθυμούσε
από παιδί, το φανταστικό θολό πρόσωπο
που δεχόταν το μερίδιό του στην αγάπη
της. Έτσι, τα καλοκαίρια που κολυμπούσε
εκεί, η θάλασσα γινόταν η αγκαλιά των
γονιών της και οι κραυγές των γλάρων τα
φιλιά τους. Έτσι δυνάμωνε! Κι ανηφόριζε
το μονοπάτι στην επιστροφή με τα πνευμόνια
γεμάτα αέρα, το μυαλό καθαρό και την
ψυχή γεμάτη κουράγιο.
Ήταν ένα πρωινό πέντε
μήνες πριν, που πήγαινε στη δουλειά, στο
πλακόστρωτο δίπλα στην εκκλησία του
εμπορικού κέντρου, όταν εκείνος μιλώντας
στο κινητό του και ψάχνοντας στην τσάντα
του δεν την είδε κι έπεσε με ορμή πάνω
της! Εκείνη πάλι, περπατούσε σκυφτή και
δεν πρόσεξε τον άντρα που προχωρούσε
κατά πάνω της. Έχασε την ισορροπία της
κι έπεσε άτσαλα, ενώ ο Στράτος, στην
προσπάθειά του να τη συγκρατήσει, έπεσε
κι εκείνος μαζί της! Το μόνο που κατάφερε
να κάνει ήταν να βάλει το χέρι του πίσω
από το κεφάλι της για να μην το χτυπήσει
στις πλάκες. Το κινητό του μαζί με τα
γυαλιά της έγιναν κομμάτια και τα χαρτιά
απ'την τσάντα του σκορπίστηκαν γύρω
τους, σαν αστείο επισφράγισμα στο
σκηνικό... Παύση!

- Είστε καλά; Χίλια
συγνώμη! Είμαι αδικαιολόγητος! της είπε
αμέσως μετά, με έκδηλη ταραχή στη
φωνή,
τις κινήσεις και το βλέμμα του.
- Ννναι... Καλά... Καλά
είμαι... απάντησε εκείνη, σαστισμένη
από το σοκ της πτώσης.
Κι έτσι γνωρίστηκαν.
Τα σπασμένα γυαλιά της που ανέλαβε να
αποκαταστήσει ο Στράτος, ήταν η αφορμή
για να ξανασυναντηθούν. Και συνατήθηκαν
ξανά! Και ξανά...
Και η Σοφία άρχισε να
χαμογελά, να φροντίζει τον εαυτό της,
να χαίρεται, να εμπιστεύεται, να
ερωτεύεται!
Εκείνος πάλι, έδειχνε
να χαίρεται τη συντροφιά της, να της
ανοίγει νέες πόρτες στα ενδιαφέροντά
της, να την προσέχει, να της τονώνει την
αυτοπεποίθηση, να της χαρίζει καινούργια
όνειρα!
Σήμερα, ξύπνησε χαρούμενη
και φρόντισε την εμφάνισή της περισσότερο
απ'ό,τι συνήθως!
Φόρεσε και το καινούριο
κόκκινο φόρεμά της επειδή ο Στράτος της
είχε πει χθες το απόγευμα ότι θα περνούσε
να την πάρει μετά τη δουλειά να πάνε
μαζί για φαγητό.
Αλλά κι επειδή σήμερα,
θα του ανακοίνωνε και την εγκυμοσύνη
της!

Το βράδυ είχε κάνει το
τεστ και κρατήθηκε με χίλια ζόρια να
μην τον πάρει τηλέφωνο να του το πει
τηλεφωνικώς! Είχε νοιώσει έναν αδιόρατο
φόβο όταν είδε το αποτέλεσμα, αλλά δεν
τον άφησε να της διαλύσει τη χαρά!
Εξάλλου, είχε τυφλή εμπιστοσύνη στο
Στράτο...
Ο ίδιος αυτός φόβος
ήταν που γιγαντώθηκε κι έγινε ταφόπλακα
στο διάβα της, όταν πηγαίνοντας στην
πόρτα για να φύγει, είδε στο πάτωμα ένα
άσπρο χαρτί Α4 διπλωμένο στα
δυο, σπρωγμένο κάτω από τη χαραμάδα...
Πάγωσε!
Έσκυψε και
το πήρε...
Το διάβασε...
Το χρώμα
έφυγε από πάνω της! Έφυγε από παντού! Το
άσπρο του χαρτιού έβαψε το δέρμα της,
το πάτωμα, τους τοίχους γύρω της και η
ίδια έγινε μια κουκίδα μαύρη μαζί με τα
αντικείμενα στο χώρο, σαν τα γράμματα
που ήταν γραμμένα με μαύρο στυλό πάνω
στο χαρτί!
Δίπλωσε το
χαρτί στα τέσσερα και το έβαλε στην
τσέπη του κόκκινου φουστανιού της.
Άφησε την
τσάντα της στο τραπεζάκι και πήρε από
το τασάκι τα κλειδιά του αυτοκινήτου.
Και νάτην
τώρα καθισμένη με το κόκκινο φουστάνι
πρωί-πρωί στα βότσαλα και με τα κλειδιά
και το άσπρο χαρτί στο χέρι.
“Αγαπημένη μου Σοφία,
Ξέρω ότι έχεις περάσει
πολλά στη ζωή σου! Όμως είσαι πολύ δυνατή
διότι κατάφερες να επιβιώσεις από πολύ
δυσκολότερες καταστάσεις!
Ήσουν ό,τι πιο αληθινό
έχω ζήσει και στ'αλήθεια είσαι ένας
άνθρωπος που πάντα θα θαυμάζω.
Εγώ αποδεικνύομαι
κατώτερός σου αφού δεν είχα τη δύναμη
να σε συναντήσω και να σου μιλήσω πρόσωπο
με πρόσωπο....
Χθες το βράδυ, ήρθε και
με βρήκε η Αντριάνα. Νόμιζα ότι είχα
τελειώσει μαζί της μετά από τόσους
μήνες. Αλλά όταν την είδα μπροστά μου,
σχεδόν ετοιμόγεννη να κλαίει, δεν κάθησα
να το σκεφτώ. Έχω χρέος απέναντι στη νέα
ζωή που θα γεννηθεί! Και είμαι σίγουρος
ότι δε θα ήθελες να στερηθεί κι αυτό το
παιδί τον πατέρα του...
Ξέρω ότι σε απογοητεύω,
Σοφία, αλλά ξέρω επίσης, ότι θα φανείς
δυνατή και θα τα καταφέρεις!
Ελπίζω σύντομα να
συναντήσεις κάποιον που θα σου αξίζει
πραγματικά! Περισσότερο απ'όσο εγώ...
Είσαι ένας υπέροχος
άνθρωπος! Εύχομαι να μην κρατήσει πολύ
η λύπη σου και να βρεις σύντομα την
ευτυχία που σου αξίζει.
Σ'ευχαριστώ που ομόρφυνες
τη ζωή μου όλον αυτόν τον καιρό!
Με αγάπη
Στράτος”
Δε δάκρυσε καν... Δε
σκέφτηκε καν...
Η άδεια παλάμη της
σύρθηκε απαλά πάνω στην κοιλιά της.
Ένοιωσε τη θάλασσα να την καλεί σε
λυτρωτικά αγκαλιάσματα και τους βράχους
δεξιά κι αριστερά να της χαμογελούν με
αγάπη!
Ακούμπησε το χαρτί στα
βότσαλα χωρίς να το κοιτάξει και άφησε
πάνω του τα κλειδιά του αυτοκινήτου.
Έπειτα σηκώθηκε, έβγαλε τα παπούτσια
και στάθηκε ακίνητη. Κι άρχισε να γελά!
Σιγανά στην αρχή κι ύστερα ολοένα και
πιο δυνατά, πιο τραγικά ώσπου οι γλάροι
τρόμαξαν και σώπασαν στο άκουσμά της!
Έτσι γελώντας, προχώρησε
στο νερό! Δεν την ενόχλησε η χαμηλή
θερμοκρασία του. Η ίδια ήταν πιο παγωμένη!
Σταμάτησε να γελά κι άρχισε να κλαίει.
Να κλαίει σύμφωνα με τους γνώριμους
κανόνες της σιωπής και να κολυμπάει. Η
αλμύρα των δακρύων της ενώθηκε με την
αλμύρα του υγρού στοιχείου γύρω της.
Κι εκεί που το βαθύ μπλε
της θάλασσας ξαπλώνει κάτω από το γαλάζιο
τ'ουρανού και το φιλά, έπαψε να κολυμπά
κι αφέθηκε στα ρεύματα...
Μια κατακόκκινη κουκίδα
παράταιρη στις εναλλαγές του μπλε!
Το κόκκινο φουστάνι
φούσκωσε λες και το έμβρυο μέσα της,
αφού δεν θα γεννιόταν ποτέ, μεγάλωσε
απότομα για να το γνωρίσει!
Και το κορμί γύρισε
μπρούμυτα στην αγκαλιά της θάλασσας...
Κι από τα βάθη της, ήρθε
η μάνα και την πήρε στη δική της αγκαλιά!
Και τότε οι γλάροι
ξεκίνησαν πάλι με τα κρωξίματά τους να
τους στέλνουν φιλιά...
Mίνα Βαμβάκου