Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Το Καστέλλι των Φύλλων στην Εύβοια

Ζούμε σε μια ευλογημένη ιστορικά χώρα που κάθε γωνιά της, απ'άκρη σ'άκρη, το αποδεικνύει περίτρανα με όσα μνημεία και άλλα ευρήματα έχουν αντισταθεί στους αιώνες ή έχουν αποκαλυφθεί κατά καιρούς από τα σπλάχνα της!



Λίγο έξω από τη Χαλκίδα, ένα από τα χωριά του πανάρχαιου Ληλάντιου πεδίου, το χωριό Φύλλα, έχει να επιδείξει πλούσια ιστορία και αξιοθέατα. Ένα σπουδαίο του μνημείο, το Καστέλλι, διακρίνεται από μεγάλη απόσταση στο λόφο Ψηλή Ράχη και σε υψόμετρο 186 μέτρων.


Πρόκειται για ένα ενετικό Κάστρο των αρχών του 13ου αιώνα, που λαβωμένο από τους ανθρώπους, τους καιρούς και τους χρόνους που πέρασαν από πάνω του, συνεχίζει να στέκει επιβλητικό στην κορφή του βραχώδους και απόκρημνου λόφου. 


Υπολογίζεται ότι χτίστηκε γύρω στο 1205 και η στρατηγική του θέση το κατέστησε ισχυρό αμυντικό οχυρό αφού λόγω θέσης, επόπτευε όλη τη γύρω περιοχή, την εύφορη πεδιάδα του ποταμού Λήλαντα και τη θάλασσα του Ν. Ευβοϊκού σε μεγάλη απόσταση! 

 H προνομιακή του θέση έκανε δύσκολη την πρόσβαση για επιθετικές προσπάθειες και τελικά κατέληξε να παραδοθεί στους Τούρκους με συνθήκη, το 1470, τη χρονιά της άλωσης της έως τότε πανίσχυρης ενετικής Χαλκίδας, του Νεγκρεπόντε. 

Ο Τούρκος χρονογράφος και περιηγητής Εβλιά Τσελεμπί (Εvliya Celebi), το 17ο αιώνα, αναφέρεται στο φρούριο αυτό, χρησιμοποιώντας το όνομα Φλαμπόρ Καλέ.


Το Καστέλλι έχει ταυτιστεί με το θρυλικό ιππότη Λικάριο, ο οποίος το κατοίκησε αφού κατέκτησε ολόκληρη την Εύβοια και τις Σποράδες, εκτός της Χαλκίδας.

Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Ιταλική πόλη Vicenza και ο ίδιος είχε γεννηθεί στην Κάρυστο. Ξεκίνησε ως ένας φτωχός ιππότης στην υπηρεσία του ηγεμόνα της Κεντρικής Εύβοιας Guiberto Dalle Carceri. Ο νεανικός έρωτάς του και η σχέση του με τη μεγαλύτερή του και πανέμορφη χήρα, αδελφή του Guiberto, Felisa, δεν έγιναν αποδεκτά από τους Dalle Carceri και αυτό αποτέλεσε τη βαθύτερη αιτία της συμμαχίας του με τους Βυζαντινούς για να πολεμήσει ενάντια στους Φράγκους της Εύβοιας και τους πειρατές που δρούσαν στη γύρω θαλάσσια περιοχή. Το 1278 ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος τον χρίζει “Μέγα Δούκα, δηλαδή αρχιναύαρχο του Βυζαντινού στόλου” και του δίνει για σύζυγο μια πλούσια Ελληνίδα με την οποία απέκτησε και παιδιά. Το 1279 παίρνει και τον τίτλο του “Μέγα Κοντόσταυλου, δηλαδή αρχιστράτηγου των κατά ξηράν δυνάμεων”. Καταφέρνει να εκδικηθεί τους Della Carceri, εξοντώνοντάς τους και αποσύρεται με την οικογένειά του στο Καστέλλι.
Δεν υπάρχουν κατόπιν άλλα στοιχεία για τον ίδιο ή τους απογόνους του.



Προσθήκη λεζάντας
Σήμερα, ο ταξιδιώτης έχει δυνατότητα πρόσβασης με αυτοκίνητο στο Καστέλλι και η επίσκεψή του θα τον δικαιώσει για πολλούς λόγους. Από τη στιγμή που πλησιάζει στα ψηλά τείχη, θα νοιώσει ότι επιβιβάζεται σε μια χρονομηχανή που τον μεταφέρει αιώνες πριν! 

Διαβαίνοντας την είσοδο, η ματιά πέφτει απέναντι στα εναπομείναντα τμήματα του δίπατου αρχοντικού του Κάστρου, που προκαλούν τη φαντασία και μαρτυρούν την επιβλητικότητα του κτίσματος.




Αριστερά, τα ροζ ίχνη αψίδων από το αδιάβροχο επίχρισμα (κουρασάνι) αποδεικνύουν την ύπαρξη τριών στοών στη δεξαμενή που είχε κατασκευαστεί σ'εκείνο το σημείο! Πιο πέρα απομεινάρια του υποστατικού και λίγο πιο πίσω, ορθώνεται τμήμα των επάλξεων με τη μισογκρεμισμένη σκάλα που οδηγεί σ'αυτές...






Ένας αθέατος στενός διάδρομος στην κάτω πλευρά του τείχους, θαρρείς αιχμαλωτίζει τον επισκέπτη που τον διασχίζει, απομακρύνοντάς τον από την πραγματικότητα! Μέσα και δίπλα στα κτίσματα, κείτονται κομμάτια τους, που πλησιάζοντάς τα διακρίνει κανείς την τεχνική του κτισίματος εκείνης της εποχής. 



Και καθώς το χέρι τ'αγγίζει με δέος, η καρδιά ξεχειλίζει από συγκίνηση για την παλαιότητα, την ιστορικότητα και την άδικη κατάληξή τους...






Σαν επισφράγισμα όμως όλων αυτών, σαν τη λύση σε αρχαία τραγωδία, καθώς ο επισκέπτης παίρνει απρόθυμα το δρόμο προς την έξοδο, έρχεται η θέα ολόγυρα να τον αποζημιώσει για τη θλίψη που του γέννησε η εγκατάλειψη του αξιόλογου μνημείου! 

Η ίδια θέα που αιώνες τώρα, προσδίδει μοναδική αίγλη στο Καστέλλι.

Μακάρι οι ιθύνοντες να αποτρέψουν το ολοσχερές γκρέμισμά του από την εγκατάλειψη...

Μίνα

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

"Καλὸς κἀγαθός"


“-Διάολε τσ'απολειμάρες σου, ναι! Γιάντα δεν τ'αφήνεις μωρέ το κοπέλι να πάει να σπουδάσει;

-Το δικό μας το κοπέλι δεν έχει ανάγκη να σπουδάσει! Κατέχει την τέχνη από μας! Και τόσα πό'χουμε, αυτό θα τα δουλέψει! Ίντα θαρρείς; Δικά του είναι! Του φτάνουνε να θρέψει κι αγγόνια!

-Μάνα του είσαι, αλλά κι εγώ πατέρας του! Τον ερώτηξες ίντα θέλει αυτός;

-Όι, δα! Γιάντα να τον ερωτήξω; Κατέ'εις ίντα λες; Δεν έχει φύγει ποτέ από 'δω! Πε μου ένα πράμα: πώς θα τα βγάνει πέρα μόνο του; 'Ε;

-Όπως όλα τα κοπέλια! Και ντωνε φτωχών και τω μπλουσίων. Όλα μανάδες τα κάμανε και τα μεγαλώσανε και τ'αγαπάνε! Αλλάξαν οι καιροί, γυναίκα! Θυμάσαι, ίντά'πε ο δάσκαλος στο Λύκειο;
“Αφού το παιδί πέρασε, γιατί να του στερήσετε το δικαίωμα να αποκτήσει ανώτερη μόρφωση και εξειδίκευση στον τομέα των δραστηριοτήτων σας; Θα μπορέσει να αβγατίσει την περιουσία σας και να πετύχει πολλά! Αφήστε το να ανοίξει τα δικά του φτερά!”
Είναι άντρας, δεν τον ορίζωμε μπλιο! 

- Φοβούμαι... Θά'ναι μόνο του... Μακριά! Όφου!! Ίντα άλλο να πω; Ας κάμει αυτό που θέλει... ”


 Έχοντας προσωπική εμπειρία από παρόμοιο διάλογο,  φαντάζομαι ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει ένας τέτοιος και πριν ο Βαγγέλης φύγει για να σπουδάσει...

Αναλογίζομαι πώς θα νοιώθουν όλοι όσοι προέτρεψαν αυτό το παιδί να σπουδάσει και πώς θα νοιώθουν αυτοί που δεν ήθελαν να φύγει! Οι ηθικοί και πολύ ανήθικοι αυτουργοί είμαι σίγουρη πως θα επικαλεστούν αμέτρητες δικαιολογίες για να αποποιηθούν των δικών τους ευθυνών. Αλλά δε με πείθουν. Η απέχθειά μου προς αυτούς είναι πολύ βάσιμη διότι γνωρίζω πόσο αρνητικές επιπτώσεις έχει ακόμη και μια απλή πλάκα όταν υπάρχει "κοινό"...

Πάντα είχα την έγνοια εάν οι άνθρωποι σέβονται την ευαισθησία του άλλου, εάν εκτιμούν την αθωότητα, εάν έχουν συνειδητοποιήσει την πραγματική έννοια του “αγαθού” ότι, δηλαδή, σημαίνει “καλό” και όχι “ανόητο” ή “ηλίθιο”... Είχα πάντα την ελπίδα ότι κάποιοι από αυτούς που δεν συμμερίζονται αυτές τις απόψεις -στη χειρότερη περίπτωση- θα προσπεράσουν τον αφελή δίπλα τους. Ούτως ή άλλως, σε καμμία περίπτωση ο αγαθός, δεν εποφθαλμιά τα δικά τους κεκτημένα. Δυστυχώς, όμως, ένα τέτοιο παιδί έγινε αντικείμενο περίγελου για να διασκεδάσουν οι “έξυπνοι” μαζί του και να επιβεβαιώσουν τόσο υπερφίαλα τη δική τους “υπεροχή”!



Σκέφτομαι αυτήν την έρμη την ψυχούλα, πόσο βασανίστηκε μέχρι να οδηγηθεί σ'αυτό το τραγικό και τραγικά άδικο τέλος... Τι συνειρμοί, τι άδικες ενοχές και ανυπόστατες Ερινύες του ξέσκιζαν τα φύλλα της καρδιάς του όλον αυτόν τον καιρό!

Είναι δυνατόν να πρέπει να ανατρεφόμαστε με σκοπό να αμυνόμαστε απέναντι σε ανεγκέφαλους ανθρώπους που γαλουχήθηκαν με λάθος αξίες και αρχές;



Γιατί η κοινωνία να αναβλύζει τόση υποκρισία και να απομακρύνεται από τους αληθινούς στόχους για πρόοδο, μέσα από αρμονική συμβίωση των μελών της;

Γιατί στο σχολειό δεν καταφέρνουν να προωθήσουν καλλιέργεια ψυχής και να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά πέρα από το να τα αναγκάζουν σε αποστήθιση ξερών, τυπικών γνώσεων;

Γιατί οι ίδιοι οι γονείς δεν αγαπάνε αρκετά τα παιδιά τους ώστε να θέλουν να γίνουν δίκαια και σωστά στη συμπεριφορά τους και στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους;



Το να είναι ένα παιδί μαζεμένο και αγαθό δε σημαίνει ότι δεν έχει δικαίωμα να υπάρξει, να ζήσει και να μορφωθεί!
Απλές σκέψεις κάνω και δεν έχω καμμιά διάθεση για έκφραση φιλοσοφικών ανησυχιών... Έχω ζήσει περιπτώσεις παιδιών που τους έκοψαν τα φτερά ανάξιοι γονείς, αδιάφοροι δάσκαλοι και ανώριμοι φίλοι...
Η μαμά μου γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό έξω από το Ρέθυμνο. Τον αγαθό εκεί, τον λένε κουζουλό. Μα, ξέρω καλά, ότι η κουζουλάδα των Κρητικών είναι συνυφασμένη με τη λεβεντιά! Αυτή η κουζουλάδα είναι που σε αγκαλιάζει φιλόξενα όταν βρεθείς εκεί, αυτή η κουζουλάδα είναι που θα γίνει χαλί να πατήσεις και θα τρέξει να σε βοηθήσει όποτε χρειαστείς, αυτή η κουζουλάδα είναι που σ'έναν πόλεμο θα τρέξει στην πρώτη γραμμή για να σώσει εσένα.
Αναρωτιέμαι σ'αυτές τις περιπτώσεις τι θα κάνουν εκείνοι οι “άλλοι”... Αυτοί που θεώρησαν τους εαυτούς τους “ανώτερους” από το Βαγγέλη...




Εν κατακλείδι, μόνο και μόνο από την ελληνική πραγματικότητα που αναδύθηκε μέσα από το συγκεκριμένο γεγονός, θλίβομαι βαθειά και εύχομαι να πάψει αυτός ο ρατσισμός όχι βέβαια απέναντι στις έννοιες, αλλά στους ανθρώπους!




Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Αγκαλιά με τα όνειρα



Για μισό λεπτό! Για να το δούμε αναλυτικά λιγάκι, διότι ο καιρός περνάει...

Ριχνόμαστε στον αγώνα για τη διασφάλιση της ομαλής πραγματικότητάς μας, ενάντια στα μικρά ή μεγάλα προβλήματα της καθημερινότητάς μας, θέτουμε προτεραιότητες, κάνουμε υπολογισμούς και παλεύουμε να προνοήσουμε για ό,τι μέλλει γενέσθαι με αυτά που μας απασχολούν...
Που και που, κάνουμε μια στάση, ν'αφουγκραστούμε τη ροή των γεγονότων γύρω μας, να ξαποστάσουμε και να ανασυνταχθούμε για τις επόμενες μάχες! Τα μέτωπα, βλέπετε, είναι πολλά και ο καιρός περνάει. Μα κάτι λείπει απ'όλο αυτό το τρεχαλητό! Κάτι έχουμε παραμελήσει! Κάτι πολύ σημαντικό...



Mια καλή φίλη, μου είχε πει κάποτε:"Ποτέ μην απομακρύνεσαι από τα όνειρά σου"!


Αλήθεια; Πού τα είχα καταχωνιάσει; Σε ποιο συρτάρι του νού; Σε ποια γωνίτσα της ψυχής; Όχι! Φυσικά και δεν τα είχα πετάξει! Απλά τα είχα βολέψει σε μιαν ακρούλα γιατί δεν προλάβαινα ν'ασχοληθώ μαζί τους!




Τριγύρισα ώρα πολλή, τότε, που λέτε... Έψαξα από 'δω, έψαξα από 'κει και τελικά τα βρήκα στη ντουλάπα της καρδιάς! Κάθησα κάτω, τα ξετύλιξα από το σκονισμένο σελοφάν και τα πήρα στα χέρια μου ένα-ένα. Και εντελώς αυθόρμητα, τ'αγκάλιασα τρυφερά, όπως αγκαλιάζω τα παιδιά μου.
Τι κρίμα που τα παραμελούσα τόσον καιρό!



Πολλές φορές, μια ιδέα κείτεται αόριστα στο μυαλό μας και σε μια δεδομένη στιγμή έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία, μια κουβέντα, ένας λόγος και τη βουτάει απ'τα μαλλιά, τη στήνει στα πόδια της και της δίνει μορφή και οντότητα!

Αργησα λίγο, αλλά το κατάλαβα! Τελικά, αυτό που πρέπει να κάνει κανείς με τα όνειρά του, είναι να τους δώσει τη θέση που τους αξίζει!



Να εντάξει στην καθημερινότητά του λίγο χρόνο και για τα όνειρά του!
Να τα στριμώξει ανάμεσα στις άλλες προτεραιότητές του!
Να δώσει και για χάρη τους μια μάχη μαζί με τις τόσες άλλες!
Και είναι βέβαιο, πως η θέρμη με την οποία θ'αγωνιστεί για να τα κάνει πραγματικότητα, θα αποδώσει τους αντίστοιχους καρπούς!

 
Θα έχει νοιώσει τη χαρά της δημιουργίας για ό,τι κατάφερε και θα έχει δικαιώσει την ύπαρξή του στο έπακρο...

Μίνα





Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Η ζωή είναι ένα κακομαθημένο παιδί


H παλιά ξύλινη πόρτα έτριξε παράφωνα καθώς υποχωρούσε στη δειλή ώθηση του νεανικού χεριού.
“Μαργαρίτα;;;” φώναξε ο Μπίλης με έκδηλη ανησυχία, επειδή την πόρτα ποτέ δεν την άφηνε ανοιχτή η φίλη του...
Το χρυσοκόκκινο φως του δειλινού δεν αποκάλυπτε και πολλά από το ευρύχωρο καθιστικό και προσπαθώντας να συνηθίσει το μισοσκόταδο, μισόκλεισε τα μάτια.
Μια δυσάρεστη μυρωδιά τον απώθησε και η ανησυχία του μεγάλωσε!
Είχε να δει τη Μαργαρίτα από προχθές και το προηγούμενο βράδυ δεν ήρθε στο ραντεβού τους.
Την πήρε αρκετές φορές τηλέφωνο σήμερα, μα δεν απαντούσε. Έτσι αποφάσισε μόλις σχόλασε από τη δουλειά, να πεταχτεί ως εδώ.

“Μαργαρίτα;;;;” φώναξε δυνατότερα και πάτησε το διακόπτη δεξιά του, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Το δωμάτιο ήταν συμμαζεμένο, αλλά μια σειρά από αντικείμενα βρίσκονταν στο πάτωμα, σ'όλο το μήκος του σαλονιού και προς τα πίσω δωμάτια.
Μια αρμαθιά κλειδιά μπροστά του, μια μωβ ζακέτα, η καφέ δερμάτινη τσάντα της φίλης του λίγο πιο αριστερά και ένας μεγάλος φάκελος πιο πέρα! Ήταν ολοφάνερο πως τα άφηνε ένα-ένα να πέφτουν καθώς προχωρούσε προς την κρεββατοκάμαρα...

Προς στιγμήν κοντοστάθηκε αναποφάσιστος. Μήπως είχε έρθει με παρέα και είχε απλά ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή;;;
Η δυσάρεστη μυρωδιά του φάνηκε πιο έντονη τώρα και τον συνέφερε!

“Μαργαρίτα, είσαι μέσα;;;” ξαναφώναξε και κινήθηκε αποφασιστικά προς την κουζίνα, απ'όπου ερχόταν η άσχημη μυρωδιά!
Άναψε το φως και είδε στον πάγκο δίπλα στο νεροχύτη ένα μεγάλο μπωλ με ένα κομμάτι κρέας, προφανώς για να μαγειρευτεί, αλλά μάλλον ήταν για την προηγούμενη μέρα αφού είχε αλλοιωθεί τόσο πολύ!
“Μα τι στο καλό;;;” Το μυαλό του αστραπιαία οδηγήθηκε σε πολύ άσχημα μονοπάτια και χωρίς δεύτερη σκέψη, γύρισε πίσω και όρμησε προς την κρεββατοκάμαρα. Κανείς!
Άνοιξε με έναν αδιόρατο φόβο την πόρτα του μπάνιου! Τίποτα!

Δεν μπορούσε να καταλάβει!
Η Μαργαρίτα ήταν ένα ήσυχο κορίτσι, γελαστό που είχε τη δουλειά της, το αυτοκίνητό της, δυο γονείς που την υπεραγαπούσαν μιας και ήταν το μοναχοπαίδι τους, αλλά και που σεβάστηκαν την επιθυμία της να εργαστεί σε άλλη πόλη και να μείνει μόνη της.
Την ήξερε εδώ και αρκετούς μήνες, από τότε που οι εταιρείες τους συνεργάστηκαν για τη διοργάνωση μιας διημερίδας πανελλήνιας εμβέλειας και τους δύο τελευταίους μήνες, έβγαιναν σχεδόν κάθε μέρα μαζί!

Ήταν ερωτευμένος μαζί της... Επειδή όμως εκείνη είχε βγει από μια μακροχρόνια σχέση με άσχημο τρόπο και είχε πληγωθεί πολύ, δεν τολμούσε να της εκδηλώσει όσα ένοιωθε.
Προτιμούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της ως φίλος καλός, ελπίζοντας ότι κάποια μέρα ίσως τον έβλεπε διαφορετικά. Έτσι κι αλλιώς, απολάμβανε κάθε φορά τη συντροφιά της και δεν ήθελε ούτε να τη χάσει από φίλη, αλλά ούτε και να την πιέσει για ο,τιδήποτε.

Χθες το πρωί είχε πάρει άδεια από το γραφείο της διότι, όπως του είχε πει την προηγούμενη, είχε κάποιες συναλλαγές με δημόσιες υπηρεσίες στο κέντρο της πόλης και έπρεπε να τις διεκπεραιώσει. Είχαν τηλεφωνηθεί και μάλιστα είχαν λογομαχήσει για ένα άσχετο θέμα.
Αντιλαμβανόμενος τα τεντωμένα της νεύρα, ο Μπίλης δεν έδωσε σημασία και στον ίδιο λόγο απέδωσε το στήσιμο το προηγούμενο βράδυ. Παρ'όλα αυτά, την πήρε στο κινητό της, αλλά
αφού δεν απάντησε στην κλήση του, σταμάτησε να την αναζητά.

Σήμερα όμως ανησύχησε πολύ!!!
Έβγαλε το κινητό του και την κάλεσε και τώρα, σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να την εντοπίσει.
Το κινητό της ακούστηκε από το καθιστικό και συγκεκριμένα μέσα από την πεσμένη τσάντα.
Με βιαστικές κινήσεις το πήρε και έψαξε τις τελευταίες κλήσεις. Εκτός από τη δική του, υπήρχαν μερικές κλήσεις από το μπαμπά της, το γραφείο της, δυο-τρεις ολιγόλεπτες συνδυαλέξεις με ακαταχώρητους αριθμούς και πολλές κλήσεις αναπάντητες από το ίδιο σταθερό τηλέφωνο. Κανένας γνώριμος αριθμός!
Πήγε στα μηνύματα. Δεν ένοιωθε καμμία ντροπή για την αδιακρισία επειδή ανησυχούσε αφάνταστα! Η Μαργαρίτα πιθανόν να κινδύνευε!
Το τελευταίο μήνυμα έγραφε: “Αύριο το πρωί στις 09:00” Αποστολέας; 'Αγνωστο κινητό και η ημέρα αποστολής η προχθεσινή, αργά το απόγευμα...

Μηχανικά έβαλε το κινητό της στην τσέπη του και σαν φως μέσα στο μυαλό του, θυμήθηκε τον φάκελο στο πάτωμα! Γύρισε πίσω του, τον σήκωσε και κοίταξε την τυπωμένη φίρμα. Ήταν του Γενικού Νοσοκομείου της πόλης!
Μια άσχημη διάθεση τον τύλιξε κι ένοιωσε το αίμα του να παγώνει μέσα στις φλέβες.

Κάμποσα χαρτιά, μια σειρά εξετάσεις και τ'αποτελέσματά τους. Το βλέμμα του Μπίλη πηδούσε ακατάστατα από νούμερα σε λέξεις, από τιμές σε ιατρικούς όρους, προσπαθώντας να κατανοήσει και ταυτόχρονα να καταλαγιάσει τους χτύπους της καρδιάς του...
Οι φόβοι του επιβεβαιώθηκαν... Καρκίνος!
Για ένα λεπτό πάγωσε και ο χρόνος έπαψε να υφίσταται.
Πέταξε κάτω τα χαρτιά με οργή κι αυτά σκόρπισαν απαλά και με λικνιστικές κινήσεις θαρρείς περιγελώντας τον.

Με μια απότομη κίνηση, πήρε τα κλειδιά από το πάτωμα, κλείδωσε το σπίτι κι έτρεξε γρήγορα στο αυτοκίνητο, πιέζοντας τον εαυτό του να σκεφτεί πού μπορούσε να έχει πάει η Μαργαρίτα! Το αυτοκίνητό της έλειπε, επομένως δεν ήταν εκεί κοντά.
“Σκέψου, σκέψου!” ζόρισε τον εαυτό του. “Κάθε στιγμή είναι πολύτιμη!”
Πού θα μπορούσε να είχε καταφύγει χωρίς χρήματα και με τόσο χάλια ψυχολογία;
Την ήξερε τόσο καλά! Γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί ψύχραιμα;




Μα φυσικά!
Στη μικρή παραλία μετά το καρνάγιο! Εκεί που κάθονταν με τις ώρες το καλοκαίρι!
Του το είχε πει τόσες φορές άλλωστε : “Αυτό το μέρος καταφέρνει να με αποφορτίζει ό,τι κι αν έχω...”

Το πόδι του πάτησε αποφασιστικά το γκάζι και μέσα του άρχισε να προσεύχεται να τη βρει εκεί! Ευτυχώς, δεν είχε νυχτώσει ακόμα.
Σχεδόν κατρακυλώντας παρά τρέχοντας, κατηφόρισε το μονοπατάκι που οδηγούσε στη μικρή αμμουδιά και...

Δόξα τω Θεώ! Ήταν εκεί!

Καθισμένη με το σώμα αφύσικα στητό, με ένα κοντομάνικο που άφηνε την ψύχρα να τη διαπερνάει και το βλέμμα της καρφωμένο στη θολή γραμμή που χωρίζει τη θάλασσα από τα απέναντι βουνά.


Κάθισε ήσυχα δίπλα της αλλά εκείνη παρέμεινε μια άψυχη κούκλα, σαν αυτές στις βιτρίνες.
Ο Μπίλης άπλωσε το χέρι του και την αγκάλιασε για να ζεστάνει το παγωμένο κορμί που αρνιόταν να μαλακώσει και να παραδοθεί στη ζεστή πραγματικότητα.
“Μαργαρίτα μου!” της είπε απαλά, “Μην καταθέτεις τα όπλα! Θα το ψάξουμε μαζί! Θα βρούμε μιαν άκρη! Σου τ'ορκίζομαι!”

Το κορίτσι στην αγκαλιά του, μόλις που κινήθηκε. Σε λίγο ακολούθησε μια βαθειά εισπνοή, μια λυτρωτική εκπνοή κι ένας ψίθυρος:

“Στην αρχή, σαν κάτι μέσα μου να έσπασε...”  (Ο Μπίλης πλησίασε το αυτί του στο μάγουλό της για να την ακούσει!)


“...και δυνατή οργή με πλημμύρισε... Γιατί εγώ; ...Γιατί σ'εμένα;”

“...όταν η οργή καταλάγιασε, σκέφτηκα, εντάξει... μέχρι εδώ ήταν... θα πεθάνω...”

“...δε θυμάμαι πώς βρέθηκα στο κρεββάτι μου με τα ρούχα...”

“...ούτε πόσες ώρες έμεινα έτσι ξαπλωμένη κι ακίνητη...”

“...θυμάμαι μόνο ότι... κάποια στιγμή ένοιωσα να πνίγομαι...”

“...σηκώθηκα και πήγα στο αυτοκίνητο... το κλειδί ήταν στη μηχανή...”

(Ο Μπίλης την άφησε να μιλάει χωρίς να τη διακόψει και ανεβοκατέβαζε μόνο το χέρι του στο μπράτσο της, σ'ένα χάδι παρηγορητικό και γεμάτο αγάπη, για να τη ζεστάνει)


“...ο ήλιος, ο αέρας και η θάλασσα με γαλήνεψαν...”

“Ξέρεις, Μπίλη, αλήθεια δε με νοιάζει που θα πεθάνω...”

“...μόνο λυπάμαι... λυπάμαι τόσο πολύ!”

“...λυπάμαι για την ταλαιπωρία μου μέχρι νά'ρθει το τέλος...”

“...λυπάμαι για τη στενοχώρια που θα προκαλέσω γύρω μου...

“...λυπάμαι για όσα δε θα προλάβω να ζήσω...”

“Φτάνει, Μαργαρίτα! Φτάνει!” τη διέκοψε ήρεμα αλλά αποφασιστικά ο Μπίλης, σφίγγοντάς την τρυφερά πάνω του.
“Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου!!”

(“Χριστέ μου!” σκέφτηκε απεγνωσμένα “Βοήθησέ με! Δεν ξέρω τι να της πω!”)

Ο ασυνήθιστος ήχος του κινητού, τον ξένισε! Ήταν το δικό της! Το ανέσυρε από την τσέπη του και είδε ότι ήταν η μητέρα της. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, το σήκωσε, έτοιμος να υποκριθεί πως δεν συμβαίνει τίποτα.

“Καλησπέρα, κυρία Μαίρη! Ο Μπίλης είμαι. Τι κάνετε;;”
...........................
“Η Μαργαρίτα;;; Η Μαργαρίτα μια χαρά είναι! Έχει πεταχτεί να πάρει μπύρες με το αυτοκίνητο και είδα ότι ξέχασε εδώ το κινητό της. Θέλετε να της πω να σας πάρει;;;”
...........................
”Επείγον;;; Δηλαδή;;;”
............................
“Πήραν από το Νοσοκομείο;; Γιατί;;;”
............................
“Ναι μου είχε πει ότι θα έκανε τις συνηθισμένες της εξετάσεις αυτές τις μέρες.”
............................
“Τι έκανε λέει;;;;;;;;;;;;;;”
............................
“Λάθος όνομα στ'αποτελέσματα;;; Γράφτηκε λάθος όνομα κι αυτές δεν είναι δικές της;;;;“

_____________

Κάποιες φορές, η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια και σαν ένα κακομαθημένο παιδί, σκαρώνει φάρσες περιγελώντας τους ανθρώπους, ανατρέποντας τα σχέδιά τους, τα δεδομένα ακόμα και τις απόψεις τους. Άλλοτε φτιάχνει κάποιους και άλλοτε καταστρέφει κάποιους άλλους.
Τότε γίνεται ορατό το θείο που παραγκωνίζει το ανθρώπινο, τότε έρχεται η μαγεία να παρεισφρύσει στην πραγματικότητα.


 Τα πάντα είναι παροδικά στο ατέρμον κύλισμα του χρόνου, όπως τα νερά που κατρακυλούν από τις ορεινές πηγές. 
“Τα πάντα ρει” είπε ο Ηράκλειτος και αυτό βρίσκει εφαρμογή παντού!
Από τα ρυάκια που παρασέρνουν κλαδιά, πέτρες και φύλλα στο διάβα τους κι αλλού είναι θολά και λασπωμένα κι αλλού κρυστάλλινα και διαυγή, μέχρι την καθημερινότητά μας που από ρουτίνα γίνεται απρόβλεπτη, από ήρεμη αγχωτική, από σίγουρη αβέβαιη...
Γιαυτό, μη φωνάζετε, μη γκρινιάζετε, μην κάνετε τους άλλους να δυστυχούν!
Mην ξεχνάτε να χαμογελάτε γιατί τίποτα δεν κρατάει για πολύ...

Μίνα

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Συρμοί συνειρμών


Tο πιο πολύτιμο αγαθό είναι η ανθρώπινη ζωή!
Και το πιο ακριβό της φορτίο, που εξυψώνει τον άνθρωπο όσο ζει, είναι η αγάπη!

Η δε ανιδιοτελής προσφορά της στους άλλους, όσο ουτοπικό κι αν ακούγεται, όσο ανόητο κι αν το θεωρούν πολλοί, δεν παύει να αποτελεί ύψιστη αρετή!

Πέρα από τις μεγάλες αδικίες ή τα πολύ θλιβερά γεγονότα του κόσμου μας και τα τραγελαφικά που σημειώνονται γύρω μας, τυχαίνει μερικά απλά και καθημερινά πράγματα να μας παρακινούν σε περισυλλογή, αναθεώρηση πεποιθήσεων, άλλοτε να μας διαψεύδουν ή να μας επιβεβαιώνουν και να επικροτούν τη μέχρι τώρα στάση μας σ'αυτή τη ζωή.

Αφήνω το ...συρμό του συνειρμού να με παρασύρει ξεκινώντας από τη σκέψη ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, ούτε καν η ίδια η ζωή μας!
Γιαυτό θα πρέπει κάθε τόσο, να σταματάμε, να αφουγκραζόμαστε όσα λαμβάνουν χώρα γύρω μας και όσα εξελίσσονται μέσα μας.

Αυτή η παρατήρηση των έξω και η κριτική για τα έσω θα πρέπει να γίνονται με τη μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα και ει δυνατόν, πλήρως αποστασιοποιημένα. Δύσκολο μεν, πρέπει δε!
Διότι μετά, πρέπει να ακολουθήσει μια διαδικασία λίγο πολύπλοκη. Πρέπει να ξαναφέρουμε στο φως για επανεξέταση και εκ νέου αξιολόγηση διάφορες αξίες, να αναιρέσουμε κάποιες και να θέσουμε νέες. Και ανάλογα με τα αποτελέσματα των διεργασιών αυτών πρέπει να συνεχίσουμε παρακάτω με βελτιωμένα χαρακτηριστικά.

Το "Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης" που έχει αναφέρει ο Σοφοκλής παραπέμπει σε αποφυγή του θαυμασμού για τις επίγειες απολαύσεις, αλλά όπως τα πάντα έχουν δύο -τουλάχιστον- όψεις, είναι φυσικά θέμα επιλογής του καθένα το πώς διάγει τη ζωή του. Αυτό που σπάνια επιτυγχάνεται, είναι  να επιζητήσεις την προσωπική σου βελτίωση και να ζήσεις αγωνιζόμενος για τους στόχους σου, χωρίς να βλάπτεις άλλους.

Μακάρι να αποφεύγαμε όλοι την έπαρση και να υιοθετούσουμε τη σεμνότητα στη συμπεριφορά μας, με ό,τι κι αν καταπιανόμαστε.

Το να είναι κάποιος απλός, δίκαιος, ειλικρινής, αυθόρμητος και καλοπροαίρετος, είναι ό,τι πιο τίμιο μπορεί να υπάρξει στον περίγυρό μας.
Αδιαμφισβήτητα ο αυθορμητισμός ποτέ δεν κρύβει υστεροβουλία και είναι απαράδεκτο εάν γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή κακοβουλων χειρισμών!!


Αν το να θίγεις τα κακώς κείμενα ενοχλεί, το να περιγελάς την αθωότητα θλίβει.

Και το λέω αυτό επειδή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις διάφορες αντίθετες ή παρεμφερείς έννοιες είναι πολύ λεπτή.
Κάποιοι συγχέουν την αθωότητα και τον αυθορμητισμό με την αφέλεια και την επιπολαιότητα, δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά ανάμεσα στην εξυπνάδα και την πονηριά, δεν ξεχωρίζουν το παράπονο από τη γκρίνια και ούτω καθ'εξής... 

Ο καλύτερος σύμβουλος σε κάθε περίπτωση είναι η Αγάπη, που δυστυχώς δεν εφαρμόζεται στις πρακτικές της σύγχρονης ζωής. Ο κανόνας της φύσης "το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό" λειτουργεί, ξέρετε, αναζωογονητικά μόνο στο φυτικό και ζωικό βασίλειο...
Αναφέρομαι στην αγάπη που πρέπει να ανασύρουμε από μέσα μας και να τη διοχετεύσουμε παντού μέσα από τα λόγια μας, το βλέμμα μας, τις πράξεις μας, στοχεύοντας στο συνάνθρωπο. Και καταλαβαίνουμε πότε δυο μάτια μας κοιτάζουν με αγάπη ή όχι και ενστικτωδώς, αντιλαμβανόμαστε πότε τα λόγια είναι αληθινά ή ψεύτικα...

Έχουμε αναλωθεί σε τυπικότητες, χρησιμοποιούμε προσωπεία και ανάρμοστες μεθοδεύσεις για να επιτύχουμε τους όποιους στόχους μας, που ακυρώνουν κάθε δυνατότητα πρόσβασης στην έρμη την αγάπη.
Την επικαλούμαστε όμως ως πρόσχημα, μέσον, ή ως ανταλλακτική μονάδα και μέθοδο και δυστυχώς, εύκολα λέγεται ή γράφεται, αλλά στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές δεν υφίσταται!! Και αυτό αποδεικνύεται εν καιρώ! Έτσι... Πολύ απλά!


Αχ, μαρτυριάρη χρόνε! Έρχεσαι και τα βγάζεις όλα στη φόρα!!!

Μίνα Βαμβάκου

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Aχ, μπαμπά...


-«Εσύ, κοριτσάκι μου, δεν πήρες τίποτα;»
- «Όχι μπαμπά…»
-«Μα, καλά, ολόκληρο παζάρι και δεν βρέθηκε ένα παιχνίδι να σου αρέσει;»
-«Αμέ! Είδα κάτι, αλλά θα ήταν πολύ ακριβό και δεν ήξερα αν μπορούσαμε να το πάρουμε!»
-«Και… τι ήταν αυτό που είδες;»
-«Αχ, μπαμπά! Ήταν ένα τηλεφωνάκι, κατακόκκινο, και είχε και ένα καντράν που γύρναγε όπως στα αληθινά τηλέφωνα! Και είχε και ένα κουμπάκι, που όταν το πάταγες έκανε ντριιιιιιιιν!»

Την επόμενη μέρα το μεσημέρι είχε αφόρητη ζέστη και ο μπαμπάς είχε αργήσει να γυρίσει από τη δουλειά...
-«Ήρθε, ήρθε! Πηγαίνετε να του ανοίξετε γρήγορα!» φώναξε η μαμά από την κουζίνα και τα τρία πιτσιρίκια τρέξαμε όπως κάθε φορά τη μικρή μας κούρσα μέσα στο σπίτι για να δούμε ποιος θα φτάσει πρώτος στην εξώπορτα.

-«Βρε καλώς τα μου! Σιγά! Σιγά μικρή Μίνα! Και τα’αδέρφια σου θέλουν αγκαλίτσες!» είπε γελώντας ο μπαμπάς και οι τσάντες που κρατούσε στο ένα του χέρι δε μας κίνησαν την περιέργεια, επειδή ο μπαμπάς έφερνε πάντα τα ψώνια στο σπίτι, ενώ η μαμά έστελνε εμάς στο μπακάλη αν της έλειπε κάτι απαραίτητο.
-«…..Κι αυτό εδώ για το Μινάκι μου!»
Περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μου, άπλωσα αργά-αργά και διστακτικά τα χέρια μου για να πάρω τη μπλε σακουλίτσα. Ήθελα να διατηρήσω αυτές τις μαγικές στιγμές υπέροχης προσμονής λίγο ακόμα… Τα δώρα χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος βλέπετε, σπάνιζαν εκείνη την εποχή.
Κοίταξα δειλά το περιεχόμενο. Τα παιδικά ματάκια άνοιξαν διάπλατα και το πρόσωπο φωτίστηκε από χαρά! Ήταν το κόκκινο τηλεφωνάκι!

Όρμησα καταπάνω του κρατώντας σφιχτά το παιχνίδι!
Μια τεράστια, ζεστή αγκαλιά, μια μπλε σακουλίτσα μ’ένα κόκκινο τηλεφωνάκι και δυο φωτεινά, χαμογελαστά πρόσωπα… Μη μου πείτε ότι αυτό δεν ήταν ευτυχία!




Αχ, μπαμπά!
Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια από τότε που έφυγες για το μεγάλο ταξίδι…


(Όταν αφορά στο γονιό σου, το ότι  «έφυγε πλήρης ημερών» δε σε αποζημιώνει καθόλου….
Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για έναν υπέροχο άνθρωπο…)

Είχε γεννηθεί στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, τη γενέτειρα του Σεφέρη, το 1912.

Βίωσε τη Μικρασιατική Καταστροφή στα 10 του χρόνια και μεγάλωσε στην Καισαριανή. Πήγε γυμνάσιο στη Βαρβάκειο Σχολή, στην οποία όφειλε -πέρα από τις πολύτιμες για την εποχή εκείνη γνώσεις- εκείνα τα εκπληκτικά καλλιγραφικά του γράμματα που πάντα θαύμαζα….
 

Από την Καισαριανή, μετακομίσαμε στη Χαλκίδα όταν ήμουν 3 ετών.
Πόσες εξαίσιες αναμνήσεις ζωντανεύουν στο μυαλό μου!

Μαζί φτιάχναμε το χαρταετό την παραμονή της Καθαράς Δευτέρας! Ο μπαμπάς χρησιμοποιούσε πηχάκια, σπάγγο, μπλε χαρτί σκληρό και έφτιαχνε αλευρόκολλα! Μας έδειχνε πώς να κόβουμε λουρίδες χαρτιά από περιοδικά και εφημερίδες και πώς τα έδενε μετά για να γίνει η ουρά και τα σκουλαρίκια…. Η όλη διαδικασία κρατούσε μερικές ώρες. Ώρες προσήλωσης και σιωπής που τα μάτια μου κυριολεκτικά ρούφαγαν κάθε του κίνηση! Την άλλη μέρα, θυμάμαι τη χαρά που κάναμε όταν βλέπαμε το δικό μας χειροποίητο αετό να πετάει πιο ψηλά από τους άλλους!

Θυμάμαι που καθόμασταν τα απογεύματα της Παρασκευής στην κουζίνα οι δυο μας και ζυμώναμε ψύχα από ψωμί με λάδι, τυρί φέτα και παστές σαρδέλες για να φτιάξουμε το δόλωμα για το ψάρεμα. Την επομένη ξεκινούσαμε πρωί-πρωί και πηγαίναμε στην Ιχθυόσκαλα.
Καθόμουν δίπλα του σιωπηλή και κοιτούσα το φελό που λικνιζόταν στα ήρεμα νερά… Και πώς φτερούγιζε η καρδιά μου στο ξαφνικό βούλιαγμά του! Τι αγωνία έσερνε μαζί της εκείνη η ασημένια ανταύγεια που έσκιζε τα νερά, καθώς ο μπαμπάς τραβούσε το καλάμι! Και μετά, το βλέμμα μου -όλο χαρά – τον παρακολουθούσε καθώς με έμπειρες κινήσεις ξεδόλωνε το σπάρο και τον έβαζε στο κίτρινο πλεκτό καλαθάκι…

Πώς να ξεχάσω τις ώρες που τον συντρόφευα όταν έβαφε το σπίτι. Τοίχο-τοίχο, δωμάτιο-δωμάτιο με το ραδιόφωνο να παίζει… Παρακολουθούσα με προσοχή τον τρόπο που ανακάτευε τα χρώματα, τον τρόπο που δούλευε το πινέλο πάνω στις επιφάνειες. Λάτρευα τη μυρωδιά της μπογιάς, εκστασιαζόμουν με το αποτέλεσμα στους τοίχους! Και πάλι οι κουβέντες ήταν περιττές. Ένιωθα τόσα πολλά! Εικόνες, μυρωδιές και ήχοι κατέγραφαν ανεξίτηλες χαρακιές στη μνήμη μου. Κάθε φορά που βάφω ένα τοίχο, όλα αυτά ζωντανεύουν ξανά! Σαν να ήταν χθες…




Τότε δεν πηγαίναμε σε ταβέρνες ή εστιατόρια. Κάναμε όμως, σχεδόν κάθε εβδομάδα, μικρά γλέντια στο σπίτι, πότε με φίλους, πότε με με συγγενείς και πότε με γείτονες. Μεζεδάκια, κρασί και μουσική από το φορητό πικάπ - βαλιτσάκι, το Dual με δίσκους 45 και 33 στροφών.

Σιγοτραγουδούσαμε και χορεύαμε ρεμπέτικα, μικρασιάτικα, δημοτικά και νησιώτικα…
Κι ο μπαμπάς, με το βασιλικό στ’αυτί -χαρακτηριστικό των Βουρλιωτών- με το χαμόγελο στα χείλη και τα μάτια, έκανε το καλύτερο κέφι!
Όλοι είχαν να λένε για τον κυρ-Μανώλη! Κάτι που πάντα θα θυμάμαι, είναι ότι ποτέ δεν έβγαινε από το σπίτι χωρίς γραβάτα! Ακόμα και τα χαράματα φεύγοντας για τη  δουλειά!

Όσοι από τη Χαλκίδα και την Αρτάκη -γέροντες πια- δούλεψαν στα νιάτα τους στην "Κυλινδρική", το εργοστάσιο του πρώτου του εξαδέρφου, Τόνη Μπαμπούνη, κατά τις δεκαετίες '60, '70 και αρχές '80, σίγουρα έχουν στην καρδιά τους τον υπεύθυνο του βαφείου, τον μαστρο-Μανώλη... 

Το καλοκαίρι που πήραμε τηλεόραση –από τις πρώτες στον Καράμπαμπα- όλη η γειτονιά μαζευόταν στην αυλή μας για να παρακολουθήσει το πρόγραμμα της ΕΙΡ και της ΥΕΝΕΔ.
Κι ο μπαμπάς, είχε την τιμητική του, ψήνοντας σαρδέλες για όλους και κερνώντας κρασάκι! Μόνο η πιτσιρικαρία δεν πλησιάζαμε τις σαρδέλες, αλλά τσιμπολογούσαμε άλλες μικρολιχουδιές που είχε ετοιμάσει η μαμά.

Πόσο λάτρευα τις ιστορίες που μας έλεγε! Για τα νειάτα του στην Αθήνα, τις παρέες του,  για τη γνωριμία του με τον παλιό ηθοποιό Αλέκο Λειβαδίτη, τη Ραλλού Μάνου, τη Δόμνα Σαμίου πριν ακόμα γίνουν ευρύτερα γνωστοί… Για ένα φεγγάρι που έπαιξε ποδόσφαιρο στον Ολυμπιακό Πειραιώς και τον Πανιώνιο, για τη μοναδική νυχτερινή μουσική ζωή στην Αθήνα γύρω στο ’50…

 Μα οι καλύτερες ιστορίες του ήταν εκείνες για τις πλάκες που σκάρωνε στους συναδέλφους του στην Κυλινδρική!  Που τους ανακάτευε τα παπούτσια και τους έδενε τα κορδόνια φτιάχνοντας μπερδεμένα ζευγάρια! Που τους έστελνε στο διευθυντή χωρίς λόγο και που τους ανέθετε ανύπαρκτες εργασίες! Κι όμως όλοι τον λάτρευαν…

Αχ, μπαμπά!
Πόσο σε θαύμαζα όταν δε δίσταζες να γονατίσεις μπροστά στη μαμά -κι ας είχες περάσει τα εξήντα- και να της απαγγείλεις μπροστά σε όλους, πότε ποιήματα, πότε μαντινάδες και πότε δικά σου στιχάκια!

Αχ, μπαμπά!
Πόσο μου λείπουν εκείνες οι πολύτιμες δημιουργικές μας ώρες της σιωπής! Αλλά και το χιούμορ σου, το χαμόγελό σου, τα μάτια σου τα φωτεινά! Πόσο μου λείπεις!
Πόσο θα’θελα να μπορούσα να σ’αγκαλιάσω ξανά και να σου πω μια φορά ακόμα, πόσο πολύ σ’αγαπώ.........


Ασημίνα Εμμανουήλ Βαμβάκου

Δύσεις και Ανατολή







































Στα ηλιοβασιλέματα της ζωής μου
άφηνα το βλέμμα να πλανηθεί αχαλίνωτο!
Έστελνα τη ματιά άπληστα να ρουφήξει τα χρώματα,
τις εναλλαγές τους, τις αποχρώσεις!
Κρατούσα γερά τον ορίζοντα
να μην ξεφύγει ο ουρανός και χυθεί μες στη θάλασσα!

Αιχμαλώτιζα τους ήχους του μυρωδάτου φλοίσβου
ή των θυμωμένων κυμάτων
και τους έκλεβα την ενέργεια!
Άνοιγα δρόμους στην ψυχή,
να βγει να μαζέψει μαγεία και τη δύναμη των στιγμών.

Πάσχιζα ν'αντέξει τη νύχτα,
το σκοτάδι, το ψέμα, το φόβο...
Στα ηλιοβασιλέματα της ζωής μου,
θλιβόμουν μυστικά και βαθειά,
για την κάθε μια χαραυγή που έχανα...
  
Αναζητούσα την ελπίδα που συνοδεύει το ξημέρωμα,
τις υποσχέσεις και την εγρήγορση των αισθήσεων.
Ικέτευα για μιαν αυγή που θα μου φέρει το φως,
τη χαρά, την ομορφιά, την αλήθεια...


Ν'αναστηθεί η ψυχή με την έλευση της μέρας,
Να λυτρώσει καημούς και όνειρα χαμένα,
Ν'αντρωθεί και με ιππότες συμμάχους, να παλαίψει
για κάθε λαχτάρα και πόθο
που ως τώρα, δεν είχε ποτέ της γυρέψει...

Μίνα Βαμβάκου

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Ποτέ δεν είναι αργά!


Άνοιξε το παραθυρόφυλλο του παλιού αρχοντικού και άφησε το αλμυρό αεράκι να της χαϊδέψει το πρόσωπο... Η ματιά της πλανήθηκε ως συνήθως, στα σκούρα νερά του πορθμού που έβλεπε ανάμεσα από τα ψηλά δέντρα του άλσους! Η πόλη απέναντι στους δικούς της ρυθμούς την άφηνε ασυγκίνητη, καθώς σ'εκείνο το όμορφο παλιό κτίσμα είχε καταφέρει να κρατήσει την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής, έναν αιώνα σχεδόν νωρίτερα, τότε που χτίστηκε το σπίτι.

Η Αρετή, ή μάλλον, η Αρετούσα, όπως με στόμφο είχε απαιτήσει να τη φωνάζουν όταν είχε διαβάσει τον Ερωτόκριτο στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, είχε αγαπήσει βαθειά αυτό το παραμυθένιο κτίσμα. Οι γονείς της το είχαν αγοράσει για εξοχικό όταν παντρεύτηκαν και η Αρετούσα, ανυπομονούσε, εξαιτίας του, να έρθει το καλοκαίρι, οι διακοπές των εορτών και το κάθε Σαββατοκύριακο, επειδή έρχονταν εδώ, μακριά από την πολύβουη ζωή στην πρωτεύουσα.

Λάτρευε αυτό το σπίτι, ήταν ο πύργος της και η ίδια ήταν η πυργοδέσποινά του!
Παραδινόταν σε ταξίδια της φαντασίας κάθε φορά που ανέβαινε στη σοφίτα, το βασίλειό της! Εκεί, στον ελεύθερο χρόνο της, αποτύπωνε σκηνές ονειρικές σε χαρτιά τα πρώτα χρόνια και σε καμβάδες αργότερα καθώς μεγάλωνε... Ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα ήταν η κυριότερη πηγή της έμπνευσής της! Ο ρομαντισμός και το συναίσθημα ξεχείλιζαν από κάθε της έργο...

Μοναχοπαίδι η Αρετούσα, είχε ό,τι ήθελε! Μα δεν ήταν κακομαθημένη! Αντιθέτως!!! Ήταν πρόσχαρη και κέρδιζε από την πρώτη κιόλας στιγμή, τη συμπάθεια όλων όσων την γνώριζαν... Είχε μια γλύκα διάχυτη στην εμφάνισή της και ένα χαμόγελο που άναβε πολυελαίους στη μορφή της!!!
Κι όταν μιλούσε, αγγέλοι κατέβαιναν ένα γύρο και νόμιζες ότι βρισκόσουν στην αυλή των ουρανών!!! Η φωνή της είχε κάτι εξωπραγματικό και όταν τραγουδούσε καθήλωνε τους πάντες γύρω της!

Τα χρόνια πέρασαν αδυσώπητα και σήμερα βρέθηκε πάλι εδώ, στη σοφίτα των παιδικών της ονείρων, ν'ατενίζει για ακόμα μια φορά τη θάλασσα ανάμεσα από τα πεύκα και να αναμοχλεύει άδοξες μνήμες από το παρελθόν.

Ο ήχος πιάνου και βιολιών, η κρυστάλλινη φωνή της, το χειροκρότημα του κοινού, το στρίγγλισμα των φρένων, λευκό φως και πράσινες μπλούζες...
Τα συναισθήματα θέριευαν και σπρώχνονταν μέσα της όπως ακριβώς τα σκοτεινά ρεύματα του Ευρίπου και στριμώχνονταν παλεύοντας στο στενό πέρασμα του πορθμού της λογικής της...

Πήρε μια βαθειά ανάσα βλέποντας ένα γλάρο να πλησιάζει χαμηλώνοντας σ'ένα ακίνητο και ήρεμο πέταγμα...
Αμέτρητες συνεδρίες την είχαν βοηθήσει να αποδεχθεί την απώλεια των γονιών της, της φωνής της και της καριέρας της... Η Αρετούσα χρειάστηκε μια εικοσαετία για να σταθεί ξανά στα πόδια της και να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι δε θα έβγαινε ποτέ από μέσα της ο παραμικρός ήχος, μια μικρή έστω λέξη ή ένα κελαρυστό πηγαίο γέλιο...

Είχε καταφέρει να βρει διέξοδο στη ζωγραφική, την παλιά της αγάπη! Αυτή ήταν που τη συντρόφευε χρόνια τώρα, μαζί με τη μουσική και το διάβασμα, αποφεύγοντας τις κοινωνικές συναναστροφές, συναθροίσεις και σχέσεις. Ο περίγυρός της ήταν επιλεκτικά στενός και η Φανή είχε παραμείνει η μοναδική της έμπιστη φίλη από τότε που ήταν οκτώ χρονών.

Τα τελευταία δύο χρόνια είχε αρχίσει δειλά-δειλά να βγαίνει έξω πιο συχνά και να αντλεί ιδιαίτερη χαρά από τις εξορμήσεις της και τους καθημερινούς περιπάτους της δίπλα στη θάλασσα, παρέα με τη Φανή...



Η φίλη της χαιρόταν που την έβλεπε να ζωντανεύει κάθε φορά που έβγαιναν για περπάτημα κι ένιωθε να απολαμβάνει τις βόλτες τους στα μαγαζιά ή ακόμα και τις εκδρομές τους στις γύρω περιοχές της Χαλκίδας.

Πριν καιρό είχε δείξει σ'ένα φίλο της, τον πίνακα που της είχε δωρίσει η Αρετούσα. Ο φίλος της τον είχε θαυμάσει και της πρότεινε να τον δείξουν σε κάποιο γνωστό του που ήταν γνωστός κριτικός τέχνης και ιδιοκτήτης γκαλερί στην Αθήνα. Είχαν πάει οι δυο τους κρυφά από την Αρετούσα και τον είχαν επισκεφθεί.
Ο άνθρωπος είχε μείνει ασάλευτος, πραγματικά ως στήλη άλατος, μόλις αντίκρισε το έργο! Ήθελε οπωσδήποτε να δει και άλλα δείγματα της δουλειάς της!!!

Μα η Φανή γνώριζε καλά τον τοίχο που είχε υψώσει η αγαπημένη της φίλη και ήξερε πως θα ήταν από δύσκολο έως ακατόρθωτο να καταφέρει να τον γκρεμίσει!
Παρ'όλα τούτα, όμως, ξεκίνησε τον αγώνα της επειδή έβλεπε ότι είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου για την Αρετούσα για να αλλάξει επιτέλους τρόπο ζωής...
Ήταν και κάτι άλλο που ενστικτωδώς ένιωσε. Ο κύριος Ρεντάκης ήταν ελεύθερος, ώριμος και πολύ-πολύ εμφανίσιμος, αλλά δεν τόλμησε να επιτρέψει σ'αυτή τη σκέψη να προχωρήσει περισσότερο στο μυαλό της...
Της πήρε εννιά μήνες να την πείσει! Σαν να κυοφορούσε ένα έμβρυο, η Αρετούσα υποχώρησε στις προτροπές της και σήμερα θα δεχόταν την επίσκεψή τους!

Ο ήχος του κουδουνιού τάραξε την Αρετούσα και στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη στο ψηλοτάβανο χωλ με τις απαράμιλλες γύψινες διακοσμήσεις, το κομψό μικρό πολυέλαιο και τις υπόλοιπες σπάνιες αντίκες που είχαν επιλέξει οι γονείς της για να το διακοσμήσουν. Αισθάνθηκε ότι το παράκανε και σα να συνήλθε απότομα,
προχώρησε προς την είσοδο του αγαπημένου σπιτιού.

Άνοιξε την πόρτα και μαζί με το φως της λιακάδας όρμησε στην ψυχή της, λαμπρή η μορφή του!
Μια στιγμή απόλυτης γαλήνης!
Μια στιγμή που θαρρείς αγκάλιασε την αιωνιότητα λες κι ήταν ένα μωρό!

Κι εκείνος με τη σειρά του, άπλωσε αργά, το χέρι και χαμογελώντας, πήρε το δικό της και το φίλησε.
Ύψωσε το βλέμμα του, το βύθισε στο δικό της και συμπλήρωσε: "Ερωτόκριτος Ρεντάκης! Γοητευμένος!"

Η μαγεία επεσκίασε την πραγματικότητα και μετέτρεψε το κατώφλι της σε μια μηχανή του χρόνου που απέκλεισε τον κόσμο γύρω τους και τους πλημμύρισε με εικόνες και ήχους από άλλες εποχές, ενός παραμυθένιου παρελθόντος και ενός αισιόδοξου μέλλοντος...

Μίνα


Χαράμι…

Το παλιό πατζούρι έτριξε καθώς άνοιγε, λες για να μαλώσει το πρωινό φως του ήλιου που όρμησε ανελέητα μέσα στο ψηλοτάβανο δωμάτιο. Τα μάτια της Τασίας τριγύρισαν νωχελικά στην ίδια εικόνα που αντίκρυζε κάθε πρωί εδώ και πάνω από μισό αιώνα, από τότε που είχε ψηλώσει αρκετά για να φτάνει τη βαριά μπετούγια.



Λίγα είχαν αλλάξει στη μικρή πλατεία του χωριού της. Καινούργιες πλάκες φυσικά είχαν στρωθεί, μερικά σπίτια είχαν αλουμινένια πορτοπαράθυρα και της κυρα-Λέλας ο γαμπρός είχε χτίσει έναν όροφο πάνω απ’το παλιό σπίτι, αλλά τελείως παράταιρο με τα υπόλοιπα, γιατί θύμιζε τα σπίτια της πόλης.
Η Τασία αναστέναξε και τράβηξε στην άκρη το λευκό κουρτινάκι με το κοφτό και τη δαντέλα που είχε φτιάξει πρόπερσι. Τα ψεύτικα λουλούδια δίπλα στο σιδερένιο κρεββάτι πετάρισαν σ’ένα ξαφνικό αεράκι σαν πουλιά που την καλημέριζαν.


Προχώρησε στο τραπέζι με το παλιό λαβομάνο της γιαγιάς της, πολύτιμο κειμήλιο και σταμάτησε βλέποντας το είδωλό της στον καθρέφτη λίγο ψηλότερα. Όμορφα χαρακτηριστικά, άδικα σπαρμένα στο ρυτιδιασμένο πια πρόσωπο, προδότες της ομορφιάς της νιότης της.
«Χαράμι!» σκέφτηκε. «Χαράμι πήγες Τασία…» Σήμερα δεν είχε όρεξη για τίποτα! Κατέβηκε κάτω να πλυθεί στη σύγχρονη τουαλέτα και προσπαθούσενα θυμηθεί αυτά που έκανε ψες βράδυ, μήπως βρει την αιτία της κακοκεφιάς της.Τίποτα! «Μπα! Κάποιο όνειρο άσχημο θα είδα και δεν το θυμάμαι. Καλό κι ευλογημένο!»


Βγήκε έξω στην αυλίτσα της, την οριοθετημένη από μια σειρά φρεσκοβαμμένες γλάστρες, στην άκρη του πλακόστρωτου της μικρής πλατείας.
- «Καλημέρα, Τασία!»
- «Καλή σου μέρα Γιώργη!» απάντησε στον ξερακιανό άντρα που τη χαιρέτισε και το βλέμμα της έπεσε στο ξύλινο μπαστούνι που δε φαινόταν να τον βοηθάει και πολύ στο αργό περπάτημά του…


Γύρισε προς το σπίτι και πήρε τη σκούπα, πιο πολύ για να κόψει την κουβέντα πριν καλά-καλά αρχίσει. Αλλά το μυαλό της δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τις σκέψεις, τις εικόνες και τις θύμησες που το κατέκλυσαν.
«Α, ρε Γιώργη! Τι να σου κάνω κι εσένα; Σ’αρνήθηκα τότε,γιατί δεν ήθελα να πάρω χωριάτη. Ήθελα πρωτευουσιάνο, τρομάρα μου! Καλά λένε πως πρέπει στα στερνά σου να μιλάς για το σωστό και το λάθος. Τότε μόνο ξέρεις.Τι έκανες εσύ, τι έκανα εγώ;
Νοικοκύρης ο Γιώργης, κουβαλητής, χαίρεται κι εγγόνια… Κιεγώ;;;; Ξέμεινα στο ράφι! Ξέμεινα στο χωριό!!
Ά, ρε Αντρέα! Με ξελόγιασες και με παράτησες γιατί η άλλη είχε τον παρά με τη σέσουλα! Τίποτα δε σ’άγγιξε από μένα! Ενώ εσύ για μένα ήσουν τα πάντα! Μου ζωντάνεψες το νου, την ψυχή και το κορμί για δυο ολάκερα χρόνια, για να με σκοτώνεις μετά για τα επόμενα σαράντα! Κι ύστερα, σου λένε ότι όλα εδώ πληρώνονται! Μπούρδες!! Μια χαρά του πήγαν όλα. Όπως τα σχεδίαζε, έτσι του βγαίνανε…
Εγώ φταίω! Εγώ που τον αγαπούσα! Εγώ που δεν ήθελα να μ’αγγίξει κανείς άλλος μετά! Και που ήθελα να είμαι τύπος και υπογραμμός! Για τους συναδέλφους στη φάμπρικα, για τους συχωριανούς, για τον κόσμο. Τι έκανα για μένα; Δουλειά – σπίτι, σπίτι – δουλειά.
Ξεσκόνισμα, σκούπισμα, πλύσιμο, σιδέρωμα και για διασκέδαση; Σεμεδάκια, φιλέδες και δαντέλες! Ηλίθια!!»


- «Φτάνει βρε Τασία!! Θα τη λιώσεις την αυλίτσα σου! Δες πώς κατάντησες την έρμη τη σκούπα!»
- «Καλημέρα, Νίτσα μου! Δε σε κατάλαβα! Αχ! Κάτι μπήκε στο μάτι μου. Με συγχωρείς!»



Μόλις που πρόλαβε να χωθεί στο σπίτι για να μη ρεζιλευτεί από τα δάκρυα και το λυγμό που την έπνιξαν. «Νισάφι! Νισάφι πια!»
Το σφίξιμο στο στέρνο έγινε έντονο και ένας πόνος οξύς τη μούδιασε ως το λαιμό!
Άρπαξε το τραπεζομάντηλο για να κρατηθεί, μα δεν τη βοήθησε.
Σαράντα χρόνια πόνου ψυχής τη λύγισαν στα 64.
Έφυγε σε μια στιγμή της καθημερινής της ρουτίνας, με τα μάτια ανοιχτά και σφιγμένο στη χούφτα το κοφτό τραπεζομάντηλο που το ίδιο χέρι είχε κάποτε με όνειρα κεντήσει…

Μίνα

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Η δεμένη πλαστική καρέκλα


Κάθε απομεσήμερο, τον συναντούσα καθώς κατηφόριζε με μεγάλη προσοχή, το τσιμεντωμένο δρομάκι για να βγει στο δρόμο, να τον διασχίσει και κατόπιν, να κατέβει στον αμέσως επόμενο.
 
Κρατώντας γερά το μπαστούνι του, στηριζόταν πάνω του σαν να ήταν ένα πόδι νεανικό και δυνατό. Συγκεντρωνόταν σ’έναν αργό βηματισμό, με μικρούς και σίγουρους δρασκελισμούς.
Το στόμα μισάνοιγε στο έκδηλο λαχάνιασμα και το χέρι πεισμωμένο έβγαζε στην ξύλινη προέκταση, όλη την ένταση της προσπάθειας.

Λίγο ακόμα και η άσπρη πλαστική καρεκλίτσα του, τον περίμενε δεμένη στη συκιά, στη γωνία πριν την επόμενη στροφή, για να τον ξεκουράσει στο σκιερό κάθισμά της.
Ήταν στημένη ακριβώς στη μέση της διαδρομής.
Είχε άλλο τόσο δρόμο μετά, μέχρι να φτάσει στο καφενείο.
Τα τρεμάμενα πόδια του κινούνταν πιο γοργά, όσο πλησίαζε τον πλαστικό του θρόνο κι ήταν πιο πολύ από το φόβο μην τυχόν τον προδώσουν πριν προλάβει να τον φτάσει!

Κι όταν επιτέλους καθόταν στη λυτρωτική αγκαλιά της, ερχόταν κύμα ορμητικό, η διάθεση να φιλοσοφήσει και να την κάνει ακροατή των σκέψεών του. Κάθε μέρα ήταν η δική τους ώρα να συντροφέψουν ο ένας τον άλλον, εκείνη να τον ξαποσταίνει κι εκείνος να της χαρίζει τους μονολόγους του μυαλού του, όπως όταν μίλαγε στα παιδιά και τα εγγόνια του, όταν ήταν μικρά, ή στη γυναίκα του που είχε χάσει κάμποσα χρόνια πριν.




Πόσο τυχερός ήταν που ζούσε και σήμερα! Σχεδόν όλοι οι συνομήλικοί του είχαν φύγει για το μεγάλο ταξίδι… Εκείνος, όμως, απολάμβανε ακόμα μια ζεστή μέρα, τα χαρούμενα τιτιβίσματα των πουλιών, τις μυρωδιές των λουλουδιών και των δέντρων γύρω του, το απαλό αεράκι που του χάιδευε τ’άσπρα μαλλιά.



Σε λίγο, θα καλαμπούριζε με τη συντροφιά του, ρουφώντας το καφεδάκι του!
Θ’αναπολούσε μαζί τους, παλιές ιστορίες και θα μάθαινε τα τελευταία νέα για τους συγχωριανούς του.
Πόσο όμορφη είναι η ζωή, ακόμα και σ’αυτή την ηλικία!
Τι όμορφο να βλέπεις, να οσμίζεσαι, ν’ακούς, να γεύεσαι και να νιώθεις!

Και με τέτοιες σκέψεις σηκωνόταν ορθός κι ένιωθε, όχι απλά ξεκούραστος, αλλά, λες και τα πόδια του αποκτούσαν φτερά και με ανυπομονησία κινούσε να καλύψει και το υπόλοιπο της διαδρομής, ως τον καφενέ.
……………………………………………………………………………………………………………
Έχει περάσει πολύς καιρός, από τότε που «έφυγε» ο κυρ-Βαγγέλης.
Κάθε φορά που διάβαινα το δρομάκι για κάμποσους μήνες μετά, η ματιά μου στεκόταν στην άσπρη πλαστική πολυθρονίτσα, που είχε απομείνει δεμένη στη συκιά να προσμένει μάταια το αφεντικό της, κι ο νους μου με συγκίνηση μου έφερνε εμπρός μου, τη μορφή του...

Περί (της αδίκως) προσβεβλημένης αισθητικής (σου)

"Μαζεύω τα σύνεργά μου, όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα..." Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ


Αισθητική, αισθητική, αισθητική... Μάλιστα...

Σε προσωπικό επίπεδο, η άποψη που έχεις για όσα σου αρέσουν και θέλεις να υπάρχουν γύρω σου για να νοιώθεις καλά. Άποψη που έχεις αποκρυσταλλώσει από συναισθήματα που προκαλούνται από τα διάφορα ερεθίσματα που δέχονται οι πέντε αισθήσεις σου.

Ό,τι βλέπεις, ό,τι ακούς, ό,τι γεύεσαι, ό,τι οσφρίζεσαι ή ό,τι αγγίζεις, τα παίρνει το Μυαλό από το χεράκι και τα φέρνει μέσα σε εκείνο το ζεστό χώρο με το χαμηλό φωτισμό και το απαλό λίκνισμα, που λέγεται Ψυχή. Eκεί κάθονται αναπαυτικά και όλα μαζί αρχίζουν να κατασκευάζουν διάφορα πραγματάαακιαα!

Αν τα Ερεθίσματα είναι καλά παιδιά, σκαρώνουν χαμόγελα, ευχαρίστηση, ενθουσιασμό, χτυποκάρδια, ικανοποίηση, γλύκα, χαρές και άλλες ομορφιές.

Αν όμως είναι παλιόπαιδα κι ατίθασα, τότε φτιάχνουν λύπες, ενόχληση, εκνευρισμούς, θυμό, συνοφρυώματα, υψηλή πίεση και άλλα τέτοια αρνητικά πράγματα...

Και στις δύο περιπτώσεις, όλες αυτές οι κατασκευές χαρίζονται στην αυτής μεγαλειότητά της, τη μανδάμ Διάθεση για να μπορέσει να εκφραστεί!

Στη σφαίρα του πραγματικού βέβαια, τα ερεθίσματα έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ψυχοσύνθεσή μας...

Φροντίζουμε να διατηρούμε ικανοποιημένη την αισθητική μας για να νοιώθουμε πληρότητα και να έχουμε καλή Διάθεση.

Εάν η αισθητική μας προσβληθεί από κάτι άσχημο, τότε μας πλημμυρίζει η δυσαρέσκεια και ως εκ τούτου η Διάθεσή μας έχει το μαύρο της το χάλι! Άντε, το γκρί (σε μία απόχρωσή του)!

 Σ'αυτήν την περίπτωση, πόσο μπορεί αυτό το χάλι να επηρεάσει τη συμπεριφορά μας και πόσο μπορεί να κρατήσει;;;

Δε μιλάμε, φυσικά, για ένα κακόγουστο πίνακα ζωγραφικής, ένα απαίσιο τραγούδι ή ένα κακόγευστο φαγητό!!!

Αυτά, όσο βάναυσα κι αν προσβάλουν την αισθητική μας, τα απομακρύνουμε από κοντά μας ή απομακρυνόμαστε εμείς, βρίσκουμε ένα ποιοτικό αντίδοτο και ούτε γάτα, ούτε ζημιά!

Εδώ, μιλάμε ξεκάθαρα για πράξεις ανθρώπων που -λέμε τώρα- προσέβαλαν την αισθητική μας...

Όταν γίνει κάτι τέτοιο, υπεισέρχονται κάποιοι παράγοντες ουσιαστικοί, τόσο στη διαμόρφωση της μετέπειτα στάσης μας στο πρόσωπο που μας "έπληξε", όσο και στο πόσο θα κρατήσουμε αυτή τη στάση.

Μεταξύ άλλων, ολίγων τινών, πρωταρχικό ρόλο παίζει το ποιος είναι αυτός που διατάραξε την αισθητική μας και συγκεκριμένα, πόσο σημαντικός είναι για εμάς.
Για παράδειγμα, εάν πρόκειται για την ατάλαντη τραγουδίστρια ενός νυχτερινού κέντρου που η κακομοίρα δε διαθέτει ούτε ικανοποιητική εμφάνιση, δεν το συζητάμε! Ή φεύγουμε, ή στην καλύτερη περίπτωση καθόμαστε και το διακωμωδούμε!!! (Το γιατί προσελήφθη εξαρχής δε μας απασχολεί. Μπορεί να είναι η ιδιοκτήτρια του κέντρου ή φίλη του ιδιοκτήτη!)

Άλλος καθοριστικός παράγοντας είναι η πρότερη συμπεριφορά του "παραβάτη" απέναντί μας.
Αν το έχει κάνει επανειλημμένως ή αν είναι η πρώτη του φορά! Ρauvre diable! Επίσης, αν γνωριζόμαστε πολύ καιρό ή λίγο και αν γνωριζόμαστε στενά ή ...φαρδιά!

Σπουδαίο κριτήριο είναι και το κατά πόσον είμαστε γνώστες της ψυχολογικής του κατάστασης, κατά το διάστημα του παραπτώματός του και αν εμπλεκόμαστε ή ευθυνόμαστε κι εμείς γι αυτή του την κατάσταση, έστω και στο ελάχιστο.
Δηλαδή, αν υπέπεσε στο σφάλμα εν καιρώ ειρήνης ή αν λειτουργούσε υπό πίεση αρκετών ατμόσφαιρων και εάν είχαμε γυρίσει κι εμείς καμμιά βαλβίδα αριστερόστροφα!!!

Υπολογίσιμος παράγοντας είναι και η στάση του μαύρου πρόβατου μετά την αποτρόπαια πράξη του, η οποία μας διατάραξε την αισθητική.
Αναγνώρισε την πατάτα που έκανε; Εξήγησε τους λόγους που τον οδήγησαν στην καλλιέργειά της;
Ήηηη... απαξίωσε και μας έγραψε κανονικά και με το νόμο (ή χωρίς το νόμο);



Λαμβάνοντας, λοιπόν, τις απαντήσεις όλων αυτών σοβαρά υπ'όψιν, αποφασίζουμε και δείχνουμε ανάλογα τα "δόντια" μας, ή τα νύχια μας στον ταραξία!!!
Κατεβάζουμε και τα μούτρα ως κάτω το πάτωμα αφού έχουμε σφουγγαρίσει πρώτα και το τραβάμε (το βαρύ πεπόνι) για δυο-τρεις μέρες ή όσο πιστεύουμε ότι απαιτείται για να αποκατασταθεί η πληγείσα αισθητική μας!!


Μεταξύ μας, τώρα, για να είμαστε ειλικρινείς, πιθανότατα συμβαίνουν δύο τινά:

1) Εάν το πρόσωπο περί ου ο λόγος μας είναι σημαντικό, καταπίνουμε το θιγμένο μας γόητρο, γκρινιάζουμε λίγο, βρε αδερφέ, να μας φύγει η πίκρα, βρίσκουμε κάτι καλό για να αποζημιώσουμε την αισθητική μας (ακούμε καλή μουσική, παραδείγματος χάριν) και συνεχίζουμε όπως πριν!

2) Εάν το πρόσωπο αυτό είναι ασήμαντο, τότε φίλοι μου, ίσως βρήκαμε επιτέλους την αφορμή για να το προσπεράσουμε! Να κόψουμε λάσπη που λένε! Eat my dust, αγγλιστί!!

Τόσο απλά είναι τα πράγματα!

Γιατί να δυσκολεύουμε περισσότερο τη ζωή μας, να εκθέτουμε την καημένη αισθητική μας και να χαλάμε και τη ζαχαρένια μας;

Στο κάτω-κάτω της γραφής (ή στο πάνω-πάνω,το ίδιο είναι) η αισθητική μας είναι μόνο η βιτρίνα της ψυχής μας και όχι το εσωτερικό της...

Γιατί όπως είπε και ο Victor Hugo:
"Υπάρχει ένα πιο μεγαλειώδες θέαμα από τη θάλασσα. Είναι ο ουρανός...
Υπάρχει ένα πιο μεγαλειώδες θέαμα από τον ουρανό. Είναι το εσωτερικό της ψυχής..."!!!
 
Υ.Γ.
Υπάρχει και η περίπτωση να είμαστε και λίγο ψευτρούληδες και ενώ μιλάμε για προσβολή της αισθητικής μας άποψης, στην ουσία είναι προσβολή της προσωπικότητας ή τραύμα ψυχής. Τότε, όμως, η υπόθεση απαιτεί διάλογο μεταξύ των εμπλεκομένων (προς Θεού, όχι με ειδικό!!) αμέσως μόλις υποχωρήσει ο βρασμός!
Δεν το συνεχίζω αυτό, διότι η σημείωση είναι καθαρά ...περί θιγμένης προσωπικής αισθητικής!
(Και πού να δείτε τί γίνεται όταν σε προσβάλλουν αδίκως!!! Αυτό θα το αναλύσουμε άλλη φορά...)


Μίνα
(Διαχρονικό και προς κάθε ενδιαφερόμενο, θύτη ή θύμα.
Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν, μαζί ή και καθένα ξεχωριστά :Ρ !!!)